Με μόλις μία σταγόνα αίμα οι επιστήμονες θα είναι ικανοί να υπολογίζουν με πόση ταχύτητα γερνάει το σώμα ενός ανθρώπου και κατ' επέκταση πόσο αυξημένος είναι ο κίνδυνος για πρόωρη εκδήλωση γεροντικής άνοιας και Αλτσχάιμερ.
Τη δυνατότητα αυτή δίνει ένα νέο γενετικό-αιματολογικό τεστ, το οποίο ανέπτυξαν ύστερα από επτά χρόνια έρευνας επιστήμονες από το βρετανικό King's College, το σουηδικό ινστιτούτο Καρολίνσκα και το αμερικανικό πανεπιστήμιο Duke. Το τεστ, που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και για άλλες παθήσεις λόγω γήρανσης, μετρά τη ζωτικότητα ορισμένων γονιδίων-κλειδιών και εκτιμά τη διαφορά μεταξύ χρονολογικής και βιολογικής ηλικίας.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Ιατρικής Τζέιμς Τίμονς του King's College, ανέλυσαν, τόσο στο αίμα όσο και στον εγκέφαλο, τον βαθμό που είναι ενεργά στους 65χρονους μια σειρά από γονίδια, συγκριτικά με τη δραστηριότητα των ίδιων γονιδίων σε 25χρονους ανθρώπους. Οσο πιο δραστήρια είναι 150 γονίδια-κλειδιά στα άτομα της τρίτης ηλικίας, τόσο απομακρύνεται η πιθανότητα άνοιας. Ετσι, το τεστ είναι σε θέση να διακρίνει σε πρώιμο στάδιο τα άτομα που κινδυνεύουν από νευροεκφυλιστικές παθήσεις λόγω προχωρημένης βιολογικής ηλικίας του εγκεφάλου, παρόλο που ακόμη δεν έχουν εμφανιστεί τα σχετικά συμπτώματα.
Τεστ
«Οι περισσότεροι άνθρωποι αποδέχονται πως όλοι οι 60χρονοι δεν είναι ίδιοι, όμως έως τώρα δεν υπήρχε αξιόπιστο τεστ που να αποκαλύπτει τη βιολογική ηλικία σε αντιδιαστολή με τη χρονολογική, την ηλικία γέννησης. Η ανακάλυψή μας παρέχει την πρώτη αξιόπιστη μοριακή ''υπογραφή'' της βιολογικής ηλικίας στους ανθρώπους και θα πρέπει να αξιοποιηθεί προκειμένου να μεταμορφώσει τον τρόπο που η ηλικία χρησιμοποιείται για να λαμβάνονται ιατρικές αποφάσεις, καθώς επίσης για να εντοπίζει όσους κινδυνεύουν περισσότερο από Αλτσχάιμερ» δήλωσε ο Τίμονς.
Οσο πιο έγκαιρα γίνεται η διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ, τόσο μεγαλύτερες είναι οι ελπίδες για πιο αποτελεσματική επιβράδυνσή της. Εξάλλου, αν και δεν υπάρχουν φάρμακα που να σταματούν την άνοια, δοκιμές έχουν αποδείξει ότι φάρμακα που δίνονται στα πρώτα στάδια της ασθένειας την επιβραδύνουν σημαντικά.
Επιπλέον, σύμφωνα με τους ερευνητές, το τεστ θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για να γίνεται μια εκτίμηση σχετικά με τη «νεανικότητα» των οργάνων των δωρητών που προορίζονται για μεταμόσχευση και συνεπώς κατά πόσο υπάρχει κίνδυνος αποτυχίας τους.
ethnos.gr
Τον ευεργετικό ρόλο του μαγνησίου στον οργανισμό μας κατέγραψε τελευταία έρευνα που έγινε από επιστήμονες του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.
Σύμφωνα με αυτή, η πρόσληψη μαγνησίου μειώνει το κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη έως και 33%, ενώ -όπως φαίνεται- καταπολεμά την κατάθλιψη και τις ημικρανίες.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η έλλειψη μαγνησίου από τον οργανισμό μας εκδηλώνεται με μια σειρά συμπτωμάτων όπως είναι η υπέρταση, το αίσθημα της ατονίας, τα προβλήματα στον ύπνο και η τάση για έμετο. Ενώ, όπως τονίζουν, έντονα είναι και τα συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους.
Οι επιστήμονες συμβουλεύουν να έχουμε μια ισορροπημένη διατροφή και να προσέξουμε, ώστε ο οργανισμός μας να λαμβάνει το απαραίτητο μαγνήσιο σε καθημερινή βάση όπως και τις υπόλοιπες βιταμίνες και ιχνοστοιχεία.
Πηγές μαγνησίου αποτελούν τα αμύγδαλα, τα φιστίκια και τα κάσιους από του ξηρούς καρπούς ενώ, από τα λαχανικά καλό θα είναι να συμπεριλάβουμε στη διατροφή μας το σπανάκι, το αβοκάντο και τα μαύρα φασόλια. Τέλος, από τους υδατάνθρακες ιδανικοί είναι τα δημητριακά, το ψωμί, οι πατάτες και το ρύζι ενώ στις πρωτεΐνες το βρίσκουμε στο γιαούρτι και στο γάλα σόγιας.
Επιστήμονες στη Βρετανία ανέπτυξαν για πρώτη φορά ένα τεστ, το οποίο μπορεί να προβλέψει ποιές ασθενείς που είχαν υποβληθεί σε θεραπεία για καρκίνο του μαστού, θα εμφανίσουν υποτροπή, περίπου οκτώ μήνες προτού οι όγκοι επανεμφανισθούν και γίνουν ορατοί στα μηχανήματα απεικόνισης του νοσοκομείου.
Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Ερευνών για τον Καρκίνο (ICR) του Λονδίνου και του Ιδρύματος Royal Marsden, με επικεφαλής τον ειδικό στην μοριακή ογκολογία δρα Νίκολας Τέρνερ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό "Science Translational Medicine", δήλωσαν ότι το τεστ αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για την έγκαιρη χρήση «υγρών» βιοψιών (και όχι βιοψιών σε ανεπτυγμένους πλέον συμπαγείς όγκους), πράγμα που θα βοηθήσει καθοριστικά στην παρακολούθηση και θεραπεία της νόσου.Επιπλέον, οι ασθενείς θα απαλλαγούν από την ανάγκη για τη διενέργεια των επεμβατικών βιοψιών.
Το νέο τεστ αναλύει τα δείγματα αίματος και εντοπίζει έγκαιρα τις τυχόν μεταλλάξεις στο DNA των καρκινικών κυττάρων, που μπορεί να αποβούν μοιραίες για την καρκινοπαθή, έτσι ώστε να προσαρμοσθεί ανάλογα η θεραπευτική αγωγή. Όσο νωρίτερα γίνεται η διάγνωση της υποτροπής, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να αποφευχθεί μέσω έγκαιρης χημειοθεραπείας η εξάπλωση (μετάσταση) του καρκίνου, οπότε η αντιμετώπισή του θα γίνει πιο δύσκολη.Οι ερευνητές δοκίμασαν το τεστ λαμβάνοντας δείγματα συμπαγών όγκων και αίματος από 55 καρκινοπαθείς με νόσο αρχικού σταδίου, που είχαν κάνει χημειοθεραπεία μετά την χειρουργική αφαίρεση του καρκίνου του μαστού και οι οποίες είχαν δυνητικά θεραπευθεί.Το τεστ απεδείχθη ικανό να προβλέψει με αρκετά μεγάλη ακρίβεια ποιά ασθενής θα εμφάνιζε υποτροπή (12 από τις 15 που τελικά υποτροπίασαν μεταξύ των 55), κατά μέσο όρο 7,9 μήνες πριν γίνουν και πάλι ορατοί οι όγκοι.
Η ανίχνευση του υποτροπιάσαντος καρκίνου είναι εφικτή σε όλα τα όργανα του σώματος εκτός του εγκεφάλου (αυτό συνέβη στις υπόλοιπες τρεις γυναίκες από τις 15 που υποτροπίασαν). Υπήρξε και μία περίπτωση ψευδώς θετικού αποτελέσματος, δηλαδή ανιχνεύθηκε υποτροπή, χωρίς όμως αυτό να έχει συμβεί στην πραγματικότητα.Το τεστ -το κόστος του οποίου παραμένει άγνωστο- μπορεί να εφαρμοσθεί σε όλες τις επί μέρους κατηγορίες καρκίνου του μαστού. Οι βρετανοί γιατροί δήλωσαν πάντως ότι θα χρειασθούν λίγα χρόνια ακόμη, εωσότου το τεστ κριθεί έτοιμο για χρήση ρουτίνας στα νοσοκομεία.
Του χρόνου θα ξεκινήσουν μεγαλύτερες κλινικές δοκιμές σε καρκινοπαθείς.Περίπου το 95% των γυναικών διαγιγνώσκονται με καρκίνο του μαστού στο αρχικό μη μεταστατικό στάδιο της νόσου, πράγμα που αυξάνει τις πιθανότητες θεραπείας τους.Το πρωτοποριακό τεστ, το οποίο μπορεί να σώσει πολλές ζωές, είναι σε θέση να ανιχνεύσει μικρούς αριθμούς καρκινικών κυττάρων που έχουν εμφανίσει αντίσταση στην αντικαρκινική θεραπεία. Η διάγνωση γίνεται με την ανίχνευση του καρκινικού DNA στο αίμα της ασθενούς.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Οι άνθρωποι που είναι γενετικά επιρρεπείς σε χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας (ΣΚΠ), σύμφωνα με μια νέα μεγάλη μελέτη.
Τα ευρήματα, που βασίστηκαν στο προφίλ DNA από δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους ευρωπαϊκής καταγωγής, έρχονται να προσθέσουν στους ήδη υπάρχοντες επιστημονικούς ισχυρισμούς ότι η συγκεκριμένη βιταμίνη παίζει ρόλο στην ΣΚΠ.
Η “ταυτότητα” της βιταμίνης D
-Είναι σημαντική για υγιή οστά
-Ο οργανισμός μας την παράγει όταν είμαστε εκτεθειμένοι στον ήλιο, αλλά ορισμένες μορφές βιταμίνης D προέρχονται από τη διατροφή μας
-Καλές διατροφικές πηγές της βιταμίνης D είναι τα λιπαρά ψάρια, τα αυγά, τα εμπλουτισμένα δημητριακά (για το πρωινό) και οι εμπλουτισμένα λιπαρές ουσίες για επάλειψη (βούτυρα, τυριά κλπ)
-Μερικοί άνθρωποι, όπως οι ηλικιωμένοι, οι έγκυες και θηλάζουσες γυναίκες, τα μωρά, τα παιδιά ηλικίας κάτω των πέντε ετών και εκείνοι που δεν εκτίθενται αρκετά στον ήλιο, έχουν μειωμένη βιταμίνη D στον οργανισμό τους και χρειάζονται συμπληρώματα.
Τι έδειξαν οι έρευνες
Έρευνες σε όλο τον κόσμο δείχνουν ότι η ΣΚΠ εμφανίζεται συχνότερα σε ανθρώπους που κατοικούν σε κράτη με λιγότερη ηλιοφάνεια . Αλλά δεν είναι σαφές εάν η σχέση αυτή είναι αιτιώδης, ή υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες στην εξήγηση του φαινομένου.
Για να κατανοήσουν καλύτερα αυτήν τη σύνδεση, ερευνητές στο πανεπιστήμιο McGill στον Καναδά συνέκριναν την συχνότητα εμφάνισης της ΣΚΠ σε μια μεγάλη ομάδα Ευρωπαίων πολιτών με και χωρίς γενετική προδιάθεση για χαμηλή βιταμίνη D.
Αυτό το είδος γενετικής ποικιλομορφίας είναι αρκετά τυχαίο και έτσι η υπόθεση είναι ότι η κάθε επιστημονική σύνδεση που βρέθηκε, πρέπει να είναι και αρκετά αξιόπιστη.
Τα ευρήματα της έρευνας, η οποία δημοσιεύθηκε στην έγκυρση επιστημονική επιθεώρηση PLoS Medicine, έδειξε ότι τα άτομα με χαμηλότερα επίπεδα στο αίμα τους από έναν δείκτη της βιταμίνης D, λόγω γενετικής προδιάθεσης, είχαν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να έχουν ΣΚΠ από ό,τι τα άτομα χωρίς αυτά τα γονίδια.
Η δρ Susan Kohlhaas, από την MS Society, είπε: “Υπάρχουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα γύρω από το τι προκαλεί την ΣΚΠ, και έτσι αυτή η μεγάλης κλίμακας μελέτη κλίμακα είναι ένα συναρπαστικό βήμα για την καλύτερη κατανόηση σχετικά με την πολύπλοκη φύση των γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων που συμβάλλουν στην ΣΚΠ”.
http://www.bbc.com