O θάνατος των μικρομεσαίων ελληνικών επιχειρήσεων συνεχίζεται απειλώντας τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Και όμως η χώρα αδυνατεί να αξιοποιήσει κονδύλια δισεκατομμυρίων που διαθέτουν γι’ αυτόν τον σκοπό τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία.

Από το 2012 έως και τον Ιούλιο φέτος, περισσότερες από 196.118 επιχειρήσεις έχουν διαγραφεί από τα μητρώα του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ) αποτελώντας πλέον τον μακρύ –και ακόμη ανοιχτό– κατάλογο των θυμάτων της κρίσης αλλά και των ακολουθουμένων οικονομικών πολιτικών.

Το δε θετικό ισοζύγιο εγγραφών-διαγραφών νέων επιχειρήσεων που προκύπτει από τα στοιχεία του ΓΕΜΗ αποτελεί «μαγική εικόνα», αφού τα στοιχεία στρεβλώνουν οι χιλιάδες μετατροπές των λεγόμενων μπλοκ σε Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρείες (ΙΚΕ) εξαιτίας των βαρύτατων ασφαλιστικών εισφορών που επιβλήθηκαν στους ελεύθερους επαγγελματίες και άλλες κατηγορίες εργαζομένων. Προσωπικές, δηλαδή, στην ουσία επιχειρήσεις που δεν έχουν ούτε υπαλλήλους για να τονώσουν την απασχόληση ούτε πραγματοποιούν επενδύσεις που θα μπορούσαν να κινήσουν την οικονομική δραστηριότητα. Είναι απλώς απέλπιδες προσπάθειες εργαζομένων να επιβιώσουν και να μην έχουν την τύχη των δεκάδων χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων που έκλεισαν.

Είναι χαρακτηριστικό πως με βάση την προσεκτική επεξεργασία των στοιχείων του ΓΕΜΗ ανά κατηγορία επιχειρήσεων, προκύπτει πως κατά το πρώτο επτάμηνο του 2017 ιδρύθηκαν 4.086 Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρείες έναντι μόλις 394 το αντίστοιχο διάστημα του 2016. Η συντριπτική τους πλειονότητα εκτιμάται πως αποτελεί απότοκο του κλεισίματος των βιβλίων ελεύθερων επαγγελματιών που επέλεξαν αυτή τη μορφή επιχειρείν ως μοναδική διέξοδο επιβίωσης έστω και προσωρινής. Ομως, εάν δεν είχαν ιδρυθεί αυτές οι επιχειρήσεις το ισοζύγιο εγγραφών-διαγράφων επιχειρήσεων θα ήταν αρνητικό. Και αυτό διότι κατά το πρώτο επτάμηνο έγιναν 15.734 διαγραφές και 18.434 εγγραφές, εκ των οποίων, όπως προαναφέρθηκε, οι 4.086 είναι ΙΚΕ.

Το ζήτημα της εξαφάνισης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν έχει βέβαια διαφύγει την προσοχή της Τραπέζης της Ελλάδος, που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στην ενδιάμεση έκθεσή της. Εκεί υπογραμμίζεται πως, αν και το σωρευτικό ισοζύγιο συστάσεων-διαγραφών παραμένει θετικό, καταγράφει καθοδική πορεία από το φθινόπωρο του 2015 και έπειτα. «Παράλληλα, το τελευταίο διάστημα παρατηρείται αυξανόμενη συμβολή νομικών μορφών που αφορούν κατά κύριο λόγο επιχειρήσεις μικρού μεγέθους (όπως ΙΚΕ και ατομικές επιχειρήσεις) και αντίστοιχη υποχώρηση της θετικής συμβολής των Α.Ε. (που συνήθως είναι μεγαλύτερου μεγέθους εταιρείες) στο σωρευτικό ισοζύγιο συστάσεων-διαγραφών».

Ο προβληματισμός εντείνεται από το γεγονός ότι σύμφωνα με τα αποτελέσματα πρόσφατης μελέτης της Endeavor Greece, το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων που συστάθηκαν το 2016 εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται σε κλάδους με προσανατολισμό την εγχώρια κατανάλωση –κατά κύριο λόγο αφορούν την εστίαση και τη διασκέδαση– και όχι σε κλάδους μεταποίησης ή υψηλού τεχνολογικού περιεχομένου. Εξαίρεση συνιστά η θετική συμβολή των τουριστικών επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό.

Ομως η αδράνεια της πολιτείας απέναντι σε αυτή την κατάσταση είναι χαρακτηριστική. Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στα μέσα Ιουλίου η Ευρωπαία επίτροπος για την Περιφερειακή Πολιτική, Κορίνα Κρέτσου, δημόσιες δαπάνες ύψους 2,7 δισ. είναι αφιερωμένες σε επενδυτικές προτεραιότητες για τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων για την περίοδο 2014-2020, από τις οποίες όμως μόνον το 5,9% έχει δαπανηθεί. Πρόκειται για κονδύλια που εντάσσονται στο πλαίσιο της προγραμματικής περιόδου 2014-2020.

Στα 23,4 δισ. ευρώ έχουν εκτιναχθεί τα «κόκκινα» δάνεια του κλάδου

Στην Ελλάδα κατά το 2012, οπότε και άρχισε να βαθαίνει απότομα η οικονομική κρίση, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιπροσώπευαν το 86,5% της απασχόλησης και το 72,8% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με τη Eurostat και την Τράπεζα Της Ελλάδος. Τα αντίστοιχα μερίδια για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις ήταν 58,6% της απασχόλησης και 35,9% της προστιθέμενης αξίας, για τις μικρές και μεσαίες 17,0% και 10,9% της απασχόλησης και 20,1% και 16,8% της προστιθέμενης αξίας αντίστοιχα (οι μεγάλες επιχειρήσεις, με προσωπικό πάνω από 250 άτομα, αντιπροσώπευαν το 13,5% της απασχόλησης και το 27,2% της προστιθέμενης αξίας). Δηλαδή οι μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις κάλυπταν πάνω από τα δύο τρίτα της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης. Εκτοτε όμως έχουν αποψιλωθεί.

Ενας από του λόγους που συνέβη αυτό, όπως γνωρίζει η αγορά, είναι επειδή επλήγησαν δυσανάλογα από τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση των εγχώριων τραπεζικών χορηγήσεων. Καθώς βασίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στον τραπεζικό δανεισμό για τη χρηματοδότησή τους, όταν αυτή στέρεψε άρχισαν να κλείνουν. Παράλληλα είχαν και έχουν να αντιμετωπίσουν, εκτός από το ύψος της φορολογίας, και ένα ασταθές και πολύπλοκο φορολογικό περιβάλλον, το οποίο αλλάζει διαρκώς –και μάλιστα προς το δυσμενέστερο για την επιχειρηματικότητα– ανάλογα με τις «τρύπες» που εμφανίζονται κάθε φορά στα έσοδα του προϋπολογισμού, υπογραμμίζει το ΕΒΕΑ. Ετσι τα μη εξυπηρετούμενα πιστωτικά ανοίγματα στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις διαμορφώνονται στο 59,9% σε σύνολο δανείων 39,2 δισ. Ακόμα χειρότερη είναι η εικόνα για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, όπου τα «κόκκινα» δάνεια φτάνουν το 67,2%, σε σύνολο δανείων ύψους 25 δισ. ευρώ, ήτοι 23,4 δισεκατομμύρια σύμφωνα με την ΤτΕ.

Δεν είναι, λοιπόν, απορίας άξιον το γιατί όσοι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες εξακολουθούν να λειτουργούν εκτιμούν πως αυτό δεν θα μπορέσει να συνεχισθεί για πολύ. Αυτό προκύπτει ξεκάθαρα και από τις απαντήσεις που έδωσαν στην πρώτη ετήσια μεγάλη έρευνα του Παρατηρητηρίου Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος του ΣΕΒ με τίτλο «Ο σφυγμός του επιχειρείν». Οι 6 στις 10 επιχειρήσεις παλεύουν για την επιβίωσή τους ενώ από τις άλλες 4 μόλις οι 2 εμφανίζονται πραγματικά ισχυρές. Ακόμα, παρατηρείται ότι όσο μικρότερο είναι το μέγεθος των επιχειρήσεων, βάσει αριθμού εργαζομένων, τόσο μεγαλύτερες είναι οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Επιπλέον παρατηρούνται διαφορετικές «ταχύτητες» και εντός των κλάδων, ενδεικτικά παραδείγματα η μεταποίηση και ο τουρισμός, όπου οι οργανωμένες επιχειρήσεις δηλώνουν πιο αισιόδοξες για το μέλλον σε σύγκριση με τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις.

Αλλά αυτές οι τελευταίες είναι πολύ πιο σημαντικές για την Ελλάδα από ό,τι για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι ΜΜΕ αντιπροσώπευαν το 67,1% του εργατικού δυναμικού (έναντι 86,5% στην Ελλάδα) στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα και το 57,3% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (έναντι 72,8%). Σύμφωνα με τη Eurostat, μικρομεσαίες θεωρούνται οι επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 250 εργαζομένους και ταξινομούνται στις ακόλουθες κατηγορίες: πολύ μικρές επιχειρήσεις (λιγότεροι από 10 εργαζόμενοι), μικρές επιχειρήσεις (10-49) και μεσαίες επιχειρήσεις (50-249).

Μόλις 400 «μεγάλοι»

Μόλις 400 επιχειρήσεις στη χώρα μπορούν να χαρακτηριστούν μεσαίες και μεγάλες, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Η συντριπτική πλειονότητα απασχολεί λιγότερα από 3 άτομα και πολλές μόνο έναν: τον επίδοξο επιχειρηματία, εκτιμά το ΕΒΕΑ. «Πρόκειται για δομή που δεν μπορεί να επιβιώσει στον σύγχρονο κόσμο, εκτός αν πρόκειται για τον τομέα της τεχνολογίας και καινοτομίας».

Ανταγωνιστικότητα

Το Παρατηρητήριο Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος εκτιμά πως οι μεγαλύτερες και εξωστρεφείς επιχειρήσεις έχουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στην κρίση και καλύτερες προοπτικές ανάκαμψης. Γι’ αυτό, το μικρό μέγεθος της μέσης ελληνικής επιχείρησης αντιμετωπίζεται ως βασική διαρθρωτική αδυναμία, η οποία συνδέεται με την αδυναμία της χώρας να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα.

Χαμένα λεφτά

Η Ε.Ε. παρέχει δύο χρηματοδοτικά εργαλεία για τη στήριξη της επιχειρηματικότητας: ένα για επενδύσεις συμμετοχών στα κεφάλαια που διαχειρίζεται η ΕΤΕπ και ενισχύεται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων και ένα για την προώθηση της επιχειρηματικότητας. Αλλά η στήριξη παρέχεται με επιμερισμένη διαχείριση, με ό,τι σημαίνει αυτό για την αξιοποίησή τους.

Καθημερινή

 

Οι επιχειρηματίες που θα ενταχθούν θα έχουν την δυνατότητα να εισπράττουν προκαταβολή

Τον Σεπτέμβριο θα ανοίξει νέο πρόγραμμα του ΕΣΠΑ, ύψους 120 εκατομμυρίων ευρώ, για την ίδρυση νέων μικρομεσαίων τουριστικών επιχειρήσεων, ανέφερε ο γενικός γραμματέας Τουριστικής Πολιτικής και Ανάπτυξης Γιώργος Τζιάλλας, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στο 5ο αναπτυξιακό συνέδριο, που οργανώνει στην Πάτρα, η εφημερίδα «Πελοπόννησος».
Όπως πρόσθεσε, στο νέο πρόγραμμα θα μπορεί να ενταχθεί ένα ευρύ φάσμα επιχειρήσεων, ενώ οι επιχειρηματίες που θα ενταχθούν σε αυτό, θα έχουν την δυνατότητα να εισπράττουν προκαταβολή, η οποία θα φθάνει ακόμα και τα 50.000 ευρώ.

«Όραμά μας», συνέχισε ο Γιώργος Τζιάλλας, «είναι να γίνει η χώρα μας παγκόσμιος τουριστικός προορισμός, 365 ημέρες τον χρόνο» και όπως σημείωσε «η δουλειά αυτή έχει αποδώσει καρπούς, αφού ήδη καταγράφεται επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου κατά δύο μήνες».

Επίσης, ο γενικός γραμματέας τουριστικής πολιτικής και ανάπτυξης τόνισε ότι στους στόχους του υπουργείου είναι το άνοιγμα σε νέες αγορές, όπως η Κίνα και οι Αραβικές χώρες. Ακόμη, ανέφερε ότι με αφορμή το έτος τουρισμού Ελλάδας – Ρωσίας 2017 – 2018, αναμένεται στην Ελλάδα, μεγάλος αριθμός Ρώσων τουριστών.

Ακόμα, ο Γιώργος Τζιάλλας χαρακτήρισε ως πολύ σημαντικό το γεγονός, ότι η Ελλάδα θα έχει την προεδρία της συνεδρίασης της επιτροπής τουρισμού του ΟΟΣΑ, που θα πραγματοποιηθεί τον Οκτώβριο στο Παρίσι.

ΒΗΜΑ

Με κονδύλια από το ΕΣΠΑ, τέσσερα ειδικά ταμεία, το πακέτο Γιούνκερ και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων θα στηριχθούν κυρίως οι μικρομεσαίοι και οι επιχειρήσεις που ασχολούνται με την έρευνα και την καινοτομία.

Ενα αναπτυξιακό πακέτο που στόχο έχει να ανοίξουν οι κάνουλες της χρηματοδότησης -κυρίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις- και να τονωθεί το επενδυτικό ενδιαφέρον θέλει να «τρέξει» η κυβέρνηση.
Οι παρεμβάσεις θα κινηθούν σε διπλό άξονα: στην υλοποίηση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου χρηματοδότησης και στη δημιουργία του απαιτούμενου θεσμικού πλαισίου για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας (καθώς έρχεται σειρά νομοθετικών παρεμβάσεων).
Με βάση τον σχεδιασμό από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων το κονδύλι θα φτάσει τη φετινή χρονιά τα 6,75 δισεκατομμύρια ευρώ, με σημαντικά αυξημένο το εθνικό σκέλος που φτάνει το ένα δισεκατομμύριο.
Για την υλοποίηση του εγχειρήματος θα συνδυαστούν τα χρήματα από το ΕΣΠΑ, οι δράσεις από τον αναπτυξιακό νόμο αλλά και τα χρήματα από μία σειρά ταμείων που υλοποιούν εξειδικευμένες δράσεις. Το σχέδιο «τρέχει» ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας, Αλέξης Χαρίτσης, και έμφαση θα δοθεί στη στήριξη των μικρομεσαίων και των επιχειρήσεων έντασης γνώσης (που ασχολούνται με την έρευνα και την καινοτομία).
Υλοποίηση έργων
Οπως αναφέρθηκε, ο συνολικός προϋπολογισμός του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων θα φτάσει τα 6,75 δισεκατομμύρια (που είναι το υψηλότερο ποσό μετά το 2010), με το εθνικό σκέλος να αυξάνεται από τα 750 εκατομμύρια στο ένα δισεκατομμύρια.
Πακέτο 6,75 δισ. για μικρομεσαίες επιχειρήσεις
Η αύξηση αυτή ανοίγει τον δρόμο για την υλοποίηση έργων στις τοπικές κοινωνίες, που αφορούν στη συντήρηση και την επέκταση υποδομών, στην κάλυψη έκτακτων αναγκών (π.χ. αποκατάσταση ζημιών που προκλήθηκαν από φυσικές καταστροφές) αλλά και στην υλοποίηση δράσεων κοινωνικής πολιτικής (με προτεραιότητα στη στήριξη ευάλωτων ομάδων).

ethnos.gr

Τα μνημόνια και η κρίση λεηλάτησαν κυριολεκτικά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Τα στοιχεία που έδωσε ο Γιάννης Δραγασάκη μιλώντας στο συνέδριο «Πολιτικές και Χρηματοδοτικά Εργαλεία για την ανάπτυξη των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην Ελλάδα», προκαλούν ίλιγγο και αποκαλύπτουν το μέγεθος της καταστροφής.

Οπως είπε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης “ ο χώρος των ΜμΕ έχει πληγεί όσο κανένας άλλος στη χώρα μας. Υπολογίζεται ότι από τις 1.200.000 θέσεις εργασίας που χάθηκαν στη διάρκεια της κρίσης, οι 700.000 χάθηκαν στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και από αυτές οι 500.000 χάθηκαν στις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Οι απώλειες σε όρους προστιθέμενης αξίας υπολογίζονται στα 22 δισ. ευρώ, ενώ σε όρους επιχειρηματικών μονάδων στο διάστημα 2008-2014 εκτιμάται ότι έκλεισαν 229.000 επιχειρήσεις. Οι πιο πολλές από αυτές χάθηκαν στον τομέα των κατασκευών (82.000) και ακολουθούν οι τομείς του χονδρικού και λιανικού εμπορίου (61.000)”.

Συγκλονιστικά πράγματι στοιχεία. Ομως, στην ομιλία του ο Γιάννης Δραγασάκης ξεδίπλωσε ένα σχέδιο για την αναζωογόνηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που θα συμβάλλουν στην έξοδο της χώρας από την κρίση και την αποτελεσματική αντιμετώπισή της.

Στηριζόμενος στους αριθμούς της καταστροφής ο Γιάννης Δραγασάκης επισήμανε ότι “τα ενδεικτικά αυτά στοιχεία δείχνουν ότι πίσω από την κατάρρευση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων κρύβεται αφενός η κατάρρευση του πριν από την κρίση παραγωγικού υποδείγματος -ένα υπόδειγμα, έντονα εξαρτημένο από την οικοδομή, τις εισαγωγές και το δανεισμό, αφετέρου η πολιτική που εφαρμόστηκε τα χρόνια αυτά. Η βαθιά ύφεση που προκάλεσε η πολιτική του πρώτου και δεύτερου Μνημονίου, που σωρευτικά υπερέβη το 25%, προκάλεσε συνθήκες καταστροφής και διεύρυνε το κοινωνικό και παραγωγικό κόστος της προσαρμογής.

Με τη σειρά της αυτή η μεγάλη καταστροφή των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων επιδείνωσε τη γενικότερη οικονομική και κοινωνική κρίση λόγω του μεγάλου ειδικού βάρους αυτών των επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις συμβάλουν στο 87% της συνολικής απασχόλησης ενώ στην Ε.Ε. το αντίστοιχο ποσοστό είναι 67%. Επίσης, στην Ελλάδα οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις συμβάλλουν στο 75% της παραγόμενης προστιθέμενης αξίας, ενώ στην Ε.Ε. το αντίστοιχο ποσοστό είναι 57%.

Υποτιμώντας τις ιδιαιτερότητες αυτές ή παραβλέποντάς τες συνειδητά, οι σχεδιαστές του πρώτου και δεύτερου Μνημονίου, συνέβαλαν ώστε η κρίση να μετατραπεί σε οικονομική και κοινωνική καταστροφή. Δημιουργήθηκε έτσι ένας φαύλος κύκλος καθώς η βαθιά ύφεση και η παρατεταμένη λιτότητα επιτάχυναν την καταστροφή των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και η καταστροφή των τελευταίων με τη σειρά της επιδείνωνε την ύφεση”.

Στη συνέχεια ξεδίπλωσε το σχέδιο για τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και τις πέντε κατευθύνσεις της κυβερνητικής πολιτικής λέγοντας ότι “αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να βγούμε από τη συνολική κρίση αν δεν αντιμετωπίσουμε την κρίση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Να το διατυπώσω διαφορετικά: η στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων αποτελεί βασικό πυλώνα της στρατηγικής για την έξοδο από την κρίση.

Δεν υποτιμώ καθόλου τη σημασία των μεγάλων έργων ή των μεγάλων επενδύσεων. Όμως αν, για παράδειγμα, καταφέρουμε να βοηθήσουμε ώστε από τις 600.000 επιχειρήσεις οι 100.000 να δημιουργήσουν από μια θέση εργασίας αυτό θα μείωνε την ανεργία κατά 100.000.

Είναι γεγονός ότι η μεγάλη πτωτική τάση έχει ανακοπεί. Έχουμε μπει σε μια φάση σχετικής σταθεροποίησης. Η μετάβαση όμως από την ύφεση στην οικονομική μεγέθυνση και από το παλιό στο νέο υπόδειγμα βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης, που θέλουμε να δημιουργήσουμε, προσκρούει σε εμπόδια.

Όλες οι μελέτες αλλά και τα αιτήματα των επαγγελματικών φορέων αναδεικνύουν το πρόβλημα της χρηματοδότησης ως το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημά τους. Μάλιστα, σχετικές μελέτες ανεβάζουν το χρηματοδοτικό κενό, δηλαδή τις χρηματοδοτικές ανάγκες των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, στα 3,5 έως 4 δισ. ευρώ. Πέρα από τη δυσκολία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος να ανταποκριθεί στις ανάγκες, μια δεύτερη αιτία οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ανυπαρξία εναλλακτικών εργαλείων χρηματοδότησης των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Δεν έχουμε δηλαδή εκείνες τις εναλλακτικές δομές και μορφές χρηματοδότησης, που σε άλλες χώρες, λειτουργώντας ως ένα παράλληλο και εναλλακτικό προς το τραπεζικό σύστημα δίκτυο, συμβάλλουν στην κάλυψη ή στην άμβλυνση του χρηματοδοτικού κενού.

Απέναντι σε αυτό το διπλό πρόβλημα οι προηγούμενες κυβερνήσεις αδράνησαν. Δεν έκαναν σχεδόν τίποτα και ό,τι επιχείρησαν δεν είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Αυτό συνέτεινε στην καταστροφή μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων.

Η σημερινή κυβέρνηση από την πρώτη μέρα της εκλογής της είχε συνείδηση του προβλήματος. Και ήδη πριν τις εκλογές είχαμε επεξεργασθεί την ιδέα για μια αναπτυξιακή τράπεζα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.

Προσωπικά εξακολουθώ να πιστεύω και σήμερα ότι ένας τέτοιος θεσμός λείπει από το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ωστόσο μη διαθέτοντας ίδιους πόρους -οι μόνοι διαθέσιμοι δημόσιοι πόροι ήταν αυτοί του ΕΣΠΑ- δεν μπορούσαμε να υλοποιήσουμε το σχέδιο αυτό χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των θεσμών. Αναστείλαμε λοιπόν, χωρίς να εγκαταλείψουμε το αρχικό σχέδιο.

Οι πέντε κατευθύνσεις της κυβερνητικής στρατηγικής

Σε αυτές τις συνθήκες η κυβερνητική στρατηγική για την ενίσχυση της χρηματοδότησης των ΜμΕ αναπτύσσεται σε πέντε κατευθύνσεις:

Η πρώτη κατεύθυνση είναι ότι υλοποιούμε έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό για τη δημιουργία ειδικών αναπτυξιακών εργαλείων, που ήταν έτσι και αλλιώς αναγκαία, αλλά στη συγκυρία αυτή έγινε επιτακτική .

Και χαίρομαι που η συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς υπήρξε παραγωγική και αρχίζει να αποδίδει πρακτικά αποτελέσματα.

2. Η δεύτερη πρωτοβουλία που πήρε η κυβέρνηση ήταν η δημιουργία ενός νέου αναπτυξιακού νόμου ο οποίος είναι θεμελιακά πιο φιλικός προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, και ο οποίος αν κρίνουμε από τις έως τώρα αιτήσεις που έχουν υποβληθεί έχει προκαλέσει ζωηρό ενδιαφέρον υποψήφιων επενδυτών.

3. Η τρίτη κατεύθυνση είναι ότι δημιουργούμε συνθήκες για αύξηση της χρηματοδότησης της οικονομίας από τις τράπεζες, καθώς η δημιουργία νέων χρηματοδοτικών εργαλείων είναι ένα αναγκαίο και σημαντικό βήμα αλλά δεν αρκεί. Φανταστείτε μια κατάσταση στην οποία μια επιχείρηση θα βρίσκει χρηματοδότηση για μια νέα επένδυσή της από τα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, αλλά την ίδια στιγμή να κινδυνεύει να κλείσει λόγω έλλειψης ρευστότητας.

Το χρηματοδοτικό πρόβλημα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ολοκληρωμένα χωρίς την αύξηση της χρηματοδότησης της οικονομίας από τις τράπεζες. Με το κλείσιμο της αξιολόγησης, τη δυνατότητα δανεισμού από τις διεθνείς αγορές και τη μείωση των κόκκινων δάνειων, οι δυνατότητες χρηματοδότησης αναμένεται να βελτιωθούν. Για να φθάσουν όμως οι δυνατότητες αυτές σε όσους τις έχουν ανάγκη πρέπει η χρηματοδότηση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων να γίνει προτεραιότητα και για τις τράπεζες.

Είναι ίσως η πιο δύσκολη προϋπόθεση. Όπως είναι γνωστό ακόμη και πριν την κρίση η πρόσβαση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στο τραπεζικό σύστημα ήταν σε πολλές περιπτώσεις δύσκολη. Πόσο μάλλον σήμερα. Πρέπει, λοιπόν, να ασκηθούν πιέσεις στο τραπεζικό σύστημα και από τα μέσα και από τα έξω από την κοινωνία.

Στη συνάντηση που είχαμε τη Δευτέρα με τους τραπεζίτες πρότεινα να δημιουργήσουμε ένα μόνιμο φόρουμ στο οποίο θα συμμετέχουν οι τράπεζες, φορείς της πραγματικής οικονομίας και η κυβέρνηση. Είναι μια ιδέα που είχαμε συζητήσει με τον πρόεδρο της ΓΣΕΒΕ προ καιρού. Είναι θετικό ότι η Ελληνική Ένωση Τραπεζών την αποδέχθηκε. Θα αξιοποιήσουμε, λοιπόν, και το βήμα αυτό για να υπάρξει μεγαλύτερη κατανόηση τόσο του προβλήματος όσο και των δυνατοτήτων με τελικό στόχο τη μεγαλύτερη ανταπόκριση του τραπεζικού συστήματος στις ανάγκες των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.

4. Παράλληλα, και αυτή είναι μια τέταρτη κατεύθυνση της πολιτικής μας, ενθαρρύνουμε και στηρίζουμε εναλλακτικές μορφές και τρόπους χρηματοδότησης, στηρίζουμε τις συνεταιριστικές τράπεζες, προχωρούμε στη δημιουργία θεσμικού πλαισίου για τη διάδοση των μικροπιστώσεων, ενθαρρύνουμε και στηρίζουμε πρωτοβουλίες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για τη δυνατότητα έκδοσης μικρών ομολογιακών δανείων για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις ακόμη και για τη δημιουργία προοπτικά μιας αγοράς τέτοιων ομολόγων.

5. Το πρόβλημα της χρηματοδότησης είναι αλληλένδετο με το πρόβλημα της υπερχρέωσης.

Πέμπτη λοιπόν κατεύθυνση της πολιτικής της παρούσας κυβέρνησης είναι η διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου θεσμικού πλαισίου για την αντιμετώπιση του προβλήματος της υπερχρέωσης των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων καθώς και των αγροτών και των ελεύθερων επαγγελματιών. Το Υπουργείο Οικονομίας, έχει επεξεργαστεί ένα πρωτοποριακό σχέδιο εξωδικαστικού διακανονισμού το οποίο αποτελεί τομή. Αποτελεί σημαντική επιτυχία το ότι παρά τις αδικαιολόγητες αντιρρήσεις των τραπεζών στο σύστημα αυτό μπορούν να μπουν και οφειλέτες πάνω από 20.000 ευρώ.

Χρειάζεται επιμονή αλλά και προσοχή στο στόχο. Ο στόχος είναι να απελευθερώσουμε δυνάμεις που είναι παγιδευμένες στην υπερχρέωση. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση όμως να επιβραβεύσουμε επιχειρηματίες που πλούτισαν βουλιάζοντας στα χρέη τις επιχειρήσεις τους, αφήνοντας στην ανεργία τους εργαζομένους.

Φανταστείτε βέβαια την περίπτωση μιας επιχείρησης που πετυχαίνει ρύθμιση των δανείων της με τις τράπεζες αλλά δεν έχει φορολογική ενημερότητα. Η επιχείρηση αυτή δεν μπορέσει να λειτουργήσει. Για αυτό και η μεγαλύτερη καινοτομία που εισάγεται με το νομοσχέδιο περί εξωδικαστικού διακανονισμού είναι η συνδυασμένη και ταυτόχρονη ρύθμιση όλων των δανείων και όλων των υποχρεώσεων προς το Δημόσιο, τα ασφαλιστικά Ταμεία, τους ιδιώτες πιστωτές. Μάλιστα για την εξόφληση των υποχρεώσεων προς το δημόσιο δίνεται η ευχέρεια αυτό να γίνει με πολλές, μέχρι και 120 δόσεις.

Τα παραπάνω μετρά και πολιτικές είναι σημαντικά. Όμως καταλυτικό ρόλο στην αντιμετώπιση του χρηματοδοτικού, και όχι μόνο, προβλήματος των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, θα παίξει τελικά η μείωση της ανεργίας, η αύξηση της κατανάλωσης και του τζίρου, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου του λαού και αύξηση των εξαγωγών. Άλλωστε, στο νέο υπόδειγμα Βιώσιμης και Δίκαιης Ανάπτυξης, που θέλουμε να δημιουργήσουμε, η επιβίωση και η επέκταση των επιχειρήσεων πρέπει να στηρίζεται πρωτίστως στις δυνατότητες αυτοχρηματοδότησης τους και δευτερευόντως στο δανεισμό. Όμως, η μετάβαση σε αυτό το υπόδειγμα, ο ίδιος ο παραγωγικός μετασχηματισμός, απαιτούν την πλήρη αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων, περιλαμβανομένου και του συνετού και εξυπηρετήσιμου δανεισμού.

Νέο υπόδειγμα ανάπτυξης – Νέος ρόλος για τις ΜμΕ

Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι δεν αρκεί να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα που έρχονται από το παρελθόν. Πρέπει να διαμορφώσουμε μια νέα στρατηγική αλλά και μια νέα αντίληψη για τη θέση και το ρολό των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων στη μεταμνημονιακή Ελλάδα, στο νέο υπόδειγμα Δίκαιης και Βιώσιμης Ανάπτυξης. Δεν είναι σωστό ότι η παγκοσμιοποίηση οδηγεί τη μικρή επιχειρηματικότητα σε θάνατο. Πρέπει όμως να δημιουργήσουμε τους όρους που θα μας επιτρέψουν να αξιοποιήσουμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.

Στο παρελθόν, πολλές ΜμΕ ανήκαν σ’ αυτό που ονομάζουμε «επιχειρηματικότητα επιβίωσης» δηλαδή μια επιχειρηματικότητα:

χαμηλής προστιθέμενης αξίας

που εξαρτάται αποκλειστικά στην εγχώρια ζήτηση

με εξαιρετικά μικρή εξωστρέφεια και δυνατότητα προσαρμογής στις αλλαγές

με μεγάλα ωράρια, φοροδιαφυγή, αδήλωτη απασχόληση ως αντιστάθμισμα στον ανταγωνισμό των μεγάλων επιχειρήσεων / αλυσίδων.

Πρόκειται συνολικά για ένα μοντέλο ΜμΕ το οποίο δεν είναι βιώσιμο ούτε από οικονομική άποψη αλλά ούτε από κοινωνική άποψη.

Μεταξύ του προηγούμενου μοντέλου (επιχειρηματικότητα επιβίωσης) και της νεοφιλελεύθερης προσέγγισης (ισοπεδωτική εφαρμογή των νόμων της αγοράς) χρειάζεται μια πολιτική η οποία θα στηρίζει τις ΜμΕ που μπορούν να στηρίξουν το νέο αναπτυξιακό μοντέλο: αυτό σημαίνει βιώσιμες ΜμΕ που θα αξιοποιούν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, θα είναι εξωστρεφείς, με διάθεση και ικανότητα συνεργασίας και αποτελεσματικής υιοθέτησης καινοτομιών, με κατάρτιση ιδιοκτητών και εργαζομένων.

Για την ανάδυση ενός νέου μοντέλου ΜμΕ χρειάζονται 3 τουλάχιστον προϋποθέσεις:

α) αναπτυξιακή στρατηγική που θέτει κλαδικούς/τομεακούς στόχους και πολιτικές,

β) οριζόντιες πολιτικές για τις ΜμΕ (χρηματοδότηση, θεσμικό πλαίσιο, κατάρτιση, συστάδες επιχειρήσεων, δημιουργία υποστηρικτικού πεδίου / υποστηρικτικών πολιτικών σε τοπικό/περιφερειακό επίπεδο),

γ) ενίσχυση του βαθμού οργάνωσης και συμμέτοχης των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων σε συλλογικές μορφές εκπροσώπησής τους και την ισχυρότερη συμβολή των οργανώσεων εκπροσώπησης των ΜμΕ με στόχο την υποστήριξη των ανωτέρω πολιτικών.

Η νέα αναπτυξιακή στρατηγική που επεξεργάζεται η κυβέρνηση και η οποία σύντομα θα γίνει αντικείμενο κοινωνικού διαλόγου αποτελεί την ευκαιρία αλλά και το κατάλληλο πλαίσιο για να συζητήσουμε το ρόλο των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων από τη σκοπιά του μέλλοντος και τις μορφές μέσα από τις οποίες οι ΜΜΕ θα γίνουν ένας από τους φορείς συνδιαμόρφωσής του.

newsit.gr

Με το φόβο για φέσια… της διπλανής πόρτας θα κοιμούνται χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ελεύθεροι επαγγελματίες, εφόσον ψηφισθεί, ως έχει, το προσχέδιο του νόμου για την εξωδικαστική διευθέτηση χρέους του υπουργείου Οικονομίας.

Σύμφωνα με το draft, που έχει δοθεί σε φορείς για την υποβολή παρατηρήσεων, αν μια -μικρή ή μεγάλη- επιχείρηση ή ελεύθερος επαγγελματίας κριθεί βιώσιμη με διαγραφή χρεών και υπάρξει συναίνεση τουλάχιστον του 60% των πιστωτών της, «κουρεύονται», ισόποσα, όλες οι οφειλές της.

Θεωρητικά, πρόκειται για σωστό μέτρο. Η ζημιά μοιράζεται σε όλους τους πιστωτές, οι οποίοι πληρώνουν τον κίνδυνο που είχαν αναλάβει, στην πράξη, όμως, πρόκειται για ρύθμιση, που ενδέχεται να προκαλέσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που επιχειρεί να αντιμετωπίσει.

Αυτή τη στιγμή, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι ελεύθεροι επαγγελματίες που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα και μπορούν να κάνουν χρήση της εξωδικαστικής διευθέτησης υπολογίζονται σε περίπου 200 χιλιάδες.

Ο αριθμός των επιχειρήσεων, ελεύθερων επαγγελματιών και ιδιοκτητών επαγγελματικών ακινήτων που συναλλάσσονται μαζί τους, είναι πολλαπλάσιος. Όλοι αυτοί κινδυνεύουν να δουν απαιτήσεις τους να διαγράφονται, εγγράφοντας ζημιές αν η διάταξη ψηφιστεί ως έχει.

Ζημιές που ενδέχεται να αποδειχθούν καταλυτικές για το κεφάλαιο κίνησής τους και επομένως τη δυνατότητα απρόσκοπτης λειτουργίας τους.

Το θέμα προκαλεί, ήδη, την αντίδραση της αγοράς που ζητά να καταργηθεί η παραπάνω διάταξη και να επανέλθει ο νομοθέτης στη λογική του νόμου Δένδια για την εξωδικαστική διευθέτηση χρέους.

Ο νόμος Δένδια προβλέπει ότι η διαγραφή χρεών βαρύνει μόνο τους πιστωτές που συναινούν σε αυτή, εξαιρώντας έτσι χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν προμηθευτές προβληματικών επιχειρήσεων.

Άλλωστε, για τις περισσότερες εταιρείες με τζίρο ως 2,5 εκατ. ευρώ οι οφειλές προς τράπεζες και Δημόσιο (ταμεία, εφορία) αποτελούν, συνήθως, πάνω από το 40% των συνολικών τους χρεών.

Αντιδράσεις προκαλούν και άλλες διατάξεις του draft. Η αγορά θεωρεί δυσλειτουργική την ανάθεση σχεδόν του συνόλου της διαδικασίας της εξωδικαστικής διευθέτησης στο θεσμό του διαμεσολαβητή.

Πρόκειται για θεσμό, που έχει δοκιμασθεί στο πρόσφατο παρελθόν (σ.σ καταργήθηκε το 2013) με πενιχρά ως απογοητευτικά αποτελέσματα, σύμφωνα με μεγάλα δικηγορικά γραφεία και ελεγκτικές εταιρείες.

Το draft του σχεδίου νόμου, που δόθηκε σε φορείς, προβλέπει ότι ο διαμεσολαβητής θα αξιολογεί τη βιωσιμότητα της εταιρείας ( σ.σ ανεξαρτήτως μεγέθους) ή του ελεύθερου επαγγελματία και θα εισηγείται το ποσοστό της διαγραφής χρέους, προκειμένου να καταστεί βιώσιμη.

Πρόκειται για μια χρονοβόρο διαδικασία καθώς η επιχείρηση θα πρέπει να καταθέτει στο διαμεσολαβητή λεπτομερή στοιχεία και αυτός βάσει τυποποιημένης φόρμας με στοιχεία όπως τα κέρδη προ φόρων τόκων και αποσβέσεων και η συσχέτισή τους με το καθαρό δανεισμό ή με τα ίδια κεφάλαια να κρίνει αν είναι βιώσιμη.

Αν κριθεί βιώσιμη θα κατατίθεται σχέδιο εξυγίανσης, το οποίο θα πρέπει να έχει τη συναίνεση του 60% των πιστωτών της εταιρείας ή του ελεύθερου επαγγελματία, ενώ αν επιτευχθεί η αναγκαία συναίνεση, οι όποιες αποφάσεις διαγραφής θα βαρύνουν, όπως προαναφέρθηκε το σύνολο των πιστωτών της.

Με δεδομένο ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις μπορούν να κάνουν χρήση του άρθρου 106 του πτωχευτικού κώδικα, η ρύθμιση αφορά, στην πράξη, μόνο στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις καθώς και ελεύθερους επαγγελματίες, που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα.

Πρόκειται για περιπτώσεις που είναι πολύ πιθανόν, σύμφωνα με ελεγκτικές εταιρείες να μην υπάρχουν δημοσιευμένοι ισολογισμοί ή να διαπιστώνεται ακόμη και προβληματική τήρηση βιβλίων. Αν συνυπολογισθεί ότι ακόμη και προβληματικοί όμιλοι, με τζίρο άνω του 1 δισ., δεν δημοσίευαν ισολογισμούς, γίνεται αντιληπτό το μέγεθος του πραγματικού προβλήματος που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι διαμεσολαβητές.

Σύμφωνα με την αγορά, πρέπει να αλλάξει η φιλοσοφία του νόμου και να δοθούν απλοποιημένες λύσεις που να λειτουργούν ως δέλεαρ για όσες μικρές επιχειρήσεις επιδιώκουν να ρυθμίσουν τα χρέη τους και να συνεχίσουν τη λειτουργία τους.

Στην παραπάνω λογική, δικηγορικά γραφεία, ελεγκτικές εταιρείες αλλά και επιχειρήσεις, σημειώνουν ότι το υπουργείο Οικονομίας πρέπει να επιστρέψει στη φιλοσοφία του Νόμου Δένδια.

Ο νόμος προβλέπει ότι η επιχείρηση με τζίρο κάτω από 2,5 εκατ. ευρώ, που επιθυμεί να κάνει εξωδικαστική διευθέτηση χρέους απευθύνεται στην τράπεζα στην οποία χρωστά το μεγαλύτερο ποσό.

Η επιχείρηση καλείται να καταθέσει στοιχεία οικονομικής θέσης και περιουσιακής κατάστασης, βάσει των οποίων η τράπεζα κρίνει τη βιωσιμότητά της.

Εφόσον στη συμφωνία εξυγίανσης συναινέσει το 40% των πιστωτών και ο οφειλέτης είναι συνεπής με την εξυπηρέτηση των υποχρεώσεών του μετά τη ρύθμιση, το Δημόσιο μπορεί να διαγράψει ως και το 100% των προστίμων και προσαυξήσεων που έχουν επιβληθεί επί της αρχικής οφειλής.

fimes.gr

ferriesingreece2

kalimnos

sportpanic03

 

 

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot