Μεσημέρι Πέμπτης στην ακτή Κρατήγου, νότια της Μυτιλήνης. Εκεί που τελειώνει ο δρόμος, περίπου δύο χιλιόμετρα μετά το αεροδρόμιο «Οδυσσέας Ελύτης», βρίσκονται κοντά στα 50 άτομα από εθελοντικές οργανώσεις για να υποδεχθούν πρόσφυγες.
Καθώς η βάρκα πλησιάζει την ακτή, οι διασώστες αναλαμβάνουν δράση και με τις ειδικές στολές βουτάνε στη θάλασσα. Αλλοι κάνουν σινιάλο στους πρόσφυγες να αλλάξουν πορεία, καθώς κατευθύνονται ένα χιλιόμετρο μακριά απ’ όπου τους περιμένουν. Οταν η βάρκα δεν θα αλλάζει κατεύθυνση, οι εθελοντές ξεκινούν να την «κυνηγάνε».Ανάμεσά τους και πέντε άτομα που δεν είναι εθελοντές. Είναι τα «κοράκια της Λέσβου», όπως τους έχουν ονομάσει, γιατί «κυνηγούν» τις βάρκες για να πάρουν τη μηχανή, τα ξύλα και τον μουσαμά.
Ανάμεσα στον κόσμο που τρέχει κατά μήκος της παραλίας βρίσκονται και τα πέντε άτομα που σπεύδουν για να πάρουν ό,τι προλάβουν. Και ενώ επικρατεί πανικός στην παραλία, με πρόσφυγες σε μισολιπόθυμη κατάσταση και παιδάκια να κλαίνε, τα «κοράκια» έχουν ήδη μοιράσει τα πολύτιμα μέρη της βάρκας και ξεκινούν την αποσυναρμολόγηση.
Σε απόσταση αναπνοής παρακολουθεί ένας αστυνομικός που φορά μπουφάν «Δίωξη Λαθρομετανάστευσης». Στην ερώτηση αν επιτρέπεται η δράση των συγκεκριμένων ανθρώπων, απάντησε ότι ίσα ίσα καθαρίζουν και την παραλία. «Ποιος θα τα κουβαλούσε όλα αυτά; Εδώ θα έμεναν», αποκρίνεται ο αστυνομικός. Μία άποψη που ενστερνίζονται αρκετοί στο νησί.
«Αν δεν τα πάρουμε εμείς, θα τα πάρουν άλλοι. Δεν κάνουμε και τίποτα», λέει στο «Εθνος» ο Μ. καθώς ανάβει το τσιγάρο του. «Αγρότης είμαι, τον μουσαμά θέλω για τα «ζωντανά». Ξέρεις πόσο κάνει ο μουσαμάς; Και τώρα που μας τα ‘χουν κόψει όλα, δεν υπάρχει σάλιο», προσθέτει. Τους ρωτάμε αν τους ενοχλεί που τους αποκαλούν «κοράκια», επειδή περιμένουν να πάρουν τις βάρκες. «Εγώ πλήρωσα και πήρα αυτή τη νιτσεράδα, γιατί το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να μπαίνω στη θάλασσα και να βγάζω έξω τα παιδάκια. Αδερφέ εγώ βοηθάω. Ενας αγρότης είμαι και τους πονάω τους πρόσφυγες», λέει.
Ο «συνέταιρός» του παρεμβαίνει στη συζήτηση και λέει: «Αν θέλουμε να λέμε αλήθειες, αυτό που κάνουμε είναι παράνομο. Αλλά, δεν τα πουλάμε, για τα ζωντανά και τις καλλιέργειες τα θέλουμε».
Καθώς οι δύο άντρες κάνουν σωρό τα ξύλα για να τα κουβαλήσουν, δείχνουν τα σημάδια και λένε ότι η βάρκα έχει ξαναχρησιμοποιηθεί. Στα ξύλα που στηριζόταν η μηχανή υπάρχουν τα ίχνη από τις προηγούμενες φορές που είχε «κουμπωθεί». «Το καλοκαίρι υπήρχαν πολλοί, και ντόπιοι, που έπαιρναν τις μηχανές και τις βάρκες, τις ξεφούσκωναν χωρίς να τις σκάνε και πήγαιναν Τουρκία και τις πουλούσαν πίσω στους διακινητές. Εβγαλαν πολλά λεφτά», υποστηρίζουν οι δύο άντρες.
Οση ώρα μιλάμε, μία άλλη ομάδα κόβει μ’ έναν σουγιά και με μεγάλη μαεστρία τον μουσαμά της βάρκας. «Δέκα βάρκες έχουν βγει από το πρωί, το μεροκάματο το έβγαλε», λέει ένας από την ομάδα που έχει πάρει τα ξύλα. «Ναι, έλα ‘σύ να το κόψεις και να το κουβαλήσεις μέχρι πάνω. Δώσ’ μου 10 ευρώ και παρ’ το», του απαντάει ο άλλος. Οπως εξηγούν, οι μουσαμάδες είναι από καλό και αδιάβροχο υλικό και το πουλάνε στους κατοίκους των απομακρυσμένων χωριών για 30-40 ευρώ. Περίπου την ίδια τιμή πιάνουν και τα ξύλα, τα οποία χρησιμοποιούνται σε καλλιέργειες, στάβλους ή και για σόμπες. Τις μηχανές τις πουλάνε σε χυτήρια για 20 ευρώ ή τις λύνουν και πουλάνε τα εξαρτήματα. «Αν σε πιάσουν με τη μηχανή στην καρότσα, πας «μέσα». Ασε που δεν μπορείς να την πουλήσεις χωρίς χαρτιά. Κανείς δεν την παίρνει, γιατί το καλοκαίρι το Λιμενικό τούς περιμένει στη γωνία να ελέγξει τα χαρτιά των μηχανών», λέει ο Μ.
Μολονότι η δράση των συγκεκριμένων ανθρώπων είναι γνωστή στους κατοίκους και στις Αρχές του νησιού, φαίνεται πως επικρατεί μία ιδιότυπη ασυλία, ενώ και το νομικό πλαίσιο δεν είναι ξεκάθαρο. Ομως, το θέαμα πέντε ανθρώπων να ορμούν στη βάρκα πριν καν αποβιβαστούν οι εξαντλημένοι πρόσφυγες, είναι μία εικόνα που αδικεί τη φιλότιμη προσπάθεια που γίνεται από τη συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων που δίνουν καθημερινό αγώνα για να σώσουν ζωές.
ethnos.gr