Γιορτάζουμε σήμερα 18 Δεκεμβρίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Σεβαστιανού.
Ο Άγιος Σεβαστιανός γεννήθηκε στα Μεδιόλανα της Ιταλίας, το 250 με 256 μ.Χ. Οι γονείς του τον ανέθρεψαν με μεγάλη χριστιανική επιμέλεια. Καθώς προερχόταν από γένος διακεκριμένο, είλκυσε την εύνοια του αυτοκράτορα Καρίνου, που γρήγορα τον ανέδειξε σαν στρατιωτικό. Έπειτα, ο Διοκλητιανός τον έκανε αρχηγό του πρώτου συντάγματος των πραιτοριανών.
Η φιλάνθρωπη ψυχή του Σεβαστιανού, από τη θέση αυτή που κατείχε, πολλές φορές υπήρξε προστάτης των φτωχών και των άρρωστων χριστιανών. Πρόθυμα επίσης, βοηθούσε στις ανάγκες της Ρωμαϊκής Εκκλησίας.
Γι'αυτό και ο πάπας Γάϊος του απένειμε τον τίτλο του υπερασπιστή της Εκκλησίας.
Την περίοδο που άρχισε ο διωγμός κατά των χριστιανών, συνελήφθη μια ομάδα χριστιανών. Ο Σεβαστιανός, προκειμένου να τους εμψυχώσει την ώρα που αυτοί δικάζονταν, δήλωσε ότι είναι χριστιανός.
Ο Διοκλητιανός διέταξε το θάνατό του. Και ο Σεβαστιανός δεν άργησε να πέσει κάτω, τρυπημένος στο στήθος από βέλος. Το σώμα του πήρε κάποια ευσεβής χήρα, η Λουκίνα. Προς έκπληξή της διαπίστωσε όμως, ότι ανέπνεε ακόμα.
Αφού τον περιποιήθηκε, μετά από λίγες ήμερες ο Σεβαστιανός ανέκτησε τις δυνάμεις του. Αλλά και πάλι επεδίωξε και συνάντησε το Διοκλητιανό και τον ήλεγξε για τη σκληρότητά του. Τότε αυτός διέταξε και τον μαστίγωσαν μέχρι θανάτου. Έτσι, ο Σεβαστιανός, παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο.
Εύχομαι χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!
Ανάλυση ονόματος:
ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ: (από την λέξη σεβαστός) = ο αξιοσέβαστος.
Ξεχωριστά θα είναι τα φετινά Χριστούγεννα καθώς έπειτα από 38 ολόκληρα χρόνια θα εορταστούν υπό το φως της πανσελήνου.
Σύμφωνα με τη NASA, η τελευταία φορά που η γέννηση του Θεανθρώπου εορτάστηκε με ολόγιομο φεγγάρι ήταν το 1977, ενώ δεν πρόκειται να ξανασυμβεί μέχρι το 2034.
Η χρονιά που φεύγει σημαδεύτηκε άλλωστε από αρκετά εντυπωσιακά σεληνιακά φαινόμενα, με αποκορύφωμα τη σούπερ Σελήνη στις 20 Μαρτίου, όταν το φεγγάρι πλησίασε πολύ τη Γη (στο λεγόμενο περίγειο), κάτι που όμως λόγω της Νέας Σελήνης δεν ήταν ορατό, και απλώς "μπλόκαρε" σχεδόν τον μισό Ήλιο προκαλώντας μερική έκλειψη.
Μια μέρα, ένας πτωχός με πολυμελή οικογένεια κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του Αγίου Σπυρίδωνα. Πλησίασε τον άγιο και με δάκρυα του ζήτησε ένα δάνειο. Το ήθελε για να πληρώσει κάποιο χρέος του σ' ένα πλούσιο, που απειλούσε να του πωλήσει το σπίτι του. Πού να βρει όμως ο άγιος ένα τόσο μεγάλο ποσό;
Στον πόνο που του δημιουργούσαν τα πικρά δάκρυα του πτωχού, που από τη θλίψη σπάραζε, ο στοργικός επίσκοπος καταστενοχωρημένος άρχισε να βηματίζει. Ξάφνου εκεί μπροστά του, πήρε το μάτι του ένα φίδι να σέρνεται μέσα στην πρασινάδα. Σαν αστραπή πέρασε από τον νου του το ραβδί του Ααρών, που στο παλάτι του Φαραώ τ' αφήκε να πέσει στη γη κι έγινε φίδι. «Ας ήταν, Κύριε, το φίδι αυτό να γινόταν χρυσάφι για τον πτωχό αυτόν οικογενειάρχη, είπε σιγανά. Ναί, Κύριε. Άς γινόταν χρυσάφι, για να βοηθηθεί το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα σου», ξανάπε και σήκωσε το χέρι. Το φίδι σταμάτησε. Κι ο άγιος έσκυψε και το πήρε. Στό χέρι του το σιχαμερό ερπετό μεταμορφώθηκε κι άστραψε τώρα χρυσαφένιο. O πτωχός γεμάτος χαρά πήρε το χρυσάφι κι έτρεξε και το 'δωκε ενέχυρο στον πλούσιο δανειστή.
Όταν αργότερα με τη βοήθεια του Θεού πλήρωσε το χρέος του, ο δανειστής του επέστρεψε το χρυσαφένιο ενέχυρο. Κι ο πτωχός το πήρε και με δάκρυα ευγνωμοσύνης το γύρισε στον άγιο. Αυτός, αφού το έλαβε στα χέρια, έστρεψε τα μάτια στον ουρανό, δόξασε τον Θεό για την άπειρη φιλανθρωπία του κι ύστερα το έριξε στη γη. Και ώ του θαύματος! Το χρυσάφι έγινε και πάλι φίδι κι έφυγε από μπροστά τους.
Κάποια άλλη φορά ο Άγιος Σπυρίδωνας, ύστερα από μακρινή οδοιπορία για διδαχή του λαού του μπήκε κουρασμένος στο σπίτι ενός από τους πιστούς του, για να ξεκουραστεί. Στο άκουσμα της είδησης κόσμος πολύς από τα γειτονικά σπίτια στην αρχή κι έπειτα από όλη την κοινότητα έτρεξαν να τον συναντήσουν και να πάρουν την ευλογία του. Ανάμεσα στα πλήθη ήταν και μια αμαρτωλή γυναίκα, που ήρθε κι αυτή να δει τον άγιο. Κάποια στιγμή μάλιστα έπεσε και κάτω, για να ασπασθεί τα πόδια του. Με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος ο άγιος, σαν την κοίταξε, γνώρισε αμέσως την αμαρτία της. Χωρίς να τον ακούσει κανένας, με τρόπο γλυκύ και ταπεινό, ψιθύρισε στη γυναίκα: «Κυρά μου, μη με εγγίσεις». Εκείνη όμως επέμενε. Και τότε ο άγιος με αυστηρότητα φανέρωσε μπροστά σε όλους την αμαρτία της. Η γυναίκα θαύμασε και με συντριβή καρδιάς έσκυψε κι άρχισε με δάκρυα να ζητά το έλεος του Θεού. Μπροστά στη μετάνοια της ο στοργικός πατέρας της είπε με συγκίνηση τα λόγια εκείνα, που κάποτε ο ίδιος ο Κύριος απηύθυνε σε μια τέτοια αμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. ἀφέωνται σοι αἳ ἁμαρτίαι». Πήγαινε στο καλό και πρόσεχε μελλοντικά. Με τον τρόπο του ο άγιος βοήθησε την αμαρτωλή εκείνη γυναίκα να μετανοήσει. Αλλά κι έδωκε ένα μάθημα σε όλους. Μόνο η μετάνοια η ειλικρινής ξεπλένει την ψυχή και αποκαθιστά τον άνθρωπο στη θέση την τιμητική, να είναι παιδί του Θεού.
Μια βραδιά, την ώρα που όλοι ησύχαζαν, μερικοί κλέφτες μπήκαν στη μάνδρα, που ήσαν τα πρόβατα που έτρεφε ο άγιος για τις ανάγκες των πτωχών του, για να κλέψουν μερικά. Ξεχώρισαν αυτά που ήθελαν και δοκίμασαν να φύγουν. Άδικα, όμως, προσπαθούν να κινηθούν προς την έξοδο. Τα πόδια και τα χέρια τους δέθηκαν αόρατα από Εκείνο, που όλα τα βλέπει και τα παρακολουθεί. Όλο το βράδυ άγρυπνοι αγωνίζονταν χωρίς να κατορθώσουν αυτό που ήθελαν. Όταν ξημέρωσε και πήγε ο άγιος στη μάνδρα και τους είδε σε κείνα τα χάλια, τους σπλαχνίστηκε. Τους μίλησε με καλοσύνη και τους συνέστησε να μην επαναλάβουν αυτή την πράξη. Κι εκείνοι ντροπιασμένοι και καταστενοχωρημένοι του το υποσχέθηκαν. Τους έλυσε τα δεσμά, με τα οποία ήσαν δεμένοι, τους ευλόγησε και τους απέλυσε. Την ώρα, που έφευγαν, τους έδωσε κι ένα κριάρι για «τον κόπο της αγρυπνίας».
dogma.gr