Η μείωση του πληθυσμού στην Ελλάδα που ξεκίνησε από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας συνεχίζεται απρόσκοπτα. Στη μείωση αυτή συμβάλει σημαντικά το ισοζύγιο γεννήσεων και θανάτων που είναι όλο και περισσότερο αρνητικό.
Τίθεται έτσι ένα ερώτημα: οι θάνατοι που είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια θα συνεχίσουν να υπερτερούν και στο μέλλον, με αποτέλεσμα το φυσικό ισοζύγιο να παραμένει αρνητικό;
Απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα δίνει πρόσφατη μελέτη του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και διευθυντή του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων Βύρωνα Κοτζαμάνη, ο οποίος μίλησε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Οι θάνατοι καθ' όλη τη μεταπολεμική περίοδο αυξάνονται σχεδόν σταθερά παρόλο που την τελευταία 65ετία ο μέσος όρος ζωής έχει αυξηθεί κατά, σχεδόν, 15 χρόνια. Αντίφαση; αναρωτιέται ο καθηγητής, για να απαντήσει «προφανώς όχι», εξηγώντας στη συνέχεια:
«Η αύξηση των θανάτων οφείλεται στην προοδευτική γήρανση του πληθυσμού μας, στην αύξηση δηλαδή του «βάρους» των 65 ετών και άνω (ακόμη δε περισσότερο στην αύξηση του «βάρους» των 85 και άνω). Οι μεν 65 και άνω σε απόλυτες τιμές πενταπλασιάστηκαν σχεδόν ανάμεσα στο 1951 και το 2018 (και το ποσοστό τους στον συνολικό πληθυσμό από 6,8% αυξήθηκε στο 22%), ενώ την ίδια περίοδο, ο αριθμός των 85 και άνω υπερ-δεκαπλασιάστηκε και το ειδικό τους βάρος στο εσωτερικό της ομάδας των 65 ετών και άνω από 5,8% το 1951 εγγίζει το 15% το 2018».
Το 30% του πληθυσμού άνω των 65 ετών
«Ταυτόχρονα», προσθέτει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής «όλοι ξέρουμε ότι η θνησιμότητα αυξάνεται σημαντικά μετά τα 65 έτη, ταχύτατα δε μετά τα 85 έτη. Έτσι, παρόλο που οι πιθανότητες ζωής μας αυξήθηκαν την τελευταία 65ετία, η αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων οδήγησε στην αύξηση του αριθμού των θανάτων που υπερδιπλασιάσθηκαν ανάμεσα στην πρώτη μεταπολεμική πενταετία και στην τελευταία αντίστοιχη (2013-2017). Ο αριθμός των θανάτων αναμένεται όμως να αυξηθεί και τις δυο επόμενες δεκαετίες καθώς τα κέρδη στη μέση προσδοκώμενη ζωή θα επιβραδυνθούν και ταυτόχρονα τόσο το πλήθος όσο και το ποσοστό των άνω των 65 ετών θα συνεχίσει να αυξάνεται μέχρι και το 2035 (αύξηση από 300 έως 500 χιλ και από το 21% στο 27-28% του συνολικού πληθυσμού αντίστοιχα)».
Η πορεία των γεννήσεων την ίδια περίοδο ήταν διαφορετική. Ειδικότερα, συνεχίζει ο καθηγητής, ενώ μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο αριθμός τους υπερέβαινε σταθερά τις 140.000, την επόμενη δεκαετία καταγράφεται μια σημαντική πτώση (102.000 το 1990). Η πτώση αυτή θα ανακοπεί στη συνέχεια (οι γεννήσεις θα σταθεροποιηθούν γύρω από τις 100.000 την δεκαετία του 1990), θα καταγραφεί δε ακόμη και μια μικρή αύξησή τους ανάμεσα στο 2001 και το 2008. Στη συνέχεια όμως οι πρότερες τάσεις αναστρέφονται και το 2017 οι γεννήσεις δεν υπερβαίνουν πλέον τις 85.500 με αποτέλεσμα το φυσικό ισοζύγιο να είναι αρνητικό κατά 36.000.
Αρνητικό το ισοζύγιο έως το 2035
Μπορούμε μήπως να ελπίζουμε ότι τις επόμενες δεκαετίες οι γεννήσεις θα ανακάμψουν σημαντικά και το φυσικά μας ισοζύγια να γίνουν πάλι θετικά, όπως ήταν μέχρι και το 2009;
Ο κ. Κοτζαμάνης εκτιμά ότι αυτό είναι αδύνατον και εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τους λόγους. Καταρχάς, λέει, ότι ο πληθυσμός των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας τις δυο επόμενες δεκαετίες (των γυναικών δηλαδή αυτών που θα είναι σε ηλικία να τεκνοποιήσουν) αναμένεται να μειωθεί (κατά 300 χιλ. ανάμεσα στο 2018 και το 2035), ενώ ταυτόχρονα δεν υπάρχουν βάσιμες πιθανότητες ότι θα αυξηθεί ο μέσος αριθμός παιδιών που θα φέρουν στον κόσμο οι γυναίκες αυτές. Αλλά ακόμη και αυτό αν γίνει, εάν δηλαδή οι γυναίκες που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1980 και το 2000 αυξήσουν λίγο την γονιμότητά τους, φέρνοντας στον κόσμο κατά μέσο όρο από 1,5 παιδιά έως 1,7-1,8 παιδιά, ο μέσος ετήσιος αριθμός των γεννήσεων την περίοδο 2018-2035 δύσκολα θα ξεπεράσει τις 95.000.
Κάτω από 10 εκατομμύρια
Με δεδομένο, εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ότι οι θάνατοι την ίδια περίοδο θα ανέλθουν στην ευνοϊκότερη των περιπτώσεων στις 135.000 και στη δυσμενέστερη στις 140.000/έτος, ακόμη και αν υιοθετήσουμε το πλέον ευνοϊκό για τις γεννήσεις σενάριο τα φυσικά μας ισοζύγια μέχρι το 2035 δεν πρόκειται να αλλάξουν πρόσημο: θα παραμείνουν αρνητικά κατά 40.000-45.000 ανά έτος.
Με βάση τα δεδομένα αυτά, ακόμη και στην περίπτωση που το μεταναστευτικό ισοζύγιο (έξοδοι-είσοδοι) την ίδια περίοδο παραμείνει μηδενικό -όσοι έξοδοι τόσοι και είσοδοι- το 2035, στην πλέον ευνοϊκή περίπτωση θα είμαστε 700 έως 800 χιλ. λιγότεροι σε σχέση με το 2018, και ασφαλώς λιγότεροι από 10 εκατομμύρια. Φυσικά, αν το μεταναστευτικό ισοζύγιο των επόμενων ετών -μέχρι και το 2035- παραμείνει αρνητικό (όπως και για την περίοδο 2010-2017), ο πληθυσμός της Ελλάδας θα μειωθεί ακόμη περισσότερο.
Μείωση 0,14% κατέγραψε ο μόνιμος πληθυσμός της Ελλάδας το 2016 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η ΕΛΣΤΑΤ.
Ο μόνιμος πληθυσμός της χώρας κατά την 1η Ιανουαρίου 2017 εκτιμήθηκε σε 10.768.193 άτομα (5.221.277 άνδρες και 5.546.916 γυναίκες), μειωμένος κατά 0,14% σε σχέση με τον αντίστοιχο πληθυσμό της 1ης Ιανουαρίου 2016, που ήταν 10.783.748 άτομα.
Όπως αναφέρει η ΕΛΣΤΑΤ, η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της φυσικής μείωσης του πληθυσμού που ανήλθε σε 25.887 άτομα (92.898 γεννήσεις έναντι 118.785 θανάτων) και της καθαρής μετανάστευσης που εκτιμήθηκε σε 10.332 άτομα.
Τα παιδιά (0-14 ετών) ήταν 14,4% του συνολικού πληθυσμού. Οι έφηβοι και οι ενήλικες εργασιακής ηλικίας (15-64 ετών) αντιπροσώπευαν το 64% του πληθυσμού.
Τα άτομα 65 ετών και άνω ήταν το 21,6% του συνολικού πληθυσμού. Από αυτούς το 15,9% ήταν άνω των 70 ετών (1.709.724 άτομα, εκ των οποίων 741.838 άνδρες και 967.886 γυναίκες)
Ο δείκτης γήρανσης (πληθυσμός ηλικίας 65 ετών και άνω προς τον πληθυσμό ηλικίας 0-14 ετών) διαμορφώθηκε σε 149,2 (149,2 υπερήλικες προς 100 παιδιά).
Η καθαρή μετανάστευση εκτιμήθηκε σε 10.332 άτομα που αντιστοιχούν σε 116.867 εισερχόμενους και 106.535 εξερχόμενους μετανάστες. Το 2015 η καθαρή μετανάστευση είχε εκτιμηθεί σε -44.905 άτομα (64.446 εισερχόμενοι και 109.351 εξερχόμενοι μετανάστες).
Σημειώνεται ότι στα στοιχεία εισερχόμενης μετανάστευσης και πληθυσμού περιλαμβάνονται και άτομα που βρίσκονται στη χώρα μας την 1.1.2017 λόγω της προσφυγικής κρίσης.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ στο σύνολο του πληθυσμού οι γυναίκες υπερτερούν των ανδρών ενώ υπάρχουν και 7.100 άτομα άνω των 100.
Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ
Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν χθες, ο πληθυσμός της Δωδεκανήσου ανέρχεται σε 211.425 άτομα εκ των οποίων οι 106.169 άνδρες και οι 105.256 γυναίκες. Αντίστοιχα, συνολικά στο Νότιο Αιγαίο ο πληθυσμός ανέρχεται σε 338.383 άτομα εκ των οποίων οι 167.778 άνδρες και οι 170.605 γυναίκες.