Η αυτοψία-πραγματογνωμοσύνη της Πυροσβεστικής διήρκησε 36 ημέρες (23 Ιουλίου έως 27 Αυγούστου) για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως η φωτιά ξεκίνησε στις 16:39:54 της 23ης Ιουλίου 2018.
Προκύπτει ο εντοπισμός του σημείου έναρξης και πιθανής αιτίας της πυρκαγιάς, αλλά και ο βασικός ύποπτος, ο 65χρονος κάτοικος στο Νταού Πεντέλης, ο οποίος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που βρήκαν μπροστά τους. Καταγράφονται οι αποστάσεις και οι διαδρομές προς το σημείο έναρξης της πυρκαγιάς και τα αντίξοα… μετεωρολογικά φαινόμενα. Επίσης κάνει μια «απλή» καταγραφή των καμένων εκτάσεων, ζημιών αλλά και… 97 νεκρών, που ήταν τότε, με την ολοκλήρωση της αυτοψίας, ενώ «… υπήρχε μεγάλος αριθμός τραυματιών, ενώ κάηκε αδιευκρίνιστος αριθμός ζώων και πτηνών, οικόσιτων και μη».
«Κίνδυνος επέκτασης της πυρκαγιάς προέκυψε διότι κάηκε δασική έκταση 12.600 στρεμμάτων, ενώ κίνδυνος σε άνθρωπο και κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα προέκυψε, αφού η πυρκαγιά προκάλεσε πολλά θύματα, τραυματίες και εκτεταμένες ζημιές σε περιουσίες» καταλήγει η αυτοψία… 17 σελίδων του Πυροσβεστικού Σώματος, που εμπεριέχεται στις χιλιάδες σελίδες της δικογραφίας, σημαντικό μέρος της οποίας δημοσιοποιεί ο «Ελεύθερος Τύπος».
Ο στύλος δεν… συμμετείχε στη φωτιά
Κατά τη διάρκεια της αυτοψίας οι δύο ανακριτικοί υπάλληλοι του Πυροσβεστικού Σώματος διαπίστωσαν ότι στην οδό Ανδρούτσου ότι στο καθορισμένο σημείο εκδήλωσης της πυρκαγιάς υπήρχε ένα ξύλινος στύλος της ΔΕΔΔΗΕ χωρίς όμως ίχνη καύσης. Κρίθηκε αναγκαίο να εξεταστεί ο στύλος παροχής ηλεκτρικού ρεύματος για να διαπιστωθεί η λειτουργία του και αν είχε τεχνικά προβλήματα.
Ο ηλεκτρολόγος-πραγματογνώμονας στις 17 Αυγούστου διαπίστωσε ότι η εγκατάσταση του φωτισμού πάνω στον στύλο ήταν άθικτη από την πυρκαγιά. Τα ηλεκτροφόρα καλώδια και η μόνωσή τους ήταν επίσης άθικτα ενώ δεν διαπιστώθηκαν ίχνη βραχυκυκλωμάτων «ηλεκτρικών τόξων ή άλλων τεχνικών προβλημάτων» που να εξηγούν την έναρξη και ταχεία εξάπλωση της πυρκαγιάς.
Συμπερασματικά ο πραγματογνώμονας είπε: «… ο ανωτέρω τερματικός στύλος δεν συμμετείχε στην εκδήλωση και εξέλιξη της πυρκαγιάς».
Συνεχίζοντας την έρευνα οι δύο ανακριτικοί υπάλληλοι διαπίστωσαν ότι το σημείο έναρξης της φωτιάς ήταν στα «όρια της χωμάτινης οδού Ανδρούτσου με τον οικοπεδικό χώρο απέναντι από την πλαϊνή αυλόπορτα οικίας επί του αριθμού [...]».
Σε εκείνο το σημείο, οι πραγματογνώμονες γράφουν τι βρήκαν: «… ίχνη έντονης καύσης, με την χαρακτηριστική ύπαρξη λευκής στάχτης σε αυτό, σε πλήρη διαφοροποίηση με τον υπόλοιπο γύρω χώρο όπου κυριαρχούσε το μαύρο χρώμα της καύσης. Παρατηρήσαμε επιπλέον την μεγάλη ποσότητα της λευκής στάχτης, η οποία καταδεικνύει την προγενέστερη παρουσία σωρού καυσίμων υλικών που είχαν καεί και σε συνάρτηση με τα καμένα υπολείμματα ξηρών κλαδιών που βρέθηκαν στο σημείο, αλλά και τον σωρό με τμηματικά καμένα ξηρά κλαδιά πλησίον αυτού, οδηγούμαστε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι ο σωρός αποτελούνταν κυρίως από κομμένα ξηρά κλαδιά και ξηρά χόρτα».
Η αιτία της πυρκαγιάς, σύμφωνα με την αυτοψία, οφείλεται σε αυτή την καύση σωρού από ξερά κλαδιά, με την χρήση γυμνής φλόγας, στην οποία προέβη ο 65χρονος.
Ολονύκτια μάχη για την κατάσβεση της δασικής πυρκαγιάς που βρίσκεται σε εξέλιξη από χθες τα ξημερώματα στη Σιθωνία Χαλκιδικής έδωσαν οι επίγειες δυνάμεις πυρόσβεσης.
Σύμμαχός τους ήταν ο καιρός, καθώς οι άνεμοι τις τελευταίες ώρες είχαν εξασθενήσει.
Σύμφωνα με την Πυροσβεστική, η εικόνα φαίνεται να είναι καλύτερη, ενώ δεν υπήρξε κάποιο νεότερο πύρινο μέτωπο. Με το πρώτο φως της ημέρας αναμένεται να ριχτούν εκ νέου στη μάχη με τις φλόγες τα εναέρια πυροσβεστικά μέσα.
Η κινητοποίηση από την πρώτη στιγμή υπήρξε γιγαντιαία και στην ευρύτερη περιοχή της Σάρτης επιχείρησαν 160 πυροσβέστες με 70 υδροφόρα οχήματα, 73 άτομα πεζοπόρο τμήμα, 35 πυροσβέστες με 29 βοηθητικά οχήματα, από όλη τη Βόρεια Ελλάδα, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο. Ακόμη, στην περιοχή έφτασαν τρία ερπυστριοφόρα του στρατού και στρατιώτες για να συμβάλουν στην κατάσβεση, ενώ επιχείρησαν από αέρος τέσσερα αεροσκάφη CANADAIR, δυο ελικόπτερα μεσαίου τύπου και 1 συντονιστικό ελικόπτερο της Πυροσβεστικής.
Στο έργο της κατάσβεσης και της υποστήριξης της τοπικής κοινότητας συνδράμουν με μέσα η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, ο Δήμος Σιθωνίας, το ΓΕΕΘΑ, η ΕΛΑΣ, το Λιμενικό Σώμα- Ελληνική Ακτοφυλακή και το ΕΚΑΒ.
Η Ελληνική Αστυνομία απέκλεισε την κυκλοφορία των οχημάτων στην Επαρχιακή Οδό Βουρβουρού- Συκιάς, ενώ εξέδωσε ανακοίνωση, καλώντας τους πολίτες και τους οδηγούς, που κινούνται στη Σιθωνία Χαλκιδικής, να μην προσεγγίζουν και να αποφεύγουν την κυκλοφορία στην ευρύτερη περιοχή της Σάρτης, ώστε να διευκολύνεται το έργο των πυροσβεστικών δυνάμεων που επιχειρούν στην περιοχή.

Σε εξέλιξη βρίσκεται η μεγάλη φωτιά που ξέσπασε γύρω στις 5.40 τα ξημερώματα της Πέμπτης στην περιοχή Καβουρότρυπες Σιθωνίας, πάνω από τη Σάρτη της Χαλκιδικής

Νέα στοιχεία από τις καταθέσεις της δικογραφίας για τη φωτιά στο Μάτι φέρνει στο φως ρεπορτάζ του “Ελεύθερου Τύπου” που υπογράφει ο Παναγιώτης Σπυρόπουλος.
Πρόκειται για κομβικό χρονικό διάστημα από τις 17.30 μέχρι τις 18.20 το απόγευμα της «Μαύρης Δευτέρας». Ο αντιπύραρχος διοικητής των Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Ανατολικής Αττικής, ζητά από τον Δήμαρχο Ραφήνας, παρουσία υπαλλήλου της Διεύθυνσης Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας Αττικής, να «διώξει τον κόσμο».
«Διώξ’ τους όλους από εδώ και πέρα, του είπα, κουνώντας χαρακτηριστικά και έντονα τα χέρια μου δείχνοντας του την περιοχή που ήθελα να διώξει τον κόσμο. Του έδειξα με τα χέρια μου την περιοχή που βρισκόταν το Μάτι. Δεν του είπα τη λέξη ‘Μάτι’» υποστηρίζει ο στην πρώτη του κατάθεση. Σημαντικό μέρος αυτής της κατάθεσης επιβεβαιώνεται από τον αναπληρωτή προϊστάμενο του τμήματος διαχείρισης έκτακτων καταστάσεων στην Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας Αττικής.
Όπως αναφέρει ο "Ελεύθερος Τύπος", ο διοικητής των Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Ανατολικής Αττικής στην κατάθεση που έδωσε στις 2 Αυγούστου ανέφερε μεταξύ άλλων: «Όταν έφθασα εκεί η φωτιά ήταν ανεξέλεγκτη, ο κόσμος πανικοβλημένος και ξεκίνησα αμέσως να κάνουμε διασώσεις από σπίτια και να απομακρύνουμε τον κόσμο από το σημείο. Κινούμενος με το όχημά μου επί της οδού Χρυσοστόμου Σμύρνης προς τη Λ. Μαραθώνος, συνάντησα τον υπάλληλο της Διεύθυνσης Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας Αττικής κ. Γιώτη Αναστάσιο, ο οποίος μου είπε τα εξής: ‘Έχω έρθει με την Τσούπρα και είναι πιο κάτω με τον Δήμαρχο Ραφήνας’. Αμέσως συνάντησα επί της οδού Ανεμώνης στο Νέο Βουτζά τον Δήμαρχο Ραφήνας κ. Μπουρνούς παρουσία του κ. Γιώτη και απευθυνόμενος στον Δήμαρχο Ραφήνας τον ρώτησα αν η περιοχή αυτή είναι δική του, εννοώντας την περιοχή του Νέου Βουτζά. Μου απάντησε ναι μέχρι το ρέμα».
Ο κ. Χιώνης υποστήριξε ότι είπε στον κ. Μπουρνούς να διώξει τον κόσμο και έδειξε με τα χέρια του το Μάτι, και συνεχίζει στην κατάθεσή του: «Ο Δήμαρχος δεν μου απάντησε κάτι, έδειξε όμως ότι το κατανόησε και στη συνέχεια πήρε κάποιον τηλέφωνο και συνομίλησε, δεν γνωρίζω με ποιον. Στη συνέχεια και μετά την προτροπή που έκανα στον Δήμαρχο για να διώξει τον κόσμο, έφυγα από το σημείο και συνέχισα το επιχειρησιακό και διασωστικό μου έργο».
«Δήμαρχε, διώξε τον κόσμο»
Όπως αναφέρει ο "Ελεύθερος Τύπος", την ίδια μέρα, στις 2 Αυγούστου, κατέθεσε και ο Αναστάσιος Γιώτης, σχετικά με αυτή τη συνάντηση και τα όσα λέχθηκαν σε αυτή: «Μετά την 18:15 βρισκόμουν με την εντεταλμένη Σύμβουλο Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας Αττικής κ. Τσούπρα Ιωάννα εντός υπηρεσιακού τζιπ, στην άνοδο της οδού Χρυσοστόμου Σμύρνης στην περιοχή Νέου Βουτζά Ραφήνας. Με άφησαν με το υπηρεσιακό τζιπ και μετά από ένα-δύο λεπτά είδαν τον κ. Χιώνη που κατέβαινε, ενώ πίσω του σε απόσταση 100 έως 150 μέτρων καίγονταν σπίτια και σταμάτησε μπροστά μου. Του υπέδειξα που ήταν ο Δήμαρχος Ραφήνας, με τον οποίο εγώ είχα οπτική επαφή και τον κάλεσα με χειρονομία να έρθει κοντά μας, που βρισκόμουν εγώ με τον κ. Χιώνη. Ο Δήμαρχος ρώτησε τον κ. Χιώνη πως είναι η κατάσταση και ο τελευταίος του απάντησε: ‘Είναι χάλια’. Ακολούθως ο κ. Χιώνης ρώτησε τον δήμαρχο: ‘Δήμαρχε η περιοχή εδώ που βρισκόμαστε είναι δικιά σου;’ και ο Δήμαρχος του απάντησε: ‘Μέχρι το ρέμα’. Στη συνέχεια ο κ. Χιώνης του απάντησε: ‘Δήμαρχε πρέπει να φύγει ο κόσμος. Διώξε τον κόσμο’. Όταν έλεγε αυτά ο κ. Χιώνης στον Δήμαρχο Ραφήνας κουνούσε τα χέρια του και έδειχνε την περιοχή του Βουτζά της Ραφήνας με κατεύθυνση τη Ραφήνα».
Ερώτηση: Γνωρίζεις αν η κ. Τσούπρα ενημερώθηκε άμεσα για τη στιχομυθία που είχε ο κ. Χιώνης με τον Δήμαρχο Ραφήνας, όσον αφορά την προτροπή του κ. Χιώνη να διώξει τον κόσμο ο Δήμαρχος;
Απάντηση: Μετά από τρία λεπτά που ήμουν παρόν στη συνομιλία που είχε ο Δήμαρχος με τον κ. Χιώνη, συνάντησα την κ. Τσούπρα επί της οδού Χρ. Σμύρνης και πλησίον της βρισκόταν ο Δήμαρχος Ραφήνας. Της μετέφερα τη στιχομυθία που είχε ο Δήμαρχος με τον κ. Χιώνη λίγο πριν και μου είπε ότι έχει μιλήσει με τον Δήμαρχο για το θέμα. Διευκρινίζω ότι δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω που βρισκόταν η κ. Τσούπρα όταν εγώ μιλούσα με τον Χιώνη και τον Δήμαρχο, λόγω της θέσης του σώματός μου.
Ερώτηση: Μέχρι σήμερα έχεις μιλήσει με την κ. Τσούπρα, αν έχει λάβει γνώση με οιονδήποτε τρόπο αυτά που είπε ο κ. Χιώνης προς τον Δήμαρχο Ραφήνας όσον αφορά την απομάκρυνση του κόσμου;
Απάντηση: Ναι μου είπε ότι έχει γνώση, δεν μου διευκρίνισε πως το έμαθε, καθώς μου είπε ότι οτιδήποτε έχει να πει για το θέμα, θα το πει στον κ. Εισαγγελέα.
Ερώτηση: Έχει να προσθέσεις κάτι άλλο;
Απάντηση: Από την ημέρα της πυρκαγιάς και μέχρι σήμερα έχω πάρα πολλές επικοινωνίες με την κ. Τσούπρα και προσωπικές και τηλεφωνικές και δεν μπορώ να θυμηθώ επακριβώς τον τόπο και τον χρόνο που μου είπε ότι γνωρίζει για τη συνάντηση Χιώνη-Δημάρχου και την στιχομυθία που είχαν σχετικά με την απομάκρυνση του κόσμου.
Η εκκένωση χάθηκε στα… κωλύματα
Στο πλαίσιο της δικαστικής έρευνας κατέθεσε ο αναπληρωτής προϊστάμενος της Αυτοτελούς Διεύθυνσης της Περιφέρειας Αττικής, Ευστράτιος Δαβάκης, ο οποίος περιγράφει τις οδηγίες για την οργανωμένη προληπτική απομάκρυνση πολιτών λόγω δασικών πυρκαγιών.
Ο κ. Δαβάκης μεταξύ άλλων καταθέτει: «Η περιφερειάρχης έχει μεταβιβάσει τη λήψη της απόφασης για την οργανωμένη απομάκρυνση πολιτών στους οικείους αντιπεριφερειάρχες της κάθε περιφερειακής ενότητας. Στην προκειμένη περίπτωση αντιπεριφερειάρχης Ανατολικής Αττικής είναι ο κ. Πέτρος Φιλίππου. Εξ όσων γνωρίζω, στην προκειμένη περίπτωση ο κ. Φιλίππου απουσίαζε και σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος αντιπεριφερειάρχη οι αρμοδιότητές του ασκούνται από τον περιφερειάρχη ή άλλον αντιπεριφερειάρχη που ορίζει ο περιφερειάρχης με πράξη. Εξ όσων γνωρίζω δεν είχε οριστεί κάποιος αντιπεριφερειάρχης».
Ο κ. Δαβάκης δεν έλαβε γνώση αν υπήρχε εισήγηση από τον επικεφαλής αξιωματικό του πυροσβεστικού έργου, για οργανωμένη απομάκρυνση πολιτών, η οποία όμως δεν είναι και δεσμευτική. Παράλληλα, περιέγραψε τους χρόνους ενημέρωσης και εξέλιξης των ενεργειών της Περιφέρειας Αττικής, η οποία ενημερώθηκε για την φωτιά στις 17:00, από τις 18:00 έως 18:19 δέχθηκαν τα αιτήματα για αποστολή μέσων, στις 18:30 έφθασε στην περιοχή η κ. Τσούπρα και ο κ. Γιώτης, ενώ κοντά στις 18:30-19:00 αποφασίστηκε η σύγκληση συντονιστικού οργάνου στις 20:30…
«Θεωρώ ότι, μόνο αν κάποιος είχε καταλάβει στις 17:00 κατά την έναρξη της φωτιάς τι εξέλιξη θα μπορούσε να έχει χωρικά και χρονικά, πράγμα που είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, ενδεχομένως θα μπορούσαν να είχαν γίνει κάποιες ενέργειες για την ενημέρωση και την απομάκρυνση του κόσμου»… «Εκτιμώ ότι η απόφαση της εκκένωσης είναι πολύ δύσκολη γιατί μια λανθασμένη απόφαση μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερες απώλειες από το αν δεν είχε παρθεί η απόφαση αυτή» καταθέτει ο κ. Δαβάκης.
«Δεν έλαβα οδηγία»…
Ο περιφερειακός σύμβουλος και κάτοικος Ραφήνας, Σπυρίδων Πάντζας, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός στην κατάθεσή που έδωσε στις 7 Αυγούστου, για όσα δεν έγιναν και έπρεπε να γίνουν, σύμφωνα με την δική του εκδοχή.
«Κατοικώ στην οδό …… στην Ραφήνα. Περί τις 17:05 ανησύχησα υπερβολικά για την εξέλιξη της και ενημέρωσα την Περ. Σύμβουλο εντεταλμένη της πολ. Προστασίας κ. Τσούπρα η οποία είναι και συνάδελφός μου, περ. Σύμβουλος, για την έλευση της φωτιάς στην Καλλιτεχνούπολη. Αυτό το τηλεφώνημα έγινε στις 17:15 το απόγευμα» καταθέτει ο κ. Πάντζας, ο οποίος είχε κάποιες ακόμη επικοινωνίες με την κ. Τσούπρα στις 17:40 και στις 18:00 όπου τις είπε πως η φωτιά κινείται προς το Ν. Βουτζά και μπορεί να φθάσει στη Λ. Μαραθώνος.
Οι εισαγγελικοί λειτουργοί συνέχισαν την κατάθεση του μάρτυρα με ερωτήσεις σχετικά με τις εντολές απομάκρυνσης των κατοίκων.
Ερώτηση: Σας ζητήθηκε η οργανωμένη απομάκρυνση από την πυροσβεστική ή την αστυνομία που βρισκόταν στο σημείο;
Απάντηση: Δεν έλαβα οδηγία οργανωμένης προληπτικής απομάκρυνσης, απλά μας είπαν να εγκαταλείψουμε το σημείο για να μην καούμε και να μην εμποδίζουμε με τα αυτοκίνητά μας το έργο των πυροσβεστών για την κατάσβεση της φωτιάς ή αν χρειαστεί για τη διάσωση των πολιτών. Μετά από μία ώρα περίπου μάχης με τις φλόγες δηλ. 19:30 με 19:40 είδαμε τα αεροπλάνα της Π.Υ. να κάνουν ρίψεις με πάρα πολύ δυσκολία.
Ερώτηση: Με την κ. Δούρου επικοινωνήσατε αυτές τις μέρες;
Απάντηση: Όχι
Ερώτηση: Την αναζητήσατε;
Απάντηση: Όχι
Ερώτηση: Γιατί;
Απάντηση: Νομίζω την προηγούμενη Τετάρτη (Αύγουστο) συγκάλεσαν οι συντονιστές της παράταξης Δύναμη Ζωής τα μέλη για ενημέρωση για τις πυρκαγιές. Πρόκειται για τον κ. Μπούκα και τον κ. Χρυσικό. Εγώ προσωπικά δεν πήγα επιδεικτικά διότι οι εικόνες που είχα προσωπικά από τα σημεία της φωτιάς στην Ανατολική Αττική με είχαν ενημερώσει από μόνες τους
Πηγή: Ελεύθερος Τύπος
Φωτό: Ευρωκίνηση
Δεκατρείς από τους συνολικά 99 νεκρούς του Μάτι βρήκαν τραγικό θάνατο από πνιγμό και όχι από τη φωτιά σύμφωνα με τους ιατροδικαστές που εξέτασαν τις σορούς. Κατάφεραν και νίκησαν την πυρκαγιά. Ετρεξαν και οι πλάτες τους και ο αυχένας τους καίγονταν από τις φλόγες. Και όμως βρήκαν τραγικό θάνατο όχι από φονική πύρινη λαίλαπα αλλά από τη θάλασσα.
Εμειναν για ώρες να παλεύουν με τα κύματα και τον καπνό, περιμένοντας μάταια μία βοήθεια από τη θάλασσα. Στις χιλιάδες σελίδες των μαρτυρικών καταθέσεων που έχει στη διάθεσή του ο «Ε.Τ.» συγγενείς των θυμάτων που τους είδαν μπροστά στα μάτια τους να χάνονται περιγράφουν το δικό τους εφιάλτη. Για ώρες πάλευε η οικογένεια του ιέρέα Σπυρίδωνα με τα κύματα. Η πάλη αυτή στοίχισε τη ζωή του. Η κόρη του περιγράφει τις βγαλμένες από αρχαία τραγωδία τελευταίες του στιγμές μέσα στα κύματα στα οποία πάλευαν για περισσότερες από τέσσερις ώρες.
«Προσπαθούσα να τον σηκώσω όσο γίνεται πιο ψηλά στην επιφάνεια. Υστερα από λίγο, μου είπε η μητέρα μου πως χάσαμε τον πατέρα και γύρισα, τον είδα και του έκλεισα τα μάτια. Είπα στη μητέρα μου να κρατηθεί από το σώμα του πατέρα μου και συνέχισα να τον κρατώ και να κολυμπώ κόντρα στα κύματα. Τραβούσα τον πατέρα μου από το ράσο και συνεχίζαμε να κολυμπάμε. Η μητέρα μου, μου ζήτησε να την αφήσω να φύγει με το νεκρό πατέρα μου, αλλά της είπα να κρατηθεί από το σώμα του και να ξεκουραστεί και θα τους τραβούσα εγώ».
Οι πρώτοι σοροί ωστόσο είχαν εντοπιστεί πολλές ώρες πριν και συγκεκριμένα στις 19:08, όπως είχε αποκαλύψει και ο «Ε.Τ.» από το ημερολόγιο του κεντρικού Λιμαναρχείου Ραφήνας.
Στον… αέρα
Η παντελής απουσία οποιοδήποτε συντονισμού των κρατικών φορέων αποτυπώνεται τόσο στους χρόνους επιχειρησιακής δράσης -περισσότερες μαρτυρίες αναφέρουν ότι είδαν τις πρώτες ιδιωτικές βάρκες στις 22.30 με 23.00- αλλά και στις αυτενέργειες ή φιλότιμο όπως το χαρακτήρισε σε μια ερώτησή του ο αντιεισαγγελέας Εφετών Ηλίας Ζαγοραίος, το οποίο επέδειξαν άνδρες του Λιμενικού. Σε ερώτησηή του στον αρχιπυραγό, Χρήστο Λαμπρή, ο οποίος ήταν ο πρώτος που είδε τη φωτιά από το ελικόπτερο του Πυροσβεστικού Σώματος ο αντιεισαγγελέας ανέφερε:
«Η φωτιά έχει περάσει για πρώτη φορά στις 18,25. […] Ο κόσμος δε ξέρει πού να πάει. Το λιμάνι της Ραφήνας ξεφορτώνει οχήματα μέχρι στις 19.30 και κανένας δεν έχει ενημερώσει ότι η περιοχή καίγεται. Ο λιμενάρχης Ραφήνας το αντιλαμβάνεται μόνος του και αναλαμβάνει δράση. Ποιος θα συντονίσει όλους αυτούς τους φορείς; Υπάρχει το Ενιαίο Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων. Εκεί ήταν παρόντες οι πάντες. Τους συντόνισαν; Ή έκανε ο καθένας ό,τι ήθελε και ό,τι του έλεγε το φιλότιμό του να προσφέρει; Σας συντόνισε κάποιος;», για να λάβει αρνητική απάντηση.
Χαρακτηριστική είναι και η μαρτυρία του Γιώργου Πηλίδη, ο οποίος εδώ και χρόνια παραθερίζει στο Μάτι. Εμεινε 4 ώρες στη θάλασσα περιμένοντας βοήθεια, αυτός τελικά σώθηκε.
«Φτάνοντας προς τη θάλασσα βρήκαμε ανοικτή δίοδο, στρίψαμε προς τα δεξιά πριν τα βράχια, όπου ένας κύριος και μία κυρία, δεν γνώριζα τα ονόματά τους, μας υπέδειξαν τα σκαλοπάτια για να κατεβούμε προς τη θάλασσα από το οικόπεδο, η φωτιά ήταν πίσω μας, πέφτανε καύτρες, οι οποίες μας έκαψαν στην πλάτη και στον αυχένα, επιπλέον αναπνέαμε με δυσκολία, διότι οι καπνοί ήταν πυκνοί. Αφού μπήκαμε στη θάλασσα παραμείναμε σε αυτή για περίπου τέσσερις ώρες όταν στις 22.30 μας περισυνέλεξαν βάρκες. Μας μετέφεραν στο λιμάνι της Ραφήνας όπου βγήκαμε στις 23.30».
Λιμενάρχης
Σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση του κεντρικού λιμενάρχη Ραφήνας, Δημήτρη Κωσταράκη, ο ίδιος ειδοποιήθηκε από ιδιώτη στις 18.50 για την ύπαρξη εγκλωβισμένων. Ωστόσο σύμφωνα με τις μαρτυρίες όσων επέζησαν, η φωτιά ήταν αντιληπτή σε όλη την περιοχή από τις 18.00, γεννώντας ερωτηματικά γιατί το Λιμενικό Σώμα δεν έστειλε προληπτικά βάρκες για να μεταφέρουν την εικόνα που επικρατεί στις ακτές. Κάτι που είχε πράξει το σώμα στην Κινέτα στέλνοντας το ΠΑΘ 070.
Με τις καιρικές συνθήκες από τις 19.00 στις 23ης Ιουλίου να δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο, όπως περιγράφει στη δική του κατάθεση ο Δημήτρης Μπαλτάκος διοικητής της Μονάδας Υποβρύχιων Αποστολών, «ιδιωτικό σκάφος στο οποίο επέβαινα και εγώ προσέκρουσε σε ξέρα, ανετράπη με αποτέλεσμα την πτώση των επιβατών στη θάλασσα».
Είδε τη γιαγιά της να… πεθαίνει
Μαζί με το σύζυγό της που πάσχει από καρκίνο, την κόρη της και τη μητέρα της φιλοξενούνταν σε σπίτι από την Παρασκευή στο Κόκκινο Λιμανάκι. Στις 18.00 οι καπνοί που πίστευαν αρχικά ότι ήταν από την Κινέτα πύκνωσαν και ξεκίνησαν να νιώθουν τα πρώτα θερμικά φορτία. Τα ουρλιαχτά της κόρης της Περσεφόνης, που φώναζε «θα πεθάνομε θα πεθάνουμε», τους ώθησαν να βγουν έξω και να τρέξουν στο στενό δρομάκι που οδηγεί στη θάλασσα. Με το που έστριψαν στο δρόμο η φωτιά βρέθηκε πίσω τους και τους κυνηγούσε. Κατέβηκαν από τα στενά σκαλάκια και τότε το πουκάμισό της πήρε φωτιά. «Ετρεξα γρήγορα στη θάλασσα ώστε να σβήσω τη φωτιά από πάνω μου χάνοντας τη μητέρα και την κόρη μου. Ενα μαύρο πέπλο καπνού κάλυψε τα πάντα και δεν υπήρχε καθόλου ορατότητα. Φώναζα τα συγγενικά μου πρόσωπα βοηθώντας παράλληλα τον κόσμο που βρισκόταν σε πανικό. Αργά το βράδυ είδα τον άνδρα μου στην Αργυρά Ακτή στο Κόκκινο Λιμανάκι. […] Δεν υπήρχε κανένας εκεί, βρισκόμασταν τελείως μόνοι μας. Η μητέρα μου δεν κάηκε. Η κόρη μου την είχε στην αρχή στην πλάτη της και ύστερα στα χέρια της. Λίγο πριν αρχίσουν τα μεγάλα κύματα, η μητέρα μου της είπε “Εσβησε η φωτιά, πάμε έξω” και έβγαλε αφρούς από το στόμα, της γύρισαν τα μάτια της και πέθανε. Αυτά που είπε η κόρη μου και συνέβησαν το διάστημα που χαθήκαμε στην παραλία».
Ευανθία Σιδέρη, κόρη της Ελένης Σιδέρη
Φώναξε «Θεέ μου, συγχώρεσέ με»
«Στις 18.25, λόγω της επικινδυνότητας, μπήκαμε στο νερό για να βρεχόμαστε και να απομακρυνθούμε όσο το δυνατό γινόταν από τον καπνό. Η αναπνοή μας γινόταν όλο και δυσκολότερη. Φοβούμενη για τον πατέρα του είπα να ξαπλώσει πάνω στο νερό (η θάλασσα ήταν ήρεμη εκεί) και κρατώντας τον κολυμπούσα σε ένα ύφαλο […] Υστερα η μέρα έγινε νύχτα και χάσαμε τελείως την ορατότητά μας. Η θάλασσα άρχισε να αγριεύει. Καλούσαμε για βοήθεια με την ελπίδα ότι κάποιο διασωστικό σκάφος βρίσκεται κοντά. Ο αέρας και η θάλασσα αγρίευε πολύ. Ο καπνός και το νερό μου έκλειναν τα μάτια Προσπαθούσα συνέχεια κολυμπώντας να κρατάω το κεφάλι του πατέρα μου έξω από το νερό. Η μητέρα μου έπινε αρκετό νερό και έβαζε το δάκτυλό της ώστε να προκαλέσει εμετό. Ο πατέρας προσπαθούσε και εκείνος και έφτυνε το νερό. Ενιωσα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν. Τα κύματα ερχόντουσαν από όλες τις κατευθύνσεις και η πορεία του καπνού άλλαζε και δεν μπορούσαμε να προσανατολιστούμε. Ο πατέρας μου έκανε έναν λευκό εμετό και έφτυσε νερό και στη συνέχεια έκανε και κίτρινο εμετό. Υστερα από λίγο σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και φώναξε: “Θεέ μου, συγχώρεσέ με” και ύστερα γύρισε προς τη μητέρα μου και είπε “σας ευχαριστώ για ό,τι κάνατε για μένα και σε όλους…”, σταμάτησε να μιλάει και άρχισε ρόγχο. Προσπαθούσα να τον σηκώσω όσο γίνεται πιο ψηλά στην επιφάνεια. Υστερα από λίγο μου είπε η μητέρα μου πως χάσαμε τον πατέρα και γύρισα, τον είδα και του έκλεισα τα μάτια. Είπα στη μητέρα μου να κρατηθεί από το σώμα του πατέρα μου και συνέχισα να τον κρατώ και να κολυμπώ κόντρα στα κύματα. Τραβούσα τον πατέρα μου από το ράσο και συνεχίζαμε να κολυμπάμε. Η μητέρα μου, μου ζήτησε να την αφήσω να φύγει με το νεκρό πατέρα μου αλλά της είπα να κρατηθεί από το σώμα του και να ξεκουραστεί και θα τους τραβούσα εγώ».
Το αλιευτικό με τους Αιγύπτιους ψαράδες τους μάζεψε και τους πήγε στη Ραφήνα στις 22:50.
Ελένη Παπαποστόλου, κόρη του ιερέα
«Της έβρεχα το κεφαλάκι…»
«Το απόγευμα κατά τις πέντε παρά κάναμε μπάνιο με τη γιαγιά. Από τη θάλασσα είδαμε ένα σύννεφο καπνού. Είπα στη γιαγιά μου ότι αυτό δεν μου αρέσει καθόλου και να φύγουμε», θυμάται η 13χρονη Ειρήνη Τσούτσουρα. «Γυρίσαμε σπίτι. (…) Είχε πολύ καπνό και τρέξαμε στη θάλασσα. Μετά μπήκαμε μέσα μέχρι τη μέση γιατί έπεσε φλεγόμενη η τέντα από το Cavo και μας έκαιγε τα μαλλιά. Η γιαγιά που -ξέρεις- δε βουτάει το κεφάλι της μέσα στη θάλασσα, της το έβρεχα εγώ το κεφαλάκι για να μη καεί. . (…) Οι καπνοί μας έπνιγαν. Καιγόταν το πεύκο έξω κι έπεσε μέσα στην παραλία. . (…) Οταν μας πήρε η θάλασσα ήμασταν μαζί με τη γιαγιά πριν να σουρουπώσει. Κάποια στιγμή δεν έβλεπα το κεφαλάκι της γιαγιάς. Εμεινα μόνη μου. Δεν έβλεπα τίποτα. Ακολουθούσα τη μυρωδιά του καπνού. . (…) Με βρήκαν και με μάζεψαν σε μια μικρή βάρκα μετά σε μια μεγάλη. Δεν ξέρω πού είναι η γιαγιά, κάποια στιγμή δεν την έβλεπα πια».
Εγγονή της Βασιλικής Παλιούρα που χάθηκε στη θάλασσα
«Δεν θα αντέξω μαμά»
Η Αθηνά Μουτάφη έχασε το γιο της και μια φίλη της, ενώ για περίπου 5 ώρες κολυμπούσαν για να σωθούν. «Μετά από δύο ώρες (σ.σ.: στη θάλασσα), η φίλη μου μου είπε “…να πεις στα παιδιά μου ότι τα αγαπώ” και αφού με απομάκρυνε κατέληξε. Οι συνθήκες στη θάλασσα καθ’ όλη τη διάρκεια ήταν δυσμενείς με έντονο κυματισμό και ρεύματα. Μετά από περίπου μία ώρα από το θάνατο της φίλης μου, ο γιος μου άρχισε να παραπονιέται για έντονη δυσφορία, κράμπες και ότι δεν έβλεπε, ενώ κάποιες στιγμές μου έλεγε “δεν θα αντέξω μαμά”, ενώ λίγο αργότερα κατέληξε στα χέρια μου», περιέγραψε.
Η μάρτυρας τέλος, υποστηρίζει ότι «περίπου στις 18.15 που φύγαμε από το σπίτι, η φίλη μου επικοινώνησε με το Δήμο Ραφήνας όπου κάποιος που σήκωσε το τηλέφωνο, πιθανόν υπάλληλος, της είπε: “δεν γνωρίζουμε κάτι, εμείς μαζεύουμε και εγκαταλείπουμε”».
Αθηνά Μουτάφη
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου

ferriesingreece2

kalimnos

sportpanic03

 

 

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot