Συνολικά 229 παιδιά έπεσαν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης στην κεντρική Μακεδονία την τελευταία δεκαετία
Συνολικά 229 παιδιά έπεσαν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης στην Κεντρική Μακεδονία την τελευταία δεκαετία, με το μικρότερο σε ηλικία να είναι μόλις τριών μηνών. Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων (93%) ο δράστης είναι γνωστός του θύματος. Σχεδόν σε μία στις πέντε περιπτώσεις (19%) κακοποίησης ο δράστης προέρχεται από το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον (θείος, ξάδερφος κτλ.), ενώ στο 15% των περιπτώσεων είναι ο ίδιος του ο πατέρας. Σε κάποιες περιπτώσεις κακοποίησης (1,5%) δράστης είναι η ίδια του η μητέρα.
Σχεδόν στο σύνολό τους (98%) οι δράστες είναι άντρες, ενώ στο 14,6% των περιπτώσεων ο υπαίτιος της κακοποίησης είναι ανήλικος. Πολλές καταγγελίες (41,7%) αφορούν σε δράστες ενήλικες, που είχαν αναπτύξει σχέσεις φιλίας και εμπιστοσύνης με το παιδί και μόνο το 7,5% των καταγγελιών σχετίζονται με ενήλικα άτομα, τα οποία ήταν άγνωστα στο παιδί. Σε 17,6% περιπτώσεις οι δράστες είναι περισσότεροι του ενός, ενώ σε 13,1% η πληροφορία αυτή είναι άγνωστη
Σε ό,τι αφορά τα θύματα, τα 165 από τα 229 (72,1%) ήταν κορίτσια και τα 64 (27,9%) αγόρια. Ο μέσος όρος ηλικίας των θυμάτων είναι τα 11,25 έτη. Ειδικότερα, για τα αγόρια ο μέσος όρος ηλικίας είναι τα εννέα έτη, ενώ για τα κορίτσια τα δώδεκα έτη. Ο μεγαλύτερος αριθμός των θυμάτων (49,8%) αφορά σε παιδιά εφηβικής ηλικίας (13-18 ετών), ενώ το 36,3% και το 13,9% αφορά σε παιδιά σχολικής ηλικίας, 6-12 ετών και προσχολικής ηλικίας (5 ετών ή μικρότερα), αντίστοιχα.
Τα αγόρια φαίνεται ότι θυματοποιούνται συχνότερα σε μικρότερη ηλικία σε σχέση με τα κορίτσια. Επίσης, τα αγόρια φαίνεται, ότι, όταν θυματοποιηθούν μία φορά, συχνότερα επαναλαμβάνεται η κακοποίηση (57,5%), σε αντίθεση με τα κορίτσια, τα οποία συχνότερα γίνονται θύματα μεμονωμένων συμβάντων (60,7%).
Τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν συμπεράσματα έρευνας, που εκπονήθηκε στο πλαίσιο διδακτορικής διατριβής για τη Σχολή Επιστημών Υγείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από την παιδίατρο Ελισάβετ Αντωνιάδου και υπό την επίβλεψη του καθηγητή του τμήματος Ιατρικής, Θεόδωρου Δαρδαβέση.
Συγκεντρώθηκαν στοιχεία μιας δεκαετίας που αφορούν στη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών και τα οποία προέρχονται από τα αρχεία του Εργαστηρίου της Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του ΑΠΘ και της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Αφορούν σε καταγγελίες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στα αστυνομικά τμήματα και στην Εισαγγελία του νομού Θεσσαλονίκης, καθώς και των όμορων νομών τη δεκαετία 2005-2015.
Καταγγέλλουσες η μητέρα, η γιαγιά ή η αδερφή
Η αποκάλυψη του συμβάντος στις αστυνομικές αρχές στις περισσότερες των περιπτώσεων οφείλεται σε κάποιο συγγενικό άτομο του παιδιού, όπως είναι η μητέρα, η γιαγιά και η αδερφή (59%). Επίσης,, πολύ συχνά η καταγγελία προέρχεται από το νοσηλευτικό ή εκπαιδευτικό ίδρυμα, το οποίο φρόντιζε το παιδί για οποιοδήποτε λόγο (24,7%). Στο 15,2% των περιπτώσεων η καταγγελία προήλθε από το ίδιο το παιδί, ενώ καταγράφηκαν και 1,1% περιπτώσεις, στις οποίες γνωστά στο παιδί άτομα ανέφεραν πιθανά επεισόδια κακοποίησης. Η συγκεκριμένη πληροφορία δεν ήταν διαθέσιμη σε 22,3% περιπτώσεις.
Ο μεγαλύτερος όγκος των καταγγελιών κακοποίησης (65,2%) αφορά σε περιστατικά, στα οποία τα θύματα ή οι φροντιστές τους ισχυρίζονται ότι είχε πραγματοποιηθεί, με κάποιο τρόπο, ολοκληρωμένη σεξουαλική πράξη με το δράστη, ενώ σε μικρότερο ποσοστό (34,8%) αυτές αφορούν σε θωπείες, φιλιά κ.ά. Σε 18,3% περιπτώσεις οι καταγγελίες ήταν συγκεχυμένες και λιγότερο σαφείς. Ειδικότερα, η κατά φύση και παρά φύση συνουσία υποστηρίχθηκε στο 30,1% και 17,9% των καταγγελιών αντίστοιχα, ενώ υπήρξε και ένα ποσοστό 5,2% στο οποίο τα θύματα ισχυρίζονται ότι είχαν υποστεί και τις δύο μορφές κακοποίησης.
Τρόποι προσέγγισης του θύματος
Συχνότερος τρόπος προσέγγισης του θύματος αποτελεί η εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του παιδιού (47,3%) από συγγενικά του άτομα (πατέρας, θείος, νονός) ή άτομα του στενού οικογενειακού περιβάλλοντός του (πατριός, φίλος γονέων). Άλλος τρόπος, που φαίνεται να εφαρμόζουν οι δράστες είναι η αρχική γνωριμία του παιδιού με οποιονδήποτε τρόπο και στη συνέχεια η κακοποίησή του με την άσκηση σωματικής βίας ή με τη χρήση κατασταλτικών ουσιών, όπως είναι η αλκοόλη και οι ναρκωτικές ουσίες (18,8%). Ο βιασμός του παιδιού με την άσκηση σωματικής βίας παρατηρήθηκε λιγότερο συχνά, ενώ σε 11,8% και 5,4% περιπτώσεις η συναίνεση του θύματος εξασφαλίσθηκε με τη σύναψη σχέσης και την εξαγορά του αντίστοιχα. Τέλος, υπάρχουν και 18,8% περιπτώσεις, στις οποίες δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο προσέγγισης των δραστών.
Παιδιά τα οποία κακοποιούνταν κατ’ επανάληψη φαίνεται να καθυστερούσαν να αποκαλύψουν το συμβάν, σε σχέση με εκείνα που κακοποιήθηκαν μία φορά. Επίσης, τα περισσότερα παιδιά, που δεν γνώριζαν και δεν είχαν αναπτύξει προηγουμένως σχέσεις με το δράστη, κατήγγειλαν άμεσα το γεγονός (76,9%). Σύμφωνα με τον κ. Δαρδαβέση, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση σεξουαλικής κακοποίησης 14χρονου από πολύ φιλικό πρόσωπο της οικογένειάς του, το οποίο οι γονείς του είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη. Ο δράστης έμπαινε πολύ συχνά στο σπίτι του θύματος και το εκμεταλλευόταν σεξουαλικά κατ΄ επανάληψη.
«Δυστυχώς, το ζήτημα είναι υπαρκτό. Μπορεί να υπάρχει στη διπλανή μας πόρτα. Με την έρευνα θέλουμε να ενημερώσουμε και να ευαισθητοποιήσουμε τους πολίτες και κυρίως τους γονείς. Η σεξουαλική είναι η χειρότερη μορφή κακοποίησης και οι δράστες εκμεταλλεύονται το άβουλο του παιδιού. Δυστυχώς, όποια παιδιά πέσουν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, είναι πολύ πιθανό να γίνουν και αυτά δράστες στην ενήλικη ζωή τους. Από το Μάρτιο θα ξεκινήσουμε σειρά δράσεων ενημέρωσης σε συμβούλια γονέων και αθλητικούς συλλόγους. Δυστυχώς, θύματα κακοποίησης πέφτουν παιδιά και από προπονητές τους, οι οποίοι τους ασκούν γοητεία, αλλά και από δασκάλους», σημείωσε στο ethnos.gr o κ. Δαρδαβέσης.
Ιατροδικαστική εξέταση
Η ιατροδικαστική εξέταση των παιδιών για σωματικές κακώσεις, σε ένα μεγάλο ποσοστό (79%) απέβη αρνητική, όπως επίσης και για τυχόν ευρήματα, ενδεικτικά σεξουαλικής κακοποίησης οποιασδήποτε μορφής (51,3%). Συγκεκριμένα, ενδεικτικά ευρήματα για κατά φύση και παρά φύση συνουσία εντοπίσθηκαν σε 28,6% και 7,6% παιδιά, αντίστοιχα. Επιπλέον, σε 3,6% περιστατικά η ιατροδικαστική εξέταση αποκάλυψε ευρήματα συμβατά, όχι μόνο κατά φύση συνουσίας, αλλά και παρά φύση. Στο 8,9% των περιστατικών διαπιστώθηκαν μη ειδικά ευρήματα σεξουαλικής κακοποίησης, τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ενδεικτικά ασέλγειας, χωρίς όμως να είναι διαγνώσιμα, ενώ στο 51,3% των περιπτώσεων δεν ήταν δυνατό να ανιχνευθεί κάποιο στοιχείο κακοποίησης. «Πολλές φορές οι ιατροδικαστές δεν μπορούν να εντοπίσουν το συμβάν, διότι, όταν γίνει η καταγγελία, κάποιες εκδορές ή μελανιές έχουν φύγει από το σώμα του παιδιού», σημειώνει ο κ. Δαρδαβέσης.
Επίσης, αν και ο χρόνος του συμβάντος είναι άγνωστος, σε πολλές περιπτώσεις (59,8%), οι απογευματινές και νυχτερινές ώρες υπερέχουν κατά πολύ (72,8%) σε σχέση με τις πρωινές (8,7%) και τις μεσημβρινές (18,5%). Ο τόπος, στον οποίο η κακοποίηση λάμβανε χώρα, αναφέρεται, ότι είναι σε 32,4% περιπτώσεις το σπίτι του δράστη, σε 15,8% το αυτοκίνητο, σε 28,1% η οικία του παιδιού και σε 23,7% περιπτώσεις σε διάφορους άλλους χώρους. Η συγκεκριμένη πληροφορία απουσιάζει σε 39,3% αναφορές.
Η βία φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε από τους δράστες ως μέσο επίτευξης της κακοποίησης συχνότερα σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας από ό,τι μικρότερης. Στα μικρότερα παιδιά οι υπαίτιοι της κακοποίησης πιθανότατα να χρησιμοποιούν άλλα μέσα, όπως είναι η δωροδοκία ή η αποπλάνηση, προκειμένου να εξασφαλισθεί η συναίνεση του παιδιού.
Τέλος, ο χρόνος καταγγελίας του περιστατικού κακοποίησης σχετίζεται με την επανάληψη του συμβάντος στο παρελθόν. Το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών που κατήγγειλαν άμεσα (εντός τριών ημερών) το συμβάν στις αρχές, είχαν κακοποιηθεί σεξουαλικά για πρώτη φορά (76,9%).
πηγή ethnos.gr