Υποκύπτοντας -χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση μάλιστα- στον πειρασμό της σκανδαλοθηρικής θεώρησης της ιστορίας, «από την κλειδαρότρυπα», κάθε φορά που γίνεται λόγος για τον Ηφαιστίωνα και την ιδιαίτερη σχέση του με τον Μέγα Αλέξανδρο, το κοινό εστιάζει το ενδιαφέρον του κυρίως στην ομοφυλοφιλική διάσταση.
Ωστόσο, το αν όντως, εκτός από επιστήθιοι φίλοι παιδιόθεν, συνοδοιπόροι, στενοί συνεργάτες, συμπολεμιστές και συμπολέμαρχοι, οι δύο άντρες υπήρξαν και εραστές είναι μια απορία η οποία πολύ δύσκολα μπορεί να βρει πειστική απάντηση - τουλάχιστον με βάση τις διαθέσιμες ιστορικές πηγές. Απεναντίας, το ότι το πένθος του Αλέξανδρου για τον αιφνίδιο χαμό του συντρόφου του δεν είχε κανένα προηγούμενο ως προς τη σφοδρότητα της οδύνης, την ψυχική συντριβή αλλά και την ανήκουστη μεγαλοπρέπεια στην απότιση φόρων τιμής είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο και ιστορικά απολύτως τεκμηριωμένο. Εχοντας, άθελά του, τη μοίρα των μυθικών Αχιλλέα και Πάτροκλου, ηρώων που τον ενέπνεαν, ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε μόλις μερικούς μήνες μετά τον Ηφαιστίωνα. Συντετριμμένος από την αβάσταχτη απώλεια του καλύτερου φίλου που είχε ποτέ, συγκλονισμένος, σε κατάσταση εσωτερικής σύγχυσης, αλλά και έχοντας, υπό μια έννοια, παρακολουθήσει στην κηδεία του Ηφαιστίωνα μια εκδοχή της δικής του. Καθώς ο Αλέξανδρος ένιωθε τη ζωή του να χάνεται, στο μυαλό του ήταν ακόμη νωπή η ανάμνηση της νεκρώσιμης τελετής που κατέληξε στην καύση της σορού του Ηφαιστίωνα. Επρόκειτο μάλιστα για την πιο εξωφρενικά πολυδάπανη κηδεία που είχε γίνει ποτέ μέχρι τότε, δηλαδή έως τις τελευταίες τρεις δεκαετίες του 4ου αιώνα π.Χ. Το κόστος των νεκρικών κατασκευών και της όλης τελετής είχε ανέλθει συνολικά σε 10.000-12.000 τάλαντα. Η σημερινή ισοτιμία αυτού του ποσού αντιστοιχεί περίπου σε 25 τόνους ατόφιου χρυσαφιού. Οπότε γεννάται αυτομάτως μια δεύτερη απορία, όχι του τύπου «αν ο Ηφαιστίων δεν ήταν εραστής του, τότε γιατί ο Αλέξανδρος να ξεπεράσει κάθε όριο προκειμένου να τον τιμήσει;», αλλά του «αν ξόδεψε τόσο χρυσάφι για κάποιον άλλον, για τον εαυτό του τι είδους κήδευση είχε οραματιστεί;».
Και η απάντηση είναι «ακριβώς την ίδια» - πιθανότατα ο Μέγας Αλέξανδρος δεν θα επιθυμούσε τίποτα περισσότερο για τον εαυτό του. Τρόπον τινά αντιμετώπισε την κηδεία του φίλου του σαν να είναι δική του. Εξάλλου ο Ηφαιστίων δεν ήταν απλώς «φιλαλέξανδρος», αλλά μάλλον κάτι σαν κλώνος, ο άλλος εαυτός, το alter ego του Μεγάλου Αλεξάνδρου - και έτσι τον αντιμετώπιζε και ο ίδιος ο στρατηλάτης. Αλλωστε είναι γνωστό το επεισόδιο με τη Σισύγαμβη, τη μητέρα του βασιλέα Δαρείου του Γ’, η οποία είχε αιχμαλωτιστεί από τον μακεδονικό στρατό μετά την ήττα των Περσών στη μάχη της Ισσού το 333 π.Χ. Το βράδυ μετά τις εχθροπραξίες ο Αλέξανδρος και ο Ηφαιστίων επισκέφτηκαν τη Σισύγαμβη στη σκηνή που είχε παραχωρηθεί στα μέλη της οικογένειας του Δαρείου, ο οποίος είχε τραπεί σε φυγή. Οι γυναίκες έκλαιγαν και οδύρονταν, καθώς ήταν βέβαιες ότι οι αμείλικτοι Μακεδόνες θα τις σκότωναν. Αμέσως μόλις ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Ηφαιστίων εμφανίστηκαν μπροστά τους, η Σισύγαμβις έπεσε στα πόδια του δεύτερου, καθώς υπέθεσε ότι αυτός ο νέος με το επιβλητικό παρουσιαστικό δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον ηγέτη των κατακτητών, οπότε αυτόν έπρεπε να εκλιπαρήσει να τη λυπηθεί. Οι ευνούχοι έκαναν νόημα στη Σισύγαμβη, υποδεικνύοντάς της ότι είχε κάνει λάθος, ότι ο βασιλιάς ήταν ο άλλος, ο πιο βραχύσωμος από τους δύο. Εντρομη η Περσίδα βασιλομήτωρ προσέπεσε στο διπλανό ζευγάρι ποδιών, προσπαθώντας να διορθώσει το φριχτό της ατόπημα, όμως ο Μέγας Αλέξανδρος την καθησύχασε λέγοντας «δεν έκανες λάθος, μητέρα, γιατί και αυτός εδώ Αλέξανδρος είναι».
Η Αμφίπολη ως απόδειξη αγάπης
Αν ευσταθεί -και σε αυτό συγκλίνουν όλες οι νέες ενδείξεις- η πρόσφατη αποκάλυψη εκ μέρους της ομάδας των ανασκαφέων για το μνημείο της Αμφίπολης, ότι δηλαδή ο τύμβος κατασκευάστηκε από τον περίφημο Δεινοκράτη κατά παραγγελία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αφιερώθηκε ως τόπος λατρείας στη μνήμη του Ηφαιστίωνα, ενισχύεται ακόμη περισσότερο η εντύπωση ότι το ψυχικό κόστος του θανάτου του ήταν τεράστιο. Το ίδιο το ταφικό μνημείο δίνει τώρα μια καθαρή απάντηση όχι μόνο για την ταυτότητά του, αλλά και για το πόσο βαθιά ήταν η αγάπη που έδενε τον Αλέξανδρο με τον Ηφαιστίωνα. Μολονότι, όπως είπαν οι ανασκαφείς, η αρχαιολόγος κ. Κατερίνα Περιστέρη και ο αρχιτέκτονας Μιχάλης Λεφαντζής κατά την παρουσίασή του στο ΑΠΘ την προηγούμενη Τετάρτη, ο τύμβος της Αμφίπολης δεν ήταν το μόνο μνημείο που ο Μέγας Αλέξανδρος σχεδίαζε να ανεγείρει εντός της αχανούς αυτοκρατορίας του. Ωστόσο το συγκεκριμένο έργο θα έστεκε για πάντα μάρτυρας των αισθημάτων ενός Μακεδόνα που άλλαξε την όψη του κόσμου για έναν άντρα με τον οποίο μοιράστηκαν το όραμα αλλά και την πολυετή σκληρή πολεμική περιπέτεια. Γι’ αυτό και ο Αλέξανδρος επέμεινε στην ηρωοποίηση, αν όχι την καθαυτή αποθέωση του Ηφαιστίωνα, με τη λογική ότι, εφόσον ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του γιο θεού, θα έπρεπε να του παραχωρηθεί και το δικαίωμα να θεοποιήσει και τον πιστό του σύντροφο. Αμέσως μετά τον θάνατο του φίλου του, ο Μέγας Αλέξανδρος απέστειλε πρεσβευτές στον Ναό του Αμμωνος στην Αίγυπτο, ζητώντας τη γνωμοδότηση του ιερατείου προκειμένου να προχωρήσει σε θυσίες σαν να ήταν ο Ηφαιστίων ημίθεος ήρωας. Η απάντηση ήταν καταρχάς αρνητική, κάτι που βύθισε σε ακόμη μεγαλύτερη θλίψη τον Αλέξανδρο, κατόπιν όμως οι Αιγύπτιοι ιερείς συγκατένευσαν.
Η επιγραφή-πρωτόκολλο παραλαβής του έργου
με τη λέξη «παρέλαβον» και το μονόγραμμα του Ηφαιστίωνα στο δεξί άκρο αποδεικνύουν ότι το ταφικό μνημείο της Αμφίπολης ήταν αφιερωμένο στον αγαπημένο φίλο του Αλέξανδρου κατά παραγγελία του στρατηλάτη
Εν τω μεταξύ, ο τρόπος με τον οποίο ο Μέγας Αλέξανδρος, τόσο ως άνθρωπος όσο και ως βασιλιάς, αποχαιρέτησε για πάντα τον Ηφαιστίωνα, αποδίδοντας τις μέγιστες των τιμών, διαπνεόταν από ακραίο μνημειακού χαρακτήρα μαξιμαλισμό. Προφανώς ο Αλέξανδρος ήθελε να συγκλονίσει τον κόσμο, να κάνει ακόμη και τον τελευταίο πολίτη της αυτοκρατορίας του να κρατήσει για πάντα το όνομα «Ηφαιστίων» στο μυαλό του, ακόμη και να ορκίζεται στο όνομά του, να τον λατρεύει σε ναούς όπως αυτός της Αμφίπολης. Ο Αλέξανδρος φιλοδοξούσε να επιβάλει τον Ηφαιστίωνα σαν έναν θεό «πάρεδρο», δηλαδή καθήμενο δίπλα στη δική του θέση στο πάνθεον, γι’ αυτό και είχε ορίσει την ποινή του θανάτου σε οποιονδήποτε συλλαμβανόταν να μνημονεύει με ασέβεια τον Ηφαιστίωνα. Ολα όσα έκανε ο Αλέξανδρος για να εκδηλώσει τον πόνο του ήταν τόσο αξιοπρόσεκτα και παράξενα, ώστε κάθε ιστορικός της αρχαιότητας που καταπιάστηκε με την καταγραφή των γεγονότων εκείνης της περιόδου θεώρησε χρέος του να τα αποδώσει με λεπτομέρειες.
Ο θρήνος του στρατηλάτη
Ο Ηφαιστίων πέθανε στα Εκβάτανα της Μηδίας (σημερινό Ιράν), σε ηλικία περίπου 32 ετών, πιθανότατα από κάποια μορφή τυφοειδούς λοίμωξης και ενώ κατείχε τον βαθμό του χιλίαρχου της μακεδονικής στρατιάς. Το συγκεκριμένο αξίωμα είχε θεσπιστεί από τον Αλέξανδρο, κατά τα πρότυπα της περσικής στρατιωτικής ιεραρχίας, ειδικά για τον φίλο και πιο στενό συνεργάτη, τον κατά κυριολεξία «εξ απορρήτων» σύντροφό του. Αποκλειστικά ο Ηφαιστίων, μόνος από τον κύκλο των εταίρων και των σωματοφυλάκων του Αλέξανδρου, είχε πρόσβαση στα άδυτα των αδύτων, στα μυστικά και σε οτιδήποτε απασχολούσε τον στρατηλάτη.
Συντετριμμένος από τον θάνατο του Ηφαιστίωνα, σύμφωνα με κάποιες πηγές, ο Αλέξανδρος έπεσε πάνω στο πτώμα του και έμεινε εκεί γαντζωμένος και ασάλευτος για πολλές ώρες, αρνούμενος να εγκαταλείψει τον νεκρό, ώσπου τελικά τον τράβηξαν κάποιοι από τους στρατηγούς του σχεδόν διά της βίας. Δεν έβαλε τροφή ή ποτό στο στόμα του έως την τρίτη ημέρα από τον χαμό, παραμένοντας πεσμένος στο έδαφος, θρηνώντας και κατολοφυρόμενος. Ξύρισε το κεφάλι του - ακριβώς όπως κατά τον Ομηρο είχε κάνει και ο ήρωας-πρότυπο του Αλέξανδρου, ο Αχιλλέας, όταν ο τελευταίος είχε χάσει τον λατρευτό του Πάτροκλο. Ζήτησε να υψωθεί μια θεόρατη πυρά στη Βαβυλώνα για την αποτέφρωση του πτώματος, διέταξε την άμεση θανάτωση του Γλαυκία, του γιατρού που φρόντιζε τον Ηφαιστίωνα, θέσπισε αγώνες με 3.000 αθλητές, απαίτησε από μια σειρά πόλεων να καταβάλει ειδικό φόρο. Ο Αλέξανδρος έριξε τείχη πόλεων και όρισε να κοπούν οι ουρές από όλα τα ιπποειδή της περιοχής, ενώ εις μνήμην του νεκρού κατέσφαξε τους ορεσίβιους Κοσσαίους, αφιερώνοντας το λουτρό αίματος στον νεκρό σύντροφο και άξιο μαχητή Ηφαιστίωνα. Επομένως, η χρηματοδότηση ενός τόσο επιβλητικού και ιδιαίτερου μνημείου όσο αυτό του τύμβου Καστά μόνο εκτός των προθέσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί.
Δύο άντρες με το ίδιο όραμα
Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου, οι επίγονοι κατά το πλείστον εγκατέλειψαν τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για την επιβολή της λατρείας του Ηφαιστίωνα απ’ άκρου εις άκρον της μακεδονικής αυτοκρατορίας. Παρ’ όλα αυτά, οι δύο προσωπικότητες παρέμειναν ταυτισμένες, σαν αδελφές ψυχές, ακριβώς όπως ο Αχιλλέας και ο Πάτροκλος, κάτι που αποτελεί εν μέρει δικαίωση των φιλοδοξιών του Αλέξανδρου, ο οποίος χρησιμοποιούσε την Ιλιάδα ως οδηγό στη ζωή του. Μάλιστα, ένα από τα πρώτα ιστορικά επεισόδια στα οποία αναφέρεται από τους χρονικογράφους η παρουσία του Ηφαιστίωνα δίπλα στον Αλέξανδρο είναι οι θυσίες που έκαναν οι δυο τους στην Τροία το 334 π.Χ, όταν τα μακεδονικά στρατεύματα κατέλαβαν την περιοχή, στην αρχή της εκστρατείας προς την Ανατολή.
Παρόλο που τα βιογραφικά στοιχεία του Ηφαιστίωνα είναι περιορισμένα, θεωρείται βέβαιο ότι είχε αποκτήσει λίαν αξιόλογη παιδεία, ισάξια με αυτήν του Αλέξανδρου, κάτι που πιστοποιείται από το γεγονός ότι ο μικρός Ηφαιστίων είχε εντυπωσιάσει τον Αριστοτέλη, ο οποίος τον ανέφερε αργότερα σε επιστολές προς τον μαθητή του Μέγα Αλέξανδρο.
Εξαιρετικά επιδέξιος και ανδρείος στη μάχη, ο Ηφαιστίων επέδειξε ηγετικές ικανότητες, όχι όμως και αντίστοιχες φιλοδοξίες, όπως κάποιοι από τους εταίρους που διεκδικούσαν τη διαδοχή της εξουσίας από τον Μέγα Αλέξανδρο. Ο Ηφαιστίων συμμεριζόταν το παγκόσμιο όραμα του στρατηλάτη και συνήθως επιφορτιζόταν με το καθήκον της ενσωμάτωσης των νέων κτήσεων στο μακεδονικό κράτος κατά τη διαδικασία της γιγάντωσής του.
Στο πλαίσιο αυτής της ιδέας περί της πολιτισμικής αφομοίωσης των νέων εδαφών, ο Αλέξανδρος προέτρεψε τον Ηφαιστίωνα να παντρευτεί τη Δρυπέτιδα, αδελφή της δεύτερης συζύγου του Στάτειρας. Αμφότερες ήταν κόρες του βασιλέα των Περσών Δαρείου Γ’ και δεν μπορούσαν παρά να υποταχθούν στη θέληση του βασιλιά και κατακτητή της πατρίδας τους, ο οποίος επιθυμούσε τα παιδιά του να έχουν εξαδέλφους εκείνα του Ηφαιστίωνα. Παρ’ όλα αυτά, η μοίρα δεν θα έκανε τη χάρη στον Αλέξανδρο και η επιμειξία με τους Πέρσες θα περιοριζόταν μόνο στον δικό του γιο, τον Αλέξανδρο Δ’. Ο Ηφαιστίων παρέμεινε άτεκνος μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, αιωνίως πιστός και «ερώμενος» του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δηλαδή αγαπημένος του κατά τον αρχαιοελληνικό όρο. Οσο για την επιθυμία του να σμίξουν τα γένη τους μέσω των περσικών γάμων τους, αυτή έμεινε για πάντα ανεκπλήρωτη.