Εκτός αγορών οδηγούν την Ελλάδα οι προβλέψεις του ΔΝΤ για την μελλοντική πορεία των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων, που κινούνται στο 4,5% για φέτος, και μεταξύ 5% και 6% από το 2019 έως και το 2060!
Στην επισήμανση αυτή, που δεν έχει αναδειχθεί αρκετά, προχωρά ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γιώργος Παγουλάτος, μιλώντας για ένα από τα πλέον ανησυχητικά μηνύματα της έκθεσης του Ταμείου, που μένει φυσικά να επαληθευτεί. "Όταν το κόστος δανεισμού μιας χώρας κινείται μεταξύ 5,5%-6%, είναι πρακτικά αδύνατο, αυτή, να απευθυνθεί στους επενδυτές, δεδομένης και της χαμηλής της ανάπτυξης", σημειώνει χαρακτηριστικά.
Επιχειρώντας να ερμηνεύσει τις αιτίες για τις απαισιόδοξες προβλέψεις του Ταμείου, θεωρεί ότι αυτό συνυπολόγισε μια σειρά από παράγοντες, τόσο εξωγενείς, όσο και εσωτερικούς, όπως για παράδειγμα ότι ενόψει ΔΕΘ, με δεδομένη και τη πολιτική ζημιά που υπέστη από τις φονικές πυρκαγιές η κυβέρνηση Τσίπρα, η τελευταία αναμένεται να προβεί σε εξαγγελίες με ακόμη πιο έντονο προεκλογικό χαρακτήρα, ενισχύοντας περαιτέρω την επιφυλακτικότητα των επενδυτών.
Σχολιάζει επίσης τις προβλέψεις του Ταμείου για αναιμικό ρυθμό ανάπτυξης 1% μακροπρόθεσμα, σημειώνοντας ότι αυτό λειτουργεί εντελώς αποθαρρυντικά για έναν επενδυτη που προσβλέπει σε αποδόσεις σε βάθος χρόνου, και τονίζει ότι για να ανατραπεί η εικόνα, πρέπει να μπουν άμεσα μπροστά τα μεγάλα projects, όπως το Ελληνικό. Απόδειξη πάντως ότι η έκθεση δεν κόμισε τίποτα το καινούργιο, πέραν των όσων ήξεραν ήδη οι αγορές, αποτελεί, το γεγονός ότι το επιτόκιο του ελληνικού 10ετούς παρέμεινε καρφωμένο στο 3,9%.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Στην έκθεσή του το ΔΝΤ, προβλέπει μακροπρόθεσμη ανάπτυξη 1% για την Ελλάδα. Τι σήμα στέλνει αυτό σε αγορές και επενδυτές;
Η πάγια προσέγγιση του ΔΝΤ είναι ότι ο μακροπρόθεσμος ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας θα είναι χαμηλός, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού που οδηγεί σε μείωση του εργατικού δυναμικού, του χαμηλού ποσοστού απασχόλησης, της επενδυτικής υστέρησης, και της χαμηλής παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας. Ως επιπλέον παράγοντα το ΔΝΤ προβλέπει μια μεταρρυθμιστική κόπωση.
Αυτός είναι και ο λόγος που ανέκαθεν το Ταμείο τάσσονταν υπέρ χαμηλότερων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, έτσι ώστε να υπάρξει μεγαλύτερο δημοσιονομικό περιθώριο για την διευκόλυνση της ανάπτυξης. Δεν εισακούστηκε, όπως γνωρίζουμε.
Τέτοια λοιπόν προοπτική, όπως η πρόβλεψη για πραγματικό ρυθμό ανάπτυξης 1% μακροπρόθεσμα, λειτουργεί αποθαρρυντικά για τις επενδύσεις, καθώς αυτές έρχονται σε μια οικονομία όταν βλέπουν θετικές προοπτικές. Οχι μόνο βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες, αλλά και μακροπρόθεσμες, ιδίως αν μιλάμε για τις άμεσες ξένες επενδύσεις που προσβλέπουν σε θετικές αποδόσεις σε ένα βάθος χρόνου.
Τι πρέπει να κάνει επομένως η Ελλάδα για να διαψεύσει τέτοιες εκτιμήσεις;
Αν υπάρχει πλέον κάποια λύση, είναι να επικεντρωθεί η Ελλάδα ακριβώς στα παραπάνω: Την αύξηση της απασχόλησης (εστιάζοντας, για παράδειγμα, στη σχέση εκπαίδευσης/ κατάρτισης -αγοράς εργασίας), τις μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν την παραγωγικότητα της οικονομίας, και την προσέλκυση επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα.
Σαν αρχή η χώρα πρέπει να στείλει ισχυρά μηνύματα ότι μπαίνουν μπροστά οι μεγάλες επενδύσεις, όπως το Ελληνικό. Ή να προσελκύσει ορισμένες εμβληματικές άμεσες ξένες επενδύσεις, ώστε να αντιστραφεί από αρνητικό σε θετικό το συνολικό «αφήγημα» της ελληνικής οικονομίας ως διεθνούς επενδυτικού προορισμού.
Αυτό απαιτεί πολλές συντονισμένες κρατικές ενέργειες σε διάφορα πεδία (από τη φορολογία και την αδειοδότηση μέχρι τη γενικότερη λειτουργία της γραφειοκρατίας), και ένα διαφορετικό πολιτικό σήμα από το σύνολο της κυβέρνησης. Τότε μόνο θα εισπράξουν οι αγορές και οι επενδυτές ένα θετικό σινιάλο, ότι κάτι επιτέλους αλλάζει στον πλανήτη Ελλάδα.
Εντύπωση προκαλεί πάντως η μεγάλη απόκλιση ως προς τις προβλέψεις για την πορεία των ελληνικών επιτοκίων ανάμεσα σε Κομισιόν και ΔΝΤ. Πώς τη σχολιάζετε;
Είναι πράγματι εντυπωσιακά μεγάλη η απόκλιση των εκτιμήσεων μεταξύ ΕΕ και ΔΝΤ σχετικά με τα επιτόκια της αγοράς, δηλαδή το κόστος χρήματος, όχι μόνο σε ό,τι αφορά τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες υποθέσεις του ΔΝΤ, αλλά ακόμα και τις βραχυχρόνιες.
Απόκλιση που στο βασικό σενάριο ανάμεσα στους δύο θεσμούς, φτάνει για το 2018, φτάνει το 1,2%. Το μεν ΔΝΤ μιλά για κόστος χρήματος 4,5% φέτος (3,96% χθες η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου), ενώ η Κομισιόν για 3,2% !
Οι προβλέψεις του ΔΝΤ και για τα αμέσως επόμενα χρόνια κάνουν λόγο για απαγορευτικά και ασύμφορα επιτόκια, που εάν επαληθευτούν καθιστούν εξαιρετικά δυσχερή την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές. Προβλέπει επιτόκια 5,3% το 2019, 5,5% το 2020, 5,8% το 2023, 5,7% το 2027, 5,6% το 2030.
Στην ουσία το ΔΝΤ θεωρεί επισφαλή την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές. Οταν το κόστος δανεισμού κινείται μεταξύ 5,5-6%, πως να απευθυνθεί μια χώρα στους επενδυτές, δεδομένης και της χαμηλής ανάπτυξης; Και οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων επηρεάζουν και το γενικότερο κόστος χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.
Αν το ΔΝΤ κόμιζε καλά νέα για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και για τις προοπτικές της οικονομίας, τότε οι αγορές δεν θα το εκλάμβαναν ως θετικό σήμα; Δεν θα είχαμε δει ήδη από χθες μια αποκλιμάκωση του επιτοκίου του ελληνικού 10ετούς ομολόγου;
Πράγματι. Στον απόηχο της έκθεσης, το επιτόκιο παρέμεινε καρφωμένο στο 3,95%. Ισως γιατί οι αγορές είχαν προεξοφλήσει την έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα. Διότι προφανώς δεν διάβασαν κάτι που δεν το περίμεναν, κάτι το εξαιρετικά θετικό και καινούργιο. Αναμενόταν δηλαδή ότι το βασικό σενάριο του ΔΝΤ θα ήταν ταυτόσημο με το δυσμενές της ΕΕ, κάτι που ενόχλησε και την ελληνική κυβέρνηση. Αναμενόταν επίσης ότι το χρέος μακροπρόθεσμα δεν θα είναι βιώσιμο με τα υπάρχοντα δεδομένα, και πως το πακέτο του Eurogroup δεν είναι επαρκές. Επομένως, οι αγορές δεν εξεπλάγησαν αρνητικά, αλλά η έκθεση δεν φαίνεται να περιείχε και κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως θετική έκπληξη.
Επομένως τι να περιμένουμε σε επίπεδο αγορών από το Σεπτέμβριο;
Εκτιμώ ότι δεν θα υπάρξουν θετικές εξελίξεις ως προς το επιτόκιο, ειδικά ενόψει της ΔΕΘ. Οσοι παρακολουθούν από κοντά την ελληνική πραγματικότητα, και οι περισσότεροι ξένοι επενδυτές έχουν αποκτήσει πλέον αρκετά καλή εξοικείωση μαζί της, προεξοφλούν ότι οι εξαγγελίες Τσίπρα στη ΔΕΘ, με δεδομένη και τη πολιτική ζημιά που υπέστη από τις φονικές πυρκαγιές, θα έχουν ακόμη πιο έντονη προεκλογική χροιά απ’ ό,τι ήδη αναμένονταν.
Αυτό υπό κανονικές συνθήκες τείνει να αυξάνει τα επιτόκια χρηματοδότησης της κυβέρνησης από τις αγορές, και σίγουρα ενισχύει την επιφυλακτικότητα των επενδυτών απέναντι στα κρατικά ομόλογα.
Πιθανόν εξηγεί και τις αρνητικές εκτιμήσεις του ΔΝΤ σχετικά με την πορεία του επιτοκίου των ομολόγων για το 2018 και 2019. Επίσης κρίσιμοι θα είναι και άλλοι εξωτερικοί παράγοντες, όπως μια απότομη αύξηση των διεθνών επιτοκίων, ή ο προϋπολογισμός που θα καταθέσει η ιταλική κυβέρνηση τον Οκτώβριο, που θα μπορούσε να επιβαρύνει περαιτέρω το κλίμα για τις αγορές ομολόγων της Ευρωπεριφέρειας. liberal.gr