Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος μπαίνει στην τελική ευθεία τις επόμενες μέρες με την επιστροφή των εκπροσώπων των δανειστών στην Αθήνα, ενώ η κυβέρνηση ετοιμάζεται με τη σειρά της να στείλει το «λογαριασμό» στους πολίτες, ο οποίος μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 3,6 δισ. ευρώ.
«Δεν νομοθετούμε προληπτικά δημοσιονομικά μέτρα» έλεγαν συνεχώς τους τελευταίους μήνες η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός, ωστόσο, με την τακτική της καθυστέρησης της αξιολόγησης που ακολούθησαν, βρέθηκαν με την πλάτη στον τοίχο και φυσικά μέσα στις επόμενες μέρες θα κάνουν άλλη μια «κωλοτούμπα».
Από την άλλη, αυτή η εμμονή στην πολιτική διαπραγμάτευση της κυβέρνησης είναι παροιμιώδης, λες και αν πάει σε διαπραγμάτευση σε επίπεδο υπουργών ή ανώτατων κοινοτικών αξιωματούχων θα πετύχει καλύτερα αποτελέσματα. Το ίδιο είχε κάνει και το 2015 φτάνοντας τη συζήτηση στους ηγέτες, δηλαδή στη Σύνοδο Κορυφής, με τη γνωστή αποτυχία, τις συνέπειες της οποίας πληρώνουν σήμερα οι πολίτες.
Η πολιτική διαπραγμάτευση είναι χρήσιμη όταν έχεις σχέδιο και βρίσκεσαι σε θέση ισχύος. Διαπραγματευτικό σχέδιο ούτως ή άλλως δεν είχαν ποτέ. Είτε τα βάζουν με τον Σόιμπλε είτε με τον Τόμσεν και τη Λαγκάρντ του ΔΝΤ, φυσικά βρίζοντας, δεν κερδίζουν τίποτα, απλώς απομονώνονται και στη συνέχεια συνθηκολογούν. Για θέση ισχύος δεν γίνεται λόγος, τι διαπραγματευτική ισχύ μπορεί να έχεις όταν οι δανειστές γνωρίζουν ότι η τύχη της χώρας σου κρέμεται από την επόμενη δόση…
Την Παρασκευή, μετά από αίτημα της κυβέρνησης που ήθελε πολιτική συζήτηση για το «ξεμπλοκάρισμα» της αξιολόγησης, ο πρόεδρος του Εurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ συγκάλεσε συνάντηση αξιωματούχων της ευρωζώνης και του ΔΝΤ στις Βρυξέλλες, στην οποία από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο αναπληρωτής υπουργός Γιώργος Χουλιαράκης.
Αντί για τις εκπτώσεις που θα περίμενε η κυβέρνηση, οι δανειστές όχι μόνο δεν έκαναν πίσω, αλλά εμφανίστηκαν και με ενιαία στάση, παρά τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ σε σχέση με τις προβλέψεις για τις δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας.
Οι δανειστές κατέστησαν σαφές στην Αθήνα ότι το κλείσιμο της αξιολόγησης περνάει από τη νομοθέτηση προληπτικών δημοσιονομικών μέτρων προκειμένου να διασφαλιστεί ο στόχος πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018. Η πρόταση των θεσμών στο τραπέζι ανεβάζει το ποσό των μέτρων στο 2% του ΑΕΠ ή τα 3,6 δισ. ευρώ, δηλαδή όσο ζητούσε αρχικά το ΔΝΤ. Υπάρχει και μια άλλη πρόταση που διαιρεί το ποσό στη μέση, η οποία προβλέπει το 1% του ΑΕΠ (1,8 δισ. ευρώ) να νομοθετηθεί τώρα και το υπόλοιπο 1% μετά το 2018, σε περίπτωση που υπάρξει απόκλιση από το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ. Επί της ουσίας, δεν αλλάζει τίποτα αφού οι δεσμεύσεις θα είναι συγκεκριμένες και στις δύο περιπτώσεις τόσο για το αφορολόγητο όσο και για τις συντάξεις (προσωπική διαφορά).
Η κυβέρνηση έχει ρίξει τώρα όλο το βάρος της στο «περιτύλιγμα», δηλαδή στον τρόπο που θα παρουσιαστούν και ζητάει από τους δανειστές να τη διευκολύνουν. Με άλλα λόγια, επιδιώκει μια τέτοια παρουσίαση των μέτρων που θα περιλαμβάνουν το συνολικό ποσό, αλλά δεν θα είναι λεπτομερή ώστε να μπορούν οι πολίτες να υπολογίσουν τις απώλειες που θα έχουν. Λες και θα αλλάξει κάτι…
Προληπτικά μεν, αλλά…
Το δημοσιονομικά μέτρα θα είναι προληπτικά, δηλαδή θα εφαρμοστούν από το 2019 και μετά, εάν η κυβέρνηση δεν επιτυγχάνει σε ετήσια βάση πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5% του ΑΕΠ. Θεωρητικά δηλαδή θα μπορούσαν και να μην ενεργοποιηθούν, ωστόσο με αυτή την κυβέρνηση και την οικονομική πολιτική που ακολουθεί, βασισμένη μόνο στους φόρους, οι πιθανότητες βιώσιμης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι ελάχιστες, παρά τις προβλέψεις της Κομισιόν. Συνεπώς, τόσο η μείωση του αφορολογήτου όσο και η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις είναι εξαιρετικά δύσκολο -αν όχι αδύνατο- να αποφευχθούν.
Ενα άλλο θέμα της δεύτερης αξιολόγησης είναι η διάρκεια κατά την οποία η χώρα θα πρέπει να πετυχαίνει μετά το 2018 πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 3,5% του ΑΕΠ. Οι δανειστές τάσσονται υπέρ μιας περιόδου πέντε ετών, ενώ η κυβέρνηση, με τη βοήθεια της Κομισιόν, επιχειρεί να τη μειώσει στα 3 έτη και στη συνέχεια να χαμηλώσουν σε επίπεδα 1,5-2,0% του ΑΕΠ.
Από την πλευρά τους, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει στο πλαίσιο της τελικής διαπραγμάτευσης να διευκρινίσουν περισσότερο τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, που θα αποφασιστούν το 2018. Κι αυτό γιατί τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους έχει θέσει ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα το ΔΝΤ, ενώ τη ζητάει και η ΕΚΤ για να βάλει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (αγορά κρατικών και εταιρικών ομολόγων).
Η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα αποφασιστεί από την ΕΚΤ μόλις ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση και αφού προηγουμένως βεβαιωθεί ότι το χρέος γίνεται βιώσιμο.
Οι εκπρόσωποι των δανειστών αναμένεται να επιστρέψουν στην Αθήνα μέσα στη βδομάδα, με στόχο, μετά τις υποχωρήσεις της κυβέρνησης, να ολοκληρώσουν τη δεύτερη αξιολόγηση μέσα σε λίγες μέρες. Εάν όλα γίνουν με σχετική ταχύτητα, τότε είναι εφικτή η επίτευξη πολιτικής συμφωνίας στη συνεδρίαση του Εurogroup της 20ής Φεβρουαρίου.