«Κόκκινος» συναγερμός στα αεροδρόμια της κεντρικής Ευρώπης και Γερμανίας από τα... τέλεια διαβατήρια (original «fake»passport), που κατασκευάζουν οι πλαστογράφοι των κυκλωμάτων δουλεμπόρων για την διακίνηση μεταναστών, τα οποία δεν ανιχνεύονται πλέον από ελέγχους και ειδικά μηχανήματα.
Η ανησυχία μεγάλωσε από τη διαπίστωση πως περίπου το 1/3 από τους τουλάχιστον 130 μετανάστες που διακινήθηκαν ως «πουλιά» ή «περιστέρια», όπως τους αποκαλούσαν κωδικά τα μέλη του κυκλώματος δουλεμπόρων που εξαρθρώθηκε στη χώρα μας, είχαν διαπράξει σοβαρά αδικήματα στις χώρες προέλευσής τους, και ουσιαστικά άλλαζαν ταυτότητα, ενώ για 4-5 υπάρχουν υποψίες εμπλοκής τους σε δραστηριότητες των τζιχαντιστών του ISIS.
Κάποιοι από τους διακινούμενους διαπιστώθηκε ότι χρησιμοποίησαν τα πλαστά έγγραφα προκειμένου να εδραιώσουν την διαμονή τους στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης που επιθυμούσαν να κατοικήσουν. Το πολυδαίδαλο κύκλωμα δουλεμπόρων που εξάρθρωσαν οι αξιωματικοί της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος, δραστηριοποιείται τα τελευταία 3 χρόνια, με τα μέλη του να επιδεικνύουν αξιοσημείωτη «ευελιξία» και ταχύτατα «αντανακλαστικά» προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες συνθήκες αύξησης των μεταναστευτικών ροών, ανοίγοντας «υποκαταστήματα» σε Κω και Μυτιλήνη και συνεργασίες με τους Τούρκους δουλεμπόρους.
Η εναέρια διακίνηση γινόταν κυρίως από το αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος και από αυτό της Σαντορίνης. Εντυπωσιακά είναι τα στοιχεία της δικογραφίας που παρουσιάζει ο "Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής", τα οποία αναφέρονται στη χερσαία διακίνηση μεταναστών μέσα από το «δάσος» ή «jungle», όπως αποκαλούσαν τη διαδρομή οι δουλέμποροι, προωθώντας τους μετανάστες από την Ελλάδα στη ΠΓΔΜ, από εκεί στη Σερβία και στη συνέχεια στην Ουγγαρία. Από τον περασμένο Μάϊο οι αρμόδιοι αξιωματικοί είχαν μετατρέψει σε... Big Brother την παρακολούθηση των μελών του κυκλώματος καταγράφοντας την κάθε τους κίνηση με συσκευές ήχου, εικόνας και άλλων τεχνικών μέσων.
«Φροντιστήρια» Ελληνικών και καλλωπισμός
Ο «πελάτης» μετανάστης του κυκλώματος έπρεπε να πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις που ήταν απαράβατες για τους δουλεμπόρους, προκειμένου να ξεκινήσει η διαδικασία διακίνησής του. Ο κάθε αλλοδαπός όφειλε να καταθέσει σε κατάστημα-«εγγυητήριο» ποσό από 2.200 έως 3.000 ευρώ, το οποίο φυλασσόταν εκεί έως την ολοκλήρωση της διακίνησης.Όσοι είχαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις έπαιρναν το «πράσινο φως» για την επόμενη φάση της διακίνησης που ήταν να βγάλουν φωτογραφίες τύπου διαβατηρίου προκειμένου οι πλαστογράφοι είτε να φτιάξουν από την αρχή ταξιδιωτικό έγγραφο ή να νοθεύσουν άλλο.
Ο διακινούμενος έπρεπε να επιλέξει ευπρεπή ενδυμασία και να προσαρμόσει την εμφάνισή του βάση της ηλικίας που αναγραφόταν στο πλαστό έγγραφο, δηλαδή να έχει ανάλογο ξύρισμα και κούρεμα για να φαίνεται μικρότερος ή μεγαλύτερος ανάλογα με τα στοιχεία και χαρακτηριστικά του πλαστού διαβατηρίου. Γι αυτό το σκοπό υπήρχαν «συμβεβλημένα» κουρεία και καταστήματα ρούχων.
Ανάμεσα στις προϋποθέσεις διακίνησης ήταν το «φροντιστήριο» ελληνικών, ώστε ο μετανάστης σε ενδεχόμενη συνέντευξη ή έλεγχο που θα υποβαλλόταν στο αεροδρόμιο να μπορεί να παραπλανήσει τις αρχές και να μην μπορεί να διαπιστωθεί η πραγματική του καταγωγή.
Το χρονικό διάστημα από την μετάβαση στο αεροδρόμιο έως και την επιβίβαση του διακινούμενου στο αεροπλάνο τα μέλη του δικτύου εφάρμοζαν τη μέθοδο της «ενδιάμεσης επικοινωνίας». Δηλαδή δεν επικοινωνούσαν με τους διακινούμενους αλλά μέσω τρίτου, συγγενή ή διαμεσολαβητή, ο οποίος διατηρούσε απευθείας επικοινωνία και οπτική επαφή με τους μετανάστες. Με τη μέθοδο αυτή εξασφάλιζαν ότι σε τυχόν σύλληψη των διακινούμενων δεν θα προέκυπτε απευθείας τηλεφωνική διασύνδεση με τους δουλέμπορους.
Αν η διακίνηση στεφόταν με επιτυχία το επίμαχο ταξιδιωτικό έγγραφο έπρεπε να επιστραφεί στο δίκτυο προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ξανά με τη μέθοδο της «ανακύκλωσης». Για τη διαφύλαξη του ταξιδιωτικού εγγράφου που χρησιμοποιήθηκε το «ασφάλιζαν» αντί του ποσού των 1.000 ευρώ ως «εγγύηση», οπότε αν ο διακινούμενος, το κρατούσε, το έχανε ή το κατέστρεφε οι δουλέμποροι κρατούσαν τα χρήματα.
Η πλαστογραφία γινόταν με τη νόθευση γνήσιων ταξιδιωτικών εγγράφων ευρωπαϊκών χωρών, τρίτων χωρών με απαραίτητη προϋπόθεση το διαβατήριο που χρησιμοποιείτο ως «βάση» να έχει επικολλημένη ισχύουσα άδεια διαμονής «sticker», ενώ άλλα τα έφτιαχναν από την αρχή. Τα τρία υπερσύγχρονα εργαστήρια πλαστογράφησης ήταν σε διαμερίσματα στις οδούς Παρασίου, Μαμούρη και Σερίφου.
Την τεχνική που χρησιμοποιούσαν οι πλαστογράφοι την αποκαλούσαν computerize, η οποία στόχευε στην ελαχιστοποίηση της πιθανότητας λάθους και στην επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος, δηλαδή του original «fake» passport. Για το λόγο αυτό οι φωτογραφίες των υπό διακίνηση αλλοδαπών στέλνονταν σε ηλεκτρονική μορφή, είτε μέσω Facebook είτε μέσω της εφαρμογήςViber εξασφαλίζοντας τη μεγαλύτερη δυνατή ευκρίνεια. Το κόστος κατασκευής ενός τέτοιου εγγράφου με αυτή τη μέθοδο, έφθανε τα 500 ευρώ για την αγορά υλικών, πλαστικοποίησης και εργασίας. Στις περιπτώσεις νόθευσης εγγράφων το κόστος ανέβαινε στα 800 ευρώ γιατί υπήρχε δυσκολία στην εύρεση γνησίων διαβατηρίων.
Η χερσαία διακίνηση γινόταν μέσω Π.Γ.Δ.Μ., όπου οι δουλέμποροι συνόδευαν τους μετανάστες από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη με λεωφορεία ΚΤΕΛ ή τρένα από τον Σταθμό Λαρίσης. Όταν έφθαναν Θεσσαλονίκη με υπεραστικά λεωφορεία τους οδηγούσαν στο Πολύκαστρο Κιλκίς και από εκεί με άλλα λεωφορεία στους Ευζώνους. Από εκεί αν ήταν κατάλληλες οι καιρικές συνθήκες οι «συνοδοί» μέσω δασικής περιοχής που αποκαλούσαν «δάσος» ή «jungle» τους προωθούσαν στη Π.Γ.Δ.Μ.. Επόμενος σταθμός ήταν η πόλη Lojaneστα σύνορα με τη Σερβία, όπου περίμεναν για λίγο έως ότου περάσουν στη Σερβία και από εκεί με άλλο «οδηγό» στην Ουγγαρία.
Η θαλάσσια μεταφορά γινόταν με φουσκωτό σκάφος στα παράλια της Δυτικής Ελλάδας και από εκεί στα ανατολικά παράλια της Ιταλίας. Μετά την αποβίβαση ακολουθώντας οδηγίες των δουλέμπορων κατευθύνονταν στον κοντινότερο χώρο πρώτης υποδοχής όπου συνήθως συλλαμβάνονταν από τις Ιταλικές αρχές.
Ακόμη και στην καθυστέρηση ταυτοποίησης των μεταναστών που έφθαναν κατά χιλιάδες στα ελληνικά νησιά το κύκλωμα επέδειξε μια απίστευτη προσαρμογή στη δράση του, μεταφέροντας μέλη του στη Κω προμηθεύοντας με πλαστά υπηρεσιακά σημειώματα ή δελτία αιτήσαντος ασύλου τους μετανάστες επιταχύνοντας τις δουλεμπορικές διαδικασίες μεταφοράς τους. Από την Κω σε συνεργασία με τούρκους δουλέμπορους διευκόλυναν τη διακίνηση των μεταναστών από την Αλικαρνασσό προς την Κω και Μυτιλήνη.
Για να μειωθεί το κόστος διακίνησης και να αυξηθούν τα έσοδά τους εφοδίαζαν τα φουσκωτά με μικρή ποσότητα καυσίμων ώστε να ακινητοποιηθούν μεσοπέλαγα για να εντοπιστούν και μεταφερθούν από τις λιμενικές αρχές. Σε κάποιες περιπτώσεις τα καύσιμα δεν έφθασαν για να περάσουν σε ελληνικά χωρικά ύδατα, εντοπίστηκαν από τον τουρκικό στρατό ή την ακτοφυλακή και επέστρεψαν στην Τουρκία.
Όσοι έφθαναν στην Αθήνα έως ότου ολοκληρώνονταν οι διαδικασίες για το ταξίδι τους σε χώρες τις Κεντρικής Ευρώπης παρέμεναν «φυλακισμένοι» σε άγνωστους χώρους προκειμένου να μην έρθουν σε επικοινωνία με μέλη άλλου δουλεμπορικού κυκλώματος.
Οι αξιωματικοί της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος συνέλαβαν 12 άτομα και αναζητούν ακόμη 19, ενώ ανάμεσα στα κατασχεθέντα ήταν εντυπώματα σφραγίδων της Υποδιεύθυνσης Αλλοδαπών, της αποκεντρωμένης Διοίκησης, της πρεσβείας του Πακιστάν στην Αθήνα και της πρεσβείας της Ινδίας, όπως και σφραγίδες τριών αστυνομικών.