Ανάμεσα στους ηγέτες με... σιδηρά πυγμή περιλαμβάνονται ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο Κινέζος ομόλογός του, Σι Τζινπίνγκ, ο Ρώσος
Βλαντίμιρ Πούτιν, αλλά και ο Αιγύπτιος Φατάχ αλ Σίσι. Από τη λίστα απουσιάζει το όνομα του Αμερικανού προέδρου Μπάρακ Όμπαμα.
Όπως επισημαίνει ο αρθρογράφος των FT Φίλιπ Στίβενς από τον κατάλογο δεν μπορούν να λείψουν και οι πιο φιλελεύθερες και δημοκρατικές φιγούρες όπως ο
Ναρέντρα Μόντι στην Ινδία και ο Σίνζο Άμπε στην Ιαπωνία, οι οποίοι δεν δείχνουν διατεθειμένοι να υπονομεύσουν τη φιλελεύθερη συνταγματική τάξη στις χώρες τους.
Ο συνδετικός κρίκος των πιο ισχυρών πολιτικών ηγετών του 2014 που επέλεξαν οι Financial Times είναι η πολιτική τους στις διακρατικές σχέσεις και την εθνική κυριαρχία που παραπέμπει περισσότερο σε προσεγγίσεις του 19ου αιώνα παρά του 20ούΟ συντάκτης σημειώνει ότι αυτό που συνδέει τους πολιτικούς αυτούς είναι μια προσέγγιση των διακρατικών σχέσεων και της εθνικής κυριαρχίας που παραπέμπει περισσότερο στον 19ο αιώνα παρά στο δεύτερο μισό του 20ού.
«Μερικοί θα προσέθεταν σε αυτόν τον κατάλογο και τον
Βενιαμίν Νετανιάχου. Παρά τις διαφορές τους, ο τελευταίος νιώθει πιο άνετα με τον Πούτιν παρά με τους φιλελεύθερους της Ευρώπης», γράφει ο Στίβενς.
Την ίδια ώρα, επισημαίνει πως η κατάρρευση του σοβιετικού κομμουνισμού υποτίθεται ότι θα οδηγούσε σε μια φιλελεύθερη διεθνιστική τάξη. «Η Ρωσία θα ευημερούσε ως εταίρος της Δύσης και η Κίνα θα αναγορευόταν σε μια υπεύθυνη υπερδύναμη. Νέες δυνάμεις θα συνειδητοποιούσαν ότι οι κανόνες ωφελούν τους πάντες. Οι πιο αισιόδοξοι διεθνιστές έβλεπαν την Ευρώπη ως τον χώρο ενός μεταμοντέρνου πολυπολισμού και μιας μοιρασμένης εθνικής κυριαρχίας».
Ωστόσο, όπως αναφέρει το δημοσίευμα, οι ισχυροί άνδρες προτιμούν τον ανταγωνισμό από τη συνεργασία ως τη φυσική τάξη των πραγμάτων. «Είναι μάλλον εθνικιστές παρά διεθνιστές. Και στην περίπτωση της Κίνας και της Ρωσίας, είναι ανερυθρίαστα αναθεωρητές», τονίζουν οι Financial Times.
Εξηγούν δε, ότι στις περισσότερες ανεπτυγμένες δημοκρατίες, ο εθνικισμός (σε αντίθεση με τον πατριωτισμό) παραπέμπει σε μια πολιτική κατάχρηση. Για τον Σι και τον Πούτιν, αντίθετα, είναι ένας τρόπος να αποσπούν υποστήριξη στο εσωτερικό και ένα εργαλείο για την επικράτηση των εθνικών συμφερόντων έναντι των οικουμενικών αξιών. Η οικονομία αποτελεί γι' αυτούς ένα εργαλείο για την άσκηση εξουσίας.
Παράλληλα, το μεγάλο επίτευγμα της Ευρώπης, σύμφωνα με τον Στίβενς, είναι ότι άφησε την ιστορία πίσω της. «Οι ισχυροί άνδρες δεν βλέπουν τον λόγο να απολογηθούν για το παρελθόν. Είναι πολύ απασχολημένοι με το να ξαναγράφουν τα σχολικά εγχειρίδια. Αν ο Άμπε έχει απλώς βαρεθεί να απολογείται, ο Σι θέλει να λύσει λογαριασμούς γυρίζοντας στους πολέμους του οπίου και ο Πούτιν θέλει να εκδικηθεί για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης», γράφει χαρακτηριστικά.
Όλα αυτά είναι οικεία σε όσους έχουν μελετήσει τις μεγάλες μάχες εξουσίας του 19ου αιώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι αξιωματούχοι στο Πεκίνο επικαλούνται το δόγμα Μονρόε του 1823 και την οικοδόμηση της αμερικανικής ναυτικής δύναμης στις αρχές του 20ού αιώνα ως προηγούμενα για την προσπάθεια του Πεκίνου να εδραιώσει την κυριαρχία του στον δυτικό Ειρηνικό. Οι μεγάλες δυνάμεις ελέγχουν τη γειτονιά τους, λένε. Έτσι παίζεται το παιχνίδι. Ο Πούτιν και ο Σι δεν κάνουν κάτι διαφορετικό.
Θα ήταν λάθος, όπως εξηγεί ο αρθρογράφος, να θεωρήσει κανείς ότι η άνοδος των ισχυρών ανδρών αποτελεί μια μη αντιμετωπίσιμη πρόκληση προς τη Δύση. «Ο Ερντογάν μπορεί να ήταν όλο χαμόγελα όταν δέχθηκε τον Πούτιν στην Άγκυρα, αλλά η Τουρκία αποτελεί ένα ισχυρό μέλος του ΝΑΤΟ.
Η φιλοδοξία του Άμπε να ανοικοδομήσει τη στρατιωτική ισχύ της Ιαπωνίας αποσκοπεί στην αντίκρουση της Κίνας. Οι μεθοριακές διαμάχες με το Πεκίνο στα Ιμαλάια οδηγούν τον Μόντι να αναζητεί πιο θερμές σχέσεις με τις ΗΠΑ», επισημαίνει ο Στίβενς.
Εξηγεί, μάλιστα, πως αυτό που δείχνουν οι ηγέτες αυτοί είναι ότι το πολυμερές μοντέλο του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα θα αποτελέσει μάλλον ένα ιστορικό διάλειμμα παρά μια νέα φάση στις διακρατικές σχέσεις.
Ολοκληρώνοντας, αναφέρει ότι η παγκοσμιοποίηση βρίσκεται ήδη σε υποχώρηση, με τον Καντ να παραμερίζει για να περάσει ο Χομπς και τη Δύση να μαθαίνει πώς είναι να ζεις σε έναν σκληρό κόσμο.