Στρατιωτικό κίνημα αριστερών αξιωματικών στην Πορτογαλία, που οδήγησε στην κατάλυση της δικτατορίας και την επαναφορά της Δημοκρατίας, μετά 48 χρόνια. Εκδηλώθηκε τις πρωινές ώρες της 25ης Απριλίου 1974 και ήταν σχεδόν αναίμακτο, με τέσσερις μόνο νεκρούς. Έμεινε στην ιστορία ως «Επανάσταση των Γαρυφάλλων» («Revolucao dos Cravos» στα πορτογαλικά), επειδή πολλοί κυβερνητικοί στρατιώτες είχαν τοποθετήσει στις κάννες των όπλων τους γαρύφαλλα, με την προτροπή των εξεγερμένων κατοίκων.
Η Πορτογαλία από τις 26 Μαΐου 1926 κυβερνιόταν δικτατορικά, από τους στρατιωτικούς, που είχαν ανατρέψει το εύθραυστο δημοκρατικό καθεστώς. Στους κόλπους της χούντας αναδείχθηκε η προσωπικότητα του καθηγητή οικονομικών Αντόνιο ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ, ο οποίος κυβέρνησε από το 1932 έως το 1968, όταν λόγω εγκεφαλικού αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την εξουσία. Ο Σαλαζάρ δημιούργησε το «Νέο Κράτος», ένα καθεστώς με πολλά στοιχεία φασισμού. Τον διαδέχθηκε ο καθηγητής Νομικής Μαρσέλο Καετάνο, ο οποίος κυβέρνησε ως το 1974, όταν ανετράπη από τους στρατιωτικούς.
Στις αρχές της δεκαετίας του '70, η Πορτογαλία αιμορραγούσε οικονομικά. Η προσπάθεια διατήρησης της αποικιακής της δύναμης απορροφούσε το 40% του προϋπολογισμού. Κάποιοι από τους χαμηλόβαθμους στρατιωτικούς, που ήταν δυσαρεστημένοι από την πορεία της χώρας και την επαγγελματική τους εξέλιξη, συγκρότησαν το «Κίνημα των Ενόπλων Δυνάμεων», με σκοπό να αλλάξουν την κατάσταση.
Με απόλυτα συνωμοτικό τρόπο και κάτω από τη μύτη της δικτατορίας Καετάνο, αποφάσισαν να κινηθούν δυναμικά το ξημέρωμα της 25ης Απριλίου 1974, με αρχηγό τον ταγματάρχη Οτέλο Σαράιβα ντε Καρβάλιο. Τα συνθηματικά της εξέγερσης θα ήταν δύο τραγούδια. Το πρώτο με τίτλο «Μετά το Αντίο» («E depois do adeus»), με ερμηνευτή τον Πάουλο ντε Καρβάλιο, εκπροσωπούσε τη χώρα στον διαγωνισμό της Γιουροβίζιον, που γινόταν αργά το βράδυ της 24ης Απριλίου και αποτέλεσε το γενικό πρόσταγμα για τους πραξικοπηματίες. Το δεύτερο τραγούδι με τίτλο «Γκράντολα, μελαψή πόλη» («Grandola, Vila Morena») του αντιστασιακού τραγουδιστή Ζέκα Αφόνσο, ακούστηκε στις 12:20 τα ξημερώματα από το κρατικό ραδιόφωνο, δίνοντας το έναυσμα της εξέγερσης.
Έξι ώρες αργότερα, το δικτατορικό καθεστώς είχε σχεδόν καταρρεύσει. Οι χιλιάδες κόσμου, που, εν τω μεταξύ, είχαν πλημμυρίσει τους δρόμους της Λισαβόνας, προέτρεψαν τους κυβερνητικούς στρατιώτες να ενωθούν με τους επαναστάτες και να βάλουν στις κάννες των όπλων τους από ένα κόκκινο γαρύφαλλο, που την εποχή της άνοιξης αφθονούν στην Πορτογαλία. Ο δικτάτορας Καετάνο αργά το απόγευμα αναχώρησε για τη Βραζιλία και δεν επέστρεψε ποτέ στη χώρα, μέχρι το 1980 που πέθανε.
Τη διακυβέρνηση της Πορτογαλίας θα αναλάβει για τα επόμενα δύο χρόνια η επταμελής «Χούντα Εθνικής Σωτηρίας», με επικεφαλής τον στρατηγό Αντόνιο Ριμπέιρο ντε Σπίνολα. Την περίοδο αυτή δόθηκε στους κόλπους της σκληρή μάχη για την εξουσία μεταξύ αριστερών και δεξιών αξιωματικών. Η επικράτηση των μετριοπαθών δυνάμεων οδήγησε στο σημαδιακό 1976. Το έτος αυτό ψηφίστηκε το νέο δημοκρατικό Σύνταγμα κι έγιναν οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές, που ανέδειξαν στην Προεδρία τον στρατηγό Αντόνιο Ραμάλιο Εάνες και στην πρωθυπουργία τον σοσιαλιστή Μάριο Σοάρες. Η Πορτογαλία μπήκε οριστικά σε δημοκρατική ρότα και το 1986 έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ως άμεσο αποτέλεσμα της επικράτησης των επαναστατών ήταν η διάλυση της αποικιοκρατικής Πορτογαλίας. Η Γουϊνέα - Μπισάου κέρδισε την ανεξαρτησίας της το 1974 κι ένα χρόνο αργότερα η Μοζαμβίκη, η Αγκόλα, το Σάο Τομέ ε Πρίνσιπε και τα Νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου. Η «Επανάσταση των Γαρυφάλλων» προκάλεσε το «τρίτο κύμα του εκδημοκρατισμού», όπως το ονόμασε ο γνωστός πολιτικός επιστήμονας Σάμιουελ Χάντιγκτον, που εξαπλώθηκε στην Ελλάδα (24 Ιουλίου 1974), την Ισπανία (1975) και τη Λατινική Αμερική.
ΠΗΓΗ: sansimera.gr
Συναυλία για την καταλλαγή των πολιτικών παθών στην Τζαμάικα. Έγινε στις 22 Απριλίου 1978 στην πρωτεύουσα Κίνγκστον και πήραν μέρος μεγάλα ονόματα της μουσικής ρέγκε, με επικεφαλής τον Μπομπ Μάρλεϊ.
Στα μέσα της δεκαετίας του '70 το νησί της ρέγκε και των ρασταφάρι βρισκόταν στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου. Την Τζαμάικα κυβερνούσε το αριστερό Λαϊκό Εθνικό Κόμμα του πρωθυπουργού Μάικ Μάνλεϊ. Οι αντικαπιταλιστικές κορώνες και ο κρατικισμός του εξόργιζαν την πλουτοκρατία της χώρας. Την Ουάσιγκτον ενοχλούσαν οι στενοί δεσμοί του με τον Φιντέλ Κάστρο και η υποστήριξή του στην ανεξαρτησία του Πουέρτο Ρίκο, ενός γειτονικού νησιού με ειδική σχέση με τις ΗΠΑ. Η οικονομία πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και η ανεργία εκτοξευόταν στα ύψη. Η υψηλή εγκληματικότητα υπονόμευε την τουριστική εικόνα της χώρας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριζαν τον συντηρητικό Έντουαρντ Σιάγκα, που ηγείτο του αντιπολιτευόμενου Εργατικού Κόμματος. Και οι δύο μεγάλοι πολιτικοί σχηματισμοί του νησιού δεν έπαιζαν με καθαρούς όρους το πολιτικό παιγνίδι. Διατηρούσαν στρατούς οπλοφόρων από τα γκέτο των μαύρων για να λύνουν τις πολιτικές τους διαφορές. Κανένας πολίτης της χώρας δεν βρισκόταν στο απυρόβλητο, ούτε και ο Μπομπ Μάρλεϊ, η μεγαλύτερη προσωπικότητα που ανέδειξε το νησί αυτό της Καραϊβικής.
Στις 3 Δεκεμβρίου 1976 έπεσε θύμα δολοφονικής επίθεσης, επειδή απλά θα συμμετείχε στη συναυλία «Smile Jamaica» που διοργάνωνε το Υπουργείο Πολιτισμού. Η περίοδος ήταν προεκλογική και οι οπλοφόροι του Εργατικού Κόμματος πίστεψαν ότι ο Μάρλεϊ υποστήριζε τους κυβερνητικούς και θεώρησαν καλό να του δώσουν ένα μάθημα. Ευτυχώς, τραυματίστηκε ελαφρά στον ώμο και το στήθος και δύο μέρες αργότερα, έδωσε κανονικά «το παρών» στη συναυλία. Στη συνέχεια, πήρε την απόφαση να μεταναστεύσει στην Αγγλία, επειδή το κλίμα ήταν βαρύ γι' αυτόν.
Οι πιστολάδες των δύο κομμάτων έγιναν οι κυρίαρχοι του πολιτικού παιγνιδιού. Όταν δεν αναλάμβαναν δράση με τα όπλα τους, μεσολαβούσαν στους πολιτικούς τους πάτρωνες για την ικανοποίηση των αιτημάτων των φτωχών μαύρων των γκέτο. Στις αρχές του 1978 η κατάσταση είχε φθάσει στο απροχώρητο. Και την πρωτοβουλία για την έξοδο από την κρίση πήραν οι ίδιοι οι πιστολάδες, με όπλο τους αυτή τη φορά τη μουσική.
Δύο από τα πρωτοπαλίκαρα του Μάνλεϊ, ο Μπάκυ Μάρσαλ και ο Κλόντι Μάσοπ, αποφάσισαν να διοργανώσουν μία συναυλία με διπλό σκοπό: αφενός, να μαζέψουν χρήματα για τη στέγαση των φτωχών και αφετέρου να στείλουν ένα μήνυμα για την εθνική συμφιλίωση. Η ρέγκε θα ήταν το καλύτερο μέσο για την επιτυχία των σκοπών τους. Ο Μάσοπ πέταξε στο Λονδίνο και έπεισε τον Μάρλεϊ να ηγηθεί της συναυλίας. Αυτός έθεσε έναν όρο: η συναυλία να γίνει στις 22 Απριλίου 1978, επέτειο των 12 χρόνων από την επίσκεψη του Χαϊλέ Σελασιέ στην Τζαμάικα. Ο Μπομπ Μάρλεϊ ανήκε στους Ρασταφάρι, ένα κίνημα των μαύρων της Τζαμάικα, που πρέσβευε την επιστροφή στην Αφρική και πίστευε ως αρχηγό του τον αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ.
Στις 22 Απριλίου, 32.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στο Στάδιο των Ηρώων του Κίνγκστον για να παρακολουθήσουν τη συναυλία, που είχε ως τίτλο «One Love Peace Concert». Όλοι ανυπομονούσαν να δουν και να ακούσουν τον Μάρλεϊ, που έλειπε αυτοεξόριστος από το νησί για 18 μήνες. Στην πρώτη σειρά των καθισμάτων κάθονταν οι δύο ορκισμένοι αντίπαλοι: ο πρωθυπουργός Μάικλ Μάνλεϊ και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Έντουαρντ Σιάγκα. Τη συναυλία άνοιξαν σπουδαία ονόματα της ρέγκε, όπως οι Ντίλινγκερ (Dillinger), Ντένις Μπράουν (Dennis Brown), Ίνερ Σερκλ (Inner Circle) και Μπιγκ Γιαθ (Big Youth).
Προτελευταίος ανέβηκε στη σκηνή ο Πίτερ Τος (Peter Tosh), παλιός συνεργάτης του Μάρλεϊ, που ήταν εμφανώς εκτός κλίματος. Απευθύνθηκε με οξείς χαρακτηρισμούς στους δύο πολιτικούς ηγέτες και προκάλεσε την αστυνομία, καπνίζοντας δημοσίως μαριχουάνα, ενέργεια που επιδοκιμάστηκε από το πλήθος. Μήνες αργότερα, η αστυνομία θα πάρει την εκδίκησή της από τον Τος. Θα τον συλλάβει και θα τον ξυλοκοπήσει σ' ένα ανήλιαγο κελί.
Αντίθετα, ο Μάρλεϊ ήταν ήρεμος και συμφιλιωτικός. Βρισκόταν σε διαρκή έκσταση, χορεύοντας και τραγουδώντας για την ειρήνη, την αγάπη, την ενότητα. Κατά τη διάρκεια της ερμηνείας του τραγουδιού Jammin', ζήτησε από τους δύο ηγέτες να ανέβουν στη σκηνή. Αυτοί το έπραξαν απρόθυμα, αλλά με την προτροπή του Μάρλεϊ έδωσαν τα χέρια ενώπιον 32.000 συμπατριωτών. Ήταν μια κίνηση συμβολική, γεμάτη ουσία για το μέλλον.
Η βία που κυριαρχούσε στο πολιτικό σκηνικό και τους δρόμους του Κίνγκστον άρχισε να υποχωρεί σταδιακά. Η κατάσταση καλυτέρεψε, όταν ο Σιάγκα κέρδισε τις εκλογές το 1980 κι έγινε πρωθυπουργός. Όμως, η προσωπική κόντρα μεταξύ των δύο πολιτικών συνεχιζόταν. Συναντήθηκαν ξανά το 1981 πάνω από το φέρετρο του Μπομπ Μάρλεϊ. Ο άνθρωπος, που έκανε τη ρέγκε παγκόσμια μουσική γλώσσα, έστω και νεκρός, κατόρθωσε να τους φέρει και πάλι μαζί.
Ο διεθνής τύπος της εποχής ασχολήθηκε εκτενώς με τη συναυλία, η οποία αποκλήθηκε με μια δόση ειρωνείας «Γούνστοκ του Τρίτου Κόσμου». Πριν από λίγα χρόνια, όμως, σε μια δημοσκόπηση ειδικών, που διενήργησε το βρετανικό κανάλι «Channel 4», το «One Love Peace Concert» κατετάγη στην 6η θέση της λίστας με τις καλύτερες ροκ συναυλίες όλων των εποχών.
ΠΗΓΗ: sansimera.gr