Ημερομηνία λήξης το τέλος του 2015 θα έχει η ρύθμιση που προωθεί το υπουργείο Ανάπτυξης για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων.
Από το 2016 και με την προϋπόθεση βεβαίως ότι η οικονομία θα έχει εισέλθει σε τροχιά ανάπτυξης, τόσο η ρύθμιση για τα «κόκκινα» δάνεια, όσο και ο «νόμος Κατσέλη» για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά θα αντικατασταθούν από ένα αναμορφωμένο πτωχευτικό δίκαιο για τις επιχειρήσεις, αλλά πλέον και για τα φυσικά πρόσωπα.
Και αυτό διότι, όπως επισημαίνουν στην «Κ» κύκλοι του υπουργείου Ανάπτυξης, τόσο ο νόμος Κατσέλη όσο και η προωθούμενη ρύθμιση για τη διαχείριση του χρέους των επιχειρήσεων θεωρούνται εμβαλωματικές λύσεις που θεσπίστηκαν ακριβώς για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών, όπως ήταν αυτές που προκάλεσε η οικονομική κρίση. Την ίδια ώρα το εάν θα δοθεί παράταση ή όχι στη ρύθμιση που προβλέπει αναστολή των πλειστηριασμών και πόσης διάρκειας θα είναι αυτή, θα εξαρτηθεί πιθανότατα από τις πολιτικές εξελίξεις και από την πορεία της συνολικής διαπραγμάτευσης με την τρόικα.
Ο νόμος 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, γνωστός και ως «νόμος Κατσέλη», θα έχει αναδρομικότητα ισχύος, ακόμη και μετά την κατάργησή του. Με άλλα λόγια, οι αιτήσεις που θα έχουν υποβληθεί στα Ειρηνοδικεία πριν από την κατάργησή του θα αντιμετωπισθούν με βάση τα όσα προβλέπει, προφανώς για λόγους συνταγματικής τάξης. Μέχρι την κατάργησή του, ωστόσο, δεν αποκλείεται να υπάρξουν νομοτεχνικές βελτιώσεις, προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα καταχρηστικότητας του νόμου. Ηδη, τα συναρμόδια υπουργεία Ανάπτυξης και Δικαιοσύνης εργάζονται προς αυτή την κατεύθυνση και εντοπίζουν τα αδύνατα σημεία του νόμου. Συνήθης πρακτική, ειδικά στην Αττική, όπως επισημαίνουν στην «Κ» αρμόδιοι παράγοντες του υπουργείου Ανάπτυξης, είναι η εσκεμμένη επιλογή για την κατάθεση αίτησης δικαστικής ρύθμισης των χρεών σε Ειρηνοδικεία επιβαρυμένα με όγκο υποθέσεων. Στόχος είναι η εκδίκαση της υπόθεσης όσο πιο αργά γίνεται και δη την επόμενη δεκαετία.
Επιπλέον, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνων που, αν και γνωρίζουν εξαρχής ότι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της πτωχευτικής διαδικασίας, καταθέτουν αίτηση προκειμένου να επωφεληθούν της δίμηνης αναστολής των διωκτικών μέτρων. Ο νόμος 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε από τον 4161/2013, προβλέπει αναστολή των διωκτικών μέτρων από τη στιγμή της κατάθεσης της αίτησης για διάστημα δύο μηνών, χρόνος που παρέχεται για τη διερεύνηση προδικαστικού συμβιβασμού. Εντός του διμήνου θα πρέπει να επικυρωθεί η αίτηση και εντός εξαμήνου, εάν στο μεταξύ δεν έχει επέλθει συμβιβασμός, να συζητηθεί. Ωστόσο, η δίμηνη προθεσμία τηρείται από τα Ειρηνοδικεία της Αττικής μόλις στο 0,63% των περιπτώσεων (βλ. φύλλο 7/9/2014) και η εξάμηνη μόλις στο 1,95% των περιπτώσεων. Τα ποσοστά στην υπόλοιπη χώρα είναι 4,83% και 8% αντιστοίχως.
Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει είναι τελικά η αναστολή της κατάσχεσης να παρατείνεται για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ακόμη και στις περιπτώσεις που ο δανειολήπτης δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου. Στις σκέψεις της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της παραπάνω δυσλειτουργίας περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων η δημιουργία ειδικών Ειρηνοδικείων, που θα ασχολούνται αποκλειστικά με αυτό το αντικείμενο, ή ακόμη και η ενοποίηση Ειρηνοδικείων.
Η επικρατούσα άποψη στις πολιτικές ηγεσίες των συναρμόδιων υπουργείων είναι ότι ο «νόμος Κατσέλη», αν και συνέβαλε σημαντικά στην απορρόφηση των κοινωνικών κραδασμών που θα προκαλούσαν οι μαζικές κατασχέσεις πρώτης κατοικίας, είχε εξαρχής πολλά δομικά προβλήματα και απέβη επιζήμιος για την αγορά ακινήτων.
Αντιθέτως η ύπαρξη πτωχευτικού δικαίου και για τα φυσικά πρόσωπα θεωρείται παρέμβαση μόνιμου χαρακτήρα η οποία αφενός θα οδηγήσει σε αποτελεσματικότερη διαχείριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τις τράπεζες και τους ιδιώτες και αφετέρου θα δίνει τη δυνατότητα «δεύτερης ευκαιρίας».
Στα «γκρίζα σημεία» του σχεδιασμού περιλαμβάνεται το θέμα των οφειλών των φυσικών προσώπων προς το Δημόσιο, εάν δηλαδή θα προβλέπεται η ένταξή τους στη ρύθμιση του χρέους. «Η αντιμετώπιση πρέπει να είναι η ίδια για όλες τις οφειλές», υποστηρίζουν στο υπουργείο Ανάπτυξης, επισημαίνοντας ωστόσο ότι «τον τελευταίο λόγο σε αυτό το ζήτημα έχει το υπουργείο Οικονομικών».
kathimerini.gr