Αστυνομικοί από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας εξάρθρωσαν εγκληματική οργάνωση, τα μέλη της οποίας δραστηριοποιούνταν σε εκβιάσεις ιδιοκτητών καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος
Από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας εξαρθρώθηκε εγκληματική οργάνωση, τα μέλη της οποίας δραστηριοποιούνταν σε εκβιάσεις ιδιοκτητών καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, προκειμένου να λαμβάνουν χρηματικά ποσά, για την αποφυγή βεβαίωσης διοικητικών παραβάσεων.
Για την υπόθεση συνελήφθησαν 14 άτομα, εκ των οποίων 9 δημόσιοι υπάλληλοι, σε βάρος των οποίων σχηματίσθηκε δικογραφία –κατά περίπτωση- για εγκληματική οργάνωση, εκβίαση, δωροληψία υπαλλήλου, δωροδοκία υπαλλήλου και συνέργεια σε αυτή, πλαστογραφία, παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου, παράβαση καθήκοντος, ψευδή βεβαίωση, για παραβάσεις των νομοθεσιών περί αθλητισμού, περί όπλων καθώς και του κώδικα μετανάστευσης.
Στη δικογραφία περιλαμβάνονται ακόμη 9 υπάλληλοι, που δεν είχαν ρόλο ως μέλη της οργάνωσης, αλλά υποβοηθούσαν το έργο της, χωρίς διαρκή συμμετοχή.
Η ύπαρξη της εγκληματικής οργάνωσης προέκυψε μετά από διερεύνηση καταγγελίας, σχετικά με ιδιώτιδα, που σε συνεργασία με υπαλλήλους δημοτικής Αρχής, προέβαινε στις εκβιάσεις καταστηματαρχών, με σκοπό το οικονομικό τους όφελος.
Για τη διερεύνηση της υπόθεσης αξιολογήθηκαν και αξιοποιήθηκαν πληροφοριακά στοιχεία και προανακριτικά δεδομένα, ενώ έγινε εφαρμογή ειδικών ανακριτικών ενεργειών από την περαιτέρω ανάλυση των οποίων προέκυψε η ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης, επιχειρησιακά δομημένης και με διαρκή δράση, τα μέλη της οποίας, τουλάχιστον από τον Ιανουάριο του 2023, προέβαιναν στην προαναφερόμενη παράνομη δραστηριότητα.
Σε περίπτωση που οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων δεν δέχονταν την προστασία που τους παρείχε η οργάνωση, δέχονταν απειλές ότι θα υπόκεινται σε ελέγχους δημοτικών Αρχών και θα τους βεβαιώνονται διοικητικά πρόστιμα.
Τα μέλη, προκειμένου να μην γίνει αντιληπτή η δράση τους, λάμβαναν μέτρα προστασίας, με τις συναντήσεις τους (μεταξύ τους ή με τους καταστηματάρχες) και τις δωροληψίες να πραγματοποιούνται σε συγκεκριμένους χώρους και εν συντομία, ενώ οι επικοινωνίες τους πραγματοποιούνταν και μέσω διαδικτυακών εφαρμογών με αυστηρά μέτρα προστασίας.
Τα μέλη της οργάνωσης λάμβαναν χρηματικά ποσά που κυμαίνονται από 6.000 έως 16.000 ευρώ ανά έτος, από καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, 1.500 ανά έτος από περίπτερα, ενώ διακριβώθηκαν και περιπτώσεις που έλαβαν αμοιβές από 1.000 έως 35.000 ευρώ για μια παράνομη ενέργεια ή παράλειψη.
Τα ανωτέρω ποσά στη συνέχεια διαμοιράζονταν μεταξύ των μελών της εγκληματικής οργάνωσης και ειδικότερα για την παράνομη δράση τους ενδεικτικά λάμβαναν:
Από τις έως τώρα έρευνες, έχουν διακριβωθεί 47 περιπτώσεις, ενώ το συνολικό όφελος εκτιμάται ότι ξεπερνάει το ποσό των -700.000- ευρώ ανά έτος.
Στην εν λόγω οργάνωση, αρχηγικά μέλη της οποίας ήταν ιδιώτιδα και ιδιώτης, είχαν στρατολογηθεί και ενταχθεί ως μέλη Προϊστάμενος δημοτικής Αρχής αλλά και υπάλληλοι έτερων δημόσιων υπηρεσιών του νομού Αττικής, αρμόδιοι για ελέγχους καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, ενώ συμμετείχαν και άλλοι ιδιώτες, οι οποίοι είχαν διακριτούς μεταξύ τους ρόλους, και συγκεκριμένα:
Ειδικότερα, ως προς τον τρόπο δράσης (modus operandi) της οργάνωσης:
Για την επίτευξη του παράνομου σκοπού τους, τα αρχηγικά μέλη κατηύθυναν τους υπαλλήλους για στοχευμένους ελέγχους σε καταστήματα, καθώς και για τη βεβαίωση συγκεκριμένων παραβάσεων σε αυτά. Με αυτό τον τρόπο οι καταστηματάρχες εξαναγκάζονταν να απευθυνθούν στην οργάνωση, προκειμένου να προστατευτούν, καταβάλλοντας χρηματικό αντίτιμο.