Σε «κουρεμένο» πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας φαίνεται ότι καταλήγουν κυβέρνηση και θεσμοί. Ενστάσεις των θεσμών για την επιδότηση δανείου ωστόσο θεωρείται ότι θα ξεπεραστεί.
Η κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι θα καταθέσει στη Βουλή το νομοσχέδιο και παρουσιάζεται αποφασισμένη να επιμείνει στη βάση της συμφωνίας που είχε με τις τράπεζες αλλά θεωρείται πλέον δύσκολο και ριψοκίνδυνο να νομοθετήσει μονομερώς η κυβέρνηση.
Σύμφωνα με πηγές από την πλευρά των δανειστών, έχει σημειωθεί αξιόλογη πρόοδος σε τεχνικό επίπεδο και παραμένουν ανοικτά μόνο συγκεκριμένα θέματα, τα οποία εκτιμάται ότι θα κλείσουν σε πολιτικό επίπεδο. Οι επαφές κυβέρνησης - δανειστών για το νέο πλαίσιο ξεκίνησαν την περασμένη Παρασκευή και θα συνεχιστούν μέχρι το ΕuroWorking Group της 25ης Μαρτίου προκειμένου να γεφυρωθούν οι όποιες διαφορές. Η ψήφιση του νομοσχεδίου αναμένεται να γίνει την επόμενη εβδομάδα, οπότε και ανάλογα με τις εξελίξεις στο ΕuroWorking Group θα γίνουν οι κατάλληλες προσαρμογές στο τελικό κείμενο του νομοσχεδίου.
Σε κάθε περίπτωση, ο όγκος των δανειοληπτών που θα μπορούν να ενταχθούν στο πλαίσιο προστασίας μειώνεται σημαντικά σε σχέση με το αρχικό σχέδιο που έθετε κάτω από την ομπρέλα του δάνεια 11 δισ. ευρώ.
Όσον αφορά το μέτρο με την επιδότηση δανείου, οι θεσμοί θεωρούν ότι το καθεστώς της επιδότησης είναι συγκεχυμένο και ασαφές και θέτουν ζήτημα τόσο χρονικής διάρκειας όπου θα χορηγείται η επιδότηση όσο και παρακολούθησης της οικονομικής κατάστασης του δανειολήπτη.
Εστω ότι ένας οφειλέτης έχει ένα στεγαστικό δάνειο, ύψους 100.000 ευρώ. Μέχρι σήμερα η όποια συμφωνία με την τράπεζα για «κούρεμα» 30% θα ίσχυε στο τέλος της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου
«Κούρεμα» της τάξεως του 20% με 30%, που, όμως, δεν θα εφαρμόζεται συνολικά στο τέλος της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου -όπως γινόταν μέχρι σήμερα-, αλλά θα επιμερίζεται ανά έτος, σχεδιάζουν να προτείνουν μαζικά οι τράπεζες στους οφειλέτες με κόκκινα στεγαστικά.
Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, το γεγονός ότι το ποσοστό των προβληματικών στεγαστικών δανείων έχει εκτοξευτεί σήμερα στο 44,3% του συνόλου του επίμαχου χαρτοφυλακίου (27,5 δισ. ευρώ σε σύνολο 60 δισ. ευρώ) έναντι μόλις 3,9% σε προ κρίσης εποχές, σε συνδυασμό με την «αποτυχία» των παραδοσιακών ρυθμίσεων, όπως, άλλωστε, αποδεικνύει και ο δείκτης αθέτησης (default rate), που κινείται υψηλότερα σε σχέση με το δείκτη αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης, ανάγκασε τα ιδρύματα να προσανατολιστούν προς μία πιο «εμπροσθοβαρή» τακτική.
Τα οφέλη
«Οι νέες ρυθμίσεις, που ξεκίνησαν να εφαρμόζονται από το δ’ τρίμηνο του 2018, αλλά θα επικοινωνηθούν πιο μαζικά το αμέσως επόμενο διάστημα, ενέχουν όφελος, τόσο για τους οφειλέτες όσο και για τις τράπεζες. Οι πρώτοι έχουν ένα επιπλέον κίνητρο να είναι συνεπείς, αφού το «κούρεμα» δίδεται σε ετήσια βάση, και οι δεύτερες είναι μεν υποχρεωμένες να λάβουν τις προβλέψεις -αφού πρόκειται για συμβατική υποχρέωση-, εντούτοις περνούν μεγάλο μέρος των κόκκινων στεγαστικών δανείων στο… πράσινο, ενώ μειώνουν και τον αριθμό όσων εξ αυτών υποτροπιάζουν», τονίζουν στον Ελεύθερο Τύπο οι παραπάνω πηγές.
Υπενθυμίζεται ότι το θέμα των δανείων που… ξανασκάνε απασχολεί και την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), η οποία στην πρόσφατη Ενδιάμεση Εκθεση Νομισματικής Πολιτικής ανέφερε τα εξής: «Ανησυχητικά υψηλό παραμένει το ποσοστό των δανείων, που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης, αλλά εμφάνισαν και πάλι καθυστέρηση, μετά τη συνομολόγηση της ρύθμισης. Σε μεγάλο μέρος των ρυθμίσεων, τόσο βραχυπρόθεσμου όσο και μακροπρόθεσμου τύπου, η καθυστέρηση εμφανίζεται μόλις ένα τρίμηνο μετά την εφαρμογή της ρύθμισης».
Ο μηχανισμός…
Εστω ότι ένας οφειλέτης έχει ένα στεγαστικό δάνειο, ύψους 100.000 ευρώ. Μέχρι σήμερα η όποια συμφωνία με την τράπεζα για «κούρεμα» 30% θα ίσχυε στο τέλος της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου, για παράδειγμα τη 10ετία, με τη μηνιαία δόση να ρυθμίζεται βάσει του υπολοίπου, ήτοι τις 70.000 ευρώ. Με τη νέα ρύθμιση, η πιστώτρια δεσμεύεται να δώσει το ίδιο haircut, επιμερισμένο, ωστόσο, ανά έτος. «Κάθε χρόνο, δηλαδή, ο οφειλέτης θα λαμβάνει την αντίστοιχη άφεση χρέους, χωρίς να περιμένει τη λήξη της σύμβασης», εξηγούν οι ίδιες πηγές και προσθέτουν: «Δεδομένου, δε, ότι η διαγραφή αφορά σε τόκους, τότε αυτοί μπορεί να καταγραφούν στην απαίτηση, αλλά να μη ληφθούν υπόψη στη διαμόρφωση της δόσης. Οι τόκοι, δηλαδή, που προσετίθεντο στο άληκτο κεφάλαιο σε περίπτωση, για παράδειγμα, εφαρμογής περιόδου χάριτος, πλέον θα διαγράφονται στο τέλος κάθε έτους».
Εάν ο δανειολήπτης για τον οποιοδήποτε λόγο δεν καταφέρει να είναι συνεπής, τότε ενεργοποιείται η «δικλίδα ασφαλείας», που επαναφέρει, ουσιαστικά, το δάνειο στο πρότερο καθεστώς. «Αυτό σημαίνει ότι πλέον η τράπεζα έχει το δικαίωμα να αναπροσαρμόσει τη στρατηγική της, επιλέγοντας μεταξύ της τιτλοποίησης του δανείου ή του πλειστηριασμού του ακινήτου», καταλήγουν οι ίδιες πηγές.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου