Σκληρή αντιπαράθεση με πέντε κόκκινες γραμμές βρίσκεται σε εξέλιξη ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους δανειστές προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία στο σημερινό Eurogroup.
Πρόκειται για τα προαπαιτούμενα της πέμπτης αξιολόγησης που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς η χώρα οδηγήθηκε στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, και αφορούν το 30% των «τοξικών» δεσμεύσεων του μνημονίου, σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσε ο υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης. Αυτά αφορούν:
1) Στην αλλαγή του ΦΠΑ, με την κατάργηση των χαμηλών συντελεστών και των εκπτώσεων στα νησιά, καθώς επίσης και την υπαγωγή προϊόντων και υπηρεσιών σε αυξημένους συντελεστές.
2) Στη μείωση των μη μισθολογικών επιδομάτων στο δημόσιο (υπερωρίες, εκτός έδρας).
3) Στην αλλαγή της νομοθεσίας για την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
4) Στην αλλαγή του πλαισίου για τη συνδικαλιστική δράση, με την επιβολή περιορισμών στην πραγματοποίηση απεργιών.
5) Στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, που προέβλεπε νέες περικοπές σε επικουρικές συντάξεις, περιορισμό του κράτους στη χρηματοδότηση των ταμείων και καθιέρωση ρήτρας μηδενικού ελλείμματος στα ασφαλιστικά ταμεία.
Αντίθετα, η κυβέρνηση εμφανίζεται διατεθειμένη να υιοθετήσει «μνημονιακά» προαπαιτούμενα που έχουν σχέση με τον Κώδικα Δεοντολογίας για τις τράπεζες, τις αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τη μελέτη του ΟΟΣΑ για το Δημόσιο, την πάταξη της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής, τη μεταρρύθμιση στο μισθολόγιο του Δημοσίου και την καθιέρωση περιουσιολογίου.
Με τη φωτογραφία του νέου έλληνα πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στο εξώφυλλο και τον προκλητικό τίτλο «Αλέξης Τσίπρας: Γιατί πρέπει να πληρώσουμε για εκείνον;» κυκλοφορεί το ιταλικό περιοδικό Panoroma.
Στο σχετικό δημοσίευμα του περιοδικού τονίζεται ότι ενώ η Ελλάδα πρέπει να επιστρέψει 600 ευρώ σε κάθε Ιταλό (συμπεριλαμβανομένων των νεογέννητων), ο νέος έλληνας πρωθυπουργός θέλει να μετατρέψει το χρέος της σε τίτλους, ενώ δεν είναι διατεθειμένος να κάνει περικοπές και μεταρρυθμίσεις και για αυτό «δεν θα μας επιστρέψει τα χρήματα» αναφέρει το δημοσίευμα.
«Ο κ. Τσίπρας θέλει περισσότερα χρήματα χωρίς να κάνει τομές και μεταρρυθμίσεις. Πρόκειται για ένα εκβιασμό για να βάλει σε κρίση την Ευρώπη», αναφέρει μεταξύ άλλων το δημοσίευμα.
thetoc.gr
Αποκαλυπτική είναι η έκθεση της Barclays για τις οικονομικές συνέπειες εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.
Η Γερμανία θα επιβαρυνθεί περισσότερο από ένα ενδεχόμενο Grexit, με τη... λυπητερή να αγγίζει τα 92 δισ. ευρώΌπως επισημαίνεται σε δημοσίευμα της ιταλικής εφημερίδας «La Repubblica», μόνο για την Ιταλία (η οποία καλύπτει το 17% του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΚΤ), το ύψος των ζημιών διαμορφώνεται στα 61,2 δισ. ευρώ, χρήματα που αντιστοιχούν στο 3,8% του ιταλικού ΑΕΠ. Στην πρώτη θέση βρίσκεται η Γερμανία (εξού και η εμμονή στη λιτότητα και στο πρόγραμμα). Ειδικότερα, η… λυπητερή για το Βερολίνο αγγίζει τα 92 δισ. ευρώ, με τη Γαλλία να ακολουθεί με 70 δισ. ευρώ. Στην ίδια έκθεση επισημαίνεται επίσης ότι η ζημιά ενός Grexit αντιστοιχεί στο 4,3% του ΑΕΠ για την Εσθονία, στο 4,2% για τη Σλοβακία και στο 5,3% για τη Μάλτα.
Παράλληλα, στελέχη της Barclays ανεβάζουν κατακόρυφα τις πιθανότητες εξόδου της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ, επισημαίνοντας ότι η κατάσταση είναι χειρότερη σε σχέση με την αντίστοιχη το 2012 και την επεισοδιακή Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Κάννες. Ειδικότερα, από 0-10%, ο κίνδυνος ενός Grexit τοποθετείται πλέον στο 20-30%.
Η έξοδος από την Ευρωζώνη συνοδεύεται από την κοπή εθνικού νομίσματος, πρακτική η οποία σε αρκετές περιπτώσεις βοήθησε την εκάστοτε χώρα να μειώσει το δημόσιο χρέος της. Ωστόσο, στην έκθεση της Barclays επισημαίνεται πως δεν είναι σίγουρο πως κάτι τέτοιο θα ισχύει και για την Ελλάδα.
Όπως επισημαίνεται, σε περίπτωση παραμονής στο ευρώ το χρέος θα μειωθεί από το 175% που είναι τώρα στο 120% το 2020, με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει «πάγωμα» των τόκων για τα επόμενα 20 χρόνια. Την ίδια στιγμή, σε περίπτωση εξόδου από την Ευρωζώνη, το ελληνικό χρέος θα πέσει στο 155% το 2020, για να διαμορφωθεί στο 123% το 2030.
zougla.gr
Οι Ελληνες εργάζονται 5,5 ώρες περισσότερο την εβδομάδα από ό,τι κατά μέσο όρο εργάζονται οι υπάλληλοι στην Ευρωζώνη, υποστηρίζει η Eurobank στο δελτίο της «7 ημέρες οικονομία».
Σύμφωνα με την τράπεζα, από το πρώτο τρίμηνο του 2008 μέχρι και το τρίτο τρίμηνο του 2014, ο μέσος εβδομαδιαίος αριθμός ωρών εργασίας παρουσίασε πολύ μικρές μεταβολές και συγκεκριμένα το μέγιστο ήταν στις 42,6 ώρες, ενώ το ελάχιστο ήταν στις 41,8. Το στοιχείο αυτό αποδεικνύει «ότι η προσαρμογή προς ένα νέο σημείο ισορροπίας στην αγορά εργασίας επηρέασε περισσότερο την απασχόληση σαν απόλυτο μέγεθος (π.χ. αριθμός απασχολουμένων) παρά την έντασή της, δηλαδή ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο».
Αυτή η πολύ μικρή μεταβλητότητα ήταν αποτέλεσμα τόσο των μεταβολών στον τομέα της ζήτησης εργασίας, όσο και των μεταβολών στον τομέα της προσφοράς εργασίας, αναφέρουν οι αναλυτές της τράπεζας.
Στο πλαίσιο αυτό, η Eurobank επισημαίνει ότι η ελληνική οικονομία ήταν και εξακολουθεί να παραμένει η οικονομία με τον υψηλότερο μέσο εβδομαδιαίο αριθμό ωρών εργασίας σε σχέση με την Ευρωζώνη. Στο τρίτο τρίμηνο του 2014, ο μέσος Ελληνας εργαζόμενος δούλευε κατά μέσο όρο περίπου 5,5 ώρες περισσότερο εβδομαδιαίως από τον αντίστοιχο μέσο Ευρωπαίο. «Το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με το επίπεδο της εγχώριας παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών μπορεί να ερμηνευτεί ως ένδειξη χαμηλής παραγωγικότητας», εκτιμούν οι αναλυτές της τράπεζας.
Σύμφωνα με την Eurobank, στην αρχή της μεγάλης ελληνικής ύφεσης, όταν λίγοι ήταν αυτοί που προέβλεπαν το μέγεθος και πόσο μάλλον τη διάρκεια της επερχόμενης τότε οικονομικής συρρίκνωσης, η αρχική μείωση των μισθών μπορεί να δημιούργησε μια τάση για μείωση των προσφερόμενων ωρών εργασίας. Στη συνέχεια, όμως, με την πάροδο του χρόνου, καθώς ενσωματωνόταν στις προσδοκίες των καταναλωτών και των εργαζομένων το μεγάλο πρόβλημα που υπήρχε, και άρχιζε ο πλούτος τους –σε όλες τις μορφές, μετρητά στις τράπεζες, αξία μετοχών, αξία διαμερισμάτων– να μειώνεται με γοργούς ρυθμούς, δημιουργήθηκε μια τάση για αύξηση των προσφερόμενων ωρών εργασίας από την πλευρά των καταναλωτών. Ετσι, παρά τη μείωση του μισθού, εκτίμησαν ότι θα πρέπει να εργαστούν περισσότερες ώρες για να ενισχύσουν το εισόδημά τους, αναφέρει η τράπεζα.
Καιημερινή
Η στήριξη μεταξύ των πολιτών της Γερμανίας προς την Ελλάδα και την παραμονή της χώρας στη ζώνη του ευρώ έχει αυξηθεί σε σχέση με τα τελευταία τρία χρόνια, σύμφωνα με νέα δημοσκόπηση που μεταδόθηκε την Παρασκευή από τη γερμανική δημόσια τηλεόραση ARD.
Σύμφωνα με την έρευνα της εταιρείας δημοσκοπήσεων Infratest το 51% των ερωτηθέντων θέλει να παραμείνει η Ελλάδα στη νομισματική ένωση των 19 κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Περίπου το 41% των ερωτηθέντων θέλει να βγει η Ελλάδα από την ευρωζώνη.
Το ποσοστό αυτό που είναι κατά πολύ μικρότερο από το 65% που ήταν κατά της παραμονής της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ πριν από τρία χρόνια, στο απόγειο της κρίσης χρέους.
Η έρευνα έγινε σε ένα δείγμα 1.023 ατόμων την Τρίτη και την Τετάρτη.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ - ΜΠΕ