Υπό μία έννοια μπορούμε να πούμε ότι ο κ.Γ.Α.Παπανδρέου και η ολέθρια πολιτική του τελικώς επέτρεψε να καταγραφεί στην ελληνική κοινωνία και στην πολιτική της διάρθρωση ποιος είναι ποιος.
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Τον κ. Γιώργο Α.Παπανδρέου τον καταλαβαίνουμε και τον λυπόμαστε. Γόνος και αυτός μιας ιστορικής πολιτικής οικογένειας, κάποτε θέλησε να κυβερνήσει την Ελλάδα, όπως ο παππούς και ο πατέρας του. Και τα κατάφερε, χρησιμοποιώντας ως όχημα ένα κόμμα («κίνημα», κατά τον ιδρυτή του) που ιδρύθηκε από τον πατέρα του και το οποίο από την μεταπολίτευση και μετά άσκησε την εξουσία επί 20 ολόκληρα χρόνια.
Για να επιτύχει τον στόχο αυτόν, ο κ. Γ.Α.Παπανδρέου –έχοντας πίσω του τον ανταγωνισμό του φιλόδοξου και ανυπόμονου για εξουσία κ. Ευάγγελου Βενιζέλου– προσεταιρίσθηκε το πιο καταστροφικό για την χώρα τμήμα του ΠΑΣΟΚ, αυτό που από το 1981 έως τον Μάρτιο του 2004 είχε πάρει μέρος στην μεγαλύτερη ληστεία δημοσίου και δανειακού χρήματος που θα έχει καταγραφεί ποτέ στην διεθνή οικονομική ιστορία.
Έτσι, το 2009, υπό συνθήκες άκρατου λαϊκισμού και ενώ στον παγκόσμιο χώρο είχε ήδη ξεσπάσει, με ιδιαίτερη οξύτητα, μία πρωτόγνωρη για την παγκόσμια ιστορία χρηματοοικονομική κρίση, αυτή του δυτικού υπερδανεισμού και της άκρατης τραπεζικής μοχλεύσεως, ο κ. Γ.Α. Παπανδρέου, χωρίς ίχνος ευθύνης και πολιτικής σοβαρότητος, ανέτρεπε την αδύναμη και άτολμη κυβέρνηση του κ. Κώστα Καραμανλή χρησιμοποιώντας το γελοίο και επικίνδυνο σύνθημα «λεφτά υπάρχουν».
Ένα σύνθημα πίσω από το οποίο συντάχθηκαν ΟΛΕΣ οι δυνάμεις της λεηλασίας, πιστεύοντας ότι ο κ. Γ.Α.Παπανδρέου είχε στο τσεπάκι του το μαγικό κλειδί που θα άνοιγε την σπηλιά του Αλή Μπαμπά και τους θησαυρούς της στις ορδές της «προόδου» και του άκοπου πλουτισμού.
Ανήρχοντο έτσι στην εξουσία δύο αλαζόνες, ανεύθυνοι και καιροσκόποι πολιτικοί, ο Γιώργος Α. Παπανδρέου και ο υπουργός Οικονομίας Γιώργος Παπακωνσταντίνου, οι οποίοι, όταν συνειδητοποίησαν ότι η σπηλιά του Αλή Μπαμπά ήταν άδεια, θέλησαν να υπονομεύσουν και μία απροετοίμαστη απέναντι στην κρίση Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως, βλέποντας στην πράξη ότι ήσαν ξυπόλητοι στ’ αγκάθια και ότι οι γελοίες θεωρίες τους περί περιστρόφων στο τραπέζι και άλλα φαιδρά παρόμοια ήσαν καλά μόνον για τους εγχώριους (και ανυπόμονους για «μάσα») ιθαγενείς, τότε συνέταξαν ένα απίθανο μνημόνιο –συρροή των επί δεκαετίες υποδείξεων για την οικονομική εξυγίανση της χώρας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ), με τη υπογραφή του οποίου η χώρα δεχόταν 100 δισεκατ. ευρώ και απέφευγε την άτακτη χρεωκοπία. Παράλληλα, όμως, έμπαινε στην ευρωπαϊκή σκηνή και το ΔΝΤ, γεγονός που ικανοποιούσε τις φιλοδοξίες του τότε γενικού διευθυντή του.
Η εξέλιξη αυτή, από την μια πλευρά έφερνε στο διεθνές προσκήνιο την βαθύτατη οικονομική αδυναμία της ευρωζώνης και, από την άλλη, επέτρεπε σε καιροσκόπους πρώην συμβούλους του κ.Γ.Α.Παπανδρέου να λαϊκίζουν αναίσχυντα, προτείνοντας την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη και την ως εκ τούτου άτακτη χρεωκοπία της. Με την ρητορική αυτή –την οποία, βέβαια, υιοθέτησε αμέσως και ο απαίδευτος υπερλαϊκιστής επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέξης Τσίπρας– το οριακό πολιτικό μόρφωμα των Εξαρχείων και των μαρτύρων υπερασπίσεως δολοφόνων-τρομοκρατών αποκτούσε πολιτική πρόσβαση στις ορδές της λεηλασίας, υποσχόμενο ότι «λεφτά υπάρχουν» όχι μέσω ληστείας αλλά με την μη πληρωμή των δανεικών. Πάνω στην ίδια ρητορική, όμως, βασίστηκε και η επαίσχυντη τακτική του άλλου άκρου της κοινωνίας μας, αυτού της εθνοκαπηλείας και του ρατσιστικού μίσους.
Υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να πούμε ότι ο κ.Γ.Α.Παπανδρέου και η ολέθρια πολιτική του τελικώς επέτρεψε να καταγραφεί στην ελληνική κοινωνία και στην πολιτική της διάρθρωση ποιος είναι ποιος.
Από τις εκλογές του 2012, τις πρόσφατες ευρωεκλογές και τις τελευταίες δημοσκοπήσεις γνωρίζουμε πλέον ότι το μέλλον της χώρας εξαρτάται από τέσσερις Έλληνες στους δέκα. Είναι αυτοί οι συμπατριώτες μας οι οποίοι, παρά τα χαράτσια, την πενταετή ύφεση, την πτώση του βιοτικού επιπέδου και την ανεργία, πιστεύουν στον ευρωπαϊκό δρόμο της χώρας, απορρίπτουν τον λαϊκισμό και τον μηδενισμό που συνεπάγεται και έχουν την δύναμη να δημιουργούν, πέρα από τις άναρθρες κραυγές και την καλπάζουσα ανοησία του όχλου της παρακμής.
Ως φαίνεται, όμως, αυτός ο όχλος της παρακμής αποτελεί στην παρούσα φάση μία δυνητική πολιτική πελατεία για τον κ. Γ.Α.Παπανδρέου και των ανθρώπων του. Αυτά που είπε ο πρώην πρωθυπουργός στην πρόσφατη εκδήλωση του Ιδρύματος που φέρει το όνομα του πατρός του δεν υποδηλώνουν τίποτε περισσότερο από την «τσιπροποίησή» του και ό,τι αυτή μπορεί να τού προσφέρει.
Είναι έτσι κατάδηλον ότι ο ΓΑΠ επιδιώκει να επιστρέψει στο πολιτικό προσκήνιο με εφαλτήριο το λαϊκίστικο ΠΑΣΟΚ και τις διάφορες συνιστώσες του, οι οποίες σήμερα στεγάζονται εντελώς καιροσκοπικά στον ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλα λόγια, είναι πολύ πιθανόν ο κ. Γ. Α. Παπανδρέου να πιστεύει ότι η «τσιπροποίησή» του θα τού δώσει την δυνατότητα να έλθει στο πολιτικό προσκήνιο ως ένας σοβαρότερος Τσίπρας, ικανός να πορευθεί προς την εξουσία έστω και συγκυβερνώντας. Προφανώς δε, ο πρώην πρωθυπουργός πιστεύει ότι θα μπορέσει, στο σημερινό κλίμα, να απεγκλωβίσει από τον ΣΥΡΙΖΑ πολιτικές δυνάμεις που θα τού δώσουν την δυνατότητα να έχει τον ρόλο επιδιαιτητή.
Όλα αυτά, βεβαίως, είναι ασκήσεις επί χάρτου. Παραμένει, όμως, ένα πολιτικό σενάριο εξαιρετικά ενδιαφέρον η «τσιπροποίηση» του πρώην πρωθυπουργού –ο οποίος, επιπλέον, έναντι του νυν αρχηγού της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως διαθέτει σοβαρά εξωτερικά ερείσματα και σαφώς άλλο μορφωτικό επίπεδο.
Την συνέχεια μιας παρόμοιας εκβάσεως, θα την παρακολουθήσουμε ως θέαμα θεάτρου σκιών.