Θρήνος στο νησί της Κω αφού έφυγε απ' την ζωή ένας σπουδαίος άνθρωπος του πολιτισμού, των τεχνών και των γραμμάτων, ο Βασίλης Χατζηβασιλείου που είχε συνδέσει το όνομα του με το μεγάλο του έργο στην καταγραγή της ιστορίας του νησιού μας και όντας άνθρωπος του πνεύματος και της συνεχούς ανιδιοτέλειας.
Ένα σύντομο βιογραφικό
Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΥΜΕΩΝ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ γεννήθηκε στην πόλη της Κω. Είναι κάτοχος κρατικού πτυχίου λογιστικής, πτυχίου Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης από το Πάντειο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και πτυχίου Νομικών Επιστημών από τη Νομική Σχολή του Αριστoτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Το έτος 1975 άρχισε να ασκεί τη δικηγορία στο νησί του, ενώ τώρα πλέον έχει συνταξιοδοτηθεί. Το 1976 πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Πνευματικού Ομίλου Κώων «Ο Φιλητάς», παραμένοντας μέχρι σήμερα ως Επίτιμος Πρόεδρος ενεργό μέλος του, μόνιμος συνεργάτης και ως επί το πλείστον επιμελητής των περιοδικών εκδόσεων του Ομίλου «ΤΑ ΚΩΑΚΑ» (12 μέχρι στιγμής τόμοι ιστορίας, γλωσσολογίας, αρχαιολογίας, λαογραφίας, λογοτεχνίας και ποικίλης επιστημονικής ύλης που αφορούν στο νησί της Κω).
Συνέγραψε την «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΚΩ. ΑΡΧΑΙΑ-ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ-ΝΕΟΤΕΡΗ», που ο Δήμος της Κω εξέδωσε το 1990 σε έναν ογκώδη και πολυτελή τόμο, ο οποίος επανεκδόθηκε το 2013 και κυκλοφορεί ανανεωμένος και μεταφρασμένος στην αγγλική γλώσσα από τον Κώο Καθηγητή στις ΗΠΑ Δρα Νικόλαο Γ. Ιτσινέ. «Μνημειώδες πόνημα» χαρακτήρισε την ελληνόφωνη έκδοση σε Πατριαρχικό Γράμμα του ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. κ. Βαρθολομαίος ο Α΄ και του απένειμε τον Χρυσούν Σταυρόν του Οικουμενικού Πατριαρχείου.Για το έργο του αυτό, το οποίο αποτελεί την πρώτη ολοκληρωμένη επιστημονική καταγραφή της τοπικής ιστορίας του νησιού της Κω, απέσπασε και άλλες τιμητικές διακρίσεις και βραβεία, όπως Διάκριση από την αρμόδια Επιτροπή του Υπουργείου Πολιτισμού για το έτος 1991, Πανδωδεκανησιακό Βραβείο Β. Μοσκόβη για τα έτη 1991 και 2013, Βραβείο Ελληνικών Γραμμάτων από την Εταιρεία Δωδεκανησιακών Μελετών Αμερικής & Καναδά για το έτος 1993, Βραβείο Ιστορίας του Επαρχείου Κω για το έτος 2001, εύφημες μνείες από Ακαδημαϊκούς, Πανεπιστημιακούς, Πολιτικούς, Στρατιωτικούς κ.α.
Συμμετέχει σε Πανελλήνια και Διεθνή Συνέδρια με ανακοινώσεις του ιστορικού και πολιτιστικού ενδιαφέροντος, είναι μέλος της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών της Δωδεκανήσου,της Δωδεκανησιακής Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας της Αθήνας και μέλος του Διεθνούς Ιπποκρατείου Ιδρύματος της Κω. Διετέλεσε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Κω και πρώτος Πρόεδρος της Επαρχιακής Επιτροπής Πολιτισμού του Επαρχείου Κω-Νισύρου. Συνεχίζει να συγγράφει και να εκδίδει πονήματά του, αρθρογραφώντας επίσης στον τοπικό τύπο, γύρω από την ιστορία και τον πολιτισμό της Κω και των Δωδεκανήσων.
Γράφει ο κ. Βασίλης Χατζηβασιλείου
Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου οι νοικοκυρές της Κω, εκτός από τα κουλλούρgια, τα «ψιλοκούλλουρα», δηλ. τα ζαχαροκούλουρα με βούτυρο, αλειμμένα με αυγό, σε διάφορα σχήματα, τα εφτάζυμα και τις «αυγκούλλες» με το κόκκινο αυγό στη μέση, ζυμώνουν και τις «λαμπρόπιτες». Οι λαμπρόπιτες είναι τυρόπιτες στρογγυλές και πολύ μεγαλύτερες από τις συνηθισμένες. Το ζυμάρι παίρνει σχήμα κυκλικό και βαθουλωτό σαν πιάτο, που γεμίζεται με «προσφά», δηλ φρέσκια ανάλατη μυζήθρα, ζυμωμένη με άφθονα αυγά και λίγο προζύμι. Τις λαμπρόπιτες, που κάνουν σε μεγάλες ποσότητες, μοιράζουν σε συγγενικά και φιλικά σπίτια καθώς αποτελούν ένα ξεχωριστό έδεσμα για όλους τους κατοίκους της Κω.
Την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου ετοιμάζουν και τα σφαγμένα αρνιά, που το έθιμο της Κω τα θέλει όχι σουβλιστά, αλλά «φουρνιστά» μέσα σε πήλινες «λεκάνες», που έχουν το σχήμα αρχαίου ελληνικού κρατήρα με δυο «χέρια» (λαβές). Οι ζευγάδες στην Κέφαλο το φουρνιστό το λένε «φτο» (οπτόν). Αφού παραγεμίσουν το αρνί με ρύζι και συκωτάκια τσιγαρισμένα με κρεμμύδι, ράβουν την κοιλιά του, το λυγίζουν για να πάρει το σχήμα της λεκάνης και το βάζουν μέσα ακέραιο, πασπαλίζοντάς το με μυρωδικά. Οι ζευγάδες της Κω δεν βάζουν νερό ούτε στάλα. Σκεπάζουν τη λεκάνη με το «καπ–πάκι» (πώμα) της και το χρίουν με ζυμάρι ώστε να μη ξεθυμάνει, γιατί τότε θα καεί το αρνί. Έχουν ανάψει το φούρνο, που υπάρχει σε όλα σχεδόν τα παραδοσιακά σπίτια κυρίως των χωριών, και όπως φουρνίζουν εκεί τα ψωμιά τους, έτσι βάζουν μέσα και τις λεκάνες, χρίοντας πάλι το στόμιο του φούρνου. Στ’ αυτιά της λεκάνης ή στα πόδια του πασχαλινού αρνιού έδεναν τα μικρά παιδιά τους «μάρτηδες» (ασπροκόκκινες μεταξωτές κλωστές, που φορούσαν στα μπράτσα από τον Μάρτιο για να μην τα πιάσει ο ήλιος), για να κοκκινίσει σαν το μάρτη το φουρνιστό. Τους φούρνους, που πολλές φορές είχαν μαζί 5 ή περισσότερα αρνιά και άλλων γειτόνων, τους άνοιγαν την ημέρα της Λαμπρής και μοσχοβολούσε ο τόπος από τη μυρωδιά του φουρνιστού αρνιού .
Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου στην Πρώτη Ανάσταση, μετά το «Χριστός Ανέστη», έξω στους αυλόγυρους των εκκλησιών έκαιαν ομοιώματα του Ιούδα, κρεμασμένου σε ψηλό κοντάρι. Το ίδιο βράδυ του Πάσχα παίρνουν το Άγιο Φως και με αναμμένες τις λαμπάδες κάνουν ένα σταυρό πάνω από τις εισόδους των σπιτιών.
Ανήμερα της Λαμπρής γιορτάζεται στο νησί και η Δεύτερη Ανάσταση με τον Εσπερινό του Πάσχα και την ανάγνωση του Ευαγγελίου σε ξένες γλώσσες. Στην πόλη της Κω (τη Χώρα) με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια ξεκινά η πομπή από το Μητροπολιτικό Παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού για να καταλήξει στους δυο ενοριακούς ναούς του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Παρασκευής με επικεφαλής τον Μητροπολίτη, τον Κλήρο, τα Εξαπτέρυγα και τα Λάβαρα, ενώ οι χοροί ψάλλουν χαρμόσυνα το πανηγυρικό «Αναστάσεως Ημέρα», το «Χριστός Ανέστη» και άλλους ύμνους (όπως το «Ομηρικόν Ευαγγέλιον» σε ιαμβικό εξάμετρο) κάτω από τις κωδωνοκρουσίες και με αληθινό πανδαιμόνιο ομοβροντιών από αυτοσχέδια βαρελότα και κροτίδες κάθε τύπου. Παλαιότερα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, χρησιμοποιούσαν τουφέκια, καραμπίνες, τρομπόνια κλπ.
Τη Δευτέρα του Πάσχα γινόταν κάποτε στον Ασώματο του Ασφενδιού και στο Πυλί η γιορτή της «Αφάλλειας» ή «αφ-φαλ-λίας», απομεινάρι των αρχαίων «Φαλλείων», με γλέντι τρικούβερτο και χορό που κράταγε ως αργά το βράδυ.
Στις 23 του Απρίλη, που γιορτάζει ο Άη Γιώργης, γίνεται μεγάλο πανηγύρι στο Πυλί. Αν το Πάσχα γιορτάζεται μετά τις 23 του Απρίλη, μεταφέρεται η γιορτή του Άη Γιώργη την Δευτέρα της Διακαινησίμου. Μετά τη Λειτουργία αρχίζουν οι «Ιπποδρομίες». Εννιά ή δώδεκα καβαλάρηδες ξυπόλυτοι και ξεσκούφωτοι, σύμφωνα με το παμπάλαιο έθιμο, καβαλικεύουν τα άλογά τους χωρίς σέλλα, χωρίς χαλινάρι και χωρίς μαστίγιο και τρέχουν από τρεις κάθε φορά γύρω στα δυο χιλιόμετρα, φθάνοντας στο τέρμα που είναι η εκκλησιά του Άη Γιώργη. Στο μέτωπο του αλόγου, που πρωτεύει στην κάθε τριάδα, σπάνε ένα ωμό αυγό. Αφού τρέξουν όλες οι τριάδες, ξεχωρίζουν τα άλογα που πρώτευσαν, για να τρέξουν και πάλι στον τελικό. Στο άλογο και στον ιππέα που θα νικήσει, η επιτροπή της εκκλησιάς δίνει ένα χρηματικό έπαθλο ή το εικόνισμα του Άη Γεώργη. Το ίδιο έθιμο της ιπποδρομίας γινόταν και στον Άη Γιώργη τον Μακρή στην Καρδάμαινα.
Την Παρασκευή της Διακαινησίμου, γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής, στη Χώρα της Κω γιορτάζει η Παναγιά η Τσουκαλαριά, όπου γίνεται γλέντι με πολύ κόσμο, ενώ στα χωριά τα παλληκάρια και οι κοπέλες συγκεντρώνονται σε φιλικά σπίτια και διασκεδάζουν με «ρεφενέ». Το ανδρόγυνο του σπιτιού που θα τους δεχτεί, πρέπει να είναι νιόπαντρο. Καθένας από την παρέα φέρνει μαζί του κάτι φαγώσιμο, κρασί, ρακί κ.ά. Αφού φάνε, προσκαλούν τα βιολιά και τα λαούτα και διασκεδάζουν. Πανηγύρι γινόταν επίσης και στη Ζωοδόχο Πηγή της Κεφάλου.
Αυτά είναι τα παλαιότερα έθιμα των αγίων εκείνων ημερών στο νησί της Κω, που αξίζει να θυμόμαστε και να τα τηρούμε πάντα σε όλη τους την έκταση.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ
* Επίκαιρο Άρθρο του Βασίλη Σ. Χατζηβασιλείου, Δικηγόρου-Ιστορικού Συγγραφέα
Η Τουρκία τον τελευταίο καιρό έχει τόσο πολύ εκτραχυνθεί, που έφθασε στο σημείο να θεωρεί πια την Ελλάδα ως τον κυριότερο εχθρό της. Αξίωσε με την ιταμότητα και με τις κατακτητικές βλέψεις που την διακατέχουν, την αποστρατικοποίηση των Ελληνικών νησιών του Αιγαίου, αμφισβητώντας ευθέως την κυριαρχία τους και απειλώντας ότι «θα έρθει μια νύχτα» να τα καταλάβει.
Εμείς όμως που αισθανόμαστε βαθιά μέσα στο πετσί μας τις έκνομες επιδιώξεις και ανιστόρητες θεωρίες της πολιτικής ηγεσίας της Τουρκίας, που μπολιάζει τμήμα του πληθυσμού αυτής της χώρας με την έχθρα και το μίσος κατά της ειρηνόφιλης Ελλάδας, εξοπλίσαμε κατάλληλα τις ένοπλες δυνάμεις μας και ενημερώσαμε για την αναθεωρητική τάση της Τουρκίας, ως προς το εδαφικό και νομικό καθεστώς των νησιών μας, τους διεθνείς οργανισμούς και όλα τα κράτη που πρεσβεύουν τις κοινές με εμάς αρχές και αξίες της διεθνούς νομιμότητας.
Στηριζόμενοι, λοιπόν, στο άρθρο 51 του Χάρτη του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών διατηρούμε το δικαίωμα της «νόμιμης άμυνας» στο Αιγαίο για τους ακόλουθους ουσιαστικούς λόγους:
Γιατί δεν ξεχνούμε ότι η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο το 1974, κατά παράβαση των διατάξεων της Συνθήκης Εγγυήσεως για την Κύπρο, στην οποία η Ελλάδα αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος, και, παρά τις πολυάριθμες αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, συνεχίζει να διατηρεί μια σημαντική στρατιωτική δύναμη στα κατεχόμενα εδάφη. Επιδιώκει, μάλιστα, και την κρατική ανεξαρτησία ουσιαστικά όμως την προσάρτηση του κατεχόμενου βόρειου τμήματος της Κύπρου.
Γιατί η Τουρκία παραβιάζει καθημερινά τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο και υπερίπταται με πολεμικά αεροσκάφη και drones, συχνά οπλισμένα, προκαλώντας αερομαχίες πάνω από τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου, γεγονός που έχει ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά στα ζητήματα της ασφάλειας των πτήσεων.
Γιατί η Τουρκία κατά τις τελευταίες δεκαετίες, διατηρεί σημαντικές στρατιωτικές μονάδες με εναέρια μέσα και αποβατικά σκάφη σε περιοχές της Μικράς Ασίας, που βρίσκονται απέναντι των ελληνικών νησιών, γεγονός, που συνιστά σοβαρότατη απειλή κατά της Ελλάδας. Δεν παραγνωρίζουμε, βέβαια, και την συνεχώς αναφερόμενη από τους Τούρκους αξιωματούχους απειλή πολέμου (το λεγόμενο casus belli), που στρέφουν εναντίον μας αν θελήσουμε να επεκτείνουμε τα όρια των χωρικών μας υδάτων πέραν των 6 ναυτικών μιλίων.
Εφαρμόζουμε, λοιπόν, την αρχή πως «ότι απειλείται δεν αποστρατικοποιείται», αλλά η Τουρκία επιμένει στην αποστρατικοποίηση, για παράδειγμα, των Δωδεκανήσων, επικαλούμενη τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων της 10ης Φεβρουαρίου του 1947, που πράγματι προέβλεπε την αποστρατικοποίησή τους, πράξη που εξισορροπούσε τα τότε συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή και ιδίως της Σοβιετικής Ένωσης. Το καθεστώς όμως αυτό της αποστρατικοποίησης έχασε κάθε λόγο ύπαρξής του με τη δημιουργία του συνασπισμού του ΝΑΤΟ. Όλα τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ, ανάμεσά τους και η Τουρκία, διατηρούν σήμερα υποχρεωτικά στα εδάφη τους στρατιωτικές μονάδες. Γιατί το δικαίωμα αυτό να μην το έχει και η χώρα μας για όλα τα εδάφη της κυριαρχίας της, καθώς ανήκει στο ΝΑΤΟ; Την αλλόκοτη και ασύμβατη αυτή απαίτηση δεν μας την εξηγεί καθόλου η Τουρκία.
Αφήστε που στην υπογραφή της Συνθήκης των Παρισίων του 1947 η Τουρκία δεν συμμετείχε, καθώς η Συνθήκη αυτή αφορούσε την παραχώρηση της κυριαρχίας των νησιών μας από την Ιταλία, που τα κατείχε, στην Ελλάδα. Και καθώς η Τουρκία δεν ήταν συμβαλλόμενο μέλος ισχύει γι’ αυτήν ο νομικός κανόνας “res inter alios acta”, δηλαδή ζήτημα που αφορά άλλα κράτη. Εξ άλλου σύμφωνα με το άρθρο 34 της Συνθήκης της Βιέννης για το Δίκαιο των Θαλασσών «μια συνθήκη δεν δημιουργεί υποχρεώσεις ή δικαιώματα για τρίτες χώρες εκτός των συμβαλλομένων». Παρατηρούμε ακόμη ότι αμφισβητεί η Τουρκία και την κυριαρχία των μικρότερων νησιών και βραχονησίδων του Δωδεκανησιακού Συμπλέγματος ως μη κατονομαζομένων, ρητά κατ’ αυτήν, στη Συνθήκη των Παρισίων, ενώ γνωρίζει ότι η αναφορά του άρθρου 14 της Συνθήκης στην ονομασία των δεκατεσσάρων μεγαλύτερων απαριθμούμενων νησιών της Δωδεκανήσου περιλαμβάνει τη φράση «και των παρακείμενων νησίδων», εννοώντας φυσικά τις νησίδες, τις βραχονησίδες και τους βράχους που περιβάλλουν τα μεγαλύτερα νησιά. Η ελληνική πλευρά διευκρίνιζε, μάλιστα, κατά την υπογραφή ότι με τον όρο «παρακείμενες» εννοούνταν οι «υπό ιταλικήν κυριαρχίαν» κατά την είσοδο της Ιταλίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συμφωνία συνυπογραφόταν, πέραν της Ελλάδας και της Ιταλίας, και από άλλα είκοσι κράτη που είχαν πολεμήσει τον ναζισμό και ιταλικό φασισμό. Η Τουρκία ούτε θέση, ούτε λόγο είχε σ’ αυτήν, κατορθώνοντας πάντοτε να παραμένει ως ο «επιτήδειος ουδέτερος».
Υπενθυμίζουμε τέλος προς τους γείτονες και «συμμάχους» μας Τούρκους και το άρθρο 15 της Συνθήκης της Λωζάννης της 23ης Ιουλίου του 1923, που τονίζει ότι «η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί όλων των νησιών της Δωδεκανήσου, συμπεριλαμβανομένου και του Καστελλορίζου» και ότι η παραίτηση εκείνη δεν ανακαλείται σύμφωνα με τα ισχύοντα στο διεθνές δίκαιο. Τους υπενθυμίζουμε επίσης ότι διάδοχο της Ιταλίας κράτος, ως προς την κυριότητα των Δωδεκανήσων, αναγνωρίστηκε τελικά η Ελλάδα σύμφωνα με τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947 και ουδέν απολύτως δικαίωμα επανακτά πλέον επί των νησιών αυτών η Τουρκία.
Οι απόψεις για την εθνική κυριαρχία Ελλάδας επί των νησιών του Αιγαίου και ιδιαίτερα των Δωδεκανήσων εδράζονται σε αναμφισβήτητα στέρεους κανόνες της διεθνούς δικαιοταξίας, η οποία κατοχυρώνει πλήρως όλα τα κυριαρχικά της πατρίδας μας δικαιώματα. Άλλωστε «ο ιδίω δικαίω χρώμενος, ουδένα αδικεί», δηλαδή δεν αδικεί άλλον όποιος χρησιμοποιεί ένα κατοχυρωμένο διεθνώς δικαίωμά του. Και εν πάση περιπτώσει αν η Τουρκία επιμένει στις παράλογες, ανιστόρητες και παράνομες απαιτήσεις της, απαντούμε και εμείς με τη ρηματική φράση του Λεωνίδα: «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ»!!!
Σελίδες Κωακής Ιστορίας
Η ΚΩΣ ΚΑΙ Η ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Παίρνω αφορμή από την πρόσφατη επίσημη επισφράγιση της αδελφοποίησης των δήμων της Κω και της Λάρισας, για να επισημάνω δυο σπουδαία γεγονότα, που συνέβησαν τον 3ο αιώνα π. Χ., τα οποία έχω ήδη περιγράψει και σε άλλα δημοσιεύματά μου. Πρόκειται για την πρώτη ουσιαστική αδελφοποίηση της Κω με τις αρχαίες πόλεις της Θεσσαλίας, που έγινε πριν από 24 αιώνες και την οποία οι επιγραφές του νησιού αλλά και οι αρχαίοι συγγραφείς επιβεβαιώνουν.
Και αρχίζω από τις επιγραφές. Από αυτές μαθαίνουμε ότι το νησί, εξαιτίας του υπερπληθυσμού του τον 3ο π. Χ. αιώνα αντιμετώπισε πρόβλημα «σιτοδείας», που ανάγκασε τους Κώους να στείλουν πρέσβεις για να διαπραγματευτούν με πόλεις της Θεσσαλίας την προμήθεια σιτηρών. Οι Θεσσαλοί ανταποκρίθηκαν, πράγματι, με προθυμία στο αίτημα των Κώων και η «αυτάρκεια» αποκαταστάθηκε στο νησί. Γι αυτό και ο δήμος των Κώων μνημονεύοντας «την υπάρχουσα φιλίαν και συγγένειαν Θεσσαλών και Κώων», εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του με ανάλογα τιμητικά ψηφίσματα (Βλ.Mario Segre, “Grano di Tessaglia a Coo”, στο Rivista di Filologia, XII, 1934,σσ 171, 175).
Ας δούμε όμως και τους αρχαίους συγγραφείς. Από την Ελληνική Μυθολογία γνωρίζουμε ότι ο Ασκληπιός, ο πρώτος μεγάλος θεραπευτής που θεοποιήθηκε για τα θαυμαστά κατορθώματά του και λατρεύτηκε σ’ ολόκληρη της Ελλάδα, γεννήθηκε στην Τρίκκη (σημερινά Τρίκαλα) της Θεσσαλίας. Πατέρας του ήταν ο Απόλλωνας, που γεννήθηκε στην Δήλο από τον Δία και την Λητώ. Ο θρύλος θέλει την Λητώ να γεννιέται στην Κω από την Φοίβη. Μητέρα του Ασκληπιού ήταν η Κορωνίδα, θυγατέρα του βασιλιά της Θεσσαλίας Φλεγύα. Σύζυγος του Ασκληπιού ήταν η Ηπιόνη, θυγατέρα του Μέροπα, του πρώτου μυθικού βασιλιά της Κω, ή, κατ’ άλλους, θυγατέρα του Ηρακλή.
Σαφή αναφορά στο πιο πάνω μυθολογικό υπόβαθρο των σχέσεων της Κω με την Θεσσαλία βρίσκουμε στον Ηρώνδα (μίμος II, στ.95-98), που αναφέρεται στο νησί με την ακόλουθη φράση σε μετάφραση:
«Τώρα να δείξετε τη δύναμη της Κω και του Μέροπα,
και ποιά δόξα είχε ο Θεσσαλός και ο Ηρακλής
και γιατί ήρθε εδώ ο Ασκληπιός από την Τρίκκη
και για ποιο λόγο γέννησε εδώ η Φοίβη τη Λητώ».
Οι απόγονοι του Ασκληπιού, οι ιερείς που ασκούσαν ως διάδοχοί του και την ιατρική, ονομάστηκαν «Ασκληπιάδες» και ειδικά ο Ιπποκράτης, γόνος Ασκληπιάδων ιερέων της Κω, θεωρείται απ’ ευθείας απόγονος του Ασκληπιού από τον πατέρα και απ’ ευθείας απόγονος του Ηρακλή από την μητέρα, όπως μαρτυρούν κυρίως οι βιογράφοι του Σωρανός ο Εφέσιος (2ος αι. μ. Χ.) και Ιωάννης Τζέτζης (12ος αι.).Αλλά και στα ίδια τα έργα της Ιπποκρατικής Συλλογής και μάλιστα στις ποικίλες «Επιστολές» γίνεται ευρύτατη υπόμνηση στην καταγωγή του Ιπποκράτη από τον Ασκληπιό. Απτή απόδειξη της σχέσης του Ιπποκράτη με τον Ασκληπιό μαρτυρεί στις μέρες μας και το περίφημο μωσαϊκό της άφιξης του Ασκληπιού στο νησί, όπου τον υποδέχεται λευκοντυμένος ο Ιπποκράτης καθήμενος επί βράχου κι ένας Κώος, μωσαϊκό που εκτίθεται στο περιστύλιο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Κω.
Απ’ όλα τα παραπάνω διαπιστώνεται απερίφραστα ο γενεαλογικός σύνδεσμος του Ιπποκράτη με την Θεσσαλία, που επισφραγίζεται τελικά και με τον θάνατό του στην ίδια περιοχή. Στην αρχαιότητα, λοιπόν, ανάγεται αυτή η ξεχωριστή φιλία και συγγένεια της Κω με την Θεσσαλία, που ολοκληρώθηκε επιτέλους με την πρόσφατη αδελφοποίηση των δυο Δήμων, της Λάρισας και της Κω.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βασίλη Χατζηβασιλείου, Ιστορία της νήσου Κω, 1990, σελ. 82 σημ.72,86-87,129.
Του ιδίου: History of the island of Kos, 2015,σελ.86 σημ. 72, 89, 93-94,132.
Του ιδίου: Η τελευτή του Ιπποκράτη στη Θεσσαλία. Σχέσεις Κώων & Θεσσαλών, στα «Κωακά», τόμος Ε΄, Αθήνα 1995, σελ.110-117.
ΒΑΣΙΛΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Σελίδες Κωακής Ιστορίας
Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΔΗΣ ΖΩΗ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΗΣ ΚΩ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ
Η περίοδος μετά την οθωμανική κατάκτηση της Κω χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα ανησυχητική καθώς οι πειρατικές επιθέσεις δεν έπαψαν να μαστίζουν για πολλά χρόνια το νησί. Το 1603 οι Ιππότες της Μάλτας, που συνέχιζαν τον αιώνιο πόλεμό τους εναντίον των Τούρκων, προσπάθησαν μαζί με τους Ναπολιτάνους να ξανακαταλάβουν την Κω μα δεν το κατόρθωσαν. Την λεηλάτησαν όμως κι έφυγαν παίρνοντας μαζί τους 260 γυναίκες σκλάβες, ανάμεσα στις οποίες και την πανέμορφη Μαρία, κόρη του βαθύπλουτου προύχοντα του νησιού Αθανασίου Βασιλικού. Η ομορφιά της Μαρίας τράβηξε την προσοχή του Αντωνίου Κουΐντου, στρατιωτικού διοικητή της Μάλτας και την κράτησε, ενώ οι άλλες γυναίκες της Κω πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Τύνιδας.
Από τότε και μετά αρχίζει η περιπετειώδης ζωή της Μαρίας, η οποία καθώς αρνήθηκε να υποκύψει στον έρωτα του Κουΐντου, βύθισε μια νύχτα το μαχαίρι της στο στήθος του κι έφυγε κυνηγημένη από τον πύργο του. Με τη βοήθεια του Ιταλού Πασκουάλε ξεκίνησαν με ένα φαλκόνι για την πατρίδα της την Κω, μα στα ανοιχτά της Κρήτης πιάστηκαν από τον κουρσάρο Μοντεφιόρε, κι εκείνος την πούλησε στον Ονόφριο Μαρτίνο από τη Νάπολη. Προσπάθησε κι αυτός να την κρατήσει μ’ όλο που τον παρακαλούσε να την φέρει στον πατέρα της, ο οποίος, καθώς ήταν πλούσιος, θα τον αντάμειβε καλά. Ο Μαρτίνο σαν είδε πως η Μαρία δεν υπέκυπτε, θέλησε να την πάρει στην Τύνιδα να την πουλήσει. Ένα βράδυ όμως πέθανε κι αυτός με ένα μαχαίρι στην πλάτη κι η Μαρία ζήτησε την προστασία του Έλληνα Ιωάννη Τσάντε από τη Ναύπακτο. Εκείνος την έκρυψε πάνω από ένα χρόνο. Στο διάστημα αυτό την ερωτεύτηκε ο γιός του Τσάντε, ο Δημήτριος, ο οποίος την παντρεύτηκε κι έφερε κοντά της τον πατέρα της από την Κω.
Δεν υπάρχει αμφιβολία για την αλήθεια αυτού του γεγονότος της ταραχώδους περιπέτειας της μοιραίας εκείνης γυναίκας από την Κω, καθώς βρίθουν οι πληροφορίες από τους ιστορικούς συγγραφείς για πειρατικές επιθέσεις εναντίον του νησιού στις αρχές του 17ου αιώνα, όχι μόνο από τους Μαλτέζους και τους Ναπολιτάνους, αλλά και από τους Φλωρεντινούς και τους Τοσκανούς με φοβερές σφαγές, λεηλασίες και συλλήψεις μεγάλου αριθμού αιχμαλώτων, οι οποίοι σύρονταν ως σκλάβοι στην Ιταλία, στην Τύνιδα και αλλού, χωρίς επιστροφή στην πατρίδα, σκορπώντας την θλίψη και τον πόνο στους Κώους για την απώλεια τόσων συγγενών τους.[Περισσότερα βλέπε στο βιβλίο μου «Ιστορία της Νήσου Κω» (1990) σελ.313 και 344 και αγγλόφωνη έκδοση αυτού του βιβλίου (2015) σελ.310-311 και 341].
Την περιπετειώδη ζωή της Μαρίας Βασιλικού περιέγραψε πρώτος ο εκπαιδευτικός Δημήτριος Χατζηάμαλλος στο μικρό πόνημά του με τίτλο: «Η Κως. Ιστορία και Αρχαιότητες», Αθήναι (αχρον.) σελ. 42-44, επικαλούμενος ως πηγή τον Σάθα, χωρίς να παραπέμπει σε συγκεκριμένη έκδοση αυτού του συγγραφέα, όπου θα μπορούσαμε να βρούμε δημοσιευμένη την ιστορία της γυναίκας εκείνης της Κω. Ανέτρεξα στον επιφανή ιστοριογράφο Κωνσταντίνο Σάθα, όπου μελέτησα το βασικό έργο του «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη» (7τόμοι) και το ιστορικό του δοκίμιο «Τουρκοκρατουμένη Ελλάς1453-1821», αλλά απουσιάζει η αναφορά στη Μαρία Βασιλικού. Ίσως κάποιος άλλος μελετητής να σταθεί πιο τυχερός και να ανασύρει από κάποια αυθεντική πηγή την εξιστόρηση της δραματικής και μυθιστορηματικής ζωής της Μαρίας, που θα μπορούσε σήμερα να γίνει ακόμη και σενάριο κινηματογραφικής ταινίας, η οποία να μας αποκαλύπτει τα ήθη και τους χαρακτήρες των ανθρώπων εκείνων των πολυτάραχων εποχών.
ΒΑΣΙΛΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ