Γυναίκες της θρησκευτικής μειονότητας των Γιαζίντι προκαλούν ανατριχίλα περιγράφοντας την φρίκη της αιχμαλωσίας τους από τους τζιχαντιστές και φωτογραφίζονται από την Ιρακινή φωτορεπόρτερ Seivan Salim για λογαριασμό του πρακτορείου «Metrography».
Περισσότερες από 5.000 γυναίκες πιάστηκαν αιχμάλωτες στην πόλη Σιντζάρ του βορείου Ιράκ τον Αύγουστο του 2014. Πολλές από αυτές ήταν ανήλικες. Υποχρεώθηκαν από τους τζιχαντιστές να δουν την εκτέλεση μελών των οικογενειών τους πριν πουληθούν ως σκλάβες του σεξ. Μερικές από αυτές κατάφεραν να αποδράσουν μεταφέροντας τις προσωπικές ιστορίες τους, γεμάτες βιασμούς, και βασανιστήρια. Κάποιες είναι έγκυες, ως αποτέλεσμα ομαδικών και επαναλαμβανόμενων βιασμών.
Η ιρακινή φωτογράφος επέλεξε να τις ντύσει με νυφικά για την φωτογράφηση, ένα ένδυμα που σε όλον τον κόσμο, ανεξαρτήτως θρησκείας, συμβολίζει την αγνότητα.
Η 18χρονη Αμάλ πιάστηκε αιχμάλωτη στις 3 Αυγούστου το 2014 και έμεινε στα χέρια των βασανιστών της επί 11 μήνες. Περιγράφει πως την χώρισαν από τα άλλα μέλη της οικογένειάς της. »με πήγαν σε μια ομάδα με άλλες 17 γυναίκες. Μας μετέφεραν συνεχώς. Πρώτα στο Ζόμαρ για ένα μήνα μετά στο Κασρομεράμπ όπου μείναμε τρεις μήνες και τελικά στην Χαγιολκάζρα. Εκεί με χώρισαν από τη μητέρα μου. Μετά από έξι μήνες με πήγαν στο Ταλ Αφάρ. Το χειρότερο πράγμα που είδα ήταν οι εκτελέσεις στο Σιντζάρ. Είδα πολλά πτώματα στους δρόμους. Ηταν φρικτό. Το πιο φρικαλέο που θυμάμαι όλους αυτούς τους μήνες ήταν ένα μικρό κορίτσι 12 ετών. Το βίασαν χωρίς έλεος».
Η Πέρλα, 21 ετών, αιχμαλωτίστηκε στις 15 Αυγούστου και κρατήθηκε από τους τζιχαντιστές για 10 μήνες. Η ίδια αφηγείται: «Οταν ήρθε το ISIS, όλοι έφυγαν στα βουνά. Οι τζιχαντιστές οτυς έπιασαν όμως και τους είπαν να μέινουν στο χωριό όπου θα ήταν ασφαλείς. Τους είπαν ότι θα τους απελευθερώσουν. Ειπαν ψέματα. Μας πήγαν στη Συρία με λεωφορείο. Ημουν μαζί με άλλες 100 κοπέλες. Ο άνδρας που με επέλεξε ήταν άγριος. Με χτυπούσε και απειλούσε να με σκοτώσει. Μου είπε ότι θα με στείλει να βρω τους γονείς του που σίγουρα έχουν πεθάνει. Μας πήγε σε ένα αγρόκτημα όπου επί οκτώ μέρες δεν φάγαμε τίποτα. Κατέγραψαν τα ονόματά μας και μας πούλησαν. Κάθε τόσο έπαιρναν 4-5 κορίτσια και τα πουλούσαν.»
Η Πέρλα αφηγείται ότι ο άνθρωπος που την αγόρασε την οδήγησε στην Ράκα (πρωτεύουσα του Ισλαμικού Κράτους) όπου την φυλάκισε σε ένα υπόγειο κελί μαζί με άλλες κοπέλες για 12 μέρες. «Μια μέρα ήρθαν να μας πουλήσουν πάλι. Ηταν πέντε άνδρες. Ενας από αυτούς ήταν Γάλλος. Με ρώτησε αν ξέρω να μαγειρεύω και του είπα όχι. Μου είπε ότι θα μάθω και με πήρε μαζί του. Με πουλησε σε έναν γέρο στη Σαουδική Αραβία που ζούσε με έναν Ιορδανό. Εμεινα στο σπίτι τους. Μου έφεραν φαγητό και μια ισλαμική αμπάγια (ολόσωμο φόρεμα) να φορέσω. Με άφησαν μόνη μου σε ένα ισόγειο δωμάτιο χωρίς να κλειδώσουν την πόρτα. Φόρεσα την αμπάγια και το έβαλα στα πόδια»
Βασάνιζαν 3χρονο κοριτσάκι επειδή δεν μιλούσε αραβικά
Η 28χρονη Ρούμπα αιχμαλωτίστηκε την ίδια μέρα και κρατήθηκε για 10 εφιαλτικούς μήνες. Περιγράφει την φυλάκισή της στη Ράκα, σε ένα μεγάλο δωμάτιο με άλλες 300 γυναίκες, πολλές από τις οποίες είχαν και τα παιδιά τους μαζί τους. Τα παιδιά έτρωγαν μόνο ένα αυγό την ημέρα. Οταν κάποιες προσπάθησαν να δραπετεύσουν μέσα στην νύχτα δένοντας τα ρούχα τους για να φτιάξουν ένα μεγάλο σχοινί', έγιναν αντιληπτές. Η τιμωρία τους ήταν ότι για πολλές μέρες δεν τους έδιναν νερό να πιουν.
Μια μέρα η Ρουμπα οδηγήθηκε σε ένα κτίριο όπου πουλήθηκε σε έναν 40χρονο Σαουδάραβα.«Μου ζήτησε να τον παντρευτώ και όταν αρνήθηκα μου έδειξε τρία αντικείμενα πάνω σε ένα τραπέζι: Ενα μαχαίρι, ένα περίστροφο και ένα σχοινί. Υποσχέθηκε να χρησιμοποιήσει και τα τρία αν αρνηθώ. Αρνήθηκα ξανά και ξανά. Με χτύπησε. Έδειρε και την ανιψιά μου. Ενα μωρό τριών χρονών.» Η Ρουμπα πουλήθηκε σε άλλον άνδρα και οταν αρνήθηκε αν τον παντρευτεί, εκείνος προσπάθησε να την βιάσει. Μετά την πούλησε σε ένα άλλο σπίτι ως υπηρέτρια. Ο νέος «ιδιοκτήτης» της, της ζήτησε να κοιμηθεί μαζί του. Η σύζυγός του τον απείλησε ότι θα τον εγκατέλειπε, αν κοιμόταν με την 28χρονη. Η γυναίκα του ιδοκτήτη ενοχλέιτο που η 3χρονη ανηψιά της Ρούμπα δεν μιλούσε αραβικά: «Της έβαλε πιπέρι στο στόμα, της το έκλεισε και την άφησε κλειδωμένη σε ένα δωμάτιο χωρίς νερό. Την έδερνε τόσο πολύ, που ακόμη φαίνονται οι πληγές στο σώμα της. Δεν με άφηναν να τις αλλάζω τις πάνες επί μια εβδομάδα. Μας έδιναν ελάχιστο φαγητό. Ημασταν σκλάβες. Δεν έπρεπε να τρώμε πολύ».
Παρακαλούσαν να τους βομβαρδίσουν αεροσκάφη
Η 18χρονη Νασίρα που έμεινε αιχμάλωτη επί 11 μήνες στα χέρια των τζιχαντιστών αφηγείται: «Οταν ηρθαν στο χωριό μας προσπάθησαν να μας κάνουν μουσουλμάνους. Κλαίγαμε όλοι, ακόμη και ο πατέρας μου. Μας μετέφεραν στο σχολείο. Μας πήραν όλα τα χρήματα και τα υπάρχοντα. Μάθαμε ότι σκότωσαν τεσσερα φορτηγά γεμάτα άνδρες από το χωριό μας.»
Θυμάται ότι όταν άκουγαν να πετούν πολεμικά αεροσκάφη από πάνω τους, παρακαλούσαν να πέσει μια βόμβα πάνω τους και να πεθάνουν για να γλιτώσουν από τους τζιχαντιστές. Η Νασίρα μαζί με άλλες κοπέλες οδηγήθηκαν στην Ράκα όπου πουλήθηκαν ως σκλάβες. Η ίδια αγοράστηκε από μια σαουδαραβική οικογένεια που την πίεζαν να μάθει το κοράνι. «Ειδα το αποκεφαλισμένο και σταυρωμένο σώμα ενός κούρδου μαχητή. Ηταν φρικτό» καταλήγει.
Η 30χρονη Σιάν κρατήθηκε αιχμάλωτη για 10 μήνες. Βιάστηκε και έμεινε έγκυος. Οταν κατάφερε να δραπετεύσει ήταν στον 8 μήνα της εγκυμοσύνης. Εμεινε στην Τουρκία για δύο μήνες μέχρι αν γεννήσει. Γύρισε πίσω στο βόρειο Ιράκ αλλά δεν μπόρεσε να φέρει και το παιδί μαζί της. Δεν γνωρίζει που βρίσκεται.
thetoc.gr
Το όνομά της είναι Νάντια Μουράντ Μπασί Τάχα... Είναι μόλις 21 ετών, αλλά η ιστορία της συγκλονίζει. Πρόκειται για τη γυναίκα-σύμβολο στον αγώνα κατά του ISIS, μια πρώην σκλάβα των τζιχαντιστών που κατάφερε να δραπετεύσει και σήμερα δίνει τον δικό της αγώνα για να αφυπνίσει συνειδήσεις στα πέρατα του κόσμου, ώστε η παγκόσμια κοινότητα να μην μπορεί να πει... «δεν ήξερα».
Η ψυχή πονάει, το σώμα αιμορραγεί, αλλά η δύναμη της νεαρής «Γεζίντι», όταν περιέγραψε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο τα τρομακτικά βασανιστήρια και τους βιασμούς που υπέστη για τρεις μήνες στα χέρια του ISIS, θυμίζει σε όλους μας ότι ο άνθρωπος μπορεί να αντέξει πολλά...Είναι μια μαρτυρία από την κόλαση. Το βλέμμα της καθρεφτίζει τη μοίρα των ανθρώπων που γλίτωσαν από τον εφιάλτη και τις φρικαλεότητες των τζιχαντιστών, αλλά που προσπαθούν να βρουν και πάλι τον βηματισμό τους στη ζωή.
Η 21χρονη Nάντια Μουράντ Μπασί Τάχα έπεσε θύμα απαγωγής τον Αύγουστο του 2014, όταν μέλη του Ισλαμικού Κράτους εισέβαλαν στο χωριό της στο Ιράκ. Ακολούθησαν η εκτέλεση όλων των ανδρών και η μεταφορά των γυναικόπαιδων στη Μοσούλη, όπου και ανταλλάχθηκαν ως «δώρα» μεταξύ των τρομοκρατών. Λίγες ημέρες αργότερα βασανίστηκε, προσπάθησε να δραπετεύσει, αλλά συνελήφθη. Τελικά, έπειτα από τρεις μήνες, κατάφερε να διαφύγει και πλέον ζει στη Γερμανία. Εκτός από τα ψυχικά τραύματα και τη σωματική ταλαιπωρία που της προκάλεσαν, οι τζιχαντιστές της στέρησαν και αρκετά από τα αδέλφια της, δολοφονώντας τα εν ψυχρώ.
Η Νάντια Μουράντ Μπασί Τάχα ανήκει στην κουρδική εθνοθρησκευτική μειονότητα με ινδοϊρανικές ρίζες των «Γεζίντι», που ζουν στην επαρχία της Νινευή του βορείου Ιράκ, ενώ υπάρχουν και άλλες κοινότητές τους στην Αρμενία, την Τουρκία και τη Συρία.
Η επίθεση
«Είχα την τύχη να γλιτώσω από τις δυνάμεις του ΙSIS μεταξύ των χιλιάδων κοριτσιών που είχαν απαχθεί. Το ΙSIS επιτέθηκε στις 3 Μαρτίου του 2014. Σκότωσαν τους άνδρες και πήραν τα παιδιά. Τους πήραν στα στρατόπεδά τους, στις βάσεις τους στη Μοσούλη, στη Συρία και αλλού, και μας οδήγησαν προς τους πολεμιστές σε διάφορα σημεία» διηγήθηκε η νεαρή στον Προκόπη Παυλόπουλο.
«Κάθε μέρα μας πωλούσαν σε άνδρες του ISIS είτε της Συρίας είτε του Ιράκ. Αν και δεν έμεινα πολύ καιρό, μόλις τρεις μήνες, ωστόσο με πήραν πάνω από δώδεκα αγωνιστές ή πολεμιστές, αντάρτες του Daesh. Πήραν τα αδέλφια μου, σκότωσαν τους συναδέλφους μου, τους συναγωνιστές μου και με κρατούσαν αιχμάλωτη. Πέρασε ένας χρόνος από τότε, αλλά αυτές οι πράξεις συνεχίζονται μέχρι σήμερα, εις βάρος πολλών μειονοτήτων».
Στη σπαρακτική ομιλία της στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών στις 16 Δεκεμβρίου είχε περιγράψει λεπτομερώς τις τρομακτικές εμπειρίες που έζησε στα χέρια των τζιχαντιστών, χαρακτηρίζοντας αυτές τις επιθέσεις εναντίον της κοινότητάς της ως στοχοποιημένη «γενοκτονία».
«Σε ένα κτίριο ήταν χιλιάδες οικογένειες και παιδιά. Ενας από αυτούς ήρθε σε μένα. Ηθελε να με πάρει. Κοιτούσα στο πάτωμα. Είχα πετρώσει. Οταν κοίταξα πάνω, είδα έναν τεράστιο άνδρα. Εμοιαζε με τέρας. Εκλαψα. Φώναξα "είμαι πολύ νέα και είσαι τεράστιος". Με χτύπησε, με κλώτσησε και με έδειρε. Και λίγα λεπτά αργότερα, άλλος ένας άνδρας ήρθε. Κοιτούσα ακόμα στο πάτωμα. Είδα ότι ήταν λίγο μικρότερος. Τον ικέτεψα, τον παρακάλεσα να με πάρει. Φοβόμουν απίστευτα τον πρώτο. Αυτός που με πήρε μου ζήτησε να αλλάξω θρησκεία. Αρνήθηκα. Μου ζήτησε να βγάλω τα ρούχα μου. Με έβαλε σε ένα δωμάτιο με φρουρούς και μετά προχώρησαν στο έγκλημά τους μέχρι που λιποθύμησα».
Είναι ένα δράμα σε εξέλιξη. Θα κρατήσει μήνες ή χρόνια; Πραγματικά δεν ξέρω.
Υπάρχουν στιγμές που νιώθω ότι έτσι θα πάει η υπόλοιπη ζωή μου. Η θάλασσα έχει γίνει νεκροταφείο. Το κείμενο που ακολουθεί είναι βασισμένο σε μαρτυρίες διασωστών από το ανατολικό Αιγαίο
«Τις κραυγές μες τη νύχτα δεν θα τις ξεχάσω ποτέ. Οι νεκροί δεν υποφέρουν πια, τα άψυχα σώματα που επιπλέουν στο νερό είναι γαλήνια. Επικρατεί μια ηρεμία που προκαλεί θλίψη αλλά δεν τρομάζει. Αυτό που δεν αντέχεται είναι οι κραυγές».
«Δεν είχα ποτέ καταλάβει πώς οι άνθρωποι μπορούν να βγάζουν τέτοιες ζωώδεις κραυγές. Είναι τόσο επώδυνο. Ξυπνάω στη μέση της νύχτας αγχωμένος περιμένοντας ν’ ακούσω να με καλούν σε βοήθεια. Μπερδεύω το φύσημα του ανέμου με τις μισοπνιγμένες ανάσες των παιδιών και των νεαρών κοριτσιών. Δεν περίμενα ότι θα υπήρχαν τόσες γυναίκες, τόσα παιδιά, νήπια στην ηλικία του γιου μου».
«Τους αγκαλιάζεις, τους τραβάς έξω από το νερό νομίζοντας ότι ζουν ακόμα, σε ξεγελούν οι σπασμοί του σώματος. Λίγο αργότερα βλέπεις πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα πια, κρατάς στα χέρια σου ένα άψυχο σώμα. Ένα ακόμα».
«Δεν έχεις χρόνο να σκεφθείς, να στενοχωρηθείς, να κλάψεις. Έκλαψα μόνο την πρώτη φορά όταν κράτησα στα χέρια μου ένα κοριτσάκι που έκλαιγε σπαραχτικά γιατί είχε μόλις δει να ανασύρουν τη μάνα του, μια νέα, όμορφη γυναίκα, νεκρή. Το έσφιξα στην αγκαλιά μου κι έκλαψα μαζί του. Είναι όλα τόσο παράλογα, τόσο λάθος».
«Παλιότερα δεν τους συμπαθούσα τους μετανάστες. Τους έβλεπα εδώ στο νησί χωρισμένους σε μικρές και μεγάλες ομάδες καθισμένους γύρω από σόμπες να γελούν, να ακούν ραδιόφωνο, να παίζουν ζάρια – κι ένιωθα θυμό. Νέοι άντρες, δυνατοί κι αντί να μείνουν στην πατρίδα τους να δουλέψουν, να βρουν μια λύση στα βάσανά τους, μαζεύονταν όλοι εδώ, δημιουργώντας τόσα προβλήματα. Τώρα ο τρόπος που σκέφτομαι έχει αλλάξει. Τους βλέπω με άλλο μάτι. Αυτοί είναι πρόσφυγες βέβαια, κυνηγημένοι άνθρωποι. Καταλαβαίνω ότι για να φτάσει ένας πατέρας και μια μάνα να περάσουν τα παιδιά τους από τέτοιες δοκιμασίες, δεν έχουν άλλη επιλογή. Σκέψου, λέω στον εαυτό μου, τι κόλαση ζούσαν οι άνθρωποι στις πατρίδες τους για να αποφασίσουν να παίξουν τη ζωή τους κορώνα-γράμματα».
«Μπερδεύω το φύσημα του ανέμου με τις μισοπνιγμένες ανάσες των παιδιών και των νεαρών κοριτσιών. Δεν περίμενα ότι θα υπήρχαν τόσες γυναίκες, τόσα παιδιά, νήπια στην ηλικία του γιου μου»
«Τους λαθρέμπορους αν μπορούσα θα τους σκότωνα. Βαρύ αυτό που λέω, αλλά πες μου εσύ ποια τιμωρία βρίσκεις κατάλληλη γι’ αυτά τα τέρατα. Το ν’ αφήνεις κάποιον να πεθάνει για τα λεφτά, είναι ότι χειρότερο μπορώ να σκεφθώ, χειρότερο από το να τον σκοτώνεις γιατί έχεις διαφορές πολιτικές ή θρησκευτικές. Σημαίνει ότι δεν έχεις ψυχή ανθρώπου, είσαι κτήνος».
«Κάθε μέρα έχουμε πνιγμένους, κάθε μέρα. Τα ψυγεία στο νοσοκομείο είναι γεμάτα σώματα. Έχουν τελειώσει οι σάκοι που βάζουμε τα πτώματα, καταλαβαίνεις; Δυο δυο τους στοιβάζουν τώρα. Κάποιοι δεν νοιάζονται, επειδή οι νεκροί είναι μουσουλμάνοι. Εμένα με νοιάζει. Τους κλείνω τα μάτια, καθαρίζω τους αφρούς που βγαίνουν από το στόμα τους. Κι εύχομαι πραγματικά να βρουν γαλήνη, να τους πάρει δίπλα του ο Αλλάχ στον παράδεισο που ονειρεύονται».
«Είναι ένα δράμα σε εξέλιξη. Θα κρατήσει μήνες ή χρόνια; Πραγματικά δεν ξέρω. Υπάρχουν στιγμές που νιώθω ότι έτσι θα πάει η υπόλοιπη ζωή μου. Η θάλασσα έχει γίνει νεκροταφείο. Περνάς με το καραβάκι απ΄ τη Λέρο στη Σάμο και βλέπεις να επιπλέουν αντικείμενα, βαλίτσες, ρούχα. Οι ακτές έχουν γεμίσει παπούτσια κάθε μεγέθους. Δράμα σου λέω, ζούμε ένα δράμα».
«Κάποιοι κρατιούνται μακριά. Κάποιοι ενδιαφέρονται μόνο για τον τουρισμό, ψιθυρίζουν: τι θα γίνει το Πάσχα και το καλοκαίρι; Θα έρθουν τα γιοτ από την Τουρκία και την Ιταλία; Οι πρόσφυγες μάς διώχνουν τους τουρίστες».
«Κάποιοι άλλοι βοηθούν όσο μπορούν. Μαγειρεύουν για τα συσσίτια, συγκεντρώνουν φάρμακα και ρούχα. Κανείς δεν μένει ανεπηρέαστος, δεν γίνεται. Υπάρχουν κι όλοι αυτοί οι ξένοι, οι αποστολές που βοηθάνε: Βρετανοί, Αμερικάνοι, Δανοί, Φιλανδοί. Έχουν σώσει χιλιάδες ψυχές οι ξένοι από βέβαιο θάνατο, κάποιοι δουλεύουν ακούραστα πρωί και βράδυ».
«Αν δεν είχα τη γυναίκα μου, θα είχα τρελαθεί. Περπατάμε και κουβεντιάζουμε για αυτά που ζω, σαν ψυχοθεραπεία. Είναι το στήριγμά μου. Τις προάλλες έπινα καφέ στο λιμάνι κι ήρθε ένας Σύριος με δυο παιδάκια και με αγκάλιαζαν, με ευχαριστούσαν. Ήταν από τους τυχερούς, από αυτούς που σώθηκαν – με θυμήθηκαν από το βράδυ που τους μετέφερα στο νοσοκομείο. Συγκινήθηκα. Σκέφτηκα τότε πως αξίζει τον κόπο. Σκέφτηκα πως όλα αντέχονται αν ξέρεις πως βοηθάς πραγματικά, πως η παρουσία σου έχει σημασία. Όλα αντέχονται – ακόμα κι οι κραυγές μέσα στη νύχτα».
Εύα Στάμου protagon.gr
Η γαλλική αστυνομία έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα έκκληση για μαρτυρίες, συνοδευόμενη από φωτογραφία, για την ταυτοποίηση ενός τρίτου δράστη μίας από τις επιθέσεις που διαπράχθηκαν στις 13 Νοεμβρίου στο Σταντ ντε Φρανς.
Οι ερευνητές ανακοίνωσαν την Παρασκευή ότι ο καμικάζι αυτός, ο οποίος ανατινάχθηκε κοντά στην πύλη «H» του σταδίου, είχε καταγραφεί στις 3 Οκτωβρίου στη Λέρο, ταυτόχρονα με έναν άλλο καμικάζι, η φωτογραφία του οποίου έχει ήδη δοθεί στη δημοσιότητα από την γαλλική αστυνομία, αλλά δεν έχει ακόμη αναγνωριστεί η ταυτότητά του, αναφέρει το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Μόνο ένας από τους τρεις δράστες των επιθέσεων στην περιοχή του Σταντ ντε Φρανς έχει αναγνωριστεί: πρόκειται για τον Μπιλάλ Χάντφι, έναν Γάλλο 20 ετών, που κατοικούσε στο Βέλγιο.
Σύμφωνα με πηγή των ερευνών, κατά την καταγραφή του στην Ελλάδα μεταξύ των υπολοίπων προσφύγων και μεταναστών, ο άνδρας τον οποίο αφορά η νέα έκκληση της γαλλικής αστυνομίας, είχε παρουσιαθεί με συριακό διαβατήριο με το όνομα Μοχάμαντ αλ-Μαχμόντ.
Αυτός και ο άλλος καμικάζι, ο οποίος ανατινάχθηκε στην πύλη D κατά τη διάρκεια του φιλικού ποδοσφαιρικού αγώνα Γαλλίας-Γερμανίας, στη συνέχεια πήραν μαζί το πλοίο με προορισμό το λιμάνι του Πειραιά στις 8 Οκτωβρίου. Ακολουθώντας τον δρόμο των προσφύγων, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της γαλλικής αστυνομίας, πήραν τον δρόμο της Σερβίας, μεταδίδει το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν πως η Γαλλία θα στείλει ενισχύσεις (αντρες της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας) στην Ελλάδα.
ΕΘΝΟΣ