Δέκα δημοσκοπικά ευρήματα στις έρευνες που πραγματοποίησε κατά διάρκεια του 2017 ξεχωρίζει η εταιρεία Κάπα Research.
Μεταξύ άλλων, στα ευρήματα περιλαμβάνεται η υποχώρηση της διαίρεσης «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», η άρνηση των πολιτών σε περαιτέρω θυσίες, η έλλειψη εμπιστοσύνης σε φορείς και προσωπικότητες της δημόσιας ζωής, αλλά και η διαπίστωση πως ένα εκατομμύριο αναποφάσιστοι κρίνουν την επόμενη εκλογική αναμέτρηση.
1. Υποχωρεί η διαίρεση «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» και το αίτημα για ρήξη με τους πιστωτές – στα χαμηλότερα επίπεδα η ανησυχία για Grexit
Ύστερα από μια μακρά περίοδο εντάσεων και διχασμών γύρω από την ακολουθούμενη πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης, η ελληνική κοινωνία φαίνεται να στρέφει το βλέμμα προς το μέλλον και να αναζητά το νέο μοντέλο ανάπτυξης εντός της ζώνης του Ευρώ με ταυτόχρονη τήρηση των συμφωνηθέντων με τους πιστωτές. Την ίδια περίοδο, μετά και την ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης, υποχωρεί σε ιστορικά χαμηλά η ανησυχία για Grexit.
2. Ωστόσο, δεν μετανιώνουν για την ψήφο τους στο δημοψήφισμα του 2015
Δύο χρόνια μετά τη διεξαγωγή του ελληνικού δημοψηφίσματος τον Ιούλιο του 2015, το 85% των ψηφοφόρων του «Όχι» και το 88,5% των ψηφοφόρων του «Ναι» δήλωσαν ότι σε περίπτωση επανάληψης του δημοψηφίσματος θα ψήφιζαν ό,τι είχαν ψηφίσει και τότε. Από τους υπόλοιπους, οι περισσότεροι θα επέλεγαν την αποχή (10% των ψηφοφόρων του «Όχι» και 8,5% των ψηφοφόρων του «Ναι») ενώ μόλις ένα 3% του «Όχι» και ένα 2% «Ναι» θα πήγαινε να ψηφίσει διαφορετικά.
3. Έλλειψη εμπιστοσύνης σε φορείς και προσωπικότητες της δημόσιας ζωής
4. Αρνητικοί σε περαιτέρω θυσίες: σύγχυση για το ιδανικό μείγμα μέτρων για την ανάπτυξη
Επτά χρόνια δημοσιονομικής προσαρμογής φαίνεται ότι έχουν εξαντλήσει τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας όσον αφορά στις θυσίες που απαιτούνται για την επιστροφή της χώρας σε σταθερή ανάπτυξη. Στο δίλλημα μεταξύ μείωσης συντάξεων/κρατικών δαπανών και αύξησης φόρων/εισφορών, μόλις το 32% παίρνει ξεκάθαρη θέση υπέρ του ενός ή του άλλου μείγματος μέτρων, καθώς σε ποσοστό 66,5% απαντούν «ούτε το ένα, ούτε το άλλο».
5. Ένα εκατομμύριο αναποφάσιστοι κρίνουν την επόμενη εκλογική αναμέτρηση
Ένα εκατομμύριο (1.000.000) είναι οι αναποφάσιστοι για την επόμενη εθνική εκλογική αναμέτρηση. Η πιο ενδιαφέρουσα και δύσκολη ομάδα του εκλογικού σώματος αποτελείται από ψηφοφόρους με χαμηλό εισόδημα και επίπεδο εκπαίδευσης, κυρίως από γυναίκες και ανέργους. Στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε μεταξύ Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου στις 13 περιφέρειες της χώρας, περίπου 1.800 άτομα (το 13,9% του δείγματος) δήλωσαν ότι δεν έχουν αποφασίσει για το κόμμα που θα ψήφιζαν σε περίπτωση εθνικών εκλογών. Ωστόσο, με βάση τις απαντήσεις τους στα επιμέρους ποιοτικά ερωτήματα, οι αναποφάσιστοι δεν είναι μια άβουλη ή «α-πολιτίκ» ομάδα.
Είναι ενημερωμένοι, παρακολουθούν τις εξελίξεις, τοποθετούνται με σαφήνεια και επίγνωση απέναντι στα μεγάλα ζητήματα της χώρας και της εποχής. Η απόφασή τους για το πιο κόμμα θα επιλέξουν, τελικά, θα ληφθεί, το πιθανότερο, αφού προκηρυχθούν οι εκλογές και τεθεί το εκλογικό δίλλημα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η επιλογή θα έχει τον χαρακτήρα της «πιο έξυπνης» και συμφέρουσας, γι’ αυτούς, ψήφου, θα αφορά «στα ευρώ» του νοικοκυριού και όχι «στο Ευρώ» (και την παραμονή στην ΟΝΕ) και θα ληφθεί γύρω από το τραπέζι της κουζίνας, με ισχυρότερους εισηγητές τη γυναίκα ή τον άνεργο της οικογένειας.
6. Ενίσχυση της κεντροαριστεράς – 3η πολιτική δύναμη το Κίνημα Αλλαγής – άνοδος στη δημοτικότητα της Φ. Γεννηματά
Την τελευταία φορά που κόμμα της κεντροαριστεράς κατέλαβε την τρίτη θέση σε εκλογές εθνικής εμβέλειας ήταν τον Ιούνιο του 2012. Η εικόνα ενότητας των κομμάτων του χώρου και η σχετικά μεγάλη συμμετοχή στην εκλογή προέδρου του νέου φορέα προκάλεσαν τη θετική αντίδραση ικανού μέρους της κοινής γνώμης, απέναντι σε μια παράταξη που μετρά τις μεγαλύτερες απώλειες από την αρχή της κρίσης.
7. Ευρεία αποδοχή της επιχειρηματικότητας – εμπιστοσύνη στις ιδιωτικές επιχειρήσεις – αρνητική εικόνα για τους παραδοσιακούς Έλληνες επιχειρηματίες
Το αδιέξοδο στα οικονομικά του κράτους – εμφανές από το 2009 – και η μετέπειτα αδυναμία του να αποτελέσει πυλώνα αντιμετώπισης της κρίσης, έστρεψαν το βλέμμα του δυναμικού μέρους της ελληνικής κοινωνίας στον ιδιωτικό τομέα και την ιδιωτική πρωτοβουλία. Η εμπιστοσύνη στις ιδιωτικές επιχειρήσεις αγγίζει υψηλά για την εποχή επίπεδα και βαίνει ανοδικά, ενώ η έννοια της επιχειρηματικότητας χαίρει σχεδόν καθολικής αποδοχής. Το ίδιο δεν φαίνεται να ισχύει, όμως, για τις παραδοσιακές επιχειρηματικές οικογένειες και τους εκπροσώπους τους.
8. Αναγνώριση της σημασίας των ΗΠΑ ως χώρα-σύμμαχος της Ελλάδας, παρά την ανάληψη της προεδρίας από τον αντιδημοφιλή Ντ. Τραμπ
Η παραδοσιακή τάση αντιαμερικανισμού που διατρέχει την ελληνική κοινωνία κατά το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολίτευσης φαίνεται να «σπάει» με την έκρηξη της οικονομικής κρίσης του 2010 και την ανάδειξη της Γερμανίας ως την πιο αντι-δημοφιλή (ισχυρή) χώρα στην Ελλάδα. Στην ανατροπή αυτή συνέβαλε σημαντικά η θετική απήχηση του Μπ. Ομπάμα στην ελληνική κοινή γνώμη. Το ίδιο δεν ισχύει σήμερα στην περίπτωση του Ντ. Τραμπ, χωρίς, ωστόσο, αυτό να επηρεάζει – προς το παρόν – τη σημασία των ελληνο-αμερικανικών σχέσεων στη συνείδηση των πολιτών, όταν καλούνται να σχολιάσουν την αντιμετώπιση της χώρας από τη διεθνή κοινότητα και την εθνική εξωτερική πολιτική.
9. Αλλαγή στην καταναλωτική-οικονομική συμπεριφορά: χρήση κάρτας και προσεκτική διαχείριση των δαπανών του νοικοκυριού
Η εφαρμογή των capital controls το καλοκαίρι του 2015, εκτός από τις δυσκολίες που προκάλεσε στη ρευστότητα και την εύρυθμη λειτουργία των ελληνικών επιχειρήσεων, συντέλεσε, επίσης, στη μετατόπιση της συμπεριφοράς των Ελλήνων καταναλωτών προς τις συναλλαγές μέσω πιστωτικών/χρεωστικών καρτών και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικής τραπεζικής και, βαθύτερα, σε μια πιο προσεκτική διαχείριση των δαπανών του νοικοκυριού.
10. Η πρώτη – οριακή – πλειοψηφία αισιοδοξίας για το μέλλον της χώρας
Θετική έκπληξη της χρονιάς αποτελεί το γεγονός ότι, έστω και οριακά, αναδύεται η αίσθηση ότι, τελικά, μπορούμε να τα καταφέρουμε.
To Brexit, το προσφυγικό, οι αλλαγές στην ευρωζώνη, η κρίση στις σχέσεις με την Πολωνία, ο σχηματισμός κυβέρνησης στη Γερμανία, αλλά και η προετοιμασία της εξόδου της Ελλάδας από το Μνημόνιο θα είναι τα βασικά ζητήματα που θα απασχολήσουν την Ε.Ε. και την ευρωζώνη το 2018.
Είναι προφανές ότι τα παραπάνω θέματα δεν είναι καθόλου εύκολα ενώ στην πορεία συνήθως προκύπτουν και άλλα ζητήματα, είτε εσωτερικά είτε γεωπολιτικά. Ωστόσο οι προοπτικές είναι καλές, ίσως οι καλύτερες των τελευταίων ετών γιατί αφενός μεν επιταχύνεται η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας και αφετέρου οι Ευρωπαίοι ηγέτες είναι έτοιμοι πολιτικά για σημαντικές αλλαγές, κυρίως στην ευρωζώνη.
Για πρώτη φορά από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και οι 28 χώρες της Ε.Ε. θα εμφανίσουν το 2017 θετικό πρόσημο στο ΑΕΠ. Για πρώτη φορά επίσης η ανεργία επέστρεψε κατά μέσο όρο στα προ κρίσης επίπεδα, ενώ ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρχαν στην Ευρώπη περισσότεροι εργαζόμενοι (235 εκατομμύρια στην Ε.Ε., εκ των οποίων 156 εκατομμύρια στην ευρωζώνη) απ’ όσο σήμερα. Φυσικά, η κατάσταση δεν είναι ίδια σε όλες τις χώρες και κυρίως στην Ελλάδα που υστερεί παντού (κυρίως στην ανάπτυξη και στην απασχόληση).
Σε κάθε περίπτωση, η οικονομική ανάκαμψη δημιουργεί καλό πολιτικό κλίμα, λιγότερη πίεση από τους ακραίους και λαϊκιστές στα λεγόμενα παραδοσιακά κόμματα και ιδανικές συνθήκες για αλλαγές και δύσκολες αποφάσεις.
Σε πολιτικό επίπεδο τρία είναι τα θέματα που θα απασχολήσουν την κοινοτική επικαιρότητα στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2018. Το σημαντικότερο όλων είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης στη Γερμανία, χώρα-βαρόμετρο για οποιαδήποτε εξέλιξη στην Ευρώπη. Μια Γερμανία χωρίς κυβέρνηση σημαίνει Ευρώπη σε στασιμότητα, οπότε είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρξει συμφωνία Μέρκελ-Σουλτς μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2018, ώστε η Ε.Ε. και η ευρωζώνη να μπορέσουν να λάβουν αποφάσεις.
Στα πολιτικά εντάσσεται και το προσφυγικό, όπου είναι απολύτως αναγκαίο να βρεθεί λύση μέχρι τον Ιούνιο σχετικά με την αναθεώρηση του Κανονισμού του Δουβλίνου. Αν δεν βρεθεί λύση, η χώρα μας θα έχει τεράστιο πρόβλημα, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό, ενώ θα καταστεί όμηρος της καλής θέλησης της Τουρκίας. Το Δουβλίνο πρέπει να αλλάξει ώστε να γίνεται καταμερισμός βαρών σε περιόδους κρίσης μεταξύ όλων των χωρών-μελών. Οι Ανατολικοί εξακολουθούν να αρνούνται να παίρνουν πρόσφυγες από τις χώρες της πρώτης γραμμής, ωστόσο δέχονται μεγάλη πίεση από όλους τους υπόλοιπους, κυρίως το γαλλογερμανικό άξονα και τις Βρυξέλλες.
Το τελευταίο πολιτικό πρόβλημα που προέκυψε έχει να κάνει με την Πολωνία, η άκρως εθνικιστική κυβέρνηση της οποίας επιχειρεί να καταλύσει το προπύργιο ενός κράτους δικαίου που είναι η ανεξάρτητη δικαιοσύνη. Η Κομισιόν έκανε κάτι πρωτοφανές αλλά απολύτως αναγκαίο στις 20 Δεκεμβρίου, ενεργοποιώντας το άρθρο 7 της Συνθήκης, το οποίο προβλέπει μέχρι και στέρηση της ψήφου στις κοινοτικές αποφάσεις για τις χώρες που με τις ενέργειές του θέτουν σε κίνδυνο το κράτος δικαίου. Κανένας δεν γνωρίζει πού θα φτάσει αυτή η υπόθεση και πόσο θα το τραβήξουν οι Πολωνοί, οι οποίοι, με βάση την απόφαση της Κομισιόν, θα πρέπει να συμμορφωθούν εντός τριμήνου. Ισως να έχει φτάσει και η ώρα στην Ε.Ε. για ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τις ανατολικές χώρες, οι οποίες, έχοντας ζήσει επί δεκαετίες σε σοβιετικό σύστημα, δεν έχουν καμία δημοκρατική παιδεία και δυστυχώς δεν έκαναν τίποτα τα τελευταία 25 χρόνια για να βελτιωθούν.
Το 2018 είναι έτος-σταθμός και για το Brexit, δεδομένου ότι μέχρι τον Οκτώβριο θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί οι διαπραγματεύσεις για την έξοδο και θα απομένουν στη συνέχεια λίγοι μήνες, ώστε πριν από την επίσημη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε., στις 29 Μαρτίου 2019, να έχει ολοκληρωθεί και η συμφωνία για τη μελλοντική σχέση μεταξύ των δύο πλευρών. Οι μέχρι τώρα εξελίξεις δείχνουν ότι τόσο το Λονδίνο όσο και οι Ευρωπαίοι επιθυμούν μια συντεταγμένη έξοδο και μια συμφωνία για τη μελλοντική σχέση. Αυτό θα είναι ό,τι καλύτερο για τους εργαζόμενους Ευρωπαίους στο Ηνωμένο Βασίλειο και τους Βρετανούς στην Ε.Ε. γιατί θα κατοχυρωθούν τα δικαιώματά τους μετά το «διαζύγιο». Θα είναι καλό και για την ευρωπαϊκή οικονομία γιατί δεν πρόκειται να υπάρξει εμπορικός πόλεμος. Φυσικά το Brexit θα είναι πολύ επώδυνο για τους Βρετανούς και λιγότερο για τους Ευρωπαίους, ωστόσο δική τους ήταν η πολιτική επιλογή της εξόδου, δικές τους και οι συνέπειες αυτής.
Το 2018 θα είναι και έτος Ελλάδας, αφού η χώρα, οκτώ χρόνια μετά το πρώτο Μνημόνιο του 2010, ετοιμάζεται να βγει από τα προγράμματα τον Αύγουστο. Δυστυχώς, τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα εάν δεν είχε μεσολαβήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. τον Ιανουάριο του 2015. Εκείνο που προέχει, σήμερα, είναι η προετοιμασία της εξόδου από το πρόγραμμα, η οποία θα πρέπει πάση θυσία να συνοδεύεται από μια γενναία ελάφρυνση του δημόσιου χρέους – μόνο με ρύθμιση του χρέους θα απελευθερωθεί η οικονομία. Οι αποφάσεις θα ληφθούν μετά τον Ιούνιο και πριν από το τέλος Αυγούστου, ενώ θα έχει μεσολαβήσει και η τέταρτη αξιολόγηση (Μάιος-Ιούνιος).
Η κυβέρνηση δεν έχει να επιδείξει επιτυχίες σε διεκδικήσεις κι αυτό είναι ίσως το πιο αρνητικό στοιχείο. Το θετικό είναι ότι κανένας από τους εταίρους μας δεν θέλει ένα τέταρτο πρόγραμμα διάσωσης για την Ελλάδα, δεν το αντέχουν πολιτικά στο εσωτερικό των χωρών τους, κι αυτό ίσως τους κάνει πιο γενναιόδωρους σε σχέση με το χρέος.