Σε μείωση των θέσεων απασχόλησης οδηγούν οι αυξήσεις των βασικών μισθών που δεν είναι εναρμονισμένες με την παραγωγικότητα, επισημαίνει μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, παρεμβαίνοντας στο ζήτημα που έχει ανοίξει για τον χρόνο αναπροσαρμογής των βασικών αποδοχών.
Οπως σημειώνεται στη μελέτη του ειδικού συμβούλου στην Τράπεζα της Ελλάδος ΕΛΛ Κώστα Κανελλόπουλου, οι ελάχιστες αμοιβές αφορούν αξιόλογο ποσοστό εργαζομένων, ιδιαίτερα σε συγκεκριμένους κλάδους και στις μικρές επιχειρήσεις (με προσωπικό κάτω από 10 άτομα), ενώ εκτιμάται ότι επηρεάζουν σημαντικά και τους μέσους μισθούς τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών. Για να είναι οικονομικά βιώσιμες και κοινωνικά αποτελεσματικές οι όποιες αυξήσεις των ελάχιστων αμοιβών, θα πρέπει να είναι εναρμονισμένες με τις αυξήσεις στην παραγωγικότητα και στις μέσες αμοιβές εργασίας. Αναφορικά με τη σημερινή συγκυρία, με την ιδιαίτερα υψηλή ανεργία, για την πολιτική απασχόλησης ως πρώτη προτεραιότητα θα πρέπει να ιεραρχείται η δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης με τον υφιστάμενο ελάχιστο μισθό, μέσω της ενθάρρυνσης των επενδύσεων και των προσλήψεων, παρά η άμεση βελτίωση της θέσης των χαμηλόμισθων μέσω της δραστικής αύξησης του ελάχιστου μισθού, καθώς η εργασία των τελευταίων σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα γινόταν επισφαλέστερη.
Ταυτόχρονα τονίζεται πως η εξέλιξη των ελάχιστων μισθών, των μέσων μισθών και της απασχόλησης την περίοδο της κρίσης, καθώς και η αρνητική σχέση ελάχιστων σχετικών μισθών και απασχόλησης συνηγορούν στο ότι η εφαρμογή των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής, για να είναι αποτελεσματική, ενδείκνυται να είναι καθολική και ταυτόχρονη σε όλους τους τομείς της οικονομίας που στοχεύουν. Εάν η μείωση των ελάχιστων μισθών (και οι άλλες συναφείς μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας του ιδιωτικού τομέα) είχαν γίνει ταυτόχρονα με τις μειώσεις των μισθών στο Δημόσιο, όπως συζητείτο από την έναρξη των μνημονίων ή τουλάχιστον ένα έτος νωρίτερα, η σωρευτική απώλεια θέσεων εργασίας και συνεπώς το βάθος και η διάρκεια της κρίσης στη χώρα πιθανόν να ήταν αρκετά μικρότερα. Οπως εξηγείται στη μελέτη, η όποια επίδραση των κατώτατων αμοιβών προφανώς εξαρτάται από τη σχέση τους με τις μέσες καταβαλλόμενες αμοιβές. Εάν οι κατώτατες αμοιβές είναι αρκετά χαμηλότερες από τις καταβαλλόμενες, τότε η πρακτική σημασία τους είναι σχετικά περιορισμένη.
Αντίθετα, εάν οι κατώτατες αμοιβές συμπίπτουν με τις καταβαλλόμενες, τον ρόλο της αγοράς εργασίας και των συμμετεχόντων σε αυτή στον προσδιορισμό της αμοιβής της εργασίας έχει υποκαταστήσει ο διοικητικός μηχανισμός, χωρίς ο κάθε εργαζόμενος ή εργοδότης να μπορεί να την επηρεάσει ιδιαίτερα. Μικρές επιχειρήσεις Από την επεξεργασία των στοιχείων του ΙΚΑ προκύπτει ότι για τους απασχολούμενους άνδρες στις μικρές επιχειρήσεις το ελάχιστο ημερομίσθιο αντιπροσωπεύει στο τέλος του 2013 το 68% των μέσων καταβαλλόμενων ημερομισθίων. Σε συγκεκριμένους πολυπληθείς κλάδους, όπως ξενοδοχεία και εστιατόρια (76%), λιανικό εμπόριο (78%), εμπόριο αυτοκινήτων και καυσίμων (77%), αυτοί οι δείκτες είναι υψηλότεροι από το σύνολο (68%), ενώ σε λίγους κλάδους εντάσεως κεφαλαίου, όπως παραγωγή χημικών ουσιών (64%) ή μηχανημάτων και εξοπλισμού (65%), είναι μικρότεροι. Συστηματικά κάπως υψηλότεροι είναι αυτοί οι λόγοι για τις απασχολούμενες γυναίκες στις μικρές επιχειρήσεις, όπως 73% για το σύνολο, 84% για τα ξενοδοχεία και εστιατόρια, 80% για το εμπόριο και 93% στην εκπαίδευση.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναμενόμενο να εμφανίζεται αξιόλογη δυσκαμψία των μέσων αμοιβών εργασίας προς τα κάτω, ενώ η όποια αύξησή τους λόγω αύξησης του ελάχιστου μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια θέσεων εργασίας, ιδιαίτερα σε αυτές τις μικρές οριακού χαρακτήρα επιχειρήσεις. Τον Δεκέμβριο του 2012 οι δείκτες Kaitz (ο λόγος του ελάχιστου μισθού ως προς το ύψος των μέσων ημερομισθίων) στις μικρές επιχειρήσεις είναι σαφώς μικρότεροι από ό,τι τον Δεκέμβριο του 2011, λόγω της μείωσης των ελάχιστων μισθών στις αρχές του 2012. Αντίθετα, στο τέλος του 2013 εμφανίζονται υψηλότεροι, λόγω της μείωσης των καταβαλλόμενων μισθών που ακολούθησε, και μάλιστα σε ορισμένους βιομηχανικούς κλάδους ξεπέρασαν το επίπεδο του 2011. Στο τέλος του 2013 υπάρχουν κλάδοι όπου οι εργαζόμενοι φαίνεται να πληρώνονται με τα ελάχιστα ημερομίσθια. Ενδεικτικά στην ιδιωτική εκπαίδευση (0,93 οι γυναίκες, 0,82 οι άνδρες), τα τρόφιμα (0,83 οι γυναίκες, 0,73 οι άνδρες), τα ξενοδοχεία και εστιατόρια (0,84 και 0,76). Μεγάλες επιχειρήσεις Στις μεγάλες επιχειρήσεις (άνω των 10 απασχολουμένων) οι λόγοι ελάχιστων προς καταβαλλόμενα ημερομίσθια είναι σαφώς μικρότεροι από αυτούς στις μικρές, αντανακλώντας τα σχετικά υψηλότερα ημερομίσθια που πληρώνονται σε αυτές. Εδώ οι απασχολούμενοι άνδρες, με βάση το μέσο ημερομίσθιο του συνόλου των εξεταζόμενων επιχειρήσεων, εμφάνιζαν λόγους ελάχιστων προς μέσα ημερομίσθια γύρω στο 0,48 πριν από τη μείωση των ελάχιστων μισθών, ενώ μετά από αυτήν ο λόγος μειώθηκε στο 0,40 παρουσιάζοντας μικρή ανάκαμψη έκτοτε και τον Ιούνιο του 2013 εκτιμάται στο 0,41.
Μια άλλη ένδειξη για την επίδραση των ελάχιστων μισθών στους μέσους μισθούς προέρχεται από την εξέταση της κατανομής των μισθών, με την έννοια ότι εάν οι ελάχιστοι μισθοί επηρεάζουν αρκετά, αμέσως πάνω από τον ελάχιστο μισθό αναμένεται να συγκεντρώνονται σχετικά περισσότεροι απασχολούμενοι, ενώ εκτοπίζονται περισσότεροι που βρίσκονται αμέσως χαμηλότερα του ελάχιστου μισθού. Από τα στοιχεία του ΙΚΑ (Δεκέμβριος 2013), η σχετικά υψηλότερη συγκέντρωση (το 5,2% των γυναικών και το 3,8% των ανδρών) παρατηρείται στο διάστημα 550-600 ευρώ, που περιέχει τον ελάχιστο μισθό των 586 ευρώ. Παρά τις όποιες αδυναμίες των χρησιμοποιούμενων στοιχείων, η υψηλότερη συγκέντρωση των εργαζομένων του ΙΚΑ κοντά στον ελάχιστο μισθό δείχνει τη σημασία που έχει ήδη λάβει, με την έννοια ότι αφορά σχετικά πολλούς και είναι δύσκολο να εκτιμηθεί πώς μπορεί η κατανομή να επιστρέψει προς τα προ της κρίσης χαρακτηριστικά. Σε υψηλότερες από τις κατώτατες μηνιαίες αμοιβές, στο τέλος του 2013 εμφανίζονται δύο κορυφές (η πρώτη στα 1.000 και η δεύτερη στα 5.000 ευρώ), οι οποίες ωστόσο είναι χαμηλότερες από αυτή των ελάχιστων.
Εξάλλου, οι 3 στους 10 άνδρες και οι 4 στις 10 γυναίκες φαίνεται να αμείβονται με τον ελάχιστο μισθό ή λιγότερο από αυτόν, πράγμα που αναδεικνύει τη σημασία του στη διάρθρωση των μισθών και πιθανόν της απασχόλησης. Ασφάλιση Εντυπωσιακό είναι το στοιχείο ότι πάνω από ένας στους πέντε (21,7%) άρρενες εργαζομένους και περίπου μία στις τρεις γυναίκες (30,4%) ασφαλίζονται για χαμηλότερες από τις ελάχιστες μηνιαίες αμοιβές. Αυτό είναι συμβατό με το ότι το 20,9% των ανδρών και το 32,6% των γυναικών εμφανίζονται ως μερικώς απασχολούμενοι, δηλαδή εργάζονται λιγότερες ώρες την ημέρα από το πλήρες ωράριο ανεξάρτητα από το πόσες ημέρες εργάζονται την εβδομάδα. «Επειδή η αύξηση της μερικής απασχόλησης του ΙΚΑ υπήρξε ραγδαία τα τελευταία έτη, πρέπει οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του κράτους να ελέγχουν ενδελεχώς αν πρόκειται για αληθώς μερική απασχόληση ή για σκόπιμη εισφοροδιαφυγή», σημειώνεται στη μελέτη της ΤτΕ. Εκτιμήσεις για τις επιδράσεις Το ελάχιστο ημερομίσθιο συνδέεται σημαντικά και αρνητικά με την απασχόληση. Πιο συγκεκριμένα, για τους άνδρες η ελαστικότητα της απασχόλησης ως προς το ελάχιστο σχετικό ημερομίσθιο είναι -0,176, που υποδηλώνει ότι μια αύξησή του κατά 10% μπορεί να συνεπάγεται μείωση της απασχόλησης κατά 1,76%, η οποία, δεδομένου ότι η μέση απασχόληση των ανδρών στις κοινές επιχειρήσεις του ΙΚΑ προσεγγίζει τις 900 χιλιάδες μεσοχρόνια, ισοδυναμεί με απώλεια 16 χιλιάδων θέσεων εργασίας. Η αντίστοιχη εκτίμηση για τις γυναίκες με ελαστικότητα απασχόλησης ως προς το σχετικό ελάχιστο μισθό -0,168 υπολογίζεται στις 13,1 χιλιάδες. Τέτοιες εκτιμήσεις μπορούν να θεωρηθούν ως αναμενόμενες, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους σχετικά υψηλούς (και από τους υψηλότερους στην Ε.Ε.) λόγους ελάχιστου προς μέσο ημερομίσθιο που παρατηρούνται την εξεταζόμενη περίοδο και υποδηλώνουν ότι η χώρα ενδεχομένως έχει υποστεί απώλεια θέσεων εργασίας λόγω των υψηλών ελάχιστων μισθών.
Επίσης, αυτές οι εκτιμήσεις, ως προς την επίδραση των ελάχιστων αμοιβών, είναι συμβατές με αρκετά χαρακτηριστικά της ελληνικής αγοράς εργασίας τις τελευταίες δεκαετίες, όπως: Το ποσοστό απασχόλησης (δηλαδή πόσα από τα 100 άτομα παραγωγικών ηλικιών εργάζονται) είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη και ειδικά στους νέους. Η Ελλάδα απορρόφησε από τη δεκαετία του 1990 σχετικά μεγάλο αριθμό αλλοδαπών, οι οποίοι εργάστηκαν ή ακόμη εργάζονται σε συγκεκριμένους κλάδους και με σχετικά χαμηλότερες αμοιβές.
Ολόκληροι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας, κυρίως στη μεταποίηση, εξαφανίστηκαν λόγω ανταγωνισμού από χώρες χαμηλού κόστους εργασίας ή λόγω του ότι χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις τέτοιων κλάδων μεταφέρθηκαν σε γειτονικές χώρες χαμηλού κόστους εργασίας, πολύ χαμηλότερου από το ελάχιστο στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων είναι η Βουλγαρία και η Ρουμανία.
naftemporiki.gr