Έντονη ανησυχία επικρατεί στη ΝΔ για την πορεία των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με τους ευρωπαίους εταίρους. Τα μηνύματα που φτάνουν από τις Βρυξέλλες δεν είναι ενθαρρυντικά και ο Αντώνης Σαμαράς εμφανίζεται έτοιμος να πάρει πρωτοβουλίες προκειμένου η χώρα να βγει από το αδιέξοδο.
Ο πρόεδρος της ΝΔ έχει συνεχείς συσκέψεις με τους στενούς του συνεργάτες, ο Σταύρος Παπασταύρου – που μετείχε σε όλες τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα – τον ενημερώνει συνεχώς για τις εξελίξεις, ενώ ο ίδιος επικοινωνεί με ευρωπαίους αξιωματούχους.
Ο Αντώνης Σαμαράς στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία στο Eurogoroup, θα μεταβεί στο προεδρικό μέγαρο ακόμα και μέσα στο Σαββατοκύριακο και θα ζητήσει από τον Κάρολο Παπούλια την σύγκληση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών.
Παράλληλα θα επικοινωνήσει με τους Ευάγγελο Βενιζέλο και Σταύρο Θεοδωράκη προκειμένου να θέσουν και εκείνοι από την πλευρά τους το ίδιο αίτημα. Άλλωστε τόσο το «Ποτάμι» όσο και το ΠΑΣΟΚ έχουν ταχθεί υπέρ αυτής της πρότασης.
Στη ΝΔ υποστηρίζουν πως η κυβέρνηση παίζει με τις λέξεις αλλά και με τις θυσίες που έκαναν τόσα χρόνια οι πολίτες, καθώς ο κίνδυνος που υπάρχει για την ελληνική οικονομία είναι μεγάλος.
«Όταν η ΝΔ λέει ότι η αβεβαιότητα βλάπτει την οικονομία, σημαίνει ότι νοιάζεται για το συμφέρον της χώρας. Και όταν εύχεται να βρεθεί γρήγορα λύση για τη χώρα, σημαίνει ότι στηρίζει την εθνική προσπάθεια» σημειώνουν κύκλοι της «γαλάζιας» παράταξης και προσθέτουν «Θυμούνται οι κύριοι του ΣΥΡΙΖΑ τι λέγανε, όταν ήταν στην αντιπολίτευση; Θέλετε να κάνουμε συγκρίσεις για το τι σημαίνει ευθύνη και τι ανευθυνότητα;».
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Παρόλο που το Grexit δεν εξετάζεται ως σενάριο ούτε από τους Ευρωπαίους εταίρους ούτε από την ελληνική πλευρά, αποτέλεσε το θέμα για τη δημιουργία ενός βίντεο από το BBC.
Στο βίντεο διάρκειας 60 δευτερολέπτων το BBC εξηγεί τι θα συμβεί στην περίπτωση που η Ελλάδα εγκαταλείψει την Ευρωζώνη:
Οι Ελληνες εργάζονται 5,5 ώρες περισσότερο την εβδομάδα από ό,τι κατά μέσο όρο εργάζονται οι υπάλληλοι στην Ευρωζώνη, υποστηρίζει η Eurobank στο δελτίο της «7 ημέρες οικονομία».
Σύμφωνα με την τράπεζα, από το πρώτο τρίμηνο του 2008 μέχρι και το τρίτο τρίμηνο του 2014, ο μέσος εβδομαδιαίος αριθμός ωρών εργασίας παρουσίασε πολύ μικρές μεταβολές και συγκεκριμένα το μέγιστο ήταν στις 42,6 ώρες, ενώ το ελάχιστο ήταν στις 41,8. Το στοιχείο αυτό αποδεικνύει «ότι η προσαρμογή προς ένα νέο σημείο ισορροπίας στην αγορά εργασίας επηρέασε περισσότερο την απασχόληση σαν απόλυτο μέγεθος (π.χ. αριθμός απασχολουμένων) παρά την έντασή της, δηλαδή ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο».
Αυτή η πολύ μικρή μεταβλητότητα ήταν αποτέλεσμα τόσο των μεταβολών στον τομέα της ζήτησης εργασίας, όσο και των μεταβολών στον τομέα της προσφοράς εργασίας, αναφέρουν οι αναλυτές της τράπεζας.
Στο πλαίσιο αυτό, η Eurobank επισημαίνει ότι η ελληνική οικονομία ήταν και εξακολουθεί να παραμένει η οικονομία με τον υψηλότερο μέσο εβδομαδιαίο αριθμό ωρών εργασίας σε σχέση με την Ευρωζώνη. Στο τρίτο τρίμηνο του 2014, ο μέσος Ελληνας εργαζόμενος δούλευε κατά μέσο όρο περίπου 5,5 ώρες περισσότερο εβδομαδιαίως από τον αντίστοιχο μέσο Ευρωπαίο. «Το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με το επίπεδο της εγχώριας παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών μπορεί να ερμηνευτεί ως ένδειξη χαμηλής παραγωγικότητας», εκτιμούν οι αναλυτές της τράπεζας.
Σύμφωνα με την Eurobank, στην αρχή της μεγάλης ελληνικής ύφεσης, όταν λίγοι ήταν αυτοί που προέβλεπαν το μέγεθος και πόσο μάλλον τη διάρκεια της επερχόμενης τότε οικονομικής συρρίκνωσης, η αρχική μείωση των μισθών μπορεί να δημιούργησε μια τάση για μείωση των προσφερόμενων ωρών εργασίας. Στη συνέχεια, όμως, με την πάροδο του χρόνου, καθώς ενσωματωνόταν στις προσδοκίες των καταναλωτών και των εργαζομένων το μεγάλο πρόβλημα που υπήρχε, και άρχιζε ο πλούτος τους –σε όλες τις μορφές, μετρητά στις τράπεζες, αξία μετοχών, αξία διαμερισμάτων– να μειώνεται με γοργούς ρυθμούς, δημιουργήθηκε μια τάση για αύξηση των προσφερόμενων ωρών εργασίας από την πλευρά των καταναλωτών. Ετσι, παρά τη μείωση του μισθού, εκτίμησαν ότι θα πρέπει να εργαστούν περισσότερες ώρες για να ενισχύσουν το εισόδημά τους, αναφέρει η τράπεζα.
Καιημερινή
Ο νέος υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας, Γιάνης Βαρουφάκης, ξεκινά μια πρώτη περιοδεία σε μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Σε Λονδίνο, Παρίσι και Ρώμη θα παρουσιάσει τις θέσεις της νέας κυβέρνησης της Ελλάδας, αναζητώντας συμμαχίες.
Κάποια επίσκεψη στο Βερολίνο δεν έχει ανακοινωθεί, οπότε λογικά αυτό προκύπτει ως το «αντίπαλο στρατόπεδο». Όπως είπε, όμως, ο κ. Βαρουφάκης, δεν πρόκειται για μια αντιπαράθεση στην Άγρια Δύση. Το αποδεικνύει, άλλωστε, η επίσκεψη Σουλτς στην Αθήνα και η συμφωνία που φάνηκε να υπάρχει μεταξύ των δύο πλευρών στο θέμα του τερματισμού της λιτότητας.
Η καγκελάριος Μέρκελ φαίνεται να διαφωνεί σε αυτό, αλλά η νέα κυβέρνηση της Ελλάδας δείχνει να έχει ακόμα και Γερμανούς συμμάχους. Για να «ανασάνουν» οι προϋπολογισμοί, είναι απαραίτητο να ελαφρυνθεί η εξυπηρέτηση των υψηλών χρεών που έχουν συσσωρευτεί. Στην κατεύθυνση αυτή λειτουργεί η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αγοράσει κρατικά ομόλογα. Και σε αυτό υπήρχε διαφωνία από τη γερμανική πλευρά, αλλά τελικά ξεπεράστηκε. Ένα δεύτερο βήμα προς την ίδια κατεύθυνση θα μπορούσε να είναι μια πανευρωπαϊκή διάσκεψη για το χρέος των κρατών της Ευρώπης, όπου το πρόβλημα θα αντιμετωπιστεί οριστικά.
Η πρόταση για πανευρωπαϊκή διάσκεψη όπου θα συζητηθεί το πρόβλημα του δημόσιο χρέους συνδέεται άμεσα με τη συζήτηση περί εγκατάλειψης των πολιτικών λιτότητας. Υπό τις σημερινές συνθήκες τα κράτη-μέλη έχουν ελάχιστα περιθώρια να στηρίξουν τις οικονομίες (συνήθως παίρνουν μέτρα που πλήττουν τη ζήτηση) ενώ η προοπτική πολυετούς λιτότητας «τρομάζει» τους καταναλωτές και αποθαρρύνει τις επενδύσεις.
Εάν το χρέος των οικονομιών της Ευρωζώνης μειωνόταν ουσιαστικά, στα επίπεδα που θεωρούνται βιώσιμα, το κόστος εξυπηρέτησης θα μειωνόταν σε χαμηλά επίπεδα χωρίς να απαιτείται η παρέμβαση της κεντρικής τράπεζας. Χωρίς, δηλαδή, να χρειάζεται μια τόσο υπερβολική «χαλάρωση» στη νομισματική πολιτική, που δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ, καθώς δεν επιτρέπει στις αγορές να λειτουργήσουν ελεύθερα και τροφοδοτεί «φούσκες». Μια άποψη με την οποία συμφωνούν πολλοί στο Βερολίνο...
Γερμανοί τη δεκαετία του '20 ανταλλάσσουν φαγητό έναντι εισιτηρίων για το τσίρκο. Οι βαριές πολεμικές αποζημιώσεις προκάλεσαν υπερπληθωρισμό και έφεραν τον Χίτλερ στην εξουσία. Οι σύμμαχοι έλαβαν το μάθημα και μετά τον Β' Πόλεμο προχώρησαν σε «κούρεμα» των γερμανικών οφειλών.
Απαλλαγμένα από το κόστος εξυπηρέτησης του υπέρογκου χρέους, τα κράτη της Ευρωζώνης θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την ανάκαμψη μέσω αύξησης των δημοσίων δαπανών, πρωτίστως για επενδύσεις σε υποδομές.
Με τη λιτότητα να μην αποτελεί πλέον τη μόνη βεβαιότητα για το εγγύς μέλλον σε πολλά κράτη, οι ιδιώτες θα? ξεθαρρέψουν, καταναλώνοντας περισσότερο και άρα προσελκύοντας αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων. Ένα τέτοιο σχέδιο θα μπορούσε να βγάλει την Ευρωζώνη οριστικά από τη δημοσιονομική κρίση αλλά σίγουρα απαιτεί μια πρωτοφανή απόφαση από τα κράτη-μέλη, πρωτίστως εκείνα που αντιμετωπίζουν μικρότερο πρόβλημα και θα έχουν λιγότερα κέρδη.
Λογικό είναι να υπάρχει καχυποψία και αυτή μπορεί μόνο να ξεπεραστεί μέσω σαφέστερων κανόνων και θεσμών. Κυρίως, όμως, μπορεί να ξεπεραστεί εφόσον το όλο σχέδιο μετατραπεί σε σημαντικό βήμα στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Ευρω-ομόλογα
Στο πλαίσιο της συμφωνίας που θα προκύψει και του σχεδίου για την ανάκαμψη των οικονομιών είναι καλή ευκαιρία να αξιοποιηθεί η ιδέα για τα ευρω-ομόλογα. Για την ανάληψη, δηλαδή, κοινού χρέους από τα κράτη-μέλη. Ήδη στην απόφαση της ΕΚΤ να αγοράσει κρατικά ομόλογα προβλέπεται ότι το 12% θα αφορά τίτλος που εκδίδουν κοινοτικά όργανα (Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης κ.λπ.).
Στη συζήτηση που έγινε στη Φρανκφούρτη αναδείχθηκαν οι δυσκολίες που προκύπτουν στο ζήτημα της αμοιβαιοποίησης του χρέους. Τελικά έγινε δεκτό τα κράτη να μοιραστούν μόνο το 20% του ρίσκου που θα προκύψει από τις αγορές της ΕΚΤ. Πολλοί αναλυτές, όμως, επισημαίνουν ότι και το υπόλοιπο 80% του κινδύνου που αναλαμβάνει κάθε κράτος χωριστά, επηρεάζει άμεσα και τα υπόλοιπα, με τα οποία συνδέεται μέσω του Ευρωσυστήματος.
Η υιοθέτηση του κοινού νομίσματος έχει πλέον συνδέσει άρρηκτα τις οικονομίες και η πραγματικότητα αυτή αναδείχθηκε από τη δημοσιονομική κρίση. Η γερμανική πλευρά επέμεινε από την αρχή στη δημιουργία κανόνων και θεσμών για τη συλλογική λειτουργία. Προς αυτή την κατεύθυνση έγιναν ήδη πολλά βήματα, ενώ ελάχιστα έγιναν προς την κατεύθυνση της κοινής παρέμβασης για τόνωση των οικονομιών.
Αυτών, δηλαδή, που υποσχόταν ο Πρόεδρος Ολάντ όταν εξελέγη το 2012, αλλά ακόμα δεν έχουν συμβεί. Η ανάδειξη της νέας κυβέρνησης στην Ελλάδα επαναφέρει τη συζήτηση, αφού μάλιστα έχουν υλοποιηθεί τα περισσότερα από αυτά που τότε ζητούσε η Γερμανία (Δημοσιονομικό Σύμφωνο, τραπεζική ενοποίηση).
Θέτει, επίσης, ένα ξεκάθαρο δίλημμα στους εταίρους: Είτε να δεχθούν την αλλαγή πολιτικής στην Ελλάδα, δημιουργώντας παράδειγμα για τους πολίτες άλλων κρατών-μελών (λ.χ. Ισπανία, Ιταλία, Ιρλανδία) να ακολουθήσουν αντίστοιχο δρόμο, είτε να διακινδυνεύσουν την ακεραιότητα της Ευρωζώνης, δημιουργώντας ένα τραγικό προηγούμενο για τα υπόλοιπα κράτη-μέλη και ενδεχομένως υπονομεύοντας θανάσιμα την ύπαρξή της.
Διέξοδο από αυτό το δίλημμα προσφέρει ο δρόμος μιας συνολικής λύσης για το πρόβλημα χρέους στην Ευρωζώνη. Ένας δρόμος που βρίσκεται στην κατεύθυνση που υποστηρίζει σταθερά το Βερολίνο, της περαιτέρω εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ζητούμενο, άλλωστε, είναι η στροφή στις ακολουθούμενες πολιτικές να μην προκύψει ως αποτέλεσμα κάποιας σύγκρουσης αλλά ως κοινή διαπίστωση ότι ο δρόμος που ακολουθείται είναι λανθασμένος και πρέπει να αλλάξει.
Η διάσκεψη του 1953
Η συμφωνία του Λονδίνου για τη Γερμανία
Ιστορικό παράδειγμα διαγραφής χρέους ενός κράτους από μεγάλη ομάδα άλλων κρατών αποτελεί η διευθέτηση των χρεών που συσσώρευσε η Γερμανία στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους.
Η αδυναμία εξυπηρέτησης του υπέρογκου χρέους που συσσωρεύτηκε στη Γερμανία μετά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών το 1919, υπήρξε από τις βασικές αιτίες οικονομικής καταστροφής της γερμανικής οικονομίας, τη δεκαετία του '20, και ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, στη συνέχεια.
Μετά τον δεύτερο Πόλεμο η κυβέρνηση Αντενάουερ έκρινε σκόπιμο να επαναλάβει την εξυπηρέτηση του χρέους, που είχε παγώσει ο Χίτλερ.
Το συνολικό ποσό ήταν 16 δισεκατομμύρια μάρκα και οφειλόταν σε τράπεζες των Συμμάχων, που δάνειζαν τη Γερμανία να αποπληρώνει τις πολεμικές αποζημιώσεις, όσο τις εξυπηρετούσε. Επιπλέον 16 δισ. μάρκα χορηγήθηκαν από τις ΗΠΑ ως δάνεια για τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση.
Διάσκεψη
Το 1953 έγινε στο Λονδίνο διεθνής διάσκεψη για το γερμανικό χρέος, με τη συμμετοχή των περισσότερων κρατών της Δυτικής Ευρώπης (και της Ελλάδας), των ΗΠΑ, του Καναδά, του Ιράν και της Ν. Αφρικής.
Τα κράτη του ανατολικού μπλοκ δεν συμμετείχαν με την εξαίρεση της Γιουγκοσλαβίας.
Οι διαπραγματεύσεις εξελίχθηκαν από τα τέλη Φεβρουαρίου μέχρι τις 8 Αυγούστου.
Τότε ανακοινώθηκε η Συμφωνία Χρέους του Λονδίνου, που προέβλεπε «κούρεμα» 50%, με το εναπομείναν χρέος (περίπου στα 15 δισ. μάρκα) να αποπληρώνεται σε ορίζοντα 30ετίας.
Προβλεπόταν ειδική ρήτρα για πάγωμα των πληρωμών σε περίπτωση που η Γερμανία αντιμετώπιζε εμπορικό έλλειμμα, ενώ συμφωνήθηκε ότι οι δόσεις που θα καταβάλλονται δεν μπορεί να υπερβαίνουν το 3% των εξαγωγών.
Κάτι που προσέφερε ισχυρό κίνητρο στους δανειστές της Γερμανίας να εισάγουν γερμανικά προϊόντα στο πλαίσιο των δικών τους προσπαθειών ανοικοδόμησης.
Κατοχικό δάνειο
Η Συμφωνία του Λονδίνου αποτελεί και επιχείρημα της γερμανικής πλευράς στη συζήτηση για την εξόφληση των οφειλών προς την Ελλάδα από το κατοχικό δάνειο. Ήταν δάνειο 476 εκατ. μάρκων του Ράιχ που επιβλήθηκε από αυτό στην Ελλάδα.
Το ποσό εκτιμάται ότι αντιστοιχεί σε πάνω από 12 δισ. σημερινά ευρώ, ενώ αν υπολογισθεί και η καταβολή τόκου 3% το ποσό εκτοξεύεται στα 85 δισ. ευρώ.
Στον βαθμό, όμως, που αυτό θεωρηθεί ότι υπόκειται στη Συμφωνία του Λονδίνου, τότε το επιτόκιο είναι μηδενικό και μεγάλο μέρος του χρέους έχει «κουρευτεί». Εφόσον μάλιστα αναγνωριστεί ως πολεμική απώλεια, τότε διαγράφεται συνολικά.
Μάρτιος 1989
Το σχέδιο Μπράντι
Η κρίση χρέους των λιγότερο αναπτυγμένων οικονομιών (LDC) τη δεκαετία του '80 είχε κοινά χαρακτηριστικά με την κρίση στην Ευρωζώνη. Προέκυψε από οικονομικά προβλήματα που προκάλεσε η υιοθέτηση πολιτικών σκληρής λιτότητας και νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, τα οποία σύντομα πυροδότησαν κοινωνικά προβλήματα και πολιτική κρίση. Είχε, επίσης, επίκεντρο τις τράπεζες, οι οποίες επλήγησαν και επί χρόνια στερούσαν από την οικονομία ρευστότητα για να καλύψουν τις «τρύπες» στους ισολογισμούς τους. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα παρουσιάστηκε τον Μάρτιο του 1989 το σχέδιο Μπράντι (από το όνομα του τότε υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ).
Καθώς αφετηρία της κρίσης υπήρξε το Μεξικό (που είχε κηρύξει στάση πληρωμών το 1982), σε αυτό επικεντρώθηκε το πρώτο «κούρεμα». Στην εμπειρία που προέκυψε βασίστηκαν τα σχέδια αναδιάρθρωσης χρέους για αρκετά κράτη τα επόμενα χρόνια.
Ένα από αυτά ήταν και η Πολωνία, που το 1991 έλαβε από το κλαμπ του Παρισιού (των μεγαλύτερων δανειστών, με πρόεδρο τότε τον Ζαν Κλοντ Τρισέ) «κούρεμα» 50%. Η εφαρμογή αρκετών από αυτά τα σχέδια ήταν πετυχημένη. Σύντομα οι οικονομίες επέστρεψαν σε σταθερή τροχιά ανάπτυξης και προσέλκυσαν ξένα κεφάλαια με σχετικά χαμηλό κόστος. Σε αρκετές περιπτώσεις, όμως, η αναδιάρθρωση του χρέους χορηγήθηκε υπό την προϋπόθεση της υπαγωγής σε πρόγραμμα του ΔΝΤ.
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές συνέχισαν έτσι να επιβάλλονται, προκαλώντας νέες κρίσεις χρέους αλλά και κοινωνικές αντιδράσεις, που τη δεκαετία του 2000 ανέδειξαν σε πολλά κράτη της Λατινικής Αμερικής αριστερές κυβερνήσεις.
imerisia.gr