Καταστάσεις που θυμίζουν 2015 αρχίζει να ζει η πραγματική οικονομία τη στιγμή που επισήμως η ημερομηνία για το ενδεχόμενο τεχνικής συμφωνίας για τη δεύτερη αξιολόγηση έχει ήδη μετακινηθεί από τις 20 Μαρτίου στις 7 Απριλίου.
Το πρώτο σαφές δείγμα είναι η απροσδόκητη αύξηση κατά 300 εκατ. ευρώ του δανεισμού των τραπεζών από τον ELA λόγω της μείωσης των καταθέσεων κατά 2,8 δισ. ευρώ και της αύξησης των κόκκινων δανείων κατά 800 εκατ. Η επικεφαλής του ενιαίου ευρωπαϊκού εποπτικού μηχανισμού Ντανιέλ Νουί, η οποία θα βρίσκεται σήμερα στην Ελλάδα, εμφανίστηκε χθες αισιόδοξη -μάλλον για να μη χειροτερέψει την κατάσταση- θεωρώντας όμως μείζον θέμα τα κόκκινα δάνεια. Σε δήλωσή της τόνιζε χθες ότι η κατάσταση των ελληνικών τραπεζών έχει βελτιωθεί αισθητά. «Τώρα, η μείζων πρόκληση είναι να αντιμετωπιστούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια».
Ως γνωστόν, όμως, ο εξωδικαστικός μηχανισμός έκλεισε πριν από μία εβδομάδα και σύμφωνα με πληροφορίες το υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης προβλέπει την πλήρη εφαρμογή σε ορίζοντα εξαμήνου.
Το δεύτερο δείγμα ότι η αβεβαιότητα υπάρχει όχι μόνο στην πραγματική οικονομία αλλά και στο οικονομικό επιτελείο έρχεται από τα στοιχεία της εκτέλεσης του Προϋπολογισμού. Στην ανακοίνωση του ΓΛΚ για το πρώτο δίμηνο του χρόνου καταγράφονται ξανά πρωτογενές πλεόνασμα 2,1 δισ. ευρώ και 400 εκατ. υπέρβαση εσόδων. Το καμπανάκι κινδύνου όμως έρχεται από τις δαπάνες. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι πληρωμές του Δημοσίου υστερούν κατά 866 εκατ. ευρώ, δείγμα ότι το οικονομικό επιτελείο μεταχρονολογεί πληρωμές περιμένοντας καθυστέρηση στην εκταμίευση της δόσης, που αναμένεται από τον περασμένο Νοέμβριο.
Η εικόνα συμπληρώνεται αν στα παραπάνω προστεθεί και η ανησυχία ότι το πρώτο τρίμηνο του χρόνου δεν θα είναι πολύ καλύτερο από το τέταρτο τρίμηνο του 2016 παγιώνοντας την υφεσιακή τροχιά της οικονομίας.
Στην παρούσα φάση ένα από τα βασικά προβλήματα για την τεχνική συμφωνία στα μέτρα της δεύτερης αξιολόγησης είναι το εργασιακό. Κυβέρνηση και θεσμοί βρίσκονται σε πολύ μεγάλη απόσταση, με την ελληνική πλευρά να αναζητά και πάλι «πολιτική λύση». Υπέρ της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων τάχθηκε χθες και ο Γάλλος επίτροπος Πιέρ Μοσκοβισί αλλά και πάλι δεν εξήγησε πώς μπορεί να συνδυαστεί αυτό με τις απαιτήσεις που εγείρει το ΔΝΤ.
Με αυτά τα δεδομένα αποκλείεται προς το παρόν το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, που είναι μόνο ένα μέρος του δρόμου μέχρι και τη συνολική συμφωνία.
Η ατζέντα του Eurogroup που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα επιβεβαιώνει ότι και η σύνοδος των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης τη Δευτέρα θα αναλωθεί σε ό,τι αφορά την Ελλάδα στην επιβεβαίωση της προόδου που υπήρξε κατά τις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς.
eleftherostypos.gr
Η πιθανότητα να βρεθεί και πάλι η Ελλάδα κολλημένη στον τοίχο, όπως το καλοκαίρι του 2015, είναι ορατή καθώς ακόμα δεν έχει κλείσει η συμφωνία με τους δανειστές για τη δεύτερη αξιολόγηση και σε κάθε νέα συνάντηση με τους εκπροσώπους της τρόικα «πέφτει» στο τραπέζι και ένα νέο μέτρο.
Όπως όλα δείχνουν, η αξιολόγηση έχει πάει στην ημερομηνία που όλοι απεύχονταν, δηλαδή για το Μάιο.
Αν όμως η αξιολόγηση δεν κλείσει ούτε τότε και πάει μέχρι τον Ιούλιο, τότε έρχεται μνημόνιο 4 ή μνημόνιο …3 plus όπως έχει προειδοποιήσει και το γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.
Το θέμα είναι ότι… αχνοφαίνεται πως ίσως η ελληνική κυβέρνηση παίζει με τις ημερομηνίες των εκλογών στην Ευρώπη, τον Απρίλιο στη Γαλλία και τον Σεπτέμβριο στη Γερμανία πιστεύοντας πως καμιά χώρα δεν θα ρισκάρει Grexit και ίσως στο μεταξύ πετύχει καλύτερη συμφωνία.
Το ζήτημα είναι ότι από τις πρόσφατες συζητήσεις του Ευκλείδη Τσακαλώτου και των εκπροσώπων των Θεσμών το μόνο που ...επετεύχθη είναι η μείωση του αφορολόγητου, γεγονός που θα προσθέσει καινούρια βάρη στους φορολογούμενους που βάλλονται από παντού και η απαίτηση για νέα μείωση των ήδη πετσοκομμένων συντάξεων.
Τα σενάρια περικοπής της «προσωπικής διαφοράς» που μεταφράζονται σε νέες περικοπές συντάξεων, πρόκειται να τεθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων που ξεκινούν ήδη από σήμερα για το Ασφαλιστικό Η ελληνική πλευρά θα επιδιώξει οι όποιες μειώσεις πραγματοποιηθούν να είναι όσο γίνεται πιο τμηματικές και να πραγματοποιηθούν σε μεγάλο χρονικό εύρος.
Αρχής γενομένης από το 2020, η προσπάθεια που θα καταβληθεί είναι πειστούν οι δανειστές ότι είναι εφικτό το μοντέλο της προσωπικής διαφοράς να περικοπεί σταδιακά έως το 2023 και γιατί όχι, έως ακόμα και το 2025. Ακόμα και έτσι όμως, η απαίτηση να εξοικονομηθεί από το Ασφαλιστικό 0,75% του ΑΕΠ, δηλαδή 1,4 δισ. ευρώ, παραμένει αμετάβλητη.
Ερωτηματικό αποτελεί, αν θα υπάρξει πλαφόν στην περικοπή των κύριων συντάξεων, κατά το μοντέλο που εφαρμόστηκε για τις επικουρικές. Μεγάλοι χαμένοι από αυτή τη διαδικασία, εκτιμάται ότι θα είναι όσοι λαμβάνουν πάνω από 1.000 ευρώ κύρια σύνταξη. Οι μειώσεις θα κυμανθούν στα επίπεδα του 15 – 20% και θα επηρεαστούν περίπου 750.000 συνταξιούχοι.
Στη συντριπτική τους πλειονότητα θα είναι δημόσιοι υπάλληλοι που βγήκαν στη σύνταξη, αφού συμπλήρωσαν 35αετία, γιατροί, πανεπιστημιακοί, ένστολοι, αλλά και όσοι αποχώρησαν από την εργασία τους σε μικρή ηλικία και έλαβαν υψηλές συντάξεις (πρώην ΔΕΚΟ, τράπεζες). Σημαντικές απώλειες αναμένεται να υποστούν, από το 2020 και μετά και οι συνταξιούχοι που προέρχονται από το πρώην ΤΕΒΕ και οι οποίοι λάμβαναν προσαύξηση της σύνταξης ύψους 220 ευρώ. Μεγάλο «αγκάθι» αναμένεται να αποτελέσει και μια ενδεχόμενη περικοπή στην Εθνική Σύνταξη (384 ευρώ για όσους έχουν πάνω από 20 έτη ασφάλισης). Το ΔΝΤ φαίνεται να «καλοβλέπει» μια περαιτέρω μείωση, που αν φτάσει στα επίπεδα των 240 ευρώ, θα εξοικονομήσει άλλα 250 εκατ. ευρώ.
Οι αντιδράσεις που αναμένεται να προκληθούν όμως, εκτιμάται ότι θα είναι πολύ μεγάλες, αφού με τον τρόπο αυτό, η ήδη μικρή εθνική σύνταξη, θα μετατραπεί σε απλό φιλοδώρημα.
www.dikaiologitika.gr
Σήμερα αρχίζει το ματς και σε δύο ημίχρονα, δηλαδή δύο ξεχωριστές φάσεις, αλλά ενιαία ως σύνολο, θα εξελιχθεί η διαπραγμάτευση για την αξιολόγηση, ενώ δύο νέα στοιχεία πρόκειται να βάλει στο τραπέζι η ελληνική πλευρά.
Ας ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Η πρώτη φάση περιλαμβάνει τη συμφωνία για τα ζητήματα της αξιολόγησης, όπως Υπερταμείο, ενεργειακά, Δ.Ε.Η., εργασιακά, καθώς και τα δημοσιονομικά για το 2018 αποκλειστικά.
Για την πρώτη φάση, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι στο Eurogroup της περασμένης Δευτέρας, υπήρξε ένα πλαίσιο συμφωνίας, ένα περίγραμμα αυτής, μέσα στο οποίο θα κινηθούν οι διάφορες λύσεις που θα συζητήσουν τα τεχνικά κλιμάκια. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της συμφωνίας, είναι ότι δεν πρόκειται να μπουν στο τραπέζι άλλα ζητήματα από εκείνα που έχουν ήδη τεθεί.
Με τον τρόπο αυτό αποφεύγονται τυχόν κωλυσιεργίες από κάποιους, που ενδεχομένως θα ήθελαν να πετάξουν τη μπάλα στην εξέδρα. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι η συμφωνία είναι δεδομένη, αλλά ότι οι διαπραγματευτές θα κινηθούν σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, που έχει οριστεί με πολιτική απόφαση στο Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου.
Στη φάση αυτή τα τρία μεγάλα αγκάθια είναι τα εργασιακά και κυρίως ο ορισμός για την ευρωπαΐκή κανονικότητα, είναι επίσης τα ενεργειακά, καθώς και το δημοσιονομικό κενό που βλέπουν οι θεσμοί για το 2018.
Για το τελευταίο θέμα η ελληνική πλευρά έχει δύο άσσους στο μανίκι της, τους οποίους θα χρησιμοποιήσει για να περιορίσει το λογαριασμό για το 2018. Ο πρώτος άσσος είναι ασφαλώς η υπεραπόδοση του 2016 και το πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο μπορεί να φτάσει ακόμα και στο 2,2% του ΑΕΠ, σύμφωνα με ορισμένες τελευταίες εκτιμήσεις, αλλά όχι πάνω από αυτό το ποσοστό και οπωσδήποτε όχι στο 3%.
Το δεύτερο ατού της κυβέρνησης είναι τα στοιχεία για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του Ιανουαρίου του 2017, τα οποία δείχνουν ένα πρωτογενές αποτέλεσμα κοντά στο 1 δισεκατομμύριο ευρώ. Αυτή η επίδοση δίνει στην κυβέρνηση, λένε κυβερνητικοί παράγοντες, το επιχείρημα ότι η επίδοση του 2016 δεν ήταν τυχαία και συγκυριακή, αλλά ότι συνεχίζεται και το 2017. Και επομένως για το 2018 το κενό δεν είναι τόσο όσο λένε οι θεσμοί, αλλά πολύ μικρότερο ενδεχομένως να είναι και μηδενικό, υποστηρίζουν στελέχη της κυβέρνησης.
Η πρώτη φάση της διαπραγμάτευσης θεωρείται πιο βατή και εκτιμάται ότι είναι εφικτό το κλείσιμο της συμφωνίας σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Τα πράγματα είναι πιο σύνθετα και πιο δύσκολα στη δεύτερη φάση της διαπραγμάτευσης που αφορά στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα μετά το 2019. Εδώ τα δύο μεγάλα αγκάθια είναι η προνομοθέτηση της περικοπής του αφορολόγητου και των συντάξεων, καθώς και ο ορισμός του ύψους του πρωτογενούς πλεονάσματος και της χρονικής διάρκειας και βεβαίως τα αντισταθμιστικά μέτρα και πότε αυτά θα εφαρμόζονται.
Αυτή τη στιγμή κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα που θα οριστεί το αφορολόγητο, πως θα μειωθούν οι συντάξεις, πόσο είναι το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος, που θα απαιτηθεί για μετά το 2019 και βεβαίως για πόσα χρόνια.
Για το τελευταίο κυκλοφορεί και ένα «τρελό» σενάριο. Να υπάρξει τώρα προσωρινή συμφωνία για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για τρία χρόνια, η οποία συμφωνία θα οριστικοποιηθεί όταν θα γίνουν οι διαπραγματεύσεις για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα απομείωσης του χρέους. Οικονομικά ακούγεται λογικό. Πολιτικά όμως είναι «τρελό».
Εκείνοι που διακινούν αυτό το σενάριο, υποστηρίζουν πως έτσι θα μπορούσε να ξεπεραστούν οι σκόπελοι για την ένταξη της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ένα νέο στοιχείο το οποίο είναι πολύ πιθανόν να βάλει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης ελληνική κυβέρνηση, είναι το σχέδιο για την παραγωγική ανασυγκρότηση και τη δίκαιη ανάπτυξη, το οποίο συζητήθηκε σε σύσκεψη στου Μαξίμου την περασμένη Παρασκευή.
Μία τέτοια κίνηση υποστηρίζουν, θα μπορούσε να διευκολύνει τη συζήτηση στο σκέλος των αντισταθμιστικών μέτρων, καθώς και της αλλαγής του μίγματος οικονομικής πολιτικής.
Από την κυβέρνηση σε όλους τους τόνους επισημαίνουν, ότι δεν πρόκειται τα νέα μέτρα να εφαρμοστούν πριν από το 2019. Δεν πρόκειται το αφορολόγητο να περικοπεί το 2018 κατά ένα μέρος και το υπόλοιπο το 2019.
Στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι στο φορολογικό σκέλος, είναι πάρα πολύ πιθανό να υπάρξει μία νέα συνολική πρόταση και όχι απλή περικοπή του αφορολόγητου. Η λύση που θα δοθεί θα περιλαμβάνει αλλαγές στις κλίμακες στους συντελεστές, ενώ θα ληφθούν υπόψη οικογενειακά και κοινωνικά κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους του αφορολόγητου, όπως έχει ήδη γράψει πρώτο το newsit.gr την περασμένη εβδομάδα.
Όσον αφορά στις συντάξεις, η κυβέρνηση θα επιδιώξει να εφαρμοστούν τα όποια μέτρα ληφθούν από το 2020 και μετά, έως το 2025. Και λέμε τα όποια μέτρα ληφθούν, γιατί στην κυβέρνηση αρχίζουν να επεξεργάζονται και άλλες λύσεις, πέρα από την περικοπή της προσωπικής διαφοράς, που βάζει στο τραπέζι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με στόχο βεβαίως μία εξοικονόμηση της τάξης του 1% του Α.Ε.Π..
Στην ανάγκη ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους επιμένει το ΔΝΤ, ενώ θέτει ξανά το ζήτημα των πρωτογενών πλεονασμάτων της Ελλάδας.
Σε ανάρτηση στην ιστοσελίδα του ΔΝΤ, ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τομέα του ΔΝΤ Πόουλ Τόμσεν, ο Διευθυντής του Τομέα Αναλύσεων Μορίς Όμπσφελντ και ο επικεφαλής του Νομικού Τμήματος του ΔΝΤ Σόν Χέγκαν, υπογραμμίζουν ότι για να συμμετέχει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα θα απαιτηθεί μια εκ των προτέρων αξιόπιστη και πλήρως καταγεγραμμένη διαδικασία ελάφρυνσης του χρέους, η οποία -όπως αναφέρεται- θα σχετίζεται με ρεαλιστικούς στόχους πολιτικής και κυρίως με πρωτογενή πλεονάσματα που θα είναι σε επίπεδα που θα βελτιώνουν τη βιωσιμότητα του χρέους με την πάροδο του χρόνου και δεν θα είναι σε επίπεδα που θα διαταράσσουν την οικονομία.
Κάτι που δείχνει πως η επιστροφή της επικεφαλής του ΔΝΤ για την Ελλάδα Ντέλια Βελκουλέσκου στην Αθήνα για τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων για τη δεύτερη αξιολόγηση θα γίνει με όρους ΔΝΤ, όχι μόνον σε σχέση με τις διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και σε σχέση με τα πλεονάσματα και την αναδιάρθρωση του χρέους.
Στο άρθρο τους με τίτλο «Η ενασχόληση με το δημόσιο χρέος -Η Προοπτική του ΔΝΤ» οι κ.κ. Τόμσεν, Όμπσφελντ και Χέγκαν αναφέρουν τα εξής:
«Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι εφικτό, είτε πολιτικά είτε οικονομικά, το πρόβλημα να λυθεί μέσω της περαιτέρω σύσφιξης του ζωναριού (belt tightening)», σημειώνουν σχετικά και συνεχίζουν: «Οποιαδήποτε αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους πρέπει να συνοδεύεται από ρεαλιστικές παραδοχές, παρά από «ηρωικές» παραδοχές (σ.σ. το Ταμείο έχει χαρακτηρίσει έτσι τις προσπάθειες των Ελλήνων για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα) σχετικά με τις μελλοντικές προοπτικές ανάπτυξης, λαμβάνοντας υπόψη την πραγματικότητα ότι οι οικονομίες συχνά απαιτούν περισσότερο χρόνο για να ανακάμψουν από κρίσεις από ό, τι αρχικά αναμενόταν». Υπογραμμίζουν ότι όταν το δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο, το νομικό πλαίσιο του ΔΝΤ αποκλείει την παροχή οικονομικής στήριξης, εκτός εάν το πρόγραμμα περιλαμβάνει ειδικά μέτρα, – όπως συνήθως αναδιάρθρωση χρέους -που αντιμετωπίζουν αξιόπιστα το πρόβλημα βιωσιμότητας του χρέους σε μεσοπρόθεσμη περίοδο. Το σκεπτικό τους είναι το εξής: «Ένα πρόγραμμα που αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει το δυσβάσταχτο χρέος είναι πιθανό να επιδεινώσει τα προβλήματα, διότι θα δημιουργήσει περαιτέρω αβεβαιότητα σχετικά με το μέλλον του κράτους μέλους. Η αβεβαιότητα που δημιουργεί το μεγάλος απόθεμα χρέους επηρεάζει την πολιτική στήριξη στις μεταρρυθμίσεις, καθώς οι πολίτες μπορεί να θεωρήσουν πως οι θυσίες τους, γίνονται κατά κύριο λόγο για το όφελος των πιστωτών”. Προσθέτουν επίσης ότι η αβεβαιότητα που δημιουργείται από ένα άλυτο πρόβλημα χρέους μπορεί επίσης να αποτρέψει νέες επενδύσεις στην οικονομία, και ως εκ τούτου εμποδίζει την ανάκαμψη από την οποία εξαρτάται η επιτυχία του προγράμματος. Σημειώνουν ότι εκτός εάν το πρόγραμμα παρέχει ένα μονοπάτι ώστε η χώρα να ανακτήσει την πρόσβαση στις αγορές μεσοπρόθεσμα, το Ταμείο δεν θα είναι σε θέση να πει ότι το πρόγραμμα αυτό αντιμετωπίζει τα βασικά προβλήματα του κράτους με ουσιαστικό τρόπο.
Αναφορικά με την Ελλάδα οι αξιωματούχοι του Ταμείου γράφουν ότι:
Η αξιολόγηση της βιωσιμότητας όσον αφορά στην ικανότητα μιας χώρας να αποκαταστήσει την πρόσβαση αγορές είναι σχετική όταν η χώρα είναι μέλος μιας νομισματικής ένωσης. Εκτός αν υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες που προβλέπουν δημοσιονομικές μεταβιβάσεις μεταξύ των μελών της νομισματικής ένωσης, η χώρα δεν δύναται να επιλύει με βιώσιμο τρόπο τα προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών εφ ‘όσον πρέπει να εξαρτάται για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα από την υποστήριξη των άλλων μελών της Ένωσης. Έχει σημασία η προειδοποίησή τους ότι το ΔΝΤ είναι αυτό που καθορίζει εάν ένα χρέος είναι βιώσιμο ή όχι και κανένας άλλος. Γράφουν: «Επειδή η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους του ΔΝΤ είναι κεντρικής σημασίας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του Ταμείου το έργο αυτό είναι ευθύνη του ΔΝΤ. Μας απαγορεύεται να το αναθέσουμε σε κάποιον άλλο».
Αναφορικά με τις δύο κύριες μεθοδολογίες που χρησιμοποιεί το ΔΝΤ για να εκτιμήσει κατά πόσον το χρέος είναι βιώσιμο, γράφουν:
Η πρώτη μεθοδολογία ρωτά αν, μέχρι το τέλος του προγράμματος του ΔΝΤ και με το χρέος εξυπηρετείται με τους αρχικούς όρους, οι δείκτες χρέους προς το ΑΕΠ θα είναι αρκετά χαμηλοί ή σε μια αρκετά σαφή πτωτική πορεία για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πιστωτών και να επιτραπεί στην εκάστοτε κυβέρνηση να ξαναβγεί στις αγορές. Η δεύτερη μεθοδολογία, η οποία είναι ιδιαίτερα σημαντική όταν το χρέος έχει μακρά περίοδο ωρίμανσης και ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια, απαντά στο ερώτημα εάν οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για την πληρωμή τόκων και κεφαλαίου μπορούν εύλογα να καλυφθούν από την έξοδο της χώρας στις αγορές.
Γράφουν ακόμα ότι το Ταμείο είναι αυτό που αποφασίζει για το ύψος των πλεονασμάτων: «Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό στις προβλέψεις μας για την δυνατότητα της αποπληρωμής του χρέους, να μπορούμε ρεαλιστικά να καθορίζουμε τα πρωτογενή πλεονάσματα σε επίπεδα που βελτιώνουν τη βιωσιμότητα του χρέους με την πάροδο του χρόνου, παρά σε επίπεδα που θα διαταράξουν την οικονομία τόσο σοβαρά που τα φορολογικά έσοδα στην πραγματικότητα θα υποχωρήσουν και οι δημοσιονομικοί στόχοι θα εγκαταλειφθούν. Ως εκ τούτου η κρίση μας θα βασιστεί τόσο στις συνθήκες της χώρας όσο και στην εκτεταμένη εμπειρία μας. Το πλαίσιο του Ταμείου απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη τόσο οι κίνδυνοι για την εφαρμογή του προγράμματος, όσο και οι οικονομικές προβλέψεις». Οι κ. Τόμσεν, Όμπσφελντ και Χέγκαν σημειώνουν ότι όταν τα κρατικά χρέη είναι μη βιώσιμα, εκτός από την περίπτωση που υπάρχει διαθέσιμη χρηματοδότηση, η ελάφρυνση του χρέους σε κάποιο βαθμό, σε συνδυασμό με ένα ισχυρό, αλλά αξιόπιστο πρόγραμμα προσαρμογής, είναι το μόνο μέσο για προκύψει το καλύτερο από μια κακή κατάσταση.
«Προσποιούμενοι ότι μη βιώσιμα χρέη μπορούν να αποπληρωθούν αυτό υποσκάπτει την αποτελεσματικότητα των προσπαθειών προσαρμογής του οφειλέτη, οδηγώντας τελικά όλους τους εμπλεκομένους στο να χάσουν περισσότερα από ό, τι αν είχαν αντιμετωπίσει εγκαίρως τα γεγονότα», υποστηρίζουν χαρακτηριστικά τα στελέχη του Ταμείου.
Πηγή: mignatiou.com