Μέθοδοι μαφίας, εκβιασμοί, απειλές, παρακολουθήσεις ακόμη και «περίεργα» τροχαία ατυχήματα συνθέτουν το παζλ της εγκληματικής δράσης του κυκλώματος της παράνομης διακίνησης αντικαρκινικών φαρμάκων.
Η απολογία της 44χρονης γιατρού του Λαϊκού νοσοκομείου, η οποία κρίθηκε προφυλακιστέα, αποκαλύπτει και νέα ασύλληπτα μέλη του κυκλώματος, τα οποία εξακολουθούν να κινούνται στο σκοτάδι και ενδεχομένως βρίσκονται πίσω από τους μέχρι στιγμής συλληφθέντες.
Η παράνομη διακίνηση των αντικαρκινικών φαρμάκων φαίνεται ότι είχε στηθεί με τον πλέον οργανωμένο τρόπο, χωρίς ακόμη να γνωρίζουμε τις ακριβείς διαστάσεις του στα νοσοκομεία όλης της χώρας, αλλά και στον ΕΟΠΥΥ.
Η 44χρονη γιατρός, που εργαζόταν ως βοηθός ογκολόγου σε παράρτημα του Λαϊκού, εμφανίστηκε στην απολογία της μετανιωμένη που δέχτηκε να συμμετάσχει σε παράτυπες συνταγογραφήσεις αντικαρκινικών φαρμάκων, υποκύπτοντας, όπως είπε, στον ωμό εκβιασμό ατόμου, το οποίο ουδέποτε συνελήφθη και βέβαια δε συμπεριλαμβάνεται στη λίστα των ήδη κατηγορουμένων. Όπως υποστήριξε, το «άγνωστο» αυτό άτομο την προσέγγισε, αρχικά προτείνοντάς της χρήματα. Όταν όμως η γιατρός αρνήθηκε, εκείνος άλλαξε στάση, δείχνοντας ξεκάθαρα τις προθέσεις του. «Τότε μου έπιασε το χέρι μου και με ανάγκασε να αγγίξω την ζώνη του, όπου ένιωσα ένα όπλο, λέγοντας μου τα εξής: «Θα συνεργαστείς, θες δε θες. Γιατί αλλιώς θα βλάψουμε και εσένα και τον άντρα σου. Σας παρακολουθούμε και τους δύο από καιρό. Αν πεις τίποτα στην αστυνομία, έχετε πεθάνει και οι δύο. Από αύριο περιμένω συνταγές σε φάκελο κάτω από το ιατρείο σου, αλλιώς τελείωσες. Και μην κάνεις καμία βλακεία. Έχουμε μάτια παντού». Ήταν ένα ψηλός, αδύνατος μελαμψός άνδρας με μουστάκι, 40-45 ετών, ο οποίος φαίνονταν ότι δεν ήταν Έλληνας, πλην όμως μιλούσε άπταιστα ελληνικά. Τρομοκρατήθηκα».
Η 44χρονη γιατρός, αν και δεν κατονόμασε το άτομο αυτό, είπε ότι για ένα περίπου χρόνο είχε γίνει η σκιά της. Την ακολουθούσε παντού, θέλοντας να δείξει προφανώς πως ξέρει όλες τις κινήσεις της. «Αυτό το άτομο είχε κατορθώσει σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να κάνει την ζωή μου κόλαση. Με είχε αναγκάσει, με έντονες και δραστικές απειλές άμεσου και σπουδαίου κινδύνου ζωής εμού και του συζύγου μου, να πράττω με τον τρόπο που σας προανέφερα χωρίς κανένα περιθώριο επιλογής, καθιστώντας με επί της ουσίας, ουσιαστικά άβουλο και συνακόλουθα, ανεύθυνο εκτελεστικό του όργανο, έρμαιο στις εγκληματικές του διαθέσεις».
Δύο φορές ισχυρίστηκε η κατηγορούμενη γιατρός ότι προσπάθησε να τον καταγγείλει στην Αστυνομία, αλλά σκέφτηκε πως δεν είχε τόσα στοιχεία για να την πιστέψουν. Ύστερα μάλιστα από δύο περίεργα τροχαία ατυχήματα που συνέβησαν στο σύζυγό της, κατάλαβε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, πως ο μόνος δρόμος για αυτήν ήταν να κάνει ό,τι της ζητούσε. «Κάποια στιγμή στις αρχές του καλοκαιριού του έτους 2017, με τον σύζυγό μου βρισκόμαστε σε κάποιο ιατρικό συνέδριο στην Ρόδο και ενώ κινούμασταν εποχούμενοι στην μοτοσικλέτα του επί της παραλιακής λεωφόρου, ένα άγνωστο σε εμάς αυτοκίνητο μας έκλεισε το δρόμο, με αποτέλεσμα ο σύζυγός μου να χάσει τον έλεγχο της μοτοσικλέτας, να πέσουμε στο έδαφος και να τραυματιστούμε ελαφρά. Στην συνέχεια το αυτοκίνητο ανέπτυξε ταχύτητα και εξαφανίστηκε. Μετά από λίγες ημέρες και αφού, είχαμε γυρίσει στην Αθήνα, ο ανωτέρω με συνάντησε κάτω από το ιατρείο μου και δείχνοντάς μου τον σύζυγό μου σε φωτογραφία που είχε λάβει στο κινητό του τηλέφωνο, μου είπε: «Είδες τι παθαίνει όποιος δεν συνεργάζεται; Φρόντισε την επόμενη φορά να μην έχετε χειρότερη κατάληξη».
Η 44χρονη γιατρός του Λαϊκού αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι έλαβε οποιοδήποτε οικονομικό αντάλλαγμα για τις συνταγογραφήσεις στις οποίες προχώρησε, ενώ μίλησε για ένα οργανωμένο κύκλωμα που, όπως αποδεικνύεται πλέον, είχε πλοκάμια παντού. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κύκλωμα εκτελούσε μέσα σε λίγα λεπτά τις παράτυπες συνταγές, τις οποίες αυτή άφηνε μέσα σε κλειστούς φακέλους στην είσοδο της πολυκατοικίας του γραφείου της. «Γνώριζα ότι για την εκτέλεση των συνταγών αυτών από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥ ήταν αναγκαία η προσκόμιση βιβλιαρίων των ασθενών, καθώς επίσης και των ιατρικών βεβαιώσεων θεωρημένων και συμπληρωμένων από τους αρμόδιους ιατρούς και έτσι δικαιολογημένα πίστευα ότι οι συνταγές αυτές ποτέ δεν θα εκτελούνταν, διότι θα το εμπόδιζε ο ελεγκτικός μηχανισμός του ΕΟΠΥ.
Ουδέποτε γνώριζα βέβαια από ποιο φαρμακείο εκτελούνταν, αλλά εύλογα πίστευα ότι δεν θα εκτελούνταν, διότι από μόνες τους δεν ήταν πρόσφορες, αναγκαίες και επαρκείς για να χορηγηθούν τα εκ-ζητούμενα φάρμακα.
Η δράση του κυκλώματος όμως δεν σταμάτησε ούτε με τις συλλήψεις που έγιναν από την Οικονομική Αστυνομία. «Το βράδυ της 8/5/2018, ενώ διέσχιζα το αλσύλλιο πίσω από τον χώρο της Πινακοθήκης Αθηνών, γυρίζοντας στο σπίτι από όπου είχα βγει για να αγοράσω τσιγάρα, αισθάνθηκα κάτι να με αγγίζει στην πλάτη. Γύρισα και είδα το πρόσωπο που με εκβίαζε μέχρι τότε, να με απειλεί με ένα πιστόλι, το οποίο κρατούσε και το οποίο είχε εμφανώς στραμμένο προς το πρόσωπό μου. Μου είπε δε τα εξής: «Αν τολμήσεις να πεις το παραμικρό στον οποιοδήποτε, σε 24 ώρες θα έχετε πεθάνει και οι δύο. Μην νομίζεις ότι τελείωσες μαζί μας».
Η 44χρονη κατηγορούμενη, παρότι στην αρχή είδε ως λύτρωση τις συλλήψεις, γρήγορα κατάλαβε ότι ο εφιάλτης ο δικός της δεν είχε τελειώσει. «Μετά την σύλληψη των ανωτέρω, πίστευα ότι μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και το πρόσωπο που με εκβίαζε. Διότι συσχέτισα τα γεγονότα μεταξύ τους και θεώρησα ότι οι συλληφθέντες ήταν τα πρόσωπα πίσω από το άτομο αυτό και συνεπώς ο εκβιασμός και η εξ' αυτού δραστηριότητά μου θα λάμβανε ένα τέλος» είπε.
Αίσθηση πάντως προκάλεσε στην ανακρίτρια ο ισχυρισμός τις κατηγορουμένης πως αν και η ίδια έγραφε λάθος κωδικούς στις επίμαχες συνταγές, στην προσπάθειά της, όπως είπε, να ξεσκεπάσει τη δράση του άγνωστου άνδρα που την απειλούσε, οι επίμαχες συνταγές εκτελούνταν κανονικά(!).
«Εσκεμμένα, στις συνταγές που συνέτασσα, ανέγραφα κωδικούς ασθενειών αν-αντίστοιχους προς τις θεραπείες που συνταγογραφούνταν στους ασθενείς, με την ελπίδα οι συνταγές αυτές να γίνουν αντιληπτές από τον ελεγκτικό μηχανισμό του αρμόδιου φορέα, με σκοπό τον μεν να μην εκτελεστούν, το δε να προκαλέσω εκτεταμένη έρευνα σε όλα τα Νοσοκομειακά ιδρύματα της χώρας», κάτι που δεν έγινε, καθώς οι συνταγές εκτελέστηκαν κανονικά από τον ΕΟΠΥΥ και για το λόγο αυτό η 44χρονη ζήτησε να ερευνηθεί το θέμα.
Η γιατρός αρνήθηκε ότι έχει οποιαδήποτε εμπλοκή στην υπόθεση των παράνομης διακίνησης αντικαρκινικών φαρμάκων, υπογραμμίζοντας πως δεν γνωρίζει κανέναν από τους συγκατηγορουμένους της.
«Συντετριμμένη και μεταμελημένη, ΟΜΟΛΟΓΩ ΟΤΙ ΣΥΝΕΤΑΞΑ ΤΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ (ΟΧΙ ΟΛΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟ) εκβιαζόμενη. Αναγνωρίζω δε ότι όφειλα να είχα πράξει αλλιώς. Αλλά τότε δεν ήμουν στην θέση να σκεφτώ καθαρά. Δεν γνωρίζω με ποιο σκεπτικό τα πρόσωπα που κρύβονται πίσω από όλο αυτό με διάλεξαν και άρχισαν να με εκβιάζουν» αναφέρει στην απολογία της και προσθέτει: «Πιθανολογώ ότι αυτό οφείλεται στο ότι είχα πρόσβαση στους ασθενείς όλων των καθηγητών, λόγω της εμπιστοσύνης που είχαν στο πρόσωπό μου, αλλά και ίσως γιατί ήμουν η μοναδική γυναίκα στο Ιατρείο και με θεώρησαν ως πιο ευάλωτη». Η γιατρός ισχυρίζεται πως δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν ο «εκβιαστής της» είχε κάποια σχέση με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους στην υπόθεση ή ενεργούσε μόνος του ή συνεργαζόμενος με άλλα πρόσωπα.
Η 44χρονη γιατρός, η οποία ζήτησε να ανοιχτούν οι τραπεζικοί λογαριασμοί της, αλλά και το κινητό της τηλέφωνο, υποστήριξε πάντως στην απολογία της πως σκόπευε να παρουσιαστεί ενώπιον της ανακρίτριας, αλλά δεν πρόλαβε γιατί συνελήφθη.