Στα χέρια των πιστωτριών τραπεζών ήλθε ο έλεγχος της Forthnet και μάλιστα χωρίς νομικές προσφυγές και χωρίς άλλα παρατράγουδα.
Οι μέτοχοι της επιχείρησης είχαν την ευκαιρία τους για να μιλήσουν, αλλά δεν το έπραξαν. Δικαίως επομένως η εταιρεία περιήλθε στη δικαιοδοσία των δανειστών, χωρίς εξώδικα, χωρίς προσφυγές σε άρθρα 99, 106Β κ.ο.κ., και χωρίς να διαταράσσεται η λειτουργία της.
Όπως σημειώνει η Καθημερινή, το μόνο αρνητικό είναι ότι οι τράπεζες άργησαν να αναλάβουν δράση. Σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, καθυστέρησαν σχεδόν 18 μήνες για να αποφασίσουν προς ποια κατεύθυνση θα κινηθούν. Τόσος χρόνος χρειάστηκε ν’ αποφασίσουν μετά την απόρριψη, από την πλευρά τους, της πρότασης των εταιρειών Wind και Vodafone, για την απόκτηση του ελέγχου της επιχείρησης. Οι δύο εταιρείες, στην πρόταση που κατέθεσαν, σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, απαίτησαν «κούρεμα» των υποχρεώσεων πάνω από 60%, συμπεριλαμβανομένων και των δανειακών υποχρεώσεων. Ο τελευταίος όρος δεν έγινε αποδεκτός από τις πιστώτριες τράπεζες.
Η μακρά αναμονή για το επόμενο βήμα των τραπεζών έβλαψε την εταιρεία, καθώς χωρίς κεφάλαιο κίνησης, έχασε μερίδιο αγοράς. Στο α΄ εξάμηνο του έτους, τα έσοδα υποχώρησαν κατά 9,4%. Παράλληλα, ενδυναμώθηκε περαιτέρω ο βασικός ανταγωνιστής της, ο ΟΤΕ, ο οποίος, έχοντας 1 δισ. ευρώ διαθέσιμα, επένδυσε τόσο σε νέα δίκτυα τεχνολογίας VDSL όσο και σε νέο και ακριβό περιεχόμενο (π.χ. Champions League). Ο ΟΤΕ, σύμφωνα με τα δημοσιοποιημένα μεγέθη, πήρε την πρωτιά κερδίζοντας συνδρομητές, ενώ αντίθετα η Forthnet έχασε συνδρομητές. Η κατάσταση λέγεται ότι έχει επιδεινωθεί μετά τον περασμένο Ιούνιο, όταν η κυβέρνηση επέβαλε φορολογία 10% στους λογαριασμούς των συνδρομητών δορυφορικής τηλεόρασης.
Πάντως, τώρα οι τράπεζες αναμένεται να «τρέξουν» προκειμένου να απαλλαγούν από την εταιρεία. Οι ίδιες κατάφεραν αριστοτεχνικά να απαλλάξουν το ενεργητικό τους από βάρος ύψους περίπου 70 εκατ. ευρώ –όση δηλαδή ήταν η κάλυψη του μετατρέψιμου ομολογιακού δανείου (ΜΟΔ)– αλλά φορτώθηκαν μια ζημιογόνο επιχείρηση. Κάθε χρόνο η εταιρεία γεννά ζημίες της τάξης των 15 εκατ. ευρώ. Αν δεν καταφέρουν να πουλήσουν γρήγορα την επιχείρηση ή να την καταστήσουν κερδοφόρο, τότε οι ζημίες της θα αντισταθμίσουν το (πρόσκαιρο) όφελος που είχαν μέσω της έκδοσης του ΜΟΔ.
Ως συνέπεια, όλα δείχνουν ότι θα επιδιωχθεί ακόμη ένα «μοντέλο Μαρινόπουλου» στη Forthnet, με την εξεύρεση στρατηγικού επενδυτή. Αρχικά οι τράπεζες θα επιδιώξουν να καταστήσουν όσο το δυνατόν πιο ελκυστική την επιχείρηση «κουρεύοντας» τις υποχρεώσεις της. Στο πλαίσιο αυτό, δεν αποκλείεται να υπάρξει και μια κεφαλαιακή ένεση, έτσι ώστε να μην είναι πλέον «στεγνή από ρευστό». Οι κινήσεις αυτές θα συνοδευθούν από την τοποθέτηση ανθρώπων των τραπεζών στο διοικητικό συμβούλιο και πολύ πιθανώς στη διοίκηση της Forthnet.
Στην περίπτωση του Μαρινόπουλου, δεν υπήρξε «κούρεμα» των δανειακών υποχρεώσεων, αλλά μόνο των υποχρεώσεων προς τους προμηθευτές. Τραπεζικοί παράγοντες ωστόσο χαρακτήριζαν σχεδόν ανέφικτη την πώληση της τηλεπικοινωνιακής εταιρείας σε τρίτους χωρίς ένα «κούρεμα» και των απαιτήσεων των τραπεζών. Υπενθυμίζεται ότι οι υποχρεώσεις της εταιρείας προς τις τράπεζες ανέρχονται σε 325 εκατ. ευρώ, ενώ σ’ αυτές θα πρέπει να προστεθούν και άλλα 62 εκατ. ευρώ από τις συμβάσεις leasing της επιχείρησης.
Το «κούρεμα» όμως αυτό θα είναι λιγότερο «βαθύ» από αυτό που ζήτησαν οι εταιρείες Vodafone και Wind Hellas. Oι δύο τελευταίες, οι οποίες ήδη έχουν επενδύσει περί τα 30 εκατ. ευρώ στη Forthnet, θεωρείται ότι αποτελούν τον πρώτο υποψήφιο στρατηγικό επενδυτή. Μάλιστα οι δύο εταιρείες κινούνται από κοινού, καθώς έχουν υπογράψει συμφωνία για την απόκτηση ισότιμης συμμετοχής στην επιχείρηση, εφόσον υπάρξει μια συνολική συμφωνία.
Πολλοί ωστόσο βλέπουν και ακόμα έναν υποψήφιο στρατηγικό επενδυτή για τη Forthnet. Πρόκειται για τον επιχειρηματία Πάνο Γερμανό, ο οποίος ποτέ δεν έκρυψε τις βλέψεις του για επέκταση των δραστηριοτήτων του στην τηλεπικοινωνιακή αγορά της Ελλάδας. Για τον τελευταίο ωστόσο, υπήρξαν κάποια πρόσκαιρα εμπόδια πρόσφατα, καθώς επιχείρησε να πουλήσει την εταιρεία τηλεπικοινωνιών Play στην Πολωνία. Το τίμημα που επιτεύχθηκε, ύψους 3,5 δισ. ευρώ, χαρακτηρίστηκε χαμηλό κι έτσι οι προσφορές δεν έγιναν αποδεκτές.