Το δημόσιο είναι κατά το ήμισυ υπεύθυνο για το... μπάχαλο που επικρατούσε πριν από δύο δεκαετίες στο κτηματολόγιο της Ρόδου.
Αυτό προκύπτει από ρύθμιση του υπουργείου Οικονομικών, με την οποία προτείνεται να δοθεί η δυνατότητα εξαγοράς –στο 50% της αξίας– δημοσίων ακινήτων τα οποία μεταβιβάστηκαν με πλαστογράφηση δημοσίων εγγράφων, αλλά καταχωρίσθηκαν κανονικά στο κτηματολόγιο, ελλείψει ελέγχων.
Ως αποτέλεσμα δεκάδες πολίτες και επιχειρήσεις, ανάμεσα στις οποίες και δύο μεγάλα ξενοδοχεία του νησιού, βρίσκονται σε πολυετείς δικαστικές διαμάχες με το Δημόσιο.
Η ρύθμιση ειδικά για τη Ρόδο συμπεριελήφθη στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Οικονομικών, για την εξαγορά καταπατημένων δημόσιων εκτάσεων.
Οπως προβλέπει, δυνατότητα εξαγοράς έχουν όσοι κατέχουν το ακίνητο τουλάχιστον 20 χρόνια και εις βάρος τους έχει ασκήσει διεκδικητική αγωγή το δημόσιο.
Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να αποκτήσουν το ακίνητο, καταβάλλοντας το 50% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, προσαυξημένο κατά 25%, αν υπάρχει κτίσμα.
Τι κρύβεται πίσω από αυτή την τόσο ειδική ρύθμιση; «Κατά τη διάρκεια της ιταλικής κατοχής των Δωδεκανήσων, οι Ιταλοί κατάρτισαν κτηματολόγιο», εξηγεί ο πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου του νησιού, Βασίλης Περίδης.
«Το κτηματολόγιο βασίστηκε σε δύο καταγραφές, το 1915 και το 192Πολλοί πολίτες, για λόγους που έχουν να κάνουν με τις συνθήκες της εποχής, δεν προσήλθαν στη δεύτερη καταγραφή και έτσι το ακίνητό τους καταχωρίσθηκε ως δημόσιο.
Στη συνέχεια, τα ακίνητα αυτά πέρασαν με τη διαδοχή από την ιταλική διοίκηση στο ελληνικό κράτος και βρέθηκε το δημόσιο με μεγάλη ακίνητη περιουσία στη Ρόδο» (σ.σ. στην οποία, όπως και σε όλα τα Δωδεκάνησα, δεν ισχύει το τεκμήριο υπέρ του δημοσίου).
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, πολλοί πολίτες οδηγήθηκαν στα δικαστήρια. Ως αποτέλεσμα, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, το κράτος έκανε μια ειδική ρύθμιση για τη Ρόδο, δίνοντας τη δυνατότητα εξαγοράς των ακινήτων αυτών, εκ των οποίων πολλά είχαν ήδη αλλάξει πολλές φορές ιδιοκτήτη.
«Ορισμένοι επιτήδειοι πλαστογράφησαν τους τίτλους που έδωσε τότε το δημόσιο και «δήλωσαν» στο κτηματολόγιο Ρόδου οικόπεδα που ανήκαν στο δημόσιο, αφού γνώριζαν ότι δεν είχαν διεκδικηθεί από κάποιον», εξηγεί ο κ. Περίδης.
«Οι υπηρεσίες δεν λειτούργησαν σωστά: οι πλαστογραφημένοι τίτλοι δεν διασταυρώθηκαν με την τότε νομαρχία ή την τότε Εφορία Δημοσίων Κτημάτων και καταχωρίσθηκαν κανονικά. Μόλις έγινε αυτό, οι καταπατητές άρχισαν να πωλούν τα ακίνητα».
Η υπόθεση ήρθε στο φως περίπου το 201«Κάποιος ανακάλυψε τι είχε συμβεί και το Δημόσιο άρχισε να ανασύρει τους τίτλους και να ασκεί αγωγές κατά των σημερινών ιδιοκτητών.
Εν τω μεταξύ, στα ακίνητα αυτά είχαν χτιστεί σπίτια, ακόμα και ξενοδοχεία. Τα εφετεία έβγαζαν αντικρουόμενες αποφάσεις, σε κάποιες περιπτώσεις αναγνώριζαν ότι ο σημερινός ιδιοκτήτης ήταν καλόπιστος αγοραστής, που εμπιστεύθηκε το κτηματολόγιο. Σε άλλες περιπτώσεις, έκρινε τις αγοραπωλησίες μη έγκυρες.
Σήμερα, εκκρεμούν προσφυγές στον Αρειο Πάγο. Κατά τη γνώμη μου, η ρύθμιση αυτή εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, καθώς αποδεσμεύεται η πολιτεία από καταπατημένα ακίνητα, τα οποία στην πραγματικότητα ανήκαν σε ιδιώτες έως την εποχή της ιταλικής κατοχής».
(Του Γιώργου Λιάλιου από την «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»)