Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι λίγες μόλις ημέρες μετά την επέλαση της κακοκαιρίας, η χονδρική τιμή της ντομάτας ανέβηκε από τα 90 λεπτά σε 1,3 ευρώ το κιλό, ενώ στη Θεσσαλία οι τιμές στις λαϊκές αγορές έχουν πάρει φωτιά και υπάρχουν φόβοι επέκτασης και στην υπόλοιπη χώρα.
«Δεν δικαιολογείται αυτή η αύξηση των τιμών, ειδικά στις ντομάτες, καθώς η περιοχή δεν παράγει ντομάτες σε τέτοια επίπεδα που να δικαιολογούν αυτές τις ανατιμήσεις. Κάποιοι βρήκαν την ευκαιρία να αισχροκερδήσουν, στηριζόμενοι στις τεράστιες ζημιές που υπέστη η Θεσσαλία», αναφέρει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής ο αντιπρόεδρος της Εθνικής Ενωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΘΕΑΣ) Χρήστος Γιαννακάκης. Μάλιστα, προσθέτει ότι από μελέτη που έγινε πρόσφατα, φάνηκε ότι η τελική τιμή διαμορφώνεται μόλις κατά 15% από την τιμή παραγωγού και σε ποσοστό από 50% και πάνω είναι από τα κέρδη των λιανεμπόρων.
Όσπρια
Ανατιμήσεις αναμένονται και στις τιμές των οσπρίων, δεδομένου ότι στη Θεσσαλία παράγεται περίπου το 30% της εγχώριας παραγωγής σε φακές και ρεβίθια. Συγκεκριμένα, σε σύνολο 13.538 τόνων φακής που παράγει η χώρα μας, περίπου 4.300 τόνοι προέρχονται από την πληγείσα από την κακοκαιρία Daniel περιφέρεια, ενώ στους 4.934 τόνους ανέρχεται η παραγωγή ρεβιθιών σε σύνολο 5.000 περίπου τόνων.
Έτσι, το προσεχές διάστημα η τιμή της φακής δεν αποκλείεται από 1,5-2 ευρώ ανά 500 γραμμάρια να αγγίξει ακόμα και τα 2,5-3 ευρώ, ενώ τα ρεβίθια από 2,8-3,8 ευρώ η συσκευασία 500 γραμμαρίων δεν αποκλείεται να «σκαρφαλώσουν» ακόμα και στα 4,5-5 ευρώ.
Κρέας και φέτα
Με τα κρέατα και τα τυροκομικά προϊόντα να είναι ήδη πανάκριβα, καθώς το αρνί πωλείται 10-11 ευρώ και η φέτα 12,5 ευρώ το κιλό, στελέχη της αγοράς εκτιμούν ότι μετά τις πλημμύρες θα υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις και η τιμή τους θα ακολουθήσει νέο ράλι.
«Τα πρώτα στοιχεία δείχνουν ότι έχουν χάσει πάνω από 100.000 αιγοπρόβατα. Η Θεσσαλία τροφοδοτεί όλες τις ζώνες γάλακτος για την παραγωγή φέτας. Δεδομένου ότι μια προβατίνα δίνει 200 κιλά γάλα, γίνεται αντιληπτό ότι θα λείψουν από την αγορά 20.000 τόνοι και θα υπάρχουν ελλείψεις», επισημαίνει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ) Παναγιώτης Πεβερέτος.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΣΕΚ, η εγχώρια παραγωγή αιγοπρόβειου γάλατος ανέρχεται στους 850.000 τόνους και η Ελλάδα έχει επάρκεια τόσο σε γάλα όσο και σε κρέας σε ποσοστό 88%, ενώ οι υπόλοιπες ποσότητες εισάγονται από χώρες του εξωτερικού, κυρίως των Βαλκανίων.
«Θα αυξηθούν οι εισαγωγές και είναι βέβαιο ότι λόγω των ελλείψεων θα ανέβουν οι τιμές», συμπληρώνει ο κ. Πεβερέτος, ο οποίος καταγγέλλει κερδοσκοπικά παιχνίδια. Οπως αναφέρει παρά το γεγονός ότι η τιμή παραγωγού στο αιγοπρόβειο γάλα έχει υποχωρήσει σε 1,53 ευρώ το λίτρο, οι τιμές των τυροκομικών προϊόντων όχι απλώς δεν έχουν μειωθεί, αλλά συνεχίζουν να αυξάνονται.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Γαλακτοκομικών Προϊόντων (ΣΕΒΓΑΠ) Χρήστος Αποστολόπουλος, ο οποίος δηλώνει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής ότι η προσφορά γάλακτος θα μειωθεί και θα προκύψουν θέματα ανεπάρκειας στα τυροκομικά προϊόντα και κυρίως στη φέτα. «Ακόμα και τα αιγοπρόβατα που δεν χάθηκαν έχουν το πρόβλημα της σίτισης, διότι εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα όπου καλλιεργούνταν ζωοτροφές έχουν χαθεί. Αυτό θα αποτελέσει δραματική εξέλιξη στην αγορά, γιατί πέρα από την πρωτογενή παραγωγή, επλήγησαν και αρκετά τυροκομεία και δύο πολύ μεγάλες γαλακτοκομικές επιχειρήσεις στην περιοχή, οπότε η δυνατότητα μεταποίησης μειώνεται δραματικά», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Αν και ο ίδιος αναφέρει ότι δεν μπορεί να προβλεφθεί το ύψος των ανατιμήσεων, κύκλοι της αγοράς εκτιμούν ότι η τιμή της φέτας μπορεί να αγγίξει ακόμα και τα 14-15 ευρώ το κιλό και των αρνιών τα 13-14 ευρώ το κιλό.
«Γρίφο» αποτελεί και το τι μέλλει γενέσθαι με τις εξαγωγές της φέτας, η οποία σε ποσοστό 65% εξάγεται στις διεθνείς αγορές. «Οι αγορές αυτές χτίστηκαν με πολύ κόπο και είναι δύσκολο να τις αφήσουμε χωρίς προϊόν. Οπότε είναι μια διελκυστίνδα, η οποία θα πρέπει να κρατήσει μια ισορροπία και στο επίπεδο της χώρας και στο επίπεδο του εξωτερικού», υπογραμμίζει ο κ. Αποστολόπουλος.
https://el
«Χρυσός» το ελαιόλαδο
«Χρυσό» θα πληρώνουν οι καταναλωτές τους επόμενους μήνες και το ελαιόλαδο, καθώς τη φετινή ελαιοκομική περίοδο η παραγωγή του θα υποχωρήσει σχεδόν στο μισό. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Αγροτικού Συνεταιρισμού Ελαιολάδου Μολάων-Πακίων Παναγιώτη Ντανάκα, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα η παραγωγή από 340.000 τόνους την περίοδο 2022-2023 θα μειωθεί φέτος σε 150.000-180.000 τόνους.
Δεδομένου ότι και η Ισπανία και η Ιταλία θα αντιμετωπίσουν και πάλι προβλήματα παραγωγής λόγω της ξηρασίας, οι τιμές θα συνεχίσουν το ανοδικό ράλι.
«Η τιμή παραγωγού θα ξεπεράσει το διψήφιο νούμερο, όλοι οι αριθμοί άνω των 10 ευρώ είναι πιθανοί», επισημαίνει ο κ. Ντανάκας.
Η αύξηση δε στο ράφι αναμένεται να είναι πολύ μεγάλη και σύμφωνα με εκπροσώπους του λιανεμπορίου οι τιμές δεν αποκλείεται να αγγίξουν ακόμα και τα 14 ευρώ το λίτρο, αν ληφθεί υπόψη ότι αυτή την περίοδο που ακόμα διατίθεται περυσινό ελαιόλαδο η λιανική τιμή του κινείται στα 10 ευρώ το λίτρο.
«Φωτιά» και στις τιμές του πετρελαίου
Την ανιούσα έχουν πάρει και οι τιμές των καυσίμων λόγω της αύξησης των διεθνών τιμών του πετρελαίου στα 92 δολάρια το βαρέλι. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του αργού Brent άγγιξαν τα 92,5 δολάρια το βαρέλι την Τετάρτη, το υψηλότερο των τελευταίων δέκα μηνών λόγω των προβλέψεων ότι οι περικοπές παραγωγής από μεγάλες παραγωγούς θα συνεχίσουν να ασκούν πιέσεις στην αγορά τους επόμενους μήνες. Ο OPEC+ εκτιμά ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα αυξηθεί κατά 2,25 εκατ. βαρέλια την ημέρα το 2024, ενώ για το τέταρτο τρίμηνο του 2023 έχει προβλέψει έλλειμμα 3,3 εκατ. βαρελιών την ημέρα. Από την πλευρά του, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) έχει αναφέρει ότι οι περικοπές της παραγωγής πετρελαίου από τη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία μέχρι το τέλος του έτους θα οδηγήσουν σε σημαντικό έλλειμμα μέχρι το τέταρτο τρίμηνο του έτους.
Ακολουθώντας την πορεία της διεθνούς τιμής του πετρελαίου, η μέση τιμή της αμόλυβδης έχει ξεπεράσει τα 2 ευρώ το λίτρο πανελλαδικά, ενώ το πετρέλαιο κίνησης φλερτάρει με το 1,8 ευρώ.
Πέρα από το γεγονός ότι η εξέλιξη αυτή θα επηρεάσει και το κόστος θέρμανσης τον χειμώνα, οι υψηλές τιμές των καυσίμων θα ωθήσουν προς τα πάνω και το κόστος των μεταφορικών επιβαρύνοντας κι άλλο τις τιμές των ειδών διατροφής.