Μια απίστευτη απάτη εκατομμυρίων ευρώ, κατάφερε να φέρει στο φως η Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας.
Σύμφωνα με τις επίσημες δηλώσεις εξαρθρώθηκε μια μεγάλη εγκληματική οργάνωση, που δραστηριοποιούνταν στην εμπορία επώνυμων συσκευών κινητών τηλεφώνων από το 2013, η οποία με τη δημιουργία και τη χρήση πλαστών ή νοθευμένων ταξιδιωτικών εγγράφων σύστηνε ατομικές επιχειρήσεις οι οποίες εισήγαγαν μεγάλες ποσότητες από τα προαναφερόμενα είδη από εταιρείες που εδρεύουν σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι συναλλαγές αυτές ως ενδοκοινοτικές αποκτήσεις απαλλάσσονταν από την χρέωση Φ.Π.Α.
Ωστόσο κατά την μεταπώληση των προϊόντων αυτών στην Ελληνική αγορά, τα μέλη της οργάνωσης που υποκρύπτονταν της διαχείρισης των εικονικών επιχειρήσεων εισέπρατταν το Φ.Π.Α. που αναλογούσε, ουδέποτε όμως τον επέστρεφαν στο Ελληνικό Δημόσιο, καθώς ενεργούσαν με τη μέθοδο του «εξαφανισμένου» εμπόρου, ενώ τα άτομα αυτά ήταν εξαιρετικά δύσκολο να εντοπιστούν από τις φορολογικές αρχές.
Η Ελληνική αγορά δέχθηκε μεγάλο πλήγμα από τη δράση της εγκληματικής οργάνωσης, καθώς τα μέλη της συστηματικά υποτιμολογούσαν τα προϊόντα κατά την μεταπώληση τους στο εσωτερικό, πετυχαίνοντας με τον τρόπο αυτό τις χαμηλότερες τιμές έναντι εμπορικών ανταγωνιστών τους, καταλαμβάνοντας σημαντικό μερίδιο στις πωλήσεις, ενώ από την αρχή ενεργούσαν με το δεδομένο ότι δεν θα αποδώσουν τους αναλογούντες φόρους στο Ελληνικό δημόσιο, έτσι ώστε οποιαδήποτε τιμή πώλησης προέκυπτε συνυπολογιζόμενου του Φ.Π.Α. πάνω από το κόστος εισαγωγής των εμπορευμάτων αυτών, θα αποτελούσε κέρδος για την εγκληματική οργάνωση.
Η Αστυνομία προχώρησε στη σύλληψη δέκα 10 μελών της, μεταξύ των οποίων και των αρχηγικών.
Οι διαφυγόντες φόροι ξεπερνούν τα 7.000.000 ευρώ, ενώ από τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι υφίσταται απόκρυψη εισοδημάτων περίπου 6.000.000 ευρώ. Επίσης δηλώθηκαν εικονικές αγορές εμπορευμάτων αξίας 11.000.000 ευρώ περίπου, με σκοπό να μειώσουν τον οφειλόμενο Φ.Π.Α. ως προς το Ελληνικό Δημόσιο.
Η Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας κατά τις πρωινές ώρες της 26-04-2017 στο κέντρο της Αθήνας και σε διάφορες περιοχές της Αττικής, πραγματοποίησε ταυτόχρονα δεκαεννέα (19) έρευνες εκ των οποίων οι εννέα (9) έρευνες ήταν σε ατομικές επιχειρήσεις - εταιρείες και χώρους που διαχειρίζονταν τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, οι επτά (7) έρευνες διενεργήθηκαν σε οικίες μελών της, δύο (2) έρευνες σε λογιστικές εταιρείες και τέλος μία (1) έρευνα σε εταιρεία που παρείχε υπηρεσίες διακίνησης χρημάτων συνεργαζόμενη με ίδρυμα πληρωμών του εξωτερικού.
Η προστασία της Δημόσιας περιουσίας, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής καθώς και η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς αποτελούν πρωταρχικούς στόχους της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω τους Αξιωματικούς και το προσωπικό της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, για την σημαντική τους επιτυχία για την εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης.
Θα ακολουθήσει αναλυτική παρουσίαση της υπόθεσης από τον Εκπρόσωπο Τύπου Αστυνομικό Υποδιευθυντή κ. Θεόδωρο Χρονόπουλο».
Εκπρόσωπος Τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας, Αστυνομικός Υποδιευθυντής Θεόδωρος Χρονόπουλος:
«Μετά από πολύμηνη συστηματική και εμπεριστατωμένη αστυνομική έρευνα, πολυμελή εγκληματική οργάνωση που τα τελευταία (4) χρόνια διέπραττε συστηματικά απάτες σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ζημιώνοντας σημαντικά την περιουσία του από την μη καταβολή νόμιμων φόρων.
Για την υπόθεση αυτή οργανώθηκε τη Τετάρτη, 26 Απριλίου 2017, συντονισμένη αστυνομική επιχείρηση, κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν ταυτόχρονες έρευνες σε διάφορες περιοχές της Αττικής, παρουσία Δικαστικών Λειτουργών, με αποτέλεσμα να συλληφθούν δέκα (10) μέλη της οργάνωσης και συγκεκριμένα επτά αλλοδαποί ηλικίας από 24 έως 45 ετών και τρεις (3) ημεδαποί ηλικίας από 37 έως 51 ετών. Μεταξύ των συλληφθέντων περιλαμβάνονται και τα τρία αρχηγικά μέλη της οργάνωσης – αλλοδαποί.
Σε βάρος τους σχηματίστηκε δικογραφία κακουργηματικού χαρακτήρα για τα –κατά περίπτωση- αδικήματα της συγκρότησης, ένταξης και διεύθυνσης της εγκληματικής οργάνωσης, της πλαστογραφίας και απάτης κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση, της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, της παράβασης της νομοθεσίας για τα σήματα, τις φορολογικές διαδικασίες, την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας καθώς επίσης της νομοθεσίας για τον Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης.
Στη δικογραφία περιλαμβάνονται άλλα τρία (3) μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, τα οποία δεν κατέστη εφικτό να εντοπιστούν στο πλαίσιο της επιχείρησης καθώς και εννέα (9) άτομα (8 ημεδαποί και μια αλλοδαπή) που κατηγορούνται ως συνεργοί των μελών της οργάνωσης για τα αδικήματα των φορολογικών παραβάσεων και της χρήσης πλαστών εγγράφων.
Στο πλαίσιο της επιχείρησης εντοπίστηκε και συνελήφθη και φυγόποινος ημεδαπός, καθόσον εκκρεμούσε σε βάρος του καταδικαστική Απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών, για παράβαση της νομοθεσίας που αφορά τις εργοδοτικές εισφορές.
Η εξάρθρωση της οργάνωσης και η σταδιακή αποδόμηση της εγκληματικής της δράσης είναι αποτέλεσμα πολύμηνων και στοχευμένων αστυνομικών ερευνών, κατά τις οποίες αξιοποιήθηκαν και διασταυρώθηκαν πλήθος στοιχείων και δεδομένων που αφορούσαν τις παράνομες δραστηριότητες των μελών της.
Η δράση της εγκληματικής οργάνωσης εντοπίζεται από το Μάρτιο του 2013 και ήταν δομημένη ιεραρχικά, ενώ τα μέλη της λειτουργούσαν με διακριτούς ρόλους, στο πλαίσιο κεντρικού σχεδιασμού. Αρχηγικό-καθοδηγητικό ρόλο κατείχαν τρεις από τους αλλοδαπούς συλληφθέντες, οι οποίοι και αναλάμβαναν την στρατολόγηση κυρίως ομοεθνών τους, προκειμένου αυτοί να εκτελούν δευτερεύουσες λειτουργίες και δραστηριότητες της εγκληματικής οργάνωσης.
Σκοπός τους ήταν να διαπράξουν εξακολουθητικά πλήθος παράνομων δραστηριοτήτων - συναλλαγών (εξαπατήσεων, πλαστογραφιών και υφαρπαγές εγγράφων, μη καταβολή νόμιμων φόρων) και να αποκτήσουν παράνομο οικονομικό όφελος, ζημιώνοντας την περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου.
Τα μέλη της οργάνωσης στις δραστηριότητες τους αυτές επιδείκνυαν πλαστά, νοθευμένα ή υφαρπαχθέντα έγγραφα με σκοπό την επίτευξη:
απατηλών και παραπλανητικών συναλλαγών με υπαλλήλους διάφορων Υπηρεσιών και φορέων του Ελληνικού Δημοσίου καθώς και Τραπεζικών Ιδρυμάτων της χωράς, κατά τη διεκπεραίωση διαδικασιών σύστασης ατομικών επιχειρήσεων και έγκρισης πραγματοποίησης ενδοκοινοτικών αποκτήσεων,
επιμέρους αξιόποινων πράξεων που σχετίζονται με την αποφυγή καταβολής νομίμων φόρων (Φ.Π.Α. και Φόρος εισοδήματος) κατά την αγορά, πώληση, παραλαβή, παράδοση, μεταφορά, διαμετακόμιση, εμπορία, κατοχή, αποθήκευση ενδοκοινοτικά αποκτηθέντων εμπορευμάτων (συσκευών κινητής τηλεφωνία και άλλων ηλεκτρονικών συσκευών), και
παράνομων νομιμοποιήσεων αλλοδαπών μελών της εγκληματικής οργάνωσης στη χώρα μας.
Για την πραγμάτωση των παραπάνω σκοπών τα αρχηγικά μέλη, είχαν διαμορφώσει ένα δίκτυο επιμέρους υποδομών και συγκεκριμένα:
σύστηναν εικονικές επιχειρήσεις χονδρικού και λιανικού εμπορίου συσκευών κινητής τηλεφωνίας, οι οποίες πραγματοποίησαν πλήθος συναλλαγών και ενήργησαν με την μέθοδο του «εξαφανισμένου» εμπόρου (missing trader fraud),
μίσθωναν ακίνητα και εγκαταστάσεις στοιχειώδους εξοπλισμού σε χώρους όπου δηλώνονταν ως έδρες των εικονικών επιχειρήσεων,
συνεργάζονταν με σταθερούς προμηθευτές στο εξωτερικό και πελάτες στο εσωτερικό της χώρας για τη διάθεση των εμπορευμάτων,
εφοδίαζαν τα μέλη της οργάνωσης με πλαστά η νοθευμένα έγγραφα, νομιμοποιώντας παράνομα την διαμονή τους στη χώρα μας,
άνοιγαν τραπεζικούς λογαριασμούς με δικαιούχους τις ατομικές εικονικές επιχειρήσεις και με την προσκόμιση ψευδών δηλώσεων εμφανίζονταν ως εξουσιοδοτούμενα πρόσωπα για την διαχείριση των λογαριασμών αυτών και δήλωναν τηλεφωνικούς αριθμούς για την αποστολή κωδικών για την πραγματοποίηση τραπεζικών συναλλαγών, που αντιστοιχούσαν σε τηλεφωνικές συνδέσεις που χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι, μέσω των οποίων πραγματοποιούσαν ηλεκτρονικά τις συναλλαγές αυτές,
εξέδιδαν πλήθος παραστατικών με εκδότη τις εικονικές επιχειρήσεις,
χρησιμοποιούσαν ηλεκτρονικά μέσα για την υποβολή φορολογικών δηλώσεων των εικονικών επιχειρήσεων,
μεριμνούσαν ώστε η παραλαβή των εμπορευμάτων που αποστέλλονταν από το εξωτερικό να γίνεται σε διαφορετικές διευθύνσεις από τις έδρες των εικονικών ατομικών επιχειρήσεων, δηλώνοντας ως τηλέφωνα επικοινωνίας παραλήπτη τηλεφωνικές συνδέσεις που χρησιμοποιούσαν τα αρχηγικά μέλη, προκειμένου ελέγχουν την διαδικασία διακίνησης των εμπορευμάτων και για να έχουν άμεση ενημέρωση σε τυχόν ζητήματα που ανέκυπταν,
εγκατέστησαν κλειστό κύκλωμα βιντεοεπιτήρησης, εξωτερικών και εσωτερικών χώρων τριών καταστημάτων με καταγραφή και μετάδοση εικόνας (σε οθόνες που βρίσκονταν σε οικία αρχηγικού μέλους), εξοπλισμό με τον οποίο επιτηρούνταν σε πραγματικό χρόνο η ημερήσια επισκεψιμότητα στους ανωτέρω χώρους εξασφαλίζοντας την δυνατότητα της έγκαιρης ειδοποίησης των λοιπών μελών σε περίπτωση ελέγχου κ.α.
χρησιμοποιούσαν κωδικά επικοινωνίας και συστήνονταν με διαφορετικά ονόματα (κυρίως στους εκμισθωτές ακινήτων, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως έδρες των εικονικών επιχειρήσεων)
μετέφεραν κεφάλαια από κάθε εικονική επιχείρηση (κατά την περίοδο) που έπαυε την δραστηριότητα της, σε τραπεζικούς λογαριασμούς της επόμενης επιχείρησης που συστήνονταν για τον ίδιο σκοπό, ώστε η πρώτη να εμφανίζει μηδενικά υπόλοιπα διαθέσιμα σε κάθε λογαριασμό της, αποστερώντας από το ελληνικό δημόσιο την δυνατότητα είσπραξης βεβαιωμένων οφειλών, καθώς επίσης,
απέσυραν τα παράνομα κέρδη από το τραπεζικό σύστημα, μεταφέροντας χρηματικά ποσά στο εξωτερικό μέσω ιδρύματος πληρωμών της αλλοδαπής, δυσχεραίνοντας την αποκάλυψη της κατάληξης της χρηματικής ροής.
Τα έγγραφα που χρησιμοποιούσε το εγκληματικό δίκτυο για να εξαπατήσει τις Υπηρεσίες του Δημοσίου και τα Τραπεζικά Ιδρύματα ήταν κυρίως:
διαβατήρια με αλλοιωμένο περιεχόμενο, που είχαν εκδοθεί από Αρχές του Πακιστάν και Μπαγκλαντές, στα οποία είχαν αντικατασταθεί οι φωτογραφίες των πραγματικών κατόχων και είχαν επικολληθεί φωτογραφίες μελών της οργάνωσης, ενώ είχαν πλαστογραφηθεί και οι υπόγραφες τους, και
πλαστά εξ υπαρχής καταρτισθέντα έγγραφα, όπως άδειες διαμονής αλλοδαπών και βεβαιώσεις αιτήσεων αδειών διαμονής εκδοθείσες από διάφορες Διευθύνσεις Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, στα οποία είχαν επικολληθεί επίσης φωτογραφίες μελών της οργάνωσης.
Αναφορικά με τη μεθοδολογία δράσης τους ( modus operandi ) προκύπτει ότι τα αρχηγικά μέλη, ανέθεταν σε μέλη της οργάνωσης (κυρίως αυτών που είχε επικολληθεί η φωτογραφία στα παραπάνω έγγραφα) και σε άλλα πρόσωπα τα οποία εφοδίαζαν με ψευδείς εξουσιοδοτήσεις, να τα καταθέσουν στις αρμόδιες Υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου όπως Δ.Ο.Υ., Οργανισμό Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών, Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, Εμπορικά Βιομηχανικά Επιμελητήρια κ.α., καθώς και σε Τραπεζικά Ιδρύματα της χώρας, παραπλανώντας και εξαπατώντας τους αρμόδιους υπαλλήλους, οι οποίοι κατά περίπτωση προέβησαν στην έκδοση διοικητικών και άλλων πράξεων.
Με την διαδικασία αυτή κατάφεραν:
την παράνομη νομιμοποίηση στη χώρα μας (14) τουλάχιστον αλλοδαπών υπηκόων Πακιστάν και Μπανγκλαντές,
τη σύσταση «εικονικών» επιχειρήσεων στο όνομά τους,
την απόκτηση εμπορευμάτων (συσκευών κινητών τηλεφώνων και λοιπών ηλεκτρονικών ειδών) με ενδοκοινοτικές συναλλαγές,
τη δημιουργία επιχειρηματικών σχημάτων που διαχειρίζονταν ως αφανείς εταίροι και αποκόμισαν σημαντικά οικονομικά οφέλη.
Μέχρι σήμερα, σε βάρος ορισμένων εκ των «εικονικών επιχειρήσεων» των οποίων την πραγματική διαχείριση είχαν τα αρχηγικά μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, βεβαιώθηκαν από τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ., οφειλές συνολικού ποσού 5.319.950,01 ευρώ και εκκρεμείς οφειλές που ανέρχονται στο ποσό των 1.729.794,71 ευρώ.
Επίσης από τον διασταυρωτικό έλεγχο φορολογικών στοιχείων και των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών, που πραγματοποίησε η Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας, διαπιστώθηκε ότι απέκρυψαν έσοδα ποσού 5.905.624,00 (πλέον Φ.Π.Α.) περίπου, ενώ προέκυψε και ανακριβής δήλωση εισροών (φαινομενική αγορά εμπορευμάτων) συνολικού ποσού 11.347.525,18 ευρώ, προς συμψηφισμό του Φ.Π.Α.
Χαρακτηριστικό είναι ότι όλες αυτές οι «εικονικές» ατομικές επιχειρήσεις, λειτουργούσαν για βραχυχρόνιο διάστημα και διαδοχικά μεταξύ τους, κατά τρόπο όπου η παύση της δραστηριότητας κάθε από αυτές, κατά περίπτωση, σχεδόν συνέπιπτε χρονικά με την έναρξη δραστηριότητας της επόμενης.
Για την υλοποίηση των παράνομων δραστηριοτήτων τους, μίσθωσαν χώρους, οι οποίοι δηλώθηκαν ως δήθεν έδρες των «εικονικών» επιχειρήσεων, πλην όμως στις διευθύνσεις αυτές δεν αναπτύσσονταν πραγματική δραστηριότητα.
Ο «πραγματικός» συντονισμός των διαδικασιών που εξασφάλιζαν την εμπορική δραστηριότητα των περισσότερων εικονικών επιχειρήσεων και τη διαχείρισή τους, πραγματοποιούνταν σε τρείς (3) μισθωμένους χώρους στο κέντρο της Αθήνας, όπου υπήρχε φυσική παρουσία των μελών της οργάνωσης.
Με σκοπό μάλιστα να αποκρύπτουν την πραγματική διαχείριση των «εικονικών ατομικών επιχειρήσεων δήλωναν ανακριβή στοιχεία στις φορολογικές αρχές, αποκρύπτοντας, συμψηφίζοντας και εκπίπτοντας τον οφειλόμενο φόρο προς το Ελληνικό Δημόσιο και προέβαιναν σε παύση των δραστηριοτήτων των εν λόγω επιχειρήσεων.
Τα αρχηγικά μέλη της εγκληματικής οργάνωσης εκτός των προαναφερόμενων «εικονικών ατομικών επιχειρήσεων», που κατάφεραν να δημιουργήσουν με τη παραπάνω διαδικασία, διαχειρίζονταν πραγματικά ακόμη (2) εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στο χονδρικό εμπόριο κινητών τηλεφώνων και άλλων ηλεκτρονικών ειδών.
Για την «προσέλκυση» πελατών και τη τελική διάθεση των προϊόντων τους, τα μέλη της οργάνωσης προέβαιναν συστηματικά στην υποτιμολόγηση των ειδών κινητής τηλεφωνίας και άλλων ηλεκτρονικών ειδών που αποκτούσαν με ενδοκοινοτικές συναλλαγές, ενώ κατά την μεταπώληση παρακρατούνταν ο αναλογούν Φ.Π.Α.
Το κέρδος από κάθε συναλλαγή στο εσωτερικό, κατά περίπτωση, προέκυπτε από την διαφορά που υπήρχε μεταξύ του αθροίσματος της υποτιμολογηθείσας τιμής πώλησης των εμπορευμάτων και του αντίστοιχου Φ.Π.Α. μείον την αξία αγοράς τους (κατά την ενδοκοινοτική απόκτηση).
Έτσι καταλάμβαναν σημαντικό μερίδιο στην εσωτερική αγορά, έχοντας αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, έναντι άλλων επιχειρήσεων με ομοειδή δραστηριότητα, ενώ παράλληλα με την διαδικασία αυτή ελάττωναν την αξία του προς είσπραξη Φ.Π.Α. και κατά συνέπεια προκάλεσαν περαιτέρω ζημία στα έσοδα του Ελληνικού Δημοσίου.
Μάλιστα, ένα από τα αρχηγικά μέλη είχε αναπτύξει επιχειρηματική συνεργασία με πολυάριθμες εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στο χονδρικό εμπόριο ειδών κινητής τηλεφωνίας και άλλων ηλεκτρονικών προϊόντων, οι οποίες είχαν τις έδρες τους σε χώρες Κ-Μ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είχαν την έγκριση για πραγματοποίηση ενδοκοινοτικών παραδόσεων στη χώρα μας.
Η συνολική αξία των ενδοκοινοτικά αποκτηθέντων εμπορευμάτων ανέρχεται, κατά προσέγγιση, στο ποσό των 58.000.000 ευρώ περίπου.
Κατά τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε οικίες, καταστήματα και εταιρείες των δραστών, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν μεταξύ άλλων:
διαβατήρια αλλοδαπών υπηκόων,
φωτοτυπικά αντίγραφα των πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων, όμοια με αυτά που χρησιμοποιήθηκαν για την σύσταση των εικονικών ατομικών επιχειρήσεων καθώς και κλειδιά των χώρων αυτών,
μισθωτήρια συμβόλαια με τα οποία μισθώθηκαν οι εικονικές ατομικές επιχειρήσεις,
κάρτες ανάληψης από Α.Τ.Μ. τραπεζικών ιδρυμάτων της χώρας μας με δικαιούχος τις ανωτέρω εικονικές ατομικές επιχειρήσεις,
σφραγίδες με τα στοιχεία εικονικών ατομικών επιχειρήσεων,
συσκευές κινητών τηλεφώνων στα οποία αποστέλλονταν κωδικοί για την πραγματοποίηση τραπεζικών συναλλαγών με δικαιούχους τα πρόσωπα στα οποία συστήθηκαν οι εικονικές ατομικές επιχειρήσεις,
πλήθος τιμολογίων που αφορούν την υπό έρευνα υπόθεση,
συσκευές καταγραφής και μετάδοσης εικόνας και
το χρηματικό ποσό των 9.035,00 ευρώ.
Οι συλληφθέντες με τη σχηματισθείσα σε βάρος τους δικογραφία οδηγήθηκαν την 27-04-2017 στον κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και η υπόθεση παραπέμφθηκε σε Ειδικό Ανακριτή.