Οι Ελληνες ανησυχούν για τις φυσικές καταστροφές, θεωρώντας με διαφορά Νο 1 κίνδυνο τους σεισμούς, αλλά πολλοί δεν έχουν την κατάλληλη προετοιμασία σε περίπτωση φυσικής καταστροφής.
Περισσότεροι από ένας στους τέσσερις (το 26%) δεν μπορούν να σκεφτούν σωστά ούτε έναν αριθμό έκτακτης ανάγκης όπως το 199 της Πυροσβεστικής ή το ευρωπαϊκό 112, ενώ πάνω από τρεις στους τέσσερις (το 77%) δεν έχουν πάρει μέρος ποτέ στη ζωή τους σε κάποια σχετική άσκηση προετοιμασίας, με εξαίρεση τους σεισμούς για τους οποίους γίνονται ασκήσεις στα σχολεία εδώ και χρόνια.
Αυτά προκύπτουν από έρευνα επιστημόνων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ), με επικεφαλής την δρα Κατερίνα Παπαγιαννάκη του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΙΕΠΒΑ), η οποία πραγματοποιήθηκε το 2019 σε πανελλαδικό δείγμα 2.330 ατόμων μέσω της μετεωρολογικής ιστοσελίδας meteo.gr και δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό “Water” (Νερό). Στην έρευνα συμμετείχαν οι ερευνητές του ΕΑΑ Βασιλική Κοτρώνη και Κώστας Λαγουβάρδος, καθώς επίσης οι Μιχάλης Διακάκης και Εμμανουήλ Ανδρεαδάκης του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η μελέτη, που εστιάστηκε στο πώς οι Έλληνες αντιλαμβάνονται τους διάφορους φυσικούς κινδύνους και κατά πόσο είναι προετοιμασμένοι γι’ αυτούς, βρήκε ότι οι μετεωρολογικοί κίνδυνοι (π.χ. πλημμύρες) θεωρούνται λιγότερο επικίνδυνοι και λιγότερο πιθανοί σε σχέση με τους γεωφυσικούς κινδύνους, ιδίως τους σεισμούς. Οι σεισμοί είναι αυτό που οι Έλληνες φοβούνται περισσότερο, ενώ ακολουθούν οι πυρκαγιές και μετά οι πλημμύρες.
Παραδόξως, αν και ο κίνδυνος σεισμού θεωρείται τόσο υψηλός, η προετοιμασία δεν είναι ανάλογη της αντίληψης για την απειλή. Οι λόγοι εντοπίζονται όχι μόνο στο υψηλό κόστος που απαιτείται, αλλά και στην χαμηλή πεποίθηση των ατόμων ότι μπορούν με ατομικές δράσεις να βελτιώσουν την ασφάλειά τους.
Από άποψη πιθανότητας να συμβούν, οι Έλληνες θεωρούν πιθανότερες τις καταιγίδες και έπονται κατά σειρά οι καύσωνες και οι σεισμοί, ενώ πιο πίσω ακολουθούν οι παγετοί, οι πυρκαγιές, οι ξηρασίες και οι πλημμύρες. Οι ηφαιστειακές εκρήξεις θεωρούνται ο λιγότερο πιθανός κίνδυνος από τους Έλληνες.
Χωρίς ασφάλιση δύο στους τρεις
Παρά τους διάχυτους φόβους στην ελληνική κοινωνία, σχεδόν δύο στους τρεις (ποσοστό 64%) δεν έχουν κάνει καμία ασφάλιση της περιουσίας τους έναντι φυσικής καταστροφής. Αλλά και από όσους έχουν κάνει, το 28% έχει υποχρεωθεί στο πλαίσιο λήψης δανείου από τράπεζα, ενώ μόνο ένα 14% των Ελλήνων έχει ασφαλιστεί με δική του πρωτοβουλία.
Οι άνδρες στη χώρα μας ανησυχούν για τις φυσικές καταστροφές λιγότερο από ό,τι οι γυναίκες, ιδίως όσον αφορά τους μετεωρολογικούς κινδύνους (εν μέρει γι’ αυτό επτά στα δέκα θύματα από πλημμύρες στην Ελλάδα είναι άνδρες), ενώ οι ηλικιωμένοι ανησυχούν περισσότερο από τους νεότερους. Επίσης όσοι έχουν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο και εισόδημα ανησυχούν λιγότερο, ενώ αντίθετα όσοι έχουν βιώσει κάποια φυσική καταστροφή μετά ανησυχούν περισσότερο, όπως είναι αναμενόμενο, αλλά και προετοιμάζονται καλύτερα για μια επόμενη. Δυστυχώς, σύμφωνα με τη μελέτη, με το πέρασμα του χρόνου αυτή η εγρήγορση τείνει να εξανεμίζεται.
Μέτριος είναι ο βαθμός εμπιστοσύνης των Ελλήνων απέναντι στις Αρχές ότι έχουν την ικανότητα να προστατεύσουν το κοινό από μια φυσική καταστροφή. Όσον αφορά την εμπιστοσύνη ότι θα υπάρξει έγκαιρη προειδοποίηση για ένα επερχόμενο ακραίο συμβάν, αυτή αφορά πρωτίστως τους καύσωνες και δευτερευόντως τις καταιγίδες και σε πολύ μικρότερο βαθμό άλλους κινδύνους.
Όσον αφορά στους μετεωρολογικούς κινδύνους, οι Έλληνες φαίνεται πως είναι ελλιπώς προετοιμασμένοι. «Οι φυσικοί κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα», τονίζουν οι ερευνητές, «πρέπει να αναδειχθούν ως σημαντικές απειλές, ιδίως με δεδομένες τις δυσοίωνες προβλέψεις για την κλιματική αλλαγή για την περιοχή μας, αναφορικά με τις πλημμύρες, τα φαινόμενα κατολισθήσεων και τις δασικές πυρκαγιές. Αυτό, με τη σειρά του, μπορεί να επηρεάσει θετικά τη δημόσια ατζέντα, όσον αφορά την πρόληψη και προστασία από τέτοιους κινδύνους».
Η κα Κ.Παπαγιαννάκη, ερευνήτρια ΕΛΕ Β’ του ΙΕΠΒΑ/ΕΑΑ, δήλωσε στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ότι «σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, οι πολίτες με αυξημένη ενημέρωση και πρόσβαση σε εξειδικευμένη πληροφορία έχουν και αυξημένη δυνατότητα να ανταποκριθούν στους κινδύνους που σχετίζονται με τα φυσικά φαινόμενα. Οι σύγχρονες εκστρατείες ευαισθητοποίησης οφείλουν να διεγείρουν την ατομική αντίληψη του κινδύνου και να πείσουν τον πολίτη σχετικά με την αποτελεσματικότητα της προληπτικής συμπεριφοράς.»
πηγή kathimerini.gr
Προειδοποίηση Παπαδόπουλου: Το ελληνικό σεισμικό τόξο έχει αποσταθεροποιηθεί
Μετά τον φονικό σεισμό μεγέθους 6,1 ρίχτερ που έπληξε την Αλβανία, ακολούθησε μία ισχυρή σεισμική δόνηση στον θαλάσσιο χώρο ανάμεσα στην Κρήτη και τα Κύθηρα. Από την περασμένη Παρασκευή και σε διάστημα πέντε ημερών, τουλάχιστον 100 σεισμοί μεγέθους από 2 έως 4,5 Ρίχτερ εκδηλώθηκαν νότια της Παλαιοχώρας Χανίων.
Ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος, σεισμολόγος και επιστημονικός συνεργάτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της UNESCO, έχει εκτιμήσει δημοσίως ότι η αθροιστική επίδραση των δύο σεισμών ίσως αποσταθεροποιήσει το σύστημα ρηγμάτων στην περιοχή μας. Μερικές ημέρες αργότερα εξελίχθηκε σεισμική δραστηριότητα στα νότια της Δυτικής Κρήτης με περίπου 100 μετασεισμούς μεγέθους από 2 μέχρι 4,5 Ρίχτερ.
«Tο βράδυ της Τρίτης η δραστηριότητα μετατοπίστηκε στα ανατολική της Κρήτης, με μέτριο σεισμό μεγέθους 5,3 και με, επίσης, σημαντικό εστιακό βάθος. Λίγες ώρες αργότερα έγινε και άλλος σεισμός βάθους περίπου 140 χιλιομέτρων μεγέθους 4,1 Ρίχτερ στον θαλάσσιο χώρο της Κέας. Η γέννηση σειράς σεισμών βάθους στη γενικότερη περιοχή της Κρήτης και του Νοτιοδυτικού Αιγαίου, μάλλον δεν είναι τυχαία», εκτιμά ο κ. Παπαδόπουλος, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Τα Νέα».
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με τον σεισμό στις 27 Νοεμβρίου 2019 -μεγέθους 6,1- η αφρικανική λιθοσφαιρική πλάκα προέλασε από τη Μεσόγειο προς τα βορειοανατολικά και προχώρησε κατά μερικά εκατοστά κάτω από την περιοχή Δ. Κρήτης – Αντικυθήρων. Είναι αρκετά πιθανό ότι αυτή η μετακίνηση αύξησε την πίεση κατά μήκους του ελληνικού σεισμικού τόξου. Η πίεση αυτή προκαλεί τη σεισμική δράση που παρατηρούμε μετά τον ισχυρό σεισμό στις 27/11/2019», σημειώνει.
«Τους σεισμούς δεν πρέπει να τους βλέπουμε ως στατικά φαινόμενα, αλλά με τη ματιά που η ίδια η δυναμική των φαινομένων επιβάλλει. Αυτό διδάσκει η διεθνής έρευνα, αλλά πολλές φορές υπάρχουν αλλελεπιδράσεις μεταξύ των σεισμών. Με αυτή την έννοια θα ήταν ίσως κάπως επιπόλαιο να υποθέσουμε ότι η παρούσα φάση της σεισμικής εξέλιξη, έληξε», προσθέτει
«Το ενδεχόμενο και άλλων σεισμών, έστω και μετρίου μεγέθους, είναι ανοιχτό. Συνεπώς, από την πλευρά της επιστημονικής κοινότητας, απαιτεί πολύ προσκετική παρακολούθηση και αξιολόγηση της εξελισσόμενης σεισμικής δράσης. Ταυτόχρονα απαιτείται συναίνεση στον δημόσιο λόγο, μακριά από κυνδυνολογίες, αλλά κυρίως να θυσιάζεται η επιστημονική ακρίβεια και αξιοπιστία», κατηλήγει ο κ. Παπαδόπουλος
Ανησυχία αλλά και συγκρατημένη αισιοδοξία εκφράζουν οι σεισμολόγοι μία μέρα μετά τον ισχυρό σεισμό που σημειώθηκε χθες Παρασκευή μεσημέρι στην Αττική τρομοκρατώντας τους κατοίκους της πρωτεύουσας που βγήκαν σε δρόμους και πλατείες.
Η Επιτροπή Εκτίμησης Σεισμικού Κινδύνου συνεδρίασε το βράδυ της Παρασκευής στα γραφεία του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) για να εκτιμήσει την κατάσταση. Όπως εκτιμούν οι ειδικοί ο χθεσινός σεισμός ήταν ο κύριος καθώς η μετασεισμική ακολουθία εξελίσσεται ομαλά έχοντας φθίνουσα πορεία. Ο σεισμός, προήλθε κατά πάσα πιθανότητα από το δυτικό άκρο του ρήγματος της Πάρνηθας που δεν είχε ενεργοποιηθεί στο σεισμό του 1999.
Τις 49 φτάνουν οι μετασεισμοί που σημειώθηκαν μέχρι τις 6 το πρωί του Σαββάτου από τον ίδιο εστιακό χώρο του σεισμού στην Μαγούλα.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ καθηγητής Ευθύμιος Λέκκας εμφανίστηκε αρκετά καθησυχαστικός λέγοντας ότι όλα δείχνουν πως η εξέλιξη είναι ομαλή. Τόνισε ότι «με ελάχιστη επιφύλαξη, όλα συντείνουν στο ότι ο χθεσινός ήταν ο κύριος σεισμός».
Την ίδια στιγμή, παλαιότερες έρευνες που δημοσιεύτηκαν, δείχνουν ότι εντός και γύρω από την Αττική υπάρχουν 25 άγνωστα ρήγματα που προκαλούν ανησυχία σε γεωλόγους και σεισμολόγους
Πρόκειται για ρήγματα τα οποία έχουν καταγραφεί μετά τον καταστροφικό σεισμό τον Σεπτέμβριο του 1999 και έχουν εντοπιστεί στον Νότιο Ευβοϊκό, το Πόρτο Ράφτη και τη Νέα Μάκρη, τον Σαρωνικό, τον Κορινθιακό, τη Βόρεια Πάρνηθα και την Κακιά Σκάλα, σύμφωνα με τα Νέα.
Συγκεκριμένα, έχουν καταγραφεί δύο νέα ρήγματα στον υποθαλάσσιο χώρο του Νοτίου Ευβοϊκού, δύο σε Κάρυστο – Πόρτο Ράφτη, τέσσερα στον Σαρωνικό, 4-5 στον Κορινθιακό, 4-5 στη ζώνη της Βόρειας Πάρνηθας, και 4- 5 στη ζώνη της Πάρνηθας – Γερανίων και Κακιάς Σκάλας.
Τα 19 ενεργά ρήγματα
Ο βυθός του Αιγαίου ανάμεσα στη Σκύρο, στη Λέσβο και στον Άγιο Ευστράτιο κρύβει συνολικά 19 μεγάλα ενεργά ρήγματα, μήκους άνω των επτά χιλιομέτρων το καθένα, τα οποία μπορούν να δώσουν ισχυρούς σεισμούς μεγέθους 6,1 έως 7,4 βαθμών, σύμφωνα με τις μελέτες της επιστημονικής ομάδας τον καθηγητή του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών, Δημήτρη Παπανικολάου.
Τα 8 από αυτά τα ρήγματα μπορούν να «δώσουν» σεισμούς, άνω των 7 βαθμών, χωρίς όμως να είναι δυνατό να προσδιορισθεί χρονικά εάν αυτός θα συμβεί σε μερικά χρόνια ή σε δεκάδες χρόνια, σύμφωνα με εκτιμήσεις των ερευνητών, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση πριν από μερικά χρόνια στο περιοδικό «Marine Geology» (Θαλάσσια Γεωλογία).
Σύμφωνα με άλλες έρευνες, και στο βυθό του Αιγαίου υπάρχουν πολλά ρήγματα. Ανάμεσα σε Σαντορίνη και Αμοργό υπάρχουν συνολικά πέντε μεγάλα ρήγματα μήκους άνω των 20 χιλιομέτρων το καθένα, τα οποία μπορούν να δώσουν σεισμούς μεγέθους 6,5 έως 7,3 βαθμών.
Επίσης φαίνεται να υπάρχουν τουλάχιστον 20 υποθαλάσσια ηφαίστεια, αλλά μόνο ο Κολούμπος κοντά στη Σαντορίνη φαίνεται να είναι ενεργός, όπως προκύπτει από παλαιότερες έρευνες ξένων και Ελλήνων γεω-επιστημόνων στην περιοχή.
Τέλος, όσον αφορά τον κίνδυνο για ένα τσουνάμι, οι επιστήμονες εκτιμούν ότι η περιοχή έχει το σεισμικό δυναμικό που χρειάζεται καθώς και πολλά απότομα ασταθή πρανή με μεγάλες μορφολογικές κλίσεις κατά μήκος των ρηξιγενών υποθαλάσσιων κρημνών, που μπορούν να δώσουν τσουνάμι, εφόσον ενεργοποιηθούν, όπως έγινε το 1956 με το μεγαλύτερο τσουνάμι του 20ου αιώνα στη Μεσόγειο.