Στη γνωμοδότηση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου για τις βασικές μακροοικονομικές προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου αφήνεται να εννοηθεί ότι ο στόχος για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος μπορούσε να επιτευχθεί με μια ηπιότερη υπεραπόδοση από τα συνολικά 7,985 δισ. που προκύπτουν αθροιστικά για τα έτη από το 2018 έως και το 2022 Τονίζεται μάλιστα ότι η υπεραπόδοση βασίζεται σε συνετή συγκράτηση των δαπανών και μια μέση ετήσια αύξηση εσόδων 3,9%.
Με βάση τις προβλέψεις που έχουν τεθεί στο τελικό κείμενο του ΜΠΔΣ, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να φτάσει στο 3,56 % του ΑΕΠ φέτος δημιουργώντας υπερπλεόνασμα 111 εκατ. ευρώ το 2019 στο 3,96% του ΑΕΠ δημιουργώντας δημοσιονομικό χώρο 866 εκατ. ευρώ το 2020 στο 4,15% του ΑΕΠ δημιουργώντας υπεραπόδοση 1,287 δισ. ευρώ το 2021 στο 4,53% δημιουργώντας υπεραπόδοση 2,11 δισ. ευρώ και το 2022 στο 5,19% δημιουργώντας υπερπλεόνασμα 3,582 δισ. ευρώ.
Το νέο μεσοπρόθεσμο προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης ως ποσοστό του ΑΕΠ 2% για το 2018, 2,4% για το 2019, 2,3% για το 2020, 2,1% για το 2021 και 1,8% για το 2022.
Παράλληλα προβλέπει μείωση της ανεργίας από το 19,9% που αναμένεται να κλείσει φέτος στο 14,3% στο τέλος του 2022.
Οδηγοί στη σταθεροποίηση της ανάπτυξης θα είναι η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές.
Σύμφωνα με την έκθεση, ο «πήχυς» για την ιδιωτική κατανάλωση τίθεται πολύ ψηλά, προβλέποντας αύξηση με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,1% μεταξύ 2018 και 2022.
Οπως τονίζεται, η πίεση που ασκούν στο διαθέσιμο εισόδημα οι φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις των νοικοκυριών δεν φαίνεται να στηρίζει μια τέτοια αισιοδοξία. Ενδεχόμενη πιστωτική επέκταση με έμφαση στην ιδιωτική κατανάλωση, η σημαντική αποκλιμάκωση της ανεργίας και η εξάλειψη του αποθέματος των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης συγκαταλέγονται στους παράγοντες που μπορεί να κάνουν τον στόχο για την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης επιτεύξιμο.
Σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις για τις επενδύσεις παραμένουν (σε σχέση με το ΜΠΔΣ 2018-2021) η κινητήρια δύναμη στην αύξηση του ΑΕΠ, αφού προβλέπεται μεγάλη άνοδος με πραγματικούς ρυθμούς αύξησης που εκτιμάται πως θα ξεπεράσουν το 11% το 2018 και 2019, ενώ αναμένεται να διατηρηθούν σημαντικά υψηλοί και τα υπόλοιπα χρόνια του προγράμματος (μέσα επίπεδα ετήσιας αύξησης περίπου 8,7% μεταξύ 2018 και 2022).
Τέλος, σε ό,τι αφορά την πρόβλεψη του ΜΠΔΣ για αύξηση των εισαγωγών με ρυθμό που βαίνει μειούμενος τονίζεται ότι ο κίνδυνος για αύξηση των εισαγωγών ταχύτερη του 3,6% ετησίως, δεδομένης της υψηλής οριακής ροπής προς εισαγωγές που χαρακτηρίζει διαχρονικά τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας, είναι υπαρκτός.
Στο μεταξύ λύση «γερμανικής κατασκευής» για το χρέος με πιέσεις και για προληπτική πιστωτική γραμμή και αυστηρή μεταμνημονιακή εποπτεία προετοιμάζεται ως συνολική λύση για την Ελλάδα με βασικούς συνομιλητές το Βερολίνο και την ΕΚΤ.
Την ενίσχυση στο δίκτυ ασφαλείας της ελληνικής οικονομίας μετά το μνημόνιο συζήτησαν στην «άτυπη», όπως ονομάστηκε, συνάντησή τους η καγκελάριος της Γερμανίας κ. Ανγκελα Μέρκελ και ο πρόεδρος της ΕΚΤ κ. Μάριο Ντράγκι. Με αφορμή τη συζήτηση που είχε ως σημείο αναφοράς την κρίση στην Ιταλία συζητήθηκε και η Ελλάδα. Οι δύο συνομιλητές έμειναν σύμφωνοι ότι το θέμα της Ελλάδας θα πρέπει να κλείσει το συντομότερο δυνατό. Επιπλέον πληροφορίες από την ΕΚΤ θέλουν τον κ. Ντράγκι να επιμένει ότι η Ελλάδα θα πρέπει να έχει περισσότερες διασφαλίσεις στην πορεία της για την επάνοδο στις αγορές.
Με δεδομένο ότι η ενεργοποίηση μιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής είναι στη διακριτική ευχέρεια της Ελλάδας, ο κεντρικός τραπεζίτης του ευρώ ζήτησε δύο πράγματα: Είτε να υπάρξει πίεση ώστε η Ελλάδα να δεχθεί μια προληπτική πιστωτική γραμμή είτε να αυξηθεί σημαντικά το «μαξιλάρι ασφαλείας» που έχουν αποφασίσει να δώσουν οι Ευρωπαίοι μετά το πρόγραμμα από τα αδιάθετα υπόλοιπα του δανείου των 86 δισ. ευρώ από τον ESM. Τούτο έστω και αν η αύξηση του μαξιλαριού από τα 10 δισ. ευρώ στα 20 δισ. ευρώ θα συνοδεύεται από όρους προληπτικής πιστωτικής γραμμής δηλαδή τρίμηνη εποπτεία με συγκεκριμένες δεσμεύσεις.
Χθες ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών κ. Ολαφ Σολτς σε δηλώσεις του μιλούσε για τη σοβαρή πιθανότητα «μιας καλής λύσης για το χρέος μέχρι και το τέλος Ιουνίου» επαινώντας μάλιστα την Ελλάδα για τις δημοσιονομικές της επιδόσεις των τελευταίων ετών.
Την ίδια ώρα ενώ η Αθήνα σχεδόν πανηγυρίζει για την έξοδο του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα το Ταμείο επιμένει ότι συζητά ακόμη με τους Ευρωπαίους δανειστές της Ελλάδας.
Σε κάθε περίπτωση η ουσία που έχει η συμμετοχή του ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος δεν είναι τόσο η χρηματοδότηση των 1,6 δισ. ευρώ που έχει εγκριθεί για την Ελλάδα αλλά η πιστοποίηση της βιωσιμότητας χρέους.
eleftherostypos.gr/