Η αναταραχή στις διεθνείς αγορές καλά κρατεί με πρωταγωνιστές αυτή την φορά, τα νομίσματα, το πετρέλαιο, τα εμπορεύματα, τις μετοχές και βέβαια το φυσικό αέριο. Οι οικονομίες της Ευρώπης δοκιμάζονται και … προετοιμάζονται ίσως για τον χειρότερο μεταπολεμικό χειμώνα.
Η κατάσταση τις τελευταίες μέρες στις αρχές μοιάζει εφιαλτική. Οι τιμές στο φυσικό αέριο διατηρούνται σε επίπεδα υψηλότερα και αυτά στις πρώτες ημέρες του πολέμου και το χειρότερο όλων είναι ότι πλέον τίθεται και θέμα επάρκειας, αφού η Ρωσία απειλεί πλέον στο προσκήνιο, αλλά και στο παρασκήνιο με διακοπή της ροής αερίου προς την Ευρώπη.
Την ίδια ώρα το ευρώ δοκιμάζεται απέναντι δολάριο και είναι μία ανάσα πάνω από μία ισοτιμία ένα προς ένα. Χθες (06.07.2022) βρέθηκε στα χαμηλά 20 ετών στο 1,016. Οι επενδυτές θεωρούν ότι η ευρωπαϊκή οικονομία πλήττεται περισσότερο από την πρωτοφανή αυτή κρίση, σε αντίθεση με την αμερικάνικη και αυτός είναι ο λόγος που ενισχύεται το δολάριο.
Οι αγορές τις τελευταίες εβδομάδες κινούνται χωρίς πυξίδα φέρνοντας αναστάτωση στους επενδυτές, τους καταναλωτές και τις κυβερνήσεις.
Η πρόβλεψη για την επόμενη ημέρα μοιάζει κάτι σαν το Μαντείο των Δελφών. Ουδείς είναι σε θέση να εκτιμήσει το ποια θα είναι η επόμενη ημέρα, ποια θα είναι τα επίπεδα αντίστασης και βέβαια πότε θα τελειώσει αυτός ο εφιάλτης που ξεκίνησε στη αρχή του περασμένου χειμώνα και κλιμακώνεται μέρα με την μέρα.
Δύο από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το πετρέλαιο και το ευρώ. Η τιμή του «μαύρου χρυσού» που έδειχνε χθες να ανακάμπτει μέχρι το μεσημέρι, μετά την μεγάλη βουτιά της Τρίτης κατά σχεδόν 10%, αλλά το απόγευμα πέρασε σε αρνητικό έδαφος και βρέθηκε κάτω από τα 100 δολάρια το βαρέλι, κάτι που έχει να συμβεί από τις 11 Απριλίου.
Βασική αιτία για την πτώση του πετρελαίου δεν είναι άλλη από τον φόβο που κυριαρχεί, ότι η ευρωπαϊκή, αλλά και η αμερικανική οικονομία βρίσκονται προ των θυρών μίας ακόμη ύφεσης.
Παρά το γεγονός ότι οι θεσμικοί φορείς και οι κυβερνήσεις καθησυχάζουν τους πάντες ότι αυτό το ενδεχόμενο, για την ώρα τουλάχιστον, είναι πολύ μακρινό, εντούτοις ελάχιστους φαίνεται να πείθουν.
Οι αναλυτές των τραπεζών βλέποντας τα στοιχεία της κατανάλωσης να εμφανίζονται με αρνητικό πρόσημο θεωρούν ότι αν δεν αλλάξει κάτι εντυπωσιακά προς το καλύτερο, τότε το 2023 η ύφεση θα είναι εδώ.
Χθες μάλιστα η επικεφαλής του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα επιβεβαίωσε ουσιαστικά αυτούς τους φόβους, δηλώνοντας ότι «έχουν πέσει σοβαρές σκιές» στις προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία από τον Απρίλιο και ότι η ίδια δεν μπορεί να αποκλείσει μια πιθανή παγκόσμια ύφεση το επόμενο έτος, δεδομένων των αυξημένων κινδύνων.
Η Κρ. Γκεοργκίεβα είπε στο πρακτορείο Reuters ότι εντός των επόμενων εβδομάδων το ΔΝΤ θα αναθεωρήσει προς τα κάτω την πρόβλεψή του για 3,6% ανάπτυξη το 2022. Αυτή θα είναι η τρίτη αναθεώρηση των προβλέψεων από τις αρχές του έτους.
Οι μοναδικές οικονομίες που για την ώρα τουλάχιστον ανθίσταται απέναντι σε αυτή την λαίλαπα της κρίσης και του πληθωρισμού είναι όσες έχουν εξάρτηση από τον τουρισμό, μεταξύ αυτών βέβαια και η Ελλάδα. Ωστόσο και εκεί οι επιπτώσεις θα είναι οδυνηρές εάν οι Κασσάνδρες της ύφεσης επιβεβαιωθούν.
Τέλος να σημειωθεί ότι η χονδρική τιμή του ρεύματος βρέθηκε για μία ακόμη ημέρα κατά πολύ πάνω από τα 300 ευρώ η μεγαβατώρα, έστω και αν υποχώρησε ελαφρά σε σχέση με χθες, ενώ το φυσικό αέριο συνεχίζει να καλπάζει και βρίσκεται πάνω από τα 170 ευρώ.
Οι οικονομολόγοι βλέπουν έναν αυξανόμενο κίνδυνο ύφεσης καθώς η αδυσώπητα ισχυρή οικονομία των ΗΠΑ αυξάνει τον πληθωρισμό, φέρνοντας πιθανότατα μια βαριά απάντηση από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ.
Οι οικονομολόγοι που συμμετείχαν σε έρευνα από τη Wall Street Journal αυτό το μήνα υπολόγισαν κατά μέσο όρο την πιθανότητα η οικονομία να βρίσκεται σε ύφεση κάποια στιγμή τους επόμενους 12 μήνες στο 28%, από 18% τον Ιανουάριο και μόλις 13% πριν από ένα χρόνο.
«Ο κίνδυνος ύφεσης αυξάνεται λόγω της σειράς κραδασμών της προσφοράς που κατακλύζονται σε ολόκληρη την οικονομία καθώς η Fed αυξάνει τα επιτόκια για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό», δήλωσε ο Joe Brusuelas, επικεφαλής οικονομολόγος της RSM US LLP.
Οι οικονομολόγοι μείωσαν τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη φέτος. Κατά μέσο όρο βλέπουν το προσαρμοσμένο ως προς τον πληθωρισμό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν να αυξάνεται κατά 2,6% το τέταρτο τρίμηνο του 2022 σε σύγκριση με ένα χρόνο νωρίτερα, μια πλήρη ποσοστιαία μονάδα από τη μέση πρόβλεψη πριν από έξι μήνες, αν και εξακολουθεί να είναι υψηλότερο - μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 2,2% στην δεκαετία πριν από την πανδημία.
Ο διαφαινόμενος κίνδυνος ύφεσης παράλληλα με τον ανησυχητικά υψηλό πληθωρισμό , ο οποίος έφτασε στο 7,9% τον Φεβρουάριο, αντικατοπτρίζει την πράξη εξισορρόπησης της Fed: Προσπαθεί να ψύξει την οικονομία αρκετά για να μειώσει τον πληθωρισμό, αλλά όχι τόσο ώστε να υποκινήσει την υποχώρηση των δαπανών και την άνοδο ανεργία.
Η τελευταία πιθανότητα ύφεσης είναι ελαφρώς χαμηλότερη από την τελευταία κορύφωση 34,8% τον Σεπτέμβριο του 2019. Εκείνη την εποχή, η ανάπτυξη είχε επιβραδυνθεί λόγω των αυξήσεων των επιτοκίων της Fed το προηγούμενο έτος και ενός εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Μήνες νωρίτερα, είχε ξεκινήσει ο πρώτος κύκλος μείωσης επιτοκίων - 2008.
Το αν θα ακολουθούσε τότε ύφεση, απουσία της πανδημίας, δεν μπορεί να γίνει γνωστό. Η πιθανότητα ύφεσης των οικονομολόγων έφτασε στο ίδιο επίπεδο τον Αύγουστο του 2007, μετά την οποίο ακολούθησε ύφεση. Όταν όμως έφτασε σε παρόμοιο επίπεδο τον Αύγουστο του 2011, η οικονομία συνέχισε να αναπτύσσεται.
Τον περασμένο μήνα, η κεντρική τράπεζα αύξησε το επιτόκιο αναφοράς κατά ένα τρίμηνο και σημείωσε έξι ακόμη αυξήσεις μέχρι το τέλος του έτους, τον πιο επιθετικό ρυθμό σε περισσότερα από 15 χρόνια. Περίπου το 84% των οικονομολόγων που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσε ότι αναμένει ότι η Fed θα αυξήσει τα επιτόκια κατά μισή μονάδα στις αρχές Μαΐου. Πάνω - 57% βλέπει δύο ή περισσότερες τέτοιες αυξήσεις μέχρι το τέλος του 2022.
Ο μέσος όρος των οικονομολόγων στην έρευνα προέβλεψε ότι η Fed θα ανεβάσει το μεσαίο εύρος του επιτοκίου των ομοσπονδιακών κεφαλαίων στο 2,125% μέχρι το τέλος του 2022 και στη συνέχεια στο 2,875% έως τον Δεκέμβριο του 2023—κοντά στις προβλέψεις της ίδιας της Fed.
Αλλά αναμένουν επίσης ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει πεισματικά υψηλός — προβλέποντας, κατά μέσο όρο, ένα ποσοστό 7,5% τον Ιούνιο του 2022, που θα υποχωρήσει σε ένα ακόμη δυσάρεστο 5,5% έως τον Δεκέμβριο. Οι ερωτηθέντες εκτιμούν ότι θα μειωθεί στο 2,9% μέχρι τα τέλη του 2023, σε κοντινή απόσταση -ν στόχο του 2% της Fed.
Ο υψηλός πληθωρισμός παραμένει ο πρωταρχικός οικονομικός κίνδυνος. Διαβρώνει την καταναλωτική ισχύ και την εμπιστοσύνη των καταναλωτών. Οι οικονομολόγοι διαφωνούν ως προς τη μεγαλύτερη πηγή πληθωριστικού κινδύνου. Το ένα τρίτο ανέφερε τις τιμές των εμπορευμάτων, των τροφίμων και του φυσικού αερίου, ενώ το 15% επισήμανε τον πόλεμο της Ρωσίας με την Ουκρανία.
Σε αυτό το στρατόπεδο, η Amy Crews Cutts, της AC Cutts & Associates LLC, αναμένει υψηλότερο, πιο επίμονο πληθωρισμό, κυρίως επειδή οι κύριοι παράγοντες του είναι οι τιμές των εμπορευμάτων, που επιδεινώθηκαν -ν πόλεμο στην Ουκρανία. Ωστόσο, αν και η νομισματική πολιτική έχει μικρό αντίκτυπο σε αυτές τις τιμές, είπε, το ανησυχητικό επίπεδο του συνολικού πληθωρισμού πιέζει τη Fed να δράσει.
«Το να σε δει κανείς να μην το παλεύεις είναι πολιτικά απαράδεκτο. Αλλά η μόνη πολιτική απάντηση που έχει η Fed είναι να σφίξε το ζωνάρι», είπε η κ. Cutts, η οποία βάζει την πιθανότητα ύφεσης τους επόμενους 12 μήνες στο 70%. «Οι ενέργειες της Fed για τον περιορισμό του πληθωρισμού θα οδηγήσουν σε ύφεση νωρίτερα παρά αργότερα».
Το 27% των ερωτηθέντων επεσήμαναν την αύξηση των μισθών ή τη στενή αγορά εργασίας ως τη μεγαλύτερη πληθωριστική απειλή.
«Η κρίση στην Ουκρανία θα προκαλέσει άλλη μια ώθηση στον πληθωρισμό βραχυπρόθεσμα, αλλά η σπείρα μισθών-τιμών που έχει ήδη ξεκινήσει είναι μια πιο μόνιμη απειλή για τη σταθερότητα των τιμών», δήλωσε ο Philip Marey, στη Rabobank. Σε μια τέτοια σπείρα, οι εργαζόμενοι κερδίζουν υψηλότερους μισθούς για να συμβαδίσουν με τις αυξανόμενες τιμές και στη συνέχεια αυτοί οι υψηλότεροι μισθοί ωθούν τις επιχειρήσεις να αυξήσουν περαιτέρω τις τιμές. Ο κ. Marey είπε ότι επειδή αυτή η διαδικασία βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, η Fed θα πρέπει να αυξήσει αρκετά τα επιτόκια για να προκαλέσει ύφεση για να σπάσει τη δυναμική του πληθωρισμού.
Ο Robert Fry, της Robert Fry Economics LLC, τοποθετεί την πιθανότητα συρρίκνωσης τους επόμενους 12 μήνες σε μόλις 15%, αλλά την αυξάνει σε περίπου 50% μέσα στους επόμενους 24 μήνες και επί του παρόντος αναμένει μια ύφεση που θα διαρκέσει τρία τρίμηνα για να ξεκινήσει το το τελευταίο τρίμηνο του 2023.
«Το πρόβλημα είναι πραγματικά η υπερβάλλουσα ζήτηση, που προέκυψε από την περσινή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική», είπε. «Όσο περισσότερο περιμένει η Fed για να ελέγξει τον πληθωρισμό, τόσο βαθύτερη θα είναι η ύφεση
Αν και αναγνωρίζουν τον αυξανόμενο κίνδυνο μιας ύφεσης, η πλειοψηφία των οικονομολόγων -63% – εξακολουθεί να πιστεύει ότι η Fed θα είναι σε θέση να χαλιναγωγήσει τον πληθωρισμό χωρίς να προκαλέσει ύφεση – αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «ήπια προσγείωση». Πολλοί είπαν ότι η οικονομία βρίσκεται σε καλή θέση για να αντέξει τη σύσφιξη, δεδομένης της ανεργίας κοντά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, της σταθερής αύξησης των εισοδημάτων και των σχετικά υποτονικών επιπέδων καταναλωτικού χρέους.
«Υπάρχει ακόμη πολλή παγωμένη ζήτηση και δυναμική στην οικονομία», δήλωσε ο Leo Feler, ανώτερος οικονομολόγος στο Anderson School of Management στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες. «Τα υψηλότερα επιτόκια μπορεί να μειώσουν την ανάπτυξη από περίπου 4-5% σε περίπου 2-3% φέτος, επομένως θα δούμε σημαντική επιβράδυνση της ανάπτυξης, αλλά μια ύφεση φαίνεται απίθανη αυτή τη στιγμή».
Η έρευνα της Wall Street Journal σε 65 επιχειρηματίες, ακαδημαϊκούς και χρηματοοικονομικούς μετεωρολόγους πραγματοποιήθηκε από 1 έως 5 Απριλίου. Δεν απάντησαν όλοι οι συμμετέχοντες σε κάθε ερώτηση.sofokleous10.gr
«Προειδοποίηση για παγκόσμια ύφεση». Το ρεπορτάζ του CNN εστιάζει στα κακά νέα που έρχονται από πέντε οικονομίες οι οποίες ανήκουν στις 20 μεγαλύτερες του κόσμου.
Η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου συρρικνώθηκε το δεύτερο τρίμηνο του έτους.
Η ανάπτυξη στην Ιταλία έμεινε στάσιμη.
Το πιο ηχηρό καμπανάκι είναι τα στοιχεία για τη γερμανική οικονομία που δημοσιοποιήθηκαν σήμερα. Η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο συρρικνώθηκε το δεύτερο τρίμηνο του 2019.
Το Μεξικό οριακά μόνο απέφυγε την ύφεση η οποία συνήθως ορίζεται ως δύο συνεχόμενα τρίμηνα συρρίκνωσης.
Τα στοιχεία δείχνουν επίσης ότι η Βραζιλία έπεσε σε ύφεση το δεύτερο τρίμηνο.
Σε δύσκολη θέση βρίσκονται και οι οικονομίες της Σιγκαπούρη και του Χονγκ Κονγκ, που είναι μικρότερες σε μέγεθος, αλλά λειτουργούν ως ζωτικής σημασίας κόμβοι του χρηματοπιστωτικού τομέα και του παγκόσμιου εμπορίου,
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κατέβασε τις προβλέψεις του για τη παγκόσμια ανάπτυξη στο 3,2%, που είναι ο ασθενέστερος ρυθμός επέκτασης από το 2009. Επίσης, κατέβασε τις προβλέψεις του και για το 2020 στο 3,5%. Σε έρευνα της Bank of America περισσότερο από το 1/3 των διαχειριστών κεφαλαίων αναμένουν παγκόσμια ύφεση τους επόμενους 12 μήνες.
Οι ίδιες οι αγορές φαίνονται να προεξοφλούν την ύφεση. Αδιάψευστο τεκμήριο είναι η τάση των επενδυτών προς τα «ασφαλή λιμάνια» των κρατικών ομολόγων των οποίων οι αποδόσεις συνεχώς πέφτουν.
Προβληματισμός στη Γερμανία
Η καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ δεν θεωρεί στην παρούσα φάση απαραίτητη μια «δέσμη κινήτρων» για την τόνωση της δραστηριότητας της γερμανικής οικονομίας, παρά την συρρίκνωση κατά 0,1% που καταγράφηκε κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους και τις προειδοποιήσεις ειδικών για τον κίνδυνο ύφεσης.
«Αυτή τη στιγμή - ελπίζω και γενικά - δεν βλέπω την ανάγκη για μια δέσμη κινήτρων», δήλωσε η κυρία Μέρκελ χθες σε εκδήλωση στο Στράλζουντ και τόνισε ότι η αντίδραση θα είναι ανάλογη της κατάστασης, «δεν θα κάνουμε τώρα το τρίτο βήμα πριν από το πρώτο». Η καγκελάριος έκανε λόγο για είσοδο της γερμανικής οικονομίας «σε δύσκολη φάση» και απέδωσε τα προβλήματα στις διεθνείς εμπορικές διενέξεις και στα «πολλά λάθη» της αυτοκινητοβιομηχανίας της Γερμανίας. Ζήτησε με έμφαση συνεχείς επενδύσεις.
Γερμανοί ειδικοί προειδοποιούν ότι αν η οικονομία συρρικνωθεί περαιτέρω κατά το τρέχον τρίμηνο, θα πρόκειται για «τεχνική ύφεση». Το Ινστιτούτο Μακροοικονομικών και Οικονομικών Ερευνών (ΙΜΚ) δίνει στο ενδεχόμενο δύο διαδοχικών τριμήνων με αρνητική επίδοση πιθανότητες 43%.
Ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας Γενς Βάιντμαν, μιλώντας στην εφημερίδα Bild, έκανε λόγο για «τέλμα»: «Η εσωτερική οικονομία κινείται ακόμη καλά, η αδυναμία αφορά την βιομηχανία και τις εξαγωγές. Σημαντικός λόγος για αυτό είναι οι διεθνείς εμπορικές διαμάχες και το Brexit», εκτίμησε ο επικεφαλής της Bundesbank.
Διαφορετική άποψη εξέφρασε ο Πρόεδρος των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων Μάριο Όχοφεν: «Η απότομη προσγείωση της οικονομίας είναι εσωτερικό προϊόν. Οι εμπορικές διενέξεις, το Brexit και ο ψηφιακός μετασχηματισμός επηρεάζουν ασφαλώς τις εξαγωγές. Αλλά οι ουσιαστικοί λόγοι για την επαπειλούμενη ύφεση βρίσκονται στην λανθασμένη επιλογή προτεραιοτήτων από την πλευρά της ομοσπονδιακής κυβέρνησης», έκρινε ο κ. Όχοφεν.
Απαισιόδοξος εμφανίστηκε και ο Διευθύνων Σύμβουλος του Βιομηχανικού και Εμπορικού Επιμελητηρίου (DIHK) Μάρτιν Βανσλέμπεν, ο οποίος επισήμανε ότι «μετά την καλή αρχή του έτους, οι επιχειρήσεις προσγειώθηκαν στην σκληρή οικονομική πραγματικότητα και δεν διαφαίνεται κάποια στροφή». Προειδοποίησε μάλιστα ότι, αν δεν ληφθούν μέτρα, η γερμανική οικονομία θα δεχθεί μεγάλη πίεση, καθώς ο ρυθμός της ανάπτυξής της καταγράφει επιβράδυνση.
Ο οικονομολόγος του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Ifo του Μονάχου Ρόμπερτ Λέμαν επισήμανε από τη δική του πλευρά ότι πολλές επιχειρήσεις σχεδιάζουν κατά το προσεχές τρίμηνο να περιορίσουν την παραγωγή τους, καθώς οι απαισιόδοξες φωνές υπερτερούν των αισιόδοξων. «Για την ώρα δεν είναι ορατό το τέλος της ύφεσης για την γερμανική οικονομία», πρόσθεσε.
«Η Γερμανία βρίσκεται το καλοκαίρι του 2019 στο όριο μεταξύ στασιμότητας και ύφεσης», διαπίστωσε και ο επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας KfW Κλάους Μπόργκερ.
Ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας για την Εργασία Ντέτλεφ Σέελε, σε δηλώσεις του στην Bild, εξήγησε πάντως ότι η αγορά εργασίας αντιδρά σήμερα πιο δυναμικά απ’ ό,τι παλαιότερα σε αντίστοιχους οικονομικούς κύκλους. «Πριν από 15 χρόνια, η εξασθένιση της οικονομίας θα είχε οδηγήσει σε μείωση της απασχόλησης. Βλέπουμε ωστόσο ότι η απασχόληση εξακολουθεί να αυξάνεται, αν και όχι τόσο δυναμικά πλέον, με πρώτα “θύματα” τους εργαζόμενους με περιορισμένη εξειδίκευση», διαπίστωσε.
Η ανακοίνωση των στοιχείων για την πορεία της γερμανικής οικονομίας και οι προοπτικές της απασχολούν όπως είναι αναμενόμενο τα μεγαλύτερα γερμανικά ΜΜΕ. «Φόβος για ύφεση», είναι ο κεντρικός τίτλος της Handelsblatt που κυκλοφορεί σήμερα Πέμπτη, με εκτενές αφιέρωμα στο θέμα. Για «αριθμούς-σοκ» κάνει λόγο η Bild. «Οι καλές μέρες της οικονομίας πλησιάζουν στο τέλος τους», προειδοποιεί το περιοδικό Der Spiegel. «Η Γερμανία τρεκλίζει χωρίς σχέδιο προς την ύφεση», είναι ο τίτλος άρθρου γνώμης της Die Welt.
Η μάχη ΗΠΑ - Κίνας
Η κατάσταση επιδεινώνεται από τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας. Ο Τραμπ ανακοίνωσε νέους δασμούς 10% σε κινέζικα προϊόντα αξίας 300 δισ., ενώ έχει ήδη επιβάλει δασμούς 25% σε κινέζικα προϊόντα αξίας 250 δισ.. Το Πεκίνο απάντησε με υποτίμηση του γουάν που έπεσε κάτω από το όριο του 7 προς 1 με το δολάριο, ενώ ο Τραμπ κατηγόρησε την Κιν για νομισματική χειραγώγηση. Στη συνέχεια, οι ΗΠΑ έκαναν πίσω, αναστέλλοντας τους δασμούς για σημαντικό αριθμό κινέζικων προϊόντων. Όλα όμως δείχνουν ότι θα υπάρξει συνέχεια σε μια αντιπαράθεση που υπονομεύει τα θεμέλια του παγκόσμιου ελεύθερου εμπορίου και περνάει πλέον στο πεδίο των νομισματικών ισοτιμιών.
Ταυτόχρονα, η απειλή του Μπόρις Τζόνσον για ένα ανεξέλεγκτο Brexit εντείνει την ανησυχία ότι η ευρωπαϊκή οικονομία μπορεί να μπει σε παρατεταμένη περίοδο αστάθειας και αναταράξεων