Στα 158 ευρώ ανά οφειλόµενο µήνα διαµορφώνεται το νέο χρέος για τους προερχόµενους από τον ΟΑΕΕ, µετά τον επανυπολογισµό που προβλέπει η επικείµενη ρύθµιση προς τα ασφαλιστικά ταµεία.
Στο ίδιο νοµοσχέδιο προβλέπεται διπλή αύξηση για τις 45.000 συντάξεις χηρείας που έχουν ήδη εκδοθεί µε τον νόµο Κατρούγκαλου, ενώ δίνεται έξτρα περιθώριο τεσσάρων ετών στους ασφαλισµένους µε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλµατα που έµειναν άνεργοι τα τελευταία χρόνια να συµπληρώσουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να συνταξιοδοτηθούν. Σταθερό ποσό Οσον αφορά στη ρύθµιση, διαµορφώνεται νέα µηνιαία οφειλή σταθερού ποσού για τους µη µισθωτούς που θα ενταχθούν στον επανυπολογισµό. Ως βάση υπολογισµού των ποσοστιαίων ασφαλίστρων του ΕΦΚΑ υιοθετείται ο κατώτατος µισθός των 586,08 ευρώ.
Συνεπώς, όλοι οι οφειλέτες «πέφτουν» στην ελάχιστη εισφορά του νόµου Κατρούγκαλου. Υπενθυµίζεται πως ο επανυπολογισµός εφαρµόζεται σε χρέη της περιόδου 2002-2016, ενώ οι παλαιότερες (έως και το 2001) και οι µεταγενέστερες οφειλές (των ετών 2017 και 2018) παραµένουν ως έχουν, χωρίς επανυπολογισµό, αλλά µε κούρεµα προσαυξήσεων 85%.
Συνεπώς, οι νέες µηνιαίες οφειλές για όλους διαµορφώνονται ως εξής:
117,21 ευρώ ανά οφειλόµενο µήνα για οφειλές κλάδων κύριας σύνταξης (20% Χ 586,08).
40,73 ευρώ ανά οφειλόµενο µήνα για οφειλές κλάδων υγείας (6,95% Χ 586,08).
41 ευρώ ανά οφειλόµενο µήνα για οφειλές κλάδων επικουρικής σύνταξης (7% Χ 586,08).
23,44 ευρώ ανά οφειλόµενο µήνα για οφειλές κλάδων πρόνοιας (4% Χ 586,08).
Συνεπώς, τα χρέη διαµορφώνονται ανάλογα µε τον εργασιακό βίο του οφειλέτη ως εξής:
158 ευρώ ανά οφειλόµενο µήνα για τους προερχόµενους από τον πρώην ΟΑΕΕ(ασφαλίζονται για κύρια σύνταξη και υγεία).
222 ευρώ ανά οφειλόµενο µήνα για δικηγόρους, µηχανικούς των πρώην ΕΤΑΑ-ΤΣΜΕΔΕ και ΕΤΑΑ-ΤΑΝ, εφόσον έχουν συσσωρεύσει χρέη από το σύνολο των ασφαλιστικών τους υποχρεώσεων (ασφαλίζονται υποχρεωτικά για κύρια σύνταξη, υγεία, επικουρική και πρόνοια).
181 ευρώ ανά οφειλόµενο µήνα για γιατρούς του πρώην ΕΤΑΑ-ΤΣΑΥ, εφόσον έχουν συσσωρεύσει χρέη από το σύνολο των ασφαλιστικών τους υποχρεώσεων (ασφαλίζονται υποχρεωτικά για κύρια σύνταξη, υγεία και πρόνοια).
Με τον µηχανισµό αυτό, περίπου 600.000 οφειλέτες σε πρ. ΟΑΕΕ και ΕΤΑΑ, που χρωστούν συνολικά 14,5 δισ. ευρώ, θα µπορέσουν να καρπωθούν πολύ σηµαντικό κούρεµα βασικής οφειλής.
Για παράδειγµα, έµπορος του πρώην ΟΑΕΕ που οφείλει 72 µήνες, δηλαδή 6 χρόνια, θα έχει νέα βασική οφειλή 11.376 ευρώ. Επί των νέων αυτών οφειλών υπολογίζονται νέες προσαυξήσεις και κουρεύονται κατά 85%. Ο οφειλέτης διατηρεί το δικαίωµα να ρυθµίσει την υφιστάµενη οφειλή του δίχως επανυπολογισµό, καθώς ο επανυπολογισµός κουρεύει όχι µόνο το χρέος αλλά και τις συντάξιµες αποδοχές του οφειλέτη.
Οι οφειλές των 300.000 αγροτών, που φτάνουν στο 1,5 δισ., δεν εντάσσονται στον επανυπολογισµό, αλλά το κούρεµα των προσαυξήσεων για τους αγρότες φτάνει στο 100%. Επιπλέον, οι αγρότες έχουν µικρότερο ποσό ελάχιστης δόσης (30 ευρώ), κάτι που σηµαίνει πως για οφειλές άνω των 3.600 ευρώ θα λάβουν το πλήρες πακέτο των 120 δόσεων. Στη νέα, ιδιαίτερα ευνοϊκή ρύθµιση απορροφώνται όλοι οι οφειλέτες που υπάγονται σήµερα σε ρυθµίσεις, πλην όσων έχουν οριστικά ενταχθεί στον εξωδικαστικό και στον νόµο για τα υπερχρεωµένα.
Με το ίδιο νοµοσχέδιο έρχεται διπλή αύξηση για τις 45.000 ήδη εκδοθείσες συντάξεις χηρείας που έχουν υπολογιστεί µε τον νόµο Κατρούγκαλου. Η αύξηση ισχύει από την ψήφιση του επερχόµενου νόµου και µετά. Εκτός από την «καθαρή» κατάργηση του ορίου ηλικίας των 55 ετών, η νέα διάταξη οδηγεί στον επανυπολογισµό των συντάξεων χηρείας, καθώς προβλέπει πως: Η χήρα/ο χήρος δικαιούται το 70% της σύνταξης του θανόντος, αντί για το 50%. Αυτό οδηγεί σε αύξηση 40% του δικαιούµενου ποσού.
Καταργείται
Την ίδια στιγµή καταργείται και το «ψαλίδι» που επιβαλλόταν στις συντάξεις χηρείας µε τον επανυπολογισµό της σύνταξης του θανόντος. Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου µετά τις 13 Μαΐου 2016, η σύνταξή του επανυπολογιζόταν και αποδιδόταν στη χήρα ποσοστιαία, χωρίς προσωπική διαφορά. Με τη διάταξη που προωθείται, το δικαιούµενο ποσοστό θα υπολογίζεται στην επανυπολογισµένη σύνταξη, εφόσον αυτή προκύπτει µεγαλύτερη από την παλιά, αλλά αν προκύπτει µικρότερη το ποσοστό θα υπολογίζεται στην παλιά σύνταξη του θανόντος. Αυτό σηµαίνει πως αρκετές χήρες που συνταξιοδοτήθηκαν µετά τον νόµο Κατρούγκαλου θα διατηρήσουν πλέον προσωπική διαφορά.
Ολική ανατροπή στο καθεστώς απολύσεων
Πολύ σηµαντικό ανάχωµα στις αναιτιολόγητες απολύσεις θέτει το νοµοσχέδιο-σκούπα του υπουργείου Εργασίας, καθώς εισάγει την έννοια του «βάσιµου λόγου» ως απαραίτητης προϋπόθεσης για να θεωρείται µια απόλυση έγκυρη. Η ρύθµιση αναφέρει πως η απόλυση θεωρείται έγκυρη εφόσον οφείλεται σε βάσιµο λόγο, κατά την έννοια του Αναθεωρηµένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη.
«Βάσιµος λόγος»
Εγκριτοι εργατολόγοι µιλούν για πολύ σηµαντικό «ανάχωµα στις απολύσεις» και ριζική αλλαγή του σηµερινού πλαισίου, που επιτρέπει την απόλυση µισθωτών µε συµβάσεις αορίστου χρόνου χωρίς αιτιολόγηση. Πλέον θα απαιτείται «βάσιµος λόγος» που να συνδέεται µε την ικανότητα ή τη συµπεριφορά τους, ή να βασίζεται στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης. Και αν αυτό δεν θεµελιώνεται, θα µπορεί το δικαστήριο να διατάξει την ακυρότητα της απόλυσης και την επαναπρόσληψη του εργαζοµένου.
«Το δίκαιο της απόλυσης αλλάζει σε τέτοιο βαθµό στα ποιοτικά του εργαλεία όσο δεν έχει αλλάξει από το 1920» δηλώνει ο δικηγόρος-εργατολόγος Γιάννης Καρούζος. Οπως εξηγεί ο ίδιος, η χώρα µας µε τον νόµο 4359 του 2016 κύρωσε τον Αναθεωρηµένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, αλλά στην πραγµατικότητα µε βάση κυρίαρχες απόψεις εργατολόγων και δικαστηρίων η εφαρµογή του κρίθηκε µάλλον «χαλαρή». Υπήρχαν µάλιστα αντιφατικές αποφάσεις δικαστηρίων, που κατέληγαν σε διαφορετικές κρίσεις.
Το Εφετείο Θεσσαλονίκης, για παράδειγµα, απεφάνθη πως ο εργοδότης θα µπορούσε να καταγγείλει τη σύµβαση εργασίας του εργαζοµένου, όπως παγίως συµβαίνει στην Ελλάδα, για οποιαδήποτε αιτία ή και χωρίς αιτία, εφόσον όµως η απόλυσή του αυτή δεν ήταν καταχρηστική. Το Εφετείο Πειραιά έκρινε το αντίθετο. Με την προωθούµενη διάταξη αίρεται η όποια διαφωνία υπήρχε.
«Μέχρι σήµερα, ο εργοδότης όταν απέλυε έναν εργαζόµενο µε σύµβαση αορίστου χρόνου δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογεί την απόλυση. Αυτό συνέβαινε µόνο στις περιπτώσεις πρόωρης απόλυσης για συµβάσεις ορισµένου χρόνου, όπου απαιτείται σπουδαίος λόγος. Πλέον θα πρέπει να συντρέχει βάσιµος λόγος για να είναι έγκυρη µια απόλυση µισθωτού αορίστου χρόνου, ενώ το βάρος της απόδειξης για πρώτη φορά το έχει ο εργοδότης» εξηγεί ο κ. Καρούζος. ∆ίνεται έτσι η δυνατότητα στους εργαζόµενους να διεκδικήσουν επαρκή αποζηµίωση ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση, σε περίπτωση απόλυσης δίχως βάσιµο λόγο, εκτός από την αποζηµίωση που καταβάλλεται λόγω της απόλυσης».