Απώλειες 1.400 € το χρόνο μέτρησαν στο εισόδημά τους οι πτυχιούχοι με υψηλό μορφωτικό επίπεδο την 6ετία 2010 – 2015 - Σωρευτικά έχασαν 8.373 €
Ετήσιο εισόδημα 8.373 ευρώ έχασαν μέσα σε 6 χρόνια οι πτυχιούχοι της Ελλάδας με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Η μεγάλη κατρακύλα εντοπίζεται την 6ετία 2010 – 2015, όταν οι απόφοιτοι ελληνικών πανεπιστημίων με μεταπτυχιακά, διδακτορικά κ.λπ. έχαναν κατά μέσο όρο 1.400 ευρώ εισόδημα το χρόνο, με αποτέλεσμα το καθαρό εισόδημά τους να πέσει από τα 22.466 ευρώ το 2009 στα 14.093 ευρώ το 2015 και τελικώς να διαμορφωθεί στα 14.419 ευρώ το 2018. Με άλλα λόγια ο… αφρός των νέων επιστημόνων στην Ελλάδα έχασε σε 6 χρόνια το 1/3 του εισοδήματός του, δηλαδή το 37,3%. Αντίστοιχες απώλειες κατέγραψαν και οι απόφοιτοι μέσου και χαμηλού μορφωτικού επιπέδου.Δεν είναι, συνεπώς, παράξενο, που ένας στους τρεις πτυχιούχους αναγκάζεται να εργαστεί σε θέσεις που υπολείπονται των προσόντων του. Ειδικότερα το 33,9% των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης απασχολείται σε θέσεις για τις οποίες δεν θα χρειαζόταν τα… πτυχία του. Το ίδιο ποσοστό στην Ευρώπη των 28 είναι 23,4% κατά μέσο όρο. Αρκεί να σημειωθεί πως το 2010 μόλις το 22,1%, δηλαδή ένας στους πέντε πτυχιούχους εργαζόταν σε δουλειά υποδεέστερη των ακαδημαϊκών του προσόντων. Η αύξηση την τελευταία 8ετία είναι κατακόρυφη κατά 58,8%. Η μεγαλύτερη αναντιστοιχία εντοπίζεται στο χονδρικό - λιανικό εμπόριο και την επισκευή οχημάτων και μοτοσικλετών: σε αυτόν τον κλάδο 7 στους 10 έχουν μορφωτικό επίπεδο που ξεπερνά κατά πολύ τις απαιτήσεις της θέσης τους (αύξηση 91% την 10ετία 2008 – 2018). Σημαντική αναντιστοιχία 49,6% (δηλαδή ένας στους δυο) ανιχνεύεται και στον κλάδο των μεταφορών – αποθήκευσης, αλλά και στην δημόσια διοίκηση και άμυνα – υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (42,2%), όπως επίσης και στην μεταποιητική βιομηχανία (42,9%).
Ενδεικτικό είναι πως ο μόνος κλάδος της ελληνικής οικονομίας που εμφανίζει μείωση της αναντιστοιχίας ακαδημαϊκών προσόντων και απαιτήσεων θέσης εργασίας είναι οι κατασκευαστικές κατά 31,7% τη δεκαετία 2008 – 2018. Η χαμηλότερη αναντιστοιχία – 4,4% - φυσικά εντοπίζεται στην εκπαίδευση.
Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από έρευνα του ΚΑΝΕΠ-ΓΣΕΕ που παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στην ΕΕ-28 σε άνεργους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, η αγορά εργασίας στην Ελλάδα δεν ανταμείβει το επίπεδο τεχνολογικής εξειδίκευσης των αποφοίτων της εκπαίδευσης, που είναι προσανατολισμένο σε σύγχρονα επιστημονικά πεδία σπουδών. Άτυπα όμως, έχει υιοθετήσει ένα μοντέλο που προκρίνει ως ικανοποιητικά προσόντα εργασίας: (α) τον μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, (β) τη γνώση της Αγγλικής σε επίπεδο Proficiency και (γ) την τριετή προϋπηρεσία στο αντικείμενο. Ωστόσο, συνήθως το αντικείμενο εργασίας που προσφέρεται αντιστοιχεί «σε εξειδικευμένο απόφοιτο Επαγγελματικού Λυκείου & IEK, ενώ η προσφερόμενη εργασία αμείβεται με μισθό κατώτερο του αποφοίτου Γυμνασίου (ανειδίκευτου εργαζόμενου).
Από την έρευνα αναλυτικά προπκύπτει ότι:
• Η Ελλάδα κατέχει αρνητική πρωτιά στην ΕΕ-28, με ποσοστό 19,9%, σε ανέργους αποφοίτους Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-39 ετών για το έτος 2018
• Αντίστοιχα αρνητική είναι η πρωτιά της Ελλάδας στην ΕΕ-28, με ποσοστό 19,6%, σε μακροχρόνια ανέργους αποφοίτους Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 15-29 ετών για το έτος 2018
• Η Ελλάδα κατέχει τη 2η θέση στην ΕΕ-28, με ποσοστό 22,3%, σε νέους ηλικίας 15-34 ετών (Neets) που βρίσκονται εκτός εργασίας και ταυτόχρονα εκτός εκπαίδευσης/κατάρτισης (τυπικής & μη τυπικής)
• Η Ελλάδα κατέχει την 3η θέση στην ΕΕ-28, με ποσοστό 33,9% στην κάθετη αναντιστοιχία προσόντων και δεξιοτήτων, σε εργαζόμενους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης η θέση εργασίας των οποίων υπολείπεται του μορφωτικού τους επιπέδου, με το χάσμα να διευρύνεται σημαντικά την περίοδο εντός κρίσης (2010-2018)
• Η Ελλάδα κατέχει την 1η θέση στην ΕΕ-28, με ποσοστό 20,5%, σε αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-34 ετών οι οποίοι βρίσκονται σε υλική και κοινωνική αποστέρηση το 2018
• Η Ελλάδα κατέχει την τελευταία θέση στην ΕΕ-28, με ποσοστό 69,6%, σε απασχολούμενους αποφοίτους Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 20-34 ετών το έτος 2018.
• Την ίδια στιγμή η χώρα μας κατέχει την τελευταία θέση στην ΕΕ-28, με ποσοστό 55,3%, σε απασχολούμενους αποφοίτους τουλάχιστον ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 20-34 ετών το έτος 2018.
Αντικείμενο της έρευνας με τίτλο «Εκπαίδευση και Απασχόληση:
Βασικά μεγέθη και διαστάσεις μιας επωφελούς διασύνδεσης», είναι η επικαιροποιημένη αποτύπωση της εξέλιξης των βασικών δεικτών της αγοράς εργασίας και των εκροών του εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα την περίοδο 2001-2018, καθώς και η συσχέτισή τους με τους αντίστοιχους μέσους δείκτες στα κράτη-μέλη της ΕΕ-28.
Οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις (μέχρι και 49 απασχολούμενους) στην Ελλάδα αποτελούν διαχρονικά το σώμα της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Πιο συγκεκριμένα το 2019 εκτιμάται ότι οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα θα αντιστοιχούν στο 99,7% του συνόλου των επιχειρήσεων, θα απασχολούν το 78,2% τους συνόλου των εργαζομένων στις ελληνικές επιχειρήσεις και θα παράγουν το 46,6% της συνολικής προστιθέμενης αξίας (σε κόστος συντελεστών παραγωγής) που παράγει το σύνολο του μη οικονομικού & ασφαλιστικού κλάδου των ιδιωτικών επιχειρήσεων στη χώρα. Ας σημειωθεί ότι το 2016 η ετήσια συνολική δαπάνη για Έρευνα & Ανάπτυξη (R&D) των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα αντιστοιχούσε μόλις στο 11,7% (83,6 εκ.€) της συνολικής δαπάνης του επιχειρηματικού τομέα της οικονομίας στη χώρα (740,4 εκ.€).
• Την περίοδο 2008-2014 οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα υπέστησαν ισχυρότατο πλήγμα από την οικονομική κρίση. Συγκεκριμένα, το 2014 έναντι του 2008, έχασαν το 1/5 της δυναμικής τους (175.844 επιχειρήσεις), οδήγησαν στην ανεργία το 25,0% των εργαζομένων τους (498.486 εργαζόμενους) και απώλεσαν το 35,3% της προστιθέμενης αξίας τους (14,7 δισ.€).
• Ας σημειωθεί ότι στην κατηγορία των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων ανήκουν οι καινοφανείς επιχειρήσεις έντασης γνώσης, οι νεοφυείς επιχειρήσεις (startup) και οι τεχνοβλαστοί (spin-offs), αλλά και ευρύτερα η νεανική επιχειρηματικότητα καθώς και το σύνολο των φορέων της κοινωνικής & αλληλέγγυας οικονομίας στη χώρα.
Επιπλέον:
• Η αγορά εργασίας στην Ελλάδα δεν ανταμείβει το επίπεδο τεχνολογικής εξειδίκευσης των αποφοίτων της εκπαίδευσης, που είναι προσανατολισμένο σε σύγχρονα επιστημονικά πεδία σπουδών (με μικρές αποκλίσεις από τις μέσες τιμές της ΕΕ-28). Άτυπα όμως, έχει υιοθετήσει ένα μοντέλο που προκρίνει ως ικανοποιητικά προσόντα εργασίας: (α) τον μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, (β) τη γνώση της Αγγλικής σε επίπεδο Proficiency (αναγνωρισμένο δίπλωμα επάρκειας για διδασκαλία της Αγγλικής) και (γ) την τριετή προϋπηρεσία στο αντικείμενο. Ωστόσο, συνήθως το αντικείμενο εργασίας που προσφέρεται αντιστοιχεί «σε εξειδικευμένο απόφοιτο Επαγγελματικού Λυκείου & IEK (ISCED 3-4 voc), ενώ η προσφερόμενη εργασία αμείβεται με μισθό κατώτερο του αποφοίτου Γυμνασίου (ανειδίκευτου εργαζόμενου)».
• Η συγκεκριμένη τάση διογκώνει τα φαινόμενα του brain-drain (διαρροή εγκεφάλων στο εξωτερικό) και brain-waist (σπατάλη εγκεφάλων στην αγορά– αναντιστοιχία δεξιοτήτων), που ισχυροποιούνται κυρίως στις περιπτώσεις όπου το επίπεδο τεχνολογικής εξειδίκευσης της επιχείρησης (και τελικά του κλάδου και της αγοράς) είναι χαμηλότερο της προσφερόμενης.
- Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι σε αντίθεση με το μέσο ευρωπαϊκό όρο κυρίως ο δημόσιος τομέας της οικονομίας στην Ελλάδα (στον οποίο εντάσσεται και η τριτοβάθμια εκπαίδευση) επενδύει στην Έρευνα & Ανάπτυξη, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του ιδιωτικού τομέα είναι χαμηλότερο. Η αγορά φαίνεται να «αμύνεται» ακόμα για μια οικονομία έντασης εργασίας έναντι μιας οικονομίας έντασης γνώσης.
Τα παραπάνω ευρήματα συνδέονται κυρίως με την αδυναμία της οικονομίας να δημιουργήσει υψηλής προστιθέμενης αξίας θέσεις εργασίας, ενώ ταυτοχρόνως η μεγάλη έκταση του φαινομένου διαμορφώνει συνθήκες περαιτέρω εγκλωβισμού της οικονομίας στον αρνητικό της κύκλο.
Συγκεκριμένα, η μεγάλη πλειονότητα των θέσεων εργασίας δημιουργούνται σε κλάδους και επαγγέλματα χαμηλής προστιθέμενης αξίας, που απαιτούν μεσαία και χαμηλά εκπαιδευτικά προσόντα και δεξιότητες, όταν είναι γενικά αποδεκτό ότι η χώρα, για να βγει με ασφάλεια από την κρίση, χρειάζεται να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας υψηλής προστιθέμενης αξίας, με υψηλά εκπαιδευτικά προσόντα και δεξιότητες. Με άλλα λόγια, να δημιουργηθούν διαφορετικές θέσεις εργασίας από αυτές που δημιουργούνται.
Επιπλέον θα πρέπει:
- Να αυξηθεί η δημόσια και ιδιωτική επένδυση στην ανάπτυξη γνώσεων και δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού της χώρας.
- Να θεσπιστεί ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για τη στήριξη της διά βίου μάθησης – που θα περιλαμβάνει μια ισχυρότερη και καλύτερα χρηματοδοτούμενη επαγγελματική κατάρτιση σε σύνδεση με την αγορά εργασίας και διευρυμένες δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης.
- Να αναβαθμιστούν τα συστήματα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης με παράλληλη αναβάθμιση των ενδο-επιχειρησιακών και δια-επιχειρησιακών προγραμμάτων εκπαίδευσης/κατάρτισης.
- Να επανασχεδιαστεί το σύστημα Επαγγελματικής Κατάρτισης ως σύστημα διασφάλισης της ποιότητας και με κυρίαρχο ρόλο των κοινωνικών εταίρων.
Στο πλαίσιο του επανασχεδιασμού της ΕΚ θα πρέπει:
- Να επανιδρυθεί και να αναβαθμιστεί ο ρόλος του ΕΟΠΠΕΠ ως ο κατεξοχήν οργανισμός πιστοποίησης της επαγγελματικής κατάρτισης (προσόντα, δεξιότητες, δομές, εκπαιδευτές κλπ.)
- Να επανασχεδιαστεί το σύστημα πιστοποίησης των φορέων κατάρτισης εντάσσοντας ουσιαστικά, ποιοτικά και εκπαιδευτικά κριτήρια αξιολόγησης. Είναι αναγκαίο να γίνουν αντιληπτά όχι ως απλοί «πάροχοι υπηρεσιών», αλλά να υποστηριχθούν σε μια διαδικασία σταδιακής μετατροπής τους σε αυτοτελείς εκπαιδευτικές μονάδες οι οποίες σχεδιάζουν και υλοποιούν εκπαιδευτικά προγράμματα βασισμένα σε δεδομένα και προδιαγραφές που διασφαλίζουν την εγκυρότητά τους.
- Να διασυνδεθεί η Επαγγελματική Κατάρτιση με τον μηχανισμό διάγνωσης των αναγκών της αγοράς εργασίας, επαγγελμάτων, ειδικοτήτων και δεξιοτήτων.
- Να διασυνδεθεί στενότερα η επαγγελματική κατάρτιση με την αγορά εργασίας ως αναπόσπαστο στοιχείο σχεδιασμού και αξιολόγησης της αποτελεσματικότητάς της.
- Να επαναλειτουργήσει η διαδικασία πιστοποίησης επαγγελματικών περιγραμμάτων ως βάση για τον καθορισμό των δεξιοτήτων, του σχεδιασμού προγραμμάτων κατάρτισης, της πιστοποίησης των προσόντων κλπ. λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά εργαλεία αποτύπωσης δεξιοτήτων (π.χ. ESCO).
ethnos.gr