Εγκύκλιο για τις συντάξεις θανάτου, εξέδωσε ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), με την οποία αποσαφηνίζονται οι αλλαγές που επήλθαν από την έναρξη ισχύος του νόμου Κατρούγκαλου (13.05.16) και μετά.

Ειδικότερα, ορίζεται ότι το 55ο έτος ηλικίας είναι κομβικό για τη χορήγηση της σύνταξης. Οι συντάξεις χορηγούνται μειωμένες κατά 50% στους δικαιούχους, ενώ υπόκεινται σε ακόμα μεγαλύτερες μειώσεις, αν ο γάμος τελέστηκε μετά τη χορήγηση σύνταξης γήρατος και η διαφορά ηλικίας του επιζώντα συζύγου, είναι πάνω από δέκα έτη, σε σχέση με τον θανόντα.

Τα ποσά που χορηγούνται δεν μπορούν να είναι μικρότερα από 360 ευρώ το μήνα, που είναι το κατώτατο όριο για 15 έτη ασφάλισης. Τα ποσά αυτά επιμερίζονται αυτοτελώς και στα τέκνα, εάν είναι ορφανά και καταστούν δικαιούχοι της σχετικής σύνταξης.

Ειδικότερα, η εγκύκλιος ορίζεται, κατ’ εφαρμογή του σχετικού νόμου ότι εάν ο επιζών σύζυγος είναι μεγαλύτερος των 55 ετών όταν επέλθει ο θάνατος του συντρόφου του, τότε η σύνταξη χορηγείται χωρίς χρονικό περιορισμό. Αντίθετα, εάν είναι μικρότερος των 55 ετών, σύνταξη θανάτου χορηγείται για τρία μόνο έτη. Εάν ο δικαιούχος συμπληρώσει το 55ο έτος ηλικίας κατά τη διάρκεια της τριετίας, η σύνταξη διακόπτεται με τη συμπλήρωση της τριετίας από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον που υπήρξε ο θάνατος. Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη επαναχορηγείται μόλις ο δικαιούχος γίνει 67 ετών.

Εάν ο δικαιούχος δεν έχει συμπληρώσει το 55ο έτος ηλικίας, αλλά έχει ανήλικα τέκνα ή έχει αναπηρία 67% και άνω, τότε η σύνταξη συνεχίζει να καταβάλλεται για όσο χρόνο πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις. Αν πάψουν να ισχύουν οι παραπάνω ειδικές συνθήκες, τότε η σύνταξη διακόπτεται και επαναχορηγείται με τη συμπλήρωση του 67ου έτους ηλικίας.

Ειδικά για τα τέκνα, η σύνταξη συνεχίζει να χορηγείται μέχρι να συμπληρώσουν το 18ο έτος της ηλικίας τους, ή το 24ο, εάν σπουδάζουν. Επίσης η σύνταξη χορηγείται μέχρι το 24ο έτος ηλικίας, εάν ο θάνατος του γονέα επήλθε κατά το έτος προετοιμασίας τους για εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση. Το δικαίωμα αυτό ισχύει ανεξάρτητα εάν το τέκνο πέτυχε ή όχι την εισαγωγή του στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Ποσό σύνταξης

Η εγκύκλιος ξεκαθαρίζει ότι ο δικαιούχος σύνταξης θανάτου θα λάβει την εθνική σύνταξη, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 345,6 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε 15 έτη ασφάλισης. Εάν χορηγούνται περισσότερες της μίας συντάξεις θανάτου, ο δικαιούχος λαμβάνει εθνική σύνταξη από τη μία εξ αυτών. Η σύνταξη θανάτου, ακριβέστερα το ποσό πέραν της εθνικής σύνταξης, περικόπτεται κατά 50%, μετά την πάροδο τριετίας, εάν ο επιζών σύζυγος εργάζεται.

Συνολικά, το κατώτατο ποσό της σύνταξης δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 360 ευρώ, για 15 έτη ασφάλισης, καθώς συμπεριλαμβάνεται και το ανταποδοτικό σκέλος αυτής. Το ποσό αυτό είναι αυξημένο κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα για κάθε έτος έως τα 20, όπου το όριο τίθεται στα 384 ευρώ. Εάν το ποσό χορηγείται σε τέκνα, τότε επιμερίζεται μεταξύ τους και το καθένα λαμβάνει αυτοτελώς το κατώτατο ποσό. Στην περίπτωση που ο θάνατος επήλθε από εργατικό ατύχημα ή από επαγγελματική ασθένεια τότε, η σύνταξη που χορηγείται δεν μπορεί να υπολείπεται του διπλάσιου της της εθνικής σύνταξης για 20 έτη ασφάλισης, δηλαδή 768 ευρώ.

Ειδικές συνθήκες ισχύουν για περιπτώσεις αναπηρίας. Η εθνική σύνταξη που μεταβιβάζεται λόγω θανάτου συνταξιούχου, ο οποίος λάμβανε πλήρες ποσό σύνταξης λόγω αναπηρίας, δεν μειώνεται. Ο λόγος είναι ότι συνταξιούχος στην περίπτωση αυτή, εξομειώνεται ως προς το χορηγούμενο ποσό της σύνταξης, με τους συνταξιούχους βαριάς αναπηρίας, με ποσοστό δηλαδή 80% και άνω. Αν όμως ο ασφαλισμένος καταστεί συνταξιούχος μετά την 13η Μαϊου 2016 και κριθεί με ποσοστό αναπηρίας μικρότερο του 80%, το ποσό της εθνικής σύνταξης θα μειωθεί αναλόγως με τις σχετικές διατάξεις του νόμου Κατρούγκαλου.

Στις συντάξεις θανάτου, για αιτήσεις από 13.05.16 έως 31.12.18, ισχύει και το μέτρο της προσωπικής διαφοράς, άρα από 1.1.19 μπορεί να τύχουν ανάλογης περικοπής.

Στην εγκύκλιο επισημαίνεται ότι η ελάχιστη διάρκεια γάμου, από τον οποίο απορρέει το δικαίωμα για λήψη σύνταξης λόγω θανάτου, είναι τα πέντε έτη.

Για τους διαζευγμένους το δικαίωμα στη σύνταξη ισχύει σε σχέση με το εισόδημά τους, το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 720 ευρώ το μήνα, ποσό που αντιστοιχεί στο διπλάσιο του επιδόματος κοινωνικής αλληλεγγύης ανασφάλιστων υπερηλίκων. Στο εισόδημα αυτό δεν συνυπολογίζεται η διατροφή που κατέβαλε ο θανών σύζυγος. Βέβαια πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο θανών σύζυγος χορηγούσε διατροφή για να μπορεί να δοθεί και η σχετική σύνταξη.

Ποσοστά σύνταξης

Ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 50% της σύνταξης που έχει δικαιωθεί ή που δικαιούται ο θανών σύζυγος. Εάν όμως ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης, τότε η σύνταξη θανάτου υπόκειται σε πρόσθετο περιορισμό και από τη διαφορά ηλικίας μεταξύ των δύο συζύγων που κυμαίνεται από 1-5%. Επίσης, στην περίπτωση που υπήρξε διαζύγιο, ο χήρος λαμβάνει το 75% της σύνταξης του θανόντος και το 25% καταλήγει στο διαζευγμένο.

Τούτο ισχύει για περιπτώσεις γάμων έως δέκα έτη. Για κάθε επιπλέον έτος έγγαμου βίου το παραπάνω ποσοστό μειώνεται κατά μία ποσοστιαία μονάδα για τον χήρο και αυξάνεται αντίστοιχα για τον διαζευγμένο. Εάν ο έγγαμος βίος διήρκεσε πάνω από 35 έτη, τότε το ποσοστό της σύνταξης θανάτου είναι 50% για το χήρο και 50% για το διαζευγμένο.

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

Μειωμένες κατά 50% μηνιαίες εισφορές θα καταβάλλουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες (σε πρώην ΟΑΕΕ-ΕΤΑΑ) αφού έχουν όμως συμπληρώσει 40 έτη ασφάλισης και δεν χρωστούν στα πρώην Ταμεία τους και στον ΕΦΚΑ.
Το μέτρο κρύβει παγίδα μείωσης σύνταξης, καθώς μειώνονται κατά 50% και οι συντάξιμες αποδοχές για όσο διάστημα καταβάλλονται μειωμένες εισφορές, με συνέπεια να πέφτει και ο συνολικός μέσος όρος αποδοχών που μετρούν για σύνταξη από το 2002 και μετά.
Η εγκύκλιος έρχεται από το άρθρο 39 του ν. 4387/2016 (νόμος Κατρούγκαλου) και χρειάστηκε να περάσουν 20 μήνες μέχρι να εκδοθεί από το υπουργείο Εργασίας και να υπογραφεί από τον αρμόδιο υφυπουργό, Τ. Πετρόπουλο.
Ποιους αφορά
Από τη μείωση εισφορών εξαιρούνται οι μισθωτοί εργαζόμενοι. Σύμφωνα με παράδειγμα της εγκυκλίου, ασφαλισμένος που πληρώνει εισφορές ως μισθωτός (πρώην ΙΚΑ) και ως ελεύθερος επαγγελματίας (ΟΑΕΕ) υπάγεται σε μείωση αν έχει 40ετία, αλλά η υπαγωγή του στην εν λόγω ρύθμιση είναι δυνατή μόνο για το ελεύθερο επάγγελμα.
Επιπλέον, η μείωση που παρέχεται στους ελεύθερους επαγγελματίες δεν θα ισχύει για τον κλάδο ασθένειας (θα πληρώνουν δηλαδή κανονικά και ολόκληρο το 6,95%) αλλά μόνον για τον κλάδο σύνταξης και τους αντίστοιχους φορείς επικουρικής ασφάλισης ή και εφάπαξ, στους οποίους οι επαγγελματίες καταβάλλουν εισφορές 7% και 4% αντίστοιχα.
Προϋποθέσεις
Οι προϋποθέσεις της εγκυκλίου για να πάρει κάποιος επαγγελματίας μείωση 50% στις εισφορές από τον ΕΦΚΑ είναι:
* Να έχει συμπληρώσει 40 έτη πληρωμένων ασφαλιστικών εισφορών.
* Να μη χρωστά στα Ταμεία και αν έχει ρύθμιση, να την έχει εξοφλήσει. Σε περίπτωση παράλληλης ασφάλισης (π.χ. ΟΑΕΕ και ΕΤΑΑ), αν χρωστά στο ένα (π.χ. ΟΑΕΕ) και στο άλλο Ταμείο (ΕΤΑΑ) δεν οφείλει και έχει 40ετία, τότε δικαιούται μείωση 50% στις εισφορές του για τη δραστηριότητα που ασκεί και υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΕΤΑΑ.
* Να έχει πληρώσει τυχόν πλασματικό χρόνο με τον οποίο να φτάνει στα 40 έτη, ανεξάρτητα αν ο υπόλοιπος πλασματικός δεν έχει εξοφληθεί.
* Να έχει πληρωθεί ο τυχόν χρόνος προαιρετικής ασφάλισης έως τα 40 έτη. Στην 40ετία συνυπολογίζεται και η διαδοχική ασφάλιση. Για παράδειγμα, αν ένας επαγγελματίας έχει 25 χρόνια σε ταμείο μισθωτών και τα 14 τελευταία σε ΟΑΕΕ-ΕΦΚΑ, συμπληρώνει συνολικά 39 έτη και με ένα έτος εξαγορά πλασματικού χρόνου έχει 40 έτη, οπότε δικαιούται μείωση εισφορών, εφόσον παραμείνει ελεύθερος επαγγελματίας.
«Παγίδες»
Οι χαμηλές εισφορές κόβουν ανάλογα και τμήμα σύνταξης. Για όσο διάστημα -από τα 40 έτη και μετά- πληρώνονται μειωμένες 50% εισφορές, οι συντάξιμες αποδοχές θα υπολογίζεται στο 50%!!! Δηλαδή ένας ελεύθερος επαγγελματίας με μηνιαίο (ασφαλιστέο) εισόδημα 1.500 ευρώ πληρώνει σήμερα 300 ευρώ το μήνα (1.500Χ20%=300). Με μείωση εισφορών θα πληρώνει 150 ευρώ αλλά για τον υπολογισμό σύνταξης θα πιάνονται 750 ευρώ εισόδημα και όχι τα 1.500 ευρώ. Αν μείνει στο μέτρο δηλαδή για 3 χρόνια, αυτά τα χρόνια θα έχει συντάξιμες αποδοχές 750 ευρώ και όχι 1.500.
Το μικρό δέλεαρ είναι ότι θα έχει μια προσαύξηση 2% στο ποσοστό ανταποδοτικής σύνταξης από το 40ό έτος και μετά, αλλά επί χαμηλότερου μέσου όρου συνολικών συντάξιμων αποδοχών.
Η δεύτερη «παγίδα» της διάταξης ακυρώνει τα «αναδρομικά» Οσοι έκαναν αίτηση από 1/1/2017 και λόγω καθυστερημένης έκδοσης εγκυκλίου πλήρωναν αυξημένη εισφορά και όχι με μείωση 50% ενώ είχαν τις προϋποθέσεις, θα εξεταστούν με την εγκύκλιο αλλά η διαφορά των επιπλέον εισφορών που κατέβαλαν, δεν θα τους επιστραφεί, παρά θα συμψηφιστεί με τις πληρωμές των επόμενων μηνών!
Παράδειγμα
Μικρότερες καταβολές, λιγότερη σύνταξη
Ασφαλισμένος με μηνιαίο εισόδημα 2.000,00 ευρώ, το 2017, κάνει χρήση του μέτρου και καταβάλλει για κύρια σύνταξη εισφορά 200 ευρώ (2.000 ευρώΧ20%/2=200 ευρώ), αντί 400 ευρώ. Καταβάλλει δηλαδή ασφαλιστικές εισφορές 20% επί εισοδήματος 1.000 ευρώ. Οι συντάξιμες αποδοχές του για το 2017 θα είναι 1.000 ευρώ και όχι 2.000 ευρώ, ενώ θα πάρει την προβλεπόμενη προσαύξηση κατά 2% του ποσοστού αναπλήρωσης που εφαρμόζεται για όλα τα έτη. Σε περίπτωση δηλαδή που συνταξιοδοτηθεί το 2018 το ποσοστό αναπλήρωσης θα είναι 44,8%, αντί 42,8%. Αν από το 2002 μέχρι το 2016 το άθροισμα των συντάξιμων αποδοχών ανέρχεται σε 100.000,00 ευρώ και για το έτος 2017 έχουν καταβληθεί εισφορές υπολογιζόμενες επί εισοδήματος, ύψους 12.000 ευρώ (1.000Χ12), τότε οι συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης διαμορφώνονται σε 583,33 ευρώ (100.000,00 ευρώ+12.000 ευρώ/192 μήνες ασφάλισης από 2002 έως και 2017). Αρα, το ποσό της ανταποδοτικής σύνταξης ανέρχεται σε 261,33 ευρώ (44,80%Χ583,33). Αν δεν είχε μείωση εισφορών, η ανταποδοτική σύνταξη θα ήταν 287 ευρώ.
eleftherostypos.gr
Το ποσό υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές του τελευταίου 12μηνου απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα - Οι αλλαγές ισχύουν από 1/1/2017

Αλλάζουν οι προυποθέσεις για την υπαγωγή στην προαιρετική ασφάλιση, για την οποία πληρώνουν οι ασφαλισμένοι προκειμένου να συμπληρώσουν τον απαραίτητο χρόνο για την συνταξιοδότησή τους.
Οι νέες διατάξεις που απορρέουν από το νόμο Κατρούγκαλου εφαρμόζονται για αιτήσεις που έχουν υποβληθεί από 1/1/2017. Για όσες αιτήσεις υποβλήθηκαν έως τις 31/12/206 ισχύουν οι προϋπάρχουσες διατάξεις.
Σύμφωνα με την εγκύκλιο που εξέδωσε ο ΕΦΚΑ το ποσό που πρέπει να καταβληθεί για την προαιρετική ασφάλιση υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές του τελευταίου 12μηνου απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό σημαίνει ότι όσο υψηλότερο είναι το εισόδημα τόσο υψηλότερο είναι και το κόστος το οποίο καλείται να επωμιστεί ο ασφαλισμένος. Το ποσό αντιστοιχεί στο 20% έως 27,10% επί των αποδοχών για τους μισθωτούς και έως 26,95% για ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες.
Ως αποδοχές υπολογίζονται τα εισφοροδοτούμενα εισοδήματα από κάθε πηγή: Μισθός, υπερωρίες, μπόνους, ελεύθερο επάγγελμα, αγροτική δραστηριότητα. Ο χρόνος προαιρετικής δεν λογίζεται ως χρόνος σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα.
Όπως επισημαίνει η εγκύκλιος του ΕΦΚΑ:
Προαιρετικά μπορούν να ασφαλιστούν στον τελευταίο φορέα υποχρεωτικής ασφάλισης όσοι πληρούν αθροιστικά τα εξής :
1. α) έχουν πραγματοποιήσει στην υποχρεωτική ασφάλιση 5 έτη ή 1.500 ημέρες, εκ των οποίων τουλάχιστον 1 έτος ή 300 ημέρες, εντός της τελευταίας 5ετίας και υποβάλλουν αίτηση εντός 1 έτους από την τελευταία ασφάλισή τους ή
β) έχουν πραγματοποιήσει οποτεδήποτε στην υποχρεωτική ασφάλιση 10 έτη ή 3.000 ημέρες ανεξάρτητα από τον χρόνο υποβολής της αίτησης.
→ συνυπολογίζεται χρόνος διαδοχικής ασφάλισης στους ενταχθέντες στον ΕΦΚΑ φορείς
→ χρόνος ασφάλισης που έχει διανυθεί για την ίδια χρονική περίοδο λαμβάνεται υπόψη μία φορά
→ δεν συνυπολογίζονται πλασματικοί
2. έχουν διακόψει την ασφάλιση στον ΕΦΚΑ
3. δεν είναι ανάπηροι κατά την έννοια του αν. νόμου του 1951
4. δεν οφείλουν σε ασφαλιστικό φορέα ή έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση και τηρούν τους όρους.
Ο χρόνος προαιρετικής συνέχισης της ασφάλισης αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και πραγματοποιείται για κλάδο κύριας σύνταξης (20% για όλους) ή/και ασθένειας (7,10% για μισθωτούς και 6,95% για ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες). Στην αίτηση γίνεται σαφής αναφορά των κλάδων επιλογής.
Η μηνιαία εισφορά υπολογίζεται επί του μέσου όρου των μηνιαίων αποδοχών ή/και των εισοδημάτων, επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές το τελευταίο 12μηνο πριν τη διακοπή της υποχρεωτικής ασφάλισης, αναπροσαρμοσμένα με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Για τους αγρότες δεν ισχύει η αναπροσαρμογή με τον ΔΤΚ. Σε περιπτώσεις διαδοχικής, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών και εισοδημάτων.
Ελάχιστη βάση υπολογισμού είναι τα 586€ του κατώτατου μισθού και ειδικά για τους αγρότες τα 410,26€. Οι μισθωτοί καταβάλλουν το σύνολο της εισφοράς εργαζόμενου και εργοδότη επί των πάσης φύσεως εισφοροδοτούμενων αποδοχών (μισθός, υπερωρίες κλπ). Αν το τελευταίο 12μηνο υπάρχει χρόνος ανεργίας και δεν προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης ή ο μηνιαίος μισθός υπολείπεται των 586€, λαμβάνονται υπόψη τα 586€. Οι μη μισθωτοί καταβάλλουν 20% για τον κλάδο σύνταξης (ακόμη και οι αγρότες) και 6,95% για κλάδο υγείας. Για χρόνο ασφάλισης που ανατρέχει πριν την 1/1/2017 λαμβάνεται η ελάχιστη μηνιαία βάση (586€ ή 410€). Αν κάποιος ήταν μισθωτός και ελεύθερος επαγγελματίας ή αγρότης ταυτόχρονα το επίμαχο 12μηνο, δηλαδή παράλληλα ασφαλισμένος, επιλέγει τον φορέα της προαιρετικής ασφάλισης και η βάση υπολογισμού είναι το άθροισμα του εισοδήματος που είχε από κάθε πηγή.
Η διοίκηση του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) ανακοίνωσε ότι παρέχει τη δυνατότητα στους ασφαλισμένους οικοδόμους, των οποίων δεν έχει ενημερωθεί η ασφαλιστική τους ιστορία και οι οποίοι δικαιούνται δώρο Χριστουγέννων 2017, να πληρωθούν κατ΄ εξαίρεση το δωρόσημο στα υποκαταστήματα του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ του τόπου κατοικίας τους.
Γ.Μπ.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Έγινε γνωστή η εγκύκλιος του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) σχετικά με τον ελάχιστο χρόνο ασφάλισης για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών της ανταποδοτικής σύνταξης.
Το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης υπολογίζεται με βάση τις συντάξιμες αποδοχές, τον χρόνο ασφάλισης και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης. Οι συντάξιμες αποδοχές υπολογίζονται ως ο μέσος μηνιαίος μισθός-εισόδημα του ασφαλισμένου από το έτος 2002 και έως την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης, εφόσον για τη χρονική αυτή περίοδο αναφοράς προκύπτει ασφάλιση τουλάχιστον πέντε ετών.
Αν δεν προκύπτει χρόνος ασφάλισης τουλάχιστον πέντε ετών από 1.1.2002 και έως την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης, τότε για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών, αναζητείται χρόνος ασφάλισης - πραγματικός, πλασματικός, προαιρετικής ασφάλισης ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος - κατά το χρονικό διάστημα πριν την 1.1.2002 και μέχρι τη συμπλήρωση έως πέντε ετών.
Για αιτήσεις συνταξιοδότησης με έναρξη καταβολής από 1.1.2021, ο χρόνος ασφάλισης που απαιτείται για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών, είναι τα δέκα 10 έτη. Εφόσον δεν προκύπτει αυτός ο χρόνος ασφάλισης από 1.1.2002 και έως την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης, τότε αναζητείται χρόνος ασφάλισης - πραγματικός, πλασματικός, προαιρετικής ασφάλισης ή άλλος που λογίζεται ως συντάξιμος - και κατά το πριν την 1.1.2002 χρονικό διάστημα και μέχρι την συμπλήρωση έως 10 ετών.
Παράδειγμα:
Μισθωτός υποβάλλει αίτημα συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, την 1.8.2020, σε ηλικία 67 ετών και 4.500 ημέρες ασφάλισης. Το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 μέχρι 31.7.2020, συμπληρώνει μόνο 1.200 ημέρες ασφάλισης. Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών στο τμήμα της ανταποδοτικής σύνταξής του, λαμβάνεται υπόψη και χρόνος ασφάλισης πριν την 1.1.2002, και συγκεκριμένα, 300 ημέρες ασφάλισης από 1.1.2001.

ferriesingreece2

kalimnos

sportpanic03

 

 

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot