Αντισυνταγματικές και αντίθετες προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση του Ανθρώπου κρίθηκαν από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας και οι αλλαγές που έγιναν στη διδασκαλία των Θρησκευτικών στο Λύκειο, ενώ πριν από λίγο καιρό με άλλη απόφαση του το ανώτατο δικαστήριο είχε κρίνει επίσης αντισυνταγματικές τις αλλαγές στα θρησκευτικά για το δημοτικό και για το γυμνάσιο.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την απόφασή της για το μάθημα των Θρησκευτικών στο Λύκειο και τις αλλαγές που είχαν γίνει με πρόσφατες ρυθμίσεις, έκρινε κατά πλειοψηφία ότι αυτές είναι αντισυνταγματικές και αντίθετες με την ΕΣΔΑ και για το λόγο τις ακύρωσε.
Και αυτή η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, βασίζεται στις σταθερές της προηγούμενης για τα δημοτικά και τα γυμνάσια, διαθέτει όμως ευρύτερη από την προηγούμενη πλειοψηφία και σκληρότερη διατύπωση στην επιχειρηματολογία της.
Ειδικότερα, κατά την απόφαση, «σύμφωνα με την συνταγματική αρχή της ισότητας και τις διατάξεις των άρθρων 9 και 14 της ΕΣΔΑ, το κράτος δεν μπορεί, ρυθμίζοντας το περιεχόμενο του μαθήματος των Θρησκευτικών, να στερήσει από τους μαθητές που ασπάζονται ορισμένη θρησκεία το δικαίωμα, το οποίο αναγνωρίζει σε μαθητάς που ανήκουν σε άλλες θρησκείες, να διδάσκονται αποκλειστικά τα δόγματα της πίστεώς των (όχι δε και δόγματα άλλων θρησκειών)».
Σε άλλο σημείο της απόφασης του ΣτΕ διατυπώνονται σκέψεις για το πρόγραμμα σπουδών σχετικά με το μάθημα των Θρησκευτικών στα Λύκεια, καθώς επισημαίνεται ότι «έχει ποιοτική και ποσοτική ανεπάρκεια ως προς την διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προκαλώντας σύγχυση στη θρησκευτική συνείδηση των Ορθοδόξων Χριστιανών μαθητών».
Με το πρόγραμμα σπουδών στα Λύκεια, τονίζεται στην άποψη της πλειοψηφίας «δεν επιχειρείται ούτε καν η «θρησκειολογικού» τύπου μετάδοση γνώσεων και πληροφοριών για τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ορθοδοξίας ή άλλων χριστιανικών ομολογιών ή άλλων θρησκειών, αλλά η επεξεργασία εννοιών, οι οποίες ανάγονται σε διάφορες εκτιμήσεις ή διδακτικά αντικείμενα, εξετάζοντας απλώς από θρησκευτικής σκοπιάς, όχι όμως αποκλειστικώς από Ορθόδοξη Χριστιανική οπτική γωνία».
Επισημαίνεται, σε άλλο σημείο της δικαστικής απόφασης, ότι τόσο από την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, όσο και από το πρόγραμμα σπουδών, «οι μαθητές καθοδηγούνται προς ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης και ζωής που είναι αποσυνδεδεμένο από την διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και είναι προς ένα σύστημα αξιών που νοθεύει τη διδασκαλία αυτή».
Παράλληλα, το ΣτΕ επαναλαμβάνει πολλές σκέψεις της προηγούμενης απόφαση που αφορά το μάθημα των Θρησκευτικών στα Δημοτικά και Γυμνάσια, όπως ότι η απόφαση του Νίκου Φίλη, είναι αντίθεση στο άρθρο 16 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους και μεταξύ των σκοπών της είναι η ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης.
Στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο είχαν προσφύγει η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων και 4 γονείς τα παιδιά των οποίων φοιτούσαν στο Λύκειο.
Αντίθετα, η μειοψηφία των ανώτατων δικαστικών τάχθηκε υπέρ της συνταγματικότητας της επίμαχης υπουργικής απόφασης.
Συγκεκριμένα, οι 5 δικαστές που μειοψήφησαν είναι η αντιπρόεδρος Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου και οι σύμβουλοι Επικρατείας Ιωάννης Μαντζουράνης Θεόδωρος Αραβάνης, Μιχάλης Πικραμένος και Αναστασία-Μαρία Παπαδημητρίου.
Η μειοψηφία των 5 μελών της Ολομέλειας του ΣτΕ, αφού τάσσεται υπέρ της συνταγματικότητας, επισημαίνει ότι το Σύνταγμα και οι διεθνείς συμβάσεις ουδόλως υποχρεώνουν τον νομοθέτη να προσδώσει στο μάθημα των θρησκευτικών ομολογιακό ή κατηχητικό χαρακτήρα, γιατί αυτό θα ισοδυναμούσε όχι με «ανάπτυξη» θρησκευτικής συνείδησης, αλλά με «επιβολή» θρησκευτικής συνείδησης συγκεκριμένου περιεχομένου.