Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ δημοσιεύθηκε στίς σελίδες 22-25 τοῦ 48ου τεύχους τοῦ ἠλεκτρονικοῦ (πλέον) περιοδικοῦ τοῦ Ζαχαρία Κουζούκα (e-Nήσος Κως), ὁ ὁποῖος μέ τήν ἐργατικότητα πού τόν διακρίνει ξεπερνᾶ πολλές δυσκολίες καί μέ τό φιλοπρόοδο πνεῦμα του χαράσσει νέους δρόμους στήν ἐνημέρωση.
Ἡ Κῶς εἶναι ἕνα νησί μέ πλούσια ἱστορία καί ζωντανή παράδοση καί ἀποτελεῖ ἕναν μικρό παράδεισο γιά τόν ἀρχαιολόγο καί ἰδιαίτερα τόν θεράποντα τοῦ κλάδου τῆς χριστιανικῆς ἀρχαιολογίας.
Στό νησί ὑπάρχει πλῆθος μνημείων! Ὅπου καί νά σκάψεις θά βρεῖς κάτι ἐνδιαφέρον. Τό νησί γνώρισε μεγάλη ἀκμή κατά τήν ἑλληνιστική καί τή ρωμαϊκή περίοδο, ἀλλά καί κατά τήν παλαιοχριστιανική καί ἰδιαιτέρως ἀνάμεσα στούς δύο μεγάλους σεισμούς τοῦ 469 καί 556 μ.Χ., οἱ ὁποῖοι κατέστρεψαν τά περισσότερα παλαιοχριστιανικά μνημεῖα του. Ἀνάμεσα σέ αὐτά πρέπει νά ἀναφέρουμε δεκάδες βασιλικές, πολλά βαπτιστήρια, βοηθητικά κτήρια, πολυτελές ἐπισκοπεῖο κ.ἄ.
Παρόμοιες στιγμές μέ αὐτές πού ἔζησαν οἱ πρόγονοί μας, ζήσαμε καί ἐμεῖς πρίν ἀπό λίγους μῆνες ἐξαιτίας τοῦ καταστρεπτικοῦ σεισμοῦ τῆς 21ης Ἰουλίου 2017, ὁ ὁποῖος προκάλεσε πολλά προβλήματα στό νησί, σέ σύγχρονα καί παλαιά κτίσματα, σέ μνημεῖα καί κατοικίες, στό λιμάνι καί σέ ἐπιχειρήσεις, στό Κάστρο τῆς Νεραντζιᾶς, σέ νεώτερους καί παλαιότερους ναούς.
Ἀπό τήν ἑπομένη τοῦ σεισμοῦ ἡ Ἱερά Μητρόπολις Κώου καί Νισύρου, μέ τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κώου καί Νισύρου κ. Ναθαναήλ ἐπικεφαλής, ξεκίνησε τό ἐργῶδες καί δυσχερές ἔργο τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν ζημιῶν στούς ἱερούς ναούς, ὥστε νά ἐπαναλειτουργήσουν τό συντομότερο δυνατό καί τά προβλήματα νά ἀντιμετωπιστοῦν κατά τόν ἀρτιότερο τρόπο. Αὐτή ἡ μεγάλη καί δυναμική προσπάθεια ἔστρεψε τή σκέψη μας σέ μία ἀναδρομή στήν ἐξέλιξη τῶν ναῶν στήν χριστιανική παράδοση.
Ὁ πρῶτος ναός θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι τό δωμάτιο πού τελέστηκε τό Μυστικό Δεῖπνο, τό λεγόμενο ἀπό τούς Εὐαγγελιστές «ὑπερῶο» πού βρισκόταν στήν Ἰερουσαλήμ καί ἦταν τό ἐπίσημο δωμάτιο μιᾶς διώροφης κατοικίας κάποιου εὐκατάστατου μαθητή τοῦ Χριστοῦ. Σέ αὐτόν τόν χῶρο ὁ Χριστός καί οἱ μαθητές συγκεντρώθηκαν γιά νά τελέσουν τό Πασχαλινό Δεῖπνο καί ὁ Κύριος παρέδωσε τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Σέ αὐτό τό δωμάτιο ὁ Χριστός ἔπλυνε τά πόδια τῶν μαθητῶν, ἀπό αὐτό τό δωμάτιο ξεκίνησε ὁ Ἰούδας γιά νά προδώσει τόν διδάσκαλό του καί ἀπό αὐτό βάδισαν ὁ Χριστός καί οἱ λοιποί μαθητές πρός τή Γεθσημανή ὅπου προσευχήθηκε πρός τόν Πατέρα Του.
Σέ αὐτό βρισκόταν συγκεντρωμένοι οἱ μαθητές ὅταν πληροφορήθηκαν τό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως καί σέ αὐτό ἐμφανίστηκε πολλές φορές ὁ ἀναστημένος Χριστός. Ἐπίσης, ἐκεῖ ἔγινε ἡ Ψηλάφιση τοῦ Θωμᾶ καί ἡ Πεντηκοστή.
Βέβαια, στήν Ἰερουσαλήμ ὑπῆρχε καί ὁ Ναός πού ἔκτισε γιά πρώτη φορά ὁ βασιλιάς Σολομών, ξαναέκτισε ὁ Ζοροβάβελ καί, τέλος, στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ ἔκτισε γιά τρίτη φορά ὁ Ἡρώδης ὁ Μέγας. Σέ αὐτόν δίδασκε ὁ Χριστός καί συνέβησαν πολλά περιστατικά πού περιγράφονται στά εὐαγγέλια. Οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ πρῶτοι χριστιανοί πήγαιναν συχνά νά προσευχηθοῦν σέ αὐτόν, ἀλλά τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας τό τελοῦσαν ἀρχικά στό «ὑπερῶο» καί ἐν συνεχείᾳ, ὅταν ἄρχισαν νά πληθαίνουν οἱ πιστοί, καί σέ ἄλλα σπίτια μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν καί ἔδειχναν σεβασμό στόν Ναό τῶν Ἱεροσολύμων εἶναι σαφές ὅτι σέ αὐτόν πήγαιναν «ὁμοθυμαδόν», ὅλοι μαζί, ὡς μία ἑνιαία ὁμάδα πού διέφερε ἀπό τούς Ἰουδαίους εἶχε διαφορετική πίστη καί δέν συμμετεῖχε στήν καθιερωμένη ἰουδαϊκή λατρεία.
Σπίτια χρησιμοποιοῦνταν ὡς ναοί καί στίς πόλεις (π.χ. Δαμασκός, Ἰόππη, Ἀντιόχεια, Ἔφεσος, Ἀντιόχεια Πισιδίας, Πάφος καί Σαλαμίνα στήν Κύπρο, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Ἀθήνα Κόρινθος, Ρώμη) στίς ὁποῖες σέ λίγα χρόνια ἐξαπλώθηκε ὁ χριστιανισμός.
Ἀπό τόν 2ο αἰῶνα καί ἔπειτα, ἰδιαίτερα στίς περιοχές τῆς Ἰταλίας, ὡς τόποι συγκέντρωσης τῶν πιστῶν καί τελέσεως τῶν μυστηρίων ἄρχισαν νά χρησιμοποιοῦνται οἱ κατακόμβες καί τά λεγόμενα «μαρτύρια», ὀκταγωνικά πολυτελῆ ταφικά μνημεῖα, πού βρίσκονταν κοντά στίς πόλεις καί στά ὁποῖα ἦταν ἐνταφιασμένοι μάρτυρες τῆς πίστεως.
Μέ κέντρο τόν τάφο τοῦ μάρτυρος ἀναπτύχθηκε σιγά σιγά τό ἐτήσιο πρόγραμμα τιμῆς καί μνήμης του μέ τόν ἑορτασμό τῆς ἡμέρας τοῦ μαρτυρίου καί τήν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἐπάνω σέ αὐτόν, περίπου ὅπως σήμερα χρησιμοποιοῦμε τήν Ἁγία Τράπεζα.
Παράλληλα, καθώς μέχρι καί τόν 3ο αἰῶνα συνεχίζονταν οἱ διωγμοί, οἱ πιστοί συγκεντρώνονταν σέ μεγαλύτερα ἤ μικρότερα κτήρια, στίς πόλεις ἤ στήν ὕπαιθρο ἀκούγοντας τή διδαχή τῶν Ἀποστόλων καί ἀργότερα τῶν ποιμένων, διαβάζοντας κείμενα ἀπό τίς Γραφές, προσευχόμενοι καί δοξολογώντας τόν Θεό μέ ὕμνους καί, φυσικά, τελώντας τά μυστήρια.
Τό κεντρικό δωμάτιο αὐτῶν τῶν κατοικιῶν ἦταν εὐρύχωρο, ἰδιαίτερα ὅταν οἱ ἰδιοκτῆτες ἦταν εὐκατάστατοι, εἶχε σχῆμα ὀρθογωνίου παραλληλογράμμου καί ἀποτελεῖ, κατά κάποιον τρόπο τόν πρόγονο τοῦ ρυθμοῦ τῆς βασιλικῆς, πού κυριαρχεῖ κατά τήν παλαιοχριστιανική ἐποχή (4ος-7ος αἰ.).
Ἀπό τήν λήξη τῶν διωγμῶν καί ἔπειτα οἱ τόποι συγκεντρώσεως τῶν πιστῶν ἄρχισαν νά οἰκοδομοῦνται ἀποκλειστικά γι᾿ αὐτόν τόν σκοπό. Διατηρήθηκε τό μακρόστενο σχῆμα (ἄν καί συναντᾶμε καί περίκεντρα κτήρια ὅπως τό Πάνθεο στή Ρώμη καί ἡ Ροτόντα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στή Θεσσαλονίκη), χωρίστηκαν σέ τρία κλίτη μέ κολῶνες καί στό ἀνατολικό τμῆμα τους διαμορφώθηκε σιγά σιγά αὐτό πού σήμερα καλοῦμε Ἱερό Βῆμα, δηλαδή ὁ χῶρος πού βρισκόταν ὁ κλῆρος.
Ἐπειδή ἐκείνη τήν ἐποχή πολλοί προσέρχονταν στόν χριστιανισμό σέ μεγάλη ἡλικία, δίπλα στόν ναό οἰκοδομοῦνταν τό Βαπτιστήριο, ἀπό τό ὁποῖο οἱ νεοφώτιστοι, κυρίως τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως καί τίς ἄλλες ἡμέρες πού πραγματοποιοῦνταν βαπτίσεις, μέ ἐπικεφαλής τόν ἐπίσκοπο, περνοῦσαν στόν κυρίως ναό γιά νά συμμετάσχουν γιά πρώτη φορά στή Θεία Εὐχαριστία.
Σιγά σιγά γύρω ἀπό τόν ναό ἄρχισαν νά προστίθενται καί ἄλλα βοηθητικά κτίσματα, ὅπως στόν Δυτικό Ἀρχαιολογικό χῶρο τῆς πόλεως τῆς Κῶ πού σέ μία ἔκταση 150 ἐπί 50 μέτρων, περίπου, συναντᾶμε πολυτελές Ἐπισκοπεῖο, Βαπτιστήριο, δύο μεγάλες βασιλικές μέ ἀξιόλογα ψηφιδωτά καί χῶρο ἑστιάσεως καί φιλοξενίας τῶν πιστῶν (οἱ φωτογραφίες πού ἀκολουθοῦν εἶναι ἀπό ἐκεῖ).
Πολλές βασιλικές σέ ὅλη τή Μεσόγειο ἀποτελοῦν ὁλόκληρα οἰκοδομικά συγκροτήματα καθώς ἐκτός από τόν ναό καί το Βαπτιστήριο περιλαμβάνουν αἴθριο, στοές, φιάλη καί βοηθητικούς χώρους.
Ὁ ρυθμός τῆς βασιλικῆς, πού εἶναι σέ χρήση μέχρι σήμερα, σύντομα πλουτίστηκε μέ περισσότερα στοιχεῖα, ὅπως τροῦλο, γυναικωνίτη, νάρθηκα, ἐνῶ τό Ἱερό Βῆμα αὐτονομήθηκε ἀποτελώντας ξεχωριστό τμῆμα, τό ὁποῖο ἀρχικά ὁριοθετοῦνταν μέ χαμηλό κιγκλίδωμα ἤ θωράκια καί ἀργότερα μέ τό γνωστό μας εἰκονοστάσι (τέμπλο), τό ὁποῖο ἔχει μερικά μέτρα ὕψος καί ξεχωρίζει πλήρως τόν κυρίως ναό ἀπό τό Ἱερό.
Σκιαγραφώντας, μέ κάθε συντομία, τά πρῶτα βήματα τῆς ἐξελίξεως τῆς ναοδομίας διαπιστώνουμε ἀφ᾿ ἑνός πόσο σημαντικό θεωρήθηκε ἀπό τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας νά ὑπάρχει ἰδιαίτερος χῶρος γιά νά τελοῦνται τά μυστήρια καί νά γίνεται ἡ κοινή προσευχή καί ἀφ᾿ ἑτέρου πόσο ἁπλή, ἀνάλογη μέ τίς δυνατότητες καί τίς ἀνάγκες τῶν πιστῶν, ἦταν αὐτή ἡ ἐξέλιξη.
Ἡ Ἐκκλησία, πάντοτε πρακτική, ἀξιοποιεῖ τήν ὕλη, τήν παράδοση κάθε τόπου, τά ὑλικά πού ὑπάρχουν, τίς καλλιτεχνικές τάσεις καί τήν οἰκοδομική ἐμπειρία γιά ὅ,τι χρειάζεται γιά τή λατρεία.
Ἡ διαμόρφωση τῶν χώρων τοῦ ναοῦ βασίζεται στίς ὑπάρχουσες ἀνάγκες: π.χ. ὁ τριμερής χωρισμός τοῦ ναοῦ (νάρθηκας – κυρίως ναός – ἱερό) προέκυψε ἀπό τό σχῆμα κατηχούμενοι – πιστοί – ἱερεῖς. Ἡ προσθήκη κτισμάτων ἀπό τίς ἀνάγκες τῆς λατρείας: π.χ. στό σκευοφυλάκιο φυλάσσονταν τά σκεύη, στό διακονικό τά ἄμφια. Τό Βαπτιστήριο ἔπρεπε νά εἶναι δίπλα στόν ναό διότι ἀμέσως μετά τή βάπτιση οἱ νεόφυτοι συμμετεῖχαν στή Θεία Εὐχαριστία. Ἡ φιάλη κάλυπτε τίς ἀνάγκες σέ νερό καί ἐξασφάλιζε τήν καθαριότητα, στόν χῶρο ἑστιάσεως καί φιλοξενίας μποροῦσαν νά μείνουν γιά λίγο οἱ πιστοί πού ἔφθαναν ἀπό μακριά, στό αἴθριο καί στίς στοές μποροῦσαν νά συγκεντρωθοῦν, νά συζητήσουν, νά μελετήσουν, φύλασσαν διάφορα ἀντικείμενα τοῦ ναοῦ, ἀρχεῖα, βιβλία κ.λπ.
Μέ τήν πάροδο τῶν ἐτῶν ἡ μορφή τῶν ναῶν ἄρχισε νά παγιώνεται καί νά τυποποιεῖται σέ διάφορους ρυθμούς, ἡ λατρεία κατεγράφη καί ἔλαβε μία συγκεκριμένη μορφή καί τά τελούμενα στόν ναό, γιά ποιμαντικούς καί διδακτικούς κυρίως λόγους ἔλαβαν διάφορους ἐνδιαφέροντες συμβολισμούς, οἱ ὁποῖοι, σέ περιόδους πού τά βιβλία ἦταν σπάνια καί οἱ ἐγγράμματοι ἐλάχιστοι, βοηθοῦσαν τούς πιστούς νά κατανοοῦν πολλά ἀπό αὐτά πού τελοῦνταν στή λατρεία καί νά συμμετέχουν σέ αὐτή.
Ἡ Ἐκκλησία ζώντας στόν κόσμο, ἀλλά χωρίς νά περιορίζει τήν ὑπαρξή της στήν κτίση, φροντίζει, χωρίς νά ἐγκλωβίζεται ἀπό τήν ὕλη καί τά δεδομένα της, νά ἀξιοποιεῖ κάθε δυνατότητα ὥστε οἱ πιστοί κάθε ἐποχῆς νά λατρεύουν καί νά ὑμνοῦν τόν Θεό πού μέ τή σάρκωση ἔλαβε καί τήν ἀνθρώπινη φύση καί μέ τά μυστήρια νά ἀνακαινίζεται ἡ Δημιουργία.
Στις 21 Μαΐου η Ορθοδοξία τιμά τους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Η εορτή του Κωνσταντίνου και της Ελένης έχει ιδιαίτερη σημασία για τους πιστούς. Ας δούμε την ιστορική αναδρομή της εορτής.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος είναι ένας από τους Βασιλείς, που τίμησαν με την αρετή τής θεοσέβειας τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Βασίλευσε, όντας μονάρχης πάνω από τριάντα χρόνια. Αναμφίβολα, μεγάλος Αυτοκράτορας. Η βασιλεία του υπήρξε από τις πλέον επιτυχείς.
Ο χαρακτήρας του «πλήρης πάθους και τόλμης». Στο στρατό, ριψοκίνδυνος στρατηλάτης. Στην αυτοκρατορική αυλή, αγαπά την πολυτέλεια και τη μεγαλοπρέπεια, και ευχαριστείται να δρα και να δημιουργεί. Τρέφει υψηλή συναίσθηση τής αποστολής του.
Έχει συνείδηση τού καθήκοντος και εμπιστοσύνη στο Θείο του προορισμό. Υπήρξε ο πρώτος πραγματικός μονάρχης τής Αυτοκρατορίας των Ρωμαίων. Ο Κωνσταντίνος ήταν πεπεισμένος για την αλήθεια τής χριστιανικής Πίστεως, αγαπούσε και τιμούσε ιδιαιτέρως την Εκκλησία και τους εκπροσώπους της.
Θεωρούσε καθήκον του να προάγει τα συμφέροντα τής Εκκλησίας και προς τον σκοπό αυτόν συγκαλούσε Συνόδους, εξέδιδε νόμους και διατάξεις και λάμβανε αποφάσεις για το καλό τής Εκκλησίας.
Ο Θεός των όλων και πρύτανης τού σύμπαντος κόσμου όρισε τον Κωνσταντίνο άρχοντα και καθηγεμόνα, κάτι που δεν έγινε για κανέναν άλλον από τους ανθρώπους, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ευσέβιος Καισαρείας.
Ο Κωνσταντίνος στην εκστρατεία του εναντίον τού Μαξεντίου παρακάλεσε τον Θεό να τον βοηθήσει και ο Θεός έδωσε εναργή δείγματα τής δύναμής Του στον ευσεβή βασιλέα.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος είναι ένας από τους Βασιλείς, που τίμησαν με την αρετή τής θεοσέβειας, τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Αναμφίβολα μεγάλος Αυτοκράτορας, η βασιλεία του υπήρξε από τις πλέον επιτυχείς. Ο χαρακτήρας του «πλήρης πάθους και τόλμης». Στο στρατό ριψοκίνδυνος στρατηλάτης. Στην αυλή αγαπά την πολυτέλεια, τη μεγαλοπρέπεια, ευχαριστείται να δρα και να δημιουργεί.
Τρέφει υψηλή συναίσθηση τής αποστολής του. Έχει συνείδηση τού καθήκοντος και εμπιστοσύνη στο Θείο προορισμό του. Υπήρξε ο πρώτος πραγματικός μονάρχης τής Αυτοκρατορίας των Ρωμαίων.
Ο Κωνσταντίνος ήταν πεπεισμένος για την αλήθεια τής χριστιανικής Πίστεως, αγαπούσε και τιμούσε ιδιαιτέρως την Εκκλησία και τους εκπροσώπους της. Θεωρούσε καθήκον του να προάγει τα συμφέροντα τής Εκκλησίας και προς το σκοπό αυτό συγκαλούσε Συνόδους, εξέδιδε νόμους και διατάξεις και λάμβανε αποφάσεις για το καλό τής Εκκλησίας.
Ο Κωνσταντίνος σε όλα τα ζητήματα ενεργούσε συν Θεώ, ποτέ με ωμότητα και τυραννία. Εξέδωσε πληθώρα διαταγμάτων. Συνοπτικά είναι τα εξής:
Το 313 μ.Χ. υπέγραψε το διάταγμα των Μεδιολάνων. Έτσι για πρώτη φορά ο Χριστιανισμός βρισκόταν υπό την προστασία τού Αυτοκράτορος. Σε αυτό συνέβαλε η εδραίωση τής pax romana (εσωτερικής ειρήνης) το 311 μ.Χ., όπου με διάταγμα νομιμοποίησε το Χριστιανισμό ως επιτρεπόμενη θρησκεία.
Συγκάλεσε την Α’ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια τής Βιθυνίας, πλέον καθοριστική για την εξέλιξη τής παγκόσμιας Χριστιανικής Εκκλησίας.
Προστάτευσε έμπρακτα τις Χριστιανικές Κοινότητες με οικονομικές επιχορηγήσεις, επιστροφή των δημευμένων τόπων λατρείας και των κτημάτων των Χριστιανών πολιτών.
Απάλλαξε τον κλήρο από δημόσια βάρη.
Μετέφερε την πρωτεύουσα τής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη. Το 325 μ.Χ. ξεκίνησε η κατασκευή τής πόλεως και το 330 μ.Χ. εγκαινιάσθηκε.
Με διάταγμα παραχωρήθηκε το δικαίωμα στους Επισκόπους να επιλύουν τις ιδιωτικές διαφορές τού ποιμνίου τους. Πρόκειται για την Επισκοπική δικαιοδοσία, όπως λεγόταν, απαλλάσσοντας τους Επισκόπους από τις δημόσιες υποχρεώσεις και τα οικονομικά βάρη.
Επίσης με διατάξεις απαγόρευσε την εργασία τής Κυριακής, καθώς και άλλων μεγάλων εορτών, όπως των Χριστουγέννων.
Έκλεισε θρησκευτικά κέντρα, ηθικά επιλήψιμων θεοτήτων, όπως της Αστάρτης. Απαγόρευσε την τέλεση νυχτερινών και μυστικών θυσιών.
Αξίζει να δούμε το λόγο για τον οποίο έγινε άγιος ο Μέγας Κωνσταντίνος. Για τον ίδιο λόγο που είναι Άγιος ο Ληστής. Για τον ίδιο λόγο που είναι Αγία η Οσία Μαρία Μαγδαληνή. Η Εκκλησία δεν τιμά τα ηθικά του κατορθώματα, αλλά τιμά το γεγονός ότι τον επιλέγει ο Θεός για να τον κάνει σκεύος εκλογής και εκφραστή τής χάριτός του.
Η πραγματικά ξεχωριστή ενέργεια τού Μεγάλου Κωνσταντίνου, η οποία τον κατέτασσε στο χώρο των Αγίων ήταν ότι κατέβηκε από τη θέση τού Αυτοκράτορα τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία τού παρείχε θεϊκές τιμές και κατέστησε τον εαυτό του ταπεινό δούλο και θεράποντα τού Παμβασιλέως Χριστού.
Υπάρχουν ενστάσεις για την αγιότητα τού Μ. Κωνσταντίνου, που η Εκκλησία θεοφωτίστως του έδωσε τον τίτλο και τού Ισαποστόλου. Ο Κωνσταντίνος θρήνησε πικρά για τα λάθη του, όπως έκαναν και όλοι οι Άγιοι για τις αμαρτίες τους, πριν φθάσουν στην αγιότητα. Διότι και οι Άγιοι προέρχονται εξ ανθρώπων και όχι εξ αγγέλων.
Μελετώντας όλες τις αρχαίες και τις νεότερες πηγές, υπογραμμίζεται η τιμή τού Μεγάλου Κωνσταντίνου προς τους μάρτυρες. Απεδέχετο πληρέστατα την περί μαρτυρείν και μαρτύρων Θεολογία τής Εκκλησίας και τού απλού λαού τού Θεού.
Μάλιστα γονυπετής προσευχόταν μπροστά στους μάρτυρες, κατεσκεύασε δε «μαρτύριον» (τόπον συναγωγής λειψάνων) για να ταφεί μεταξύ των μαρτύρων. Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι εξέφρασε την επιθυμία να βαπτισθεί στον Ιορδάνη διότι έμαθε ότι ο Ιορδάνης έχει αγιαστικά ύδατα λόγω τής εκεί Βαπτίσεως τού Ιησού Χριστού.
Ο Κωνσταντίνος εφήρμοζε την πρακτική των Χριστιανών τής εποχής του. Πού κοινωνούσαν στην Αθήνα ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος; Εκκλησιάζονταν στο εκκλησάκι στο Λυκαβηττό, τους Αγίους Ισιδώρους, αλλά βαπτίστηκαν γύρω στα τριάντα δύο τους χρόνια, όταν αισθάνθηκαν ότι προχωρούν στην κάθαρση τής καρδιάς. Ποιος ήταν ο πνευματικός τού Κωνσταντίνου.
Δεν ήταν ο Ευσέβιος Νικομηδείας. Ήταν φίλοι και γι’ αυτό το λόγο ζήτησε στις τελευταίες στιγμές από τον επίσκοπο Νικομηδείας να βαπτιστεί. Ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε πνευματικό σύμβουλο μια μεγάλη ασκητική μορφή τής εποχής, τον Όσιο Κορδούη, μεγάλο άγιο τής Εκκλησίας τής Κόρδοβας τής Ισπανίας.
Με τη στοχαστική φράση «καν μυριάκις σοφός ει, χρείαν έχεις συμβούλου» ο σπουδαίος ιεράρχης τής Εκκλησίας μας, ο Μέγας Βασίλειος, επιβεβαιώνει τη φυσική αδυναμία τού ανθρώπου να πορευθεί με τις δικές του δυνάμεις μόνο στο δρόμο τής πνευματικής του ανύψωσης.
Ο συμβουλευτικός δεσμός αποτελεί κυρίαρχο γνώρισμα στο σύνολο τής Ορθόδοξης πνευματικότητας. Απόηχος αυτών υπήρξε και η γνωριμία τού Κωνσταντίνου με τον Επίσκοπο Κορδούης, Όσιο, η οποία έλαβε χώρα την περίοδο που ο Μέγας Κωνσταντίνος διοικούσε τη δυτική πτέρυγα τής Αυτοκρατορίας στην οποία υπαγόταν και η Κορδούη τής Ισπανίας και σίγουρα μετά τη θεοσημία, τη γνωστή ως «εν τούτω νίκα».
Ο Επίσκοπος Κορδούης, Όσιος, χαρακτηρίζεται από αξιόλογη θεολογική συγκρότηση, σοβαρότητα και σεμνότητα τού χαρακτήρα του, το υψηλό αίσθημα ευθύνης τής αποστολής του και την αποποίηση τής προσωπικής του προβολής. Όλα αυτά τον κατέστησαν σύντομα «πίστει και βίω επίσημον» σε ολόκληρη την επικράτεια.
Ο Μ. Αθανάσιος τον αποκαλεί πατέρα των Συνοδικών και Μέγα Όσιο, ενώ ο Ευσέβιος Καισαρείας τον αποκαλεί πάνυ βοώμενο, δηλαδή πολυσυζητημένο, πασίγνωστο.
Από τους μεταγενέστερους συγγραφείς ο Άγ. Νικόδημος γράφει ότι «έλαμπεν εις την άσκησιν και αρετήν, ενώ ο Μητροπολίτης Μελέτιος εκτιμά ότι εστάθη ομολογητής του Χριστού διαβεβοημένος, φέρων εν εαυτώ τα εντυπωθέντα διά το όνομα αυτού στίγματα, εις τον υπό του Διοκλητιανού κατά των Χριστιανών διωγμόν».
Αντίστοιχα ο Σωκράτης και ο Γελάσιος ο Κυζικηνός, τον χαρακτηρίζουν άξιο εμπιστοσύνης, τον οποίο ο Αυτοκράτορας αγαπούσε πολύ και έτρεφε την ύψιστη εκτίμηση για αυτόν.
Ο Όσιος διαδραμάτισε πολύ ενεργητικό ρόλο στο πλευρό τού Αυτοκράτορα, τόσο κατά την προσυνοδική περίοδο, όσο και κατά τη διάρκεια των εργασιών τής Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια.
Πηγές αναφέρουν ότι μετά το πέρας τής Συνόδου έπαυσε να υφίσταται η συμβουλευτική παρουσία του στο πλευρό τού Κωνσταντίνου, κάτι που αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα για τον Αυτοκράτορα.
Η έλλειψη τής πνευματικής καθοδήγησης οδήγησε τον Κωνσταντίνο σε δογματικές παλινδρομήσεις μετά την Οικουμενική Σύνοδο, ενώ είχε ως αποτέλεσμα να υποκύψει στη δόλια συμπεριφορά τού Άρειου, ενώ θα κατόρθωνε να αναχαιτίσει τη βουλιμία τού Ευσέβιου Νικομήδειας, θύματα τής οποίας υπήρξαν επιφανείς Πατέρες τής Εκκλησίας μας.
Ο Όσιος, πιθανόν, χάρις στη σεμνότητα και την ταπεινότητά του δεν επιθυμούσε πλέον την παραμονή του μέσα στο αυτοκρατορικό περιβάλλον. Πεπεισμένος ότι η αποστολή του δίπλα στον Κωνσταντίνο περαιώθηκε με τη λήξη των εργασιών τής Συνόδου ο Όσιος αναχώρησε για την Κορδούη, όπου ήταν ο τόπος τής ποιμαντικής του διακονίας.
Εμφανίζεται ξανά το 342 στη Σύνοδο τής Σαρδικής, μετά το θάνατο τού Κωνσταντίνου, σε μια περίοδο που η δογματική διαμάχη κορυφώνεται. Παρά το γήρας και τα προβλήματα υγείας που είχε, έφτασε στη Σαρδική για να δώσει τον προσωπικό του αγώνα κατά των Αρειανών.
Στη Σύνοδο συμμετείχε ως Έξαρχος. Ωστόσο ο μεγάλος αριθμός των Αρειανών που συμμετείχαν, είχε ως αποτέλεσμα να καθαιρεθεί ο Όσιος και να εξορισθεί. Λίγα χρόνια αργότερα πέθανε εξόριστος. Η Εκκλησία μας τον έχει κατατάξει στους Αγίους της και τιμά τη μνήμη του στις 27 Αυγούστου.
Ο Κωνσταντίνος οφείλει πολλά στην πνευματική του καθοδήγηση. Κατέστη κήρυκας τής αλήθειας σε όλους και έλαβε πρόνοια για τα κοινωφελή και τα χρήσιμα. Επάξια υπήρξε ο προασπιστής και φύλακας τού Θεού, έφερε εναργείς επικουρίες στους πολέμους, φθορές κατά των εχθρών και των επίβουλων, δεξιώσεις σε κινδύνους, ευπορίες για τους απόρους, αντιλήψεις στις ερημιές, ευρέσεις σε αμήχανες καταστάσεις, προγνώσεις για τα μέλλοντα, τις προμήθειες για τα πάντα, τις σκέψεις περί των αδήλων, τις επιχειρήσεις μεγάλων εγχειρημάτων, τις πολιτικές οικονομίες, τις διοικήσεις των στρατοπέδων, τις διορθώσεις καθ’ έκαστον, τις διατάξεις περί των κοινών, τις βιωφελείς νομοθεσίες.
Αυτά αποτελούν λαμπρά τεκμήρια τής χρήσης τής σωτήριας δύναμης, καθώς ανέδειξε τον ευκτήριο οίκο τρόπαιο τής νίκης κατά τού θανάτου για όλους τους ανθρώπους, τον άγιο ναό τού Θεού, λαμπρά και μεγάλα περικαλλή αφιερώματα τής αθάνατης ζωής και τής ένθεης βασιλείας και τα πρέποντα αναθήματα στον παμβασιλέα Σωτήρα για τη νίκη του.
Και προκήρυξε τον ουράνιο λόγο τού Θεού και την ευσεβή και φιλόθεη ομολογία με λαμπρές και ασκίαστες φωνές, με έργα και λόγια, νικητής και τροπαιούχος.
Κοσμοϊστορικός υπήρξε ο αγώνας τού όντως Μεγάλου Κωνσταντίνου, διότι άλλαξε τη ροή τής ιστορίας και ανέτρεψε το βαθιά ριζωμένο και καλά οργανωμένο κόσμο τής ειδωλολατρίας.
Σταμάτησε τους διωγμούς κατά των Χριστιανών και στήριξε πολυτρόπως την παρουσία και τη λειτουργία τής Εκκλησίας στους πολυτάραχους εκείνους καιρούς.
Ο Ισαπόστολος Άγιος Κωνσταντίνος, ως νέος Απόστολος Παύλος έγινε ο Γενάρχης τής Ρωμηοσύνης, που συνένωσε την ανώτατη ανθρώπινη κορύφωση, που είχε επιτύχει ο Ελληνισμός, με τη Σταυρική Θυσία τού Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, ο οποίος ήλθε στον κόσμο «σῶσαι τὸ ἀπολωλὸς» γένος των ανθρώπων από την αμαρτία και το θάνατο.
Η αποστολή, η όλη πορεία και ο αγώνας τού Μεγάλου Κωνσταντίνου είναι ασφαλώς θεοστήρικτη και αποτελεί μια νέα μεγάλη ευλογία τού Θεού προς τους ανθρώπους, που κινδύνευσαν και πάλι, να χάσουν από πλάνη και άγνοια τη Σταυρική Προσφορά τού Κυρίου και να εκτραπούν σε δρόμους απώλειας. Για αυτό η Εκκλησία τον ονόμασε Άγιο και Ισαπόστολο.
Η δε Ιστορία τον χαρακτήρισε Μέγα, διότι πραγματικά υπήρξε μέγας και συγκαταλέγεται μεταξύ των δύο – τριών αληθινά μεγάλων ηγετών, οι οποίοι άλλαξαν την πορεία τού κόσμου, όπως π.χ. ο Μέγας Αλέξανδρος.
Μέγας λοιπόν και κατά Θεόν και κατά κόσμον, έζησε μια πολυτάραχη και δύσκολη ζωή, η οποία παράλληλα με τη ζωή τής Αγίας Μητέρας του Ελένης και επίσης Ισαποστόλου, ήταν θεοσκεπής.