Δίκη για μάτι: Μία ακόμη συγκλονιστική σκηνή αναβιώνει στα δικαστήρια της πρώην σχολής Ευελπίδων.

Η Zoe Maria Holohan που κατέθεσε με διερμηνέα, είπε σε όλους τους τόνους πως κανείς δεν βρέθηκε να τους ενημερώσει και να τους βοηθήσει εκείνες τις ώρες, ενώ ξεκαθάρισε πως το ελληνικό κράτος έκτοτε δεν έχει επικοινωνήσει μαζί της.

Το ζευγάρι το πρωινό εκείνης της ημέρας απολάμβανε τις διακοπές του χωρίς να μπορεί να φανταστεί τι θα ερχόταν τις επόμενες ώρες.«Είχαμε παντρευτεί μόλις 4 ημέρες. Κολυμπήσαμε και ο συζυγός μου πήρε τηλέφωνο τη μητέρα του γιατί είχε τα γενέθλιά της. Ήταν η τελευταία του κλήση. Της είπε ότι την αγαπούσε. Κάναμε έρωτα για τελευταία φορά και κοιμηθήκαμε» είπε η μάρτυρας.

 

Όταν ξύπνησε όμως την περίμενε ο εφιάλτης, αφού ο Μπράιαν, ο σύζυγο της της φώναζε να κατέβει στο ισόγειο του σπιτιού πανικόβλητος.«Καθόταν στην πόρτα είχε πιάσει φωτιά ο κήπος. Ήταν σοκαρισμένος και κοίταζε προς τα έξω. Η φωτιά ήταν μεγάλη. Γρήγορα έκλεισε τις πόρτες και μου είπε να κλείσω και την άλλη πόρτα. Έτρεξα και είδα ότι και ο πίσω κήπος είχε πιάσει φωτιά. Συνειδητοποιήσουμε ότι πρέπει να τρέξουμε γρήγορα. Πηδήξαμε στο αυτοκίνητο και προσπαθήσαμε να ανοίξουμε την καγκελόπορτα. Τότε καταλάβαμε ότι είχε κοπεί το ρεύμα. Θυμάμαι ότι η ιδιοκτήτρια μας είχε πει ότι εάν το ρεύμα κοπεί, υπήρχε ένα ειδικό κλειδί για να ανοίξει καγκελόπορτα. Το κλειδί δεν δούλευε. Ξοδέψαμε πολύ χρήσιμα λεπτά προσπαθώντας να ανοίξουμε την καγκελόπορτα» περιέγραψε.

Το διάστημα που πάλευαν να ανοίξουν την καγκελόπορτα η φωτιά άρχισε να τους κυκλώνει γύρω από το αυτοκίνητο. «Με βοήθησε ο Μπράιαν να πηδήξω τα κάγκελα. Όταν πήδηξα, πονούσε το γόνατο μου, δεν είχα χρόνο να το σκεφτώ. Πήδηξε και ο Μπράιαν τα κάγκελα κι εκεί καταλάβαμε ότι παντού είχε φωτιά. Γύρισα στον Μπράιαν και του ζήτησα να μου υποσχεθεί ότι και οι δύο θα είμαστε καλά. Μου υποσχέθηκε….» είπε με δάκρυα στα μάτια συμπληρώνοντας ότι δεν μπόρεσε να κρατήσει την υπόσχεση του.

«Τρέχαμε! Ήταν πολύ δύσκολο να δούμε μπροστά μας, είχε πολύ καπνό. Δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε τα μάτια μας καιγόντουσαν. Δεν βλέπαμε σωστά. Τρέχαμε και πήγαμε δεξιά….ήμασταν μόλις μιάμιση ημέρα και πηγαίναμε προς τη θάλασσα, αλλά δεν γνωρίζαμε προς τα πού τρέχαμε. Συναντήσαμε κάποιες γυναίκες σαν να έρχονταν από τη θάλασσα. Μας είπαν να μην πάμε προς εκεί» ανέφερε η μάρτυρας που δευτερόλεπτα αργότερα συνειδητοποίησε ότι το μακρύ φόρεμα της είχε πάρει φωτιά και πόνος στα πόδια της που καιγόντουσαν ήταν αφόρητος.

«Ο Μπράιαν έσβησε τη φωτιά με τα χέρια του. Έπρεπε να συνεχίσουμε να τρέχουμε. Είχα μακριά μαλλιά, είχαν πιάσει φωτιά και το φορεμά μου και τα χέρια μου, το πρόσωπό μου. Φθάσαμε στον δρόμο και είδαμε 4- 5 παιδιά. Δεν υπήρχε κανένας ενήλικας ήταν μόνα τους. Τα πήραμε στην αγκαλιά μας και συνεχίσαμε να τρέχουμε. Από το πουθενά εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο. Υπήρχε ένας ενήλικας. Βάλαμε τα παιδιά στο αυτοκίνητο αλλά δεν υπήρχε χώρος για εμάς. Είπα στον οδηγό να ανοίξει το πορτ μπαγκαζ. Μπήκαμε αλλά ήμασταν πολύ μεγάλοι.

 
Το αυτοκίνητο ανέβαινε σε ανηφόρα….οι φλόγες μας έφταναν. Το χέρι μου είχε κολλήσει στο καπό, είχα πιάσει φωτιά. Και όλο το σώμα μου. Έπιασε η φωτιά και τα ρούχα του Μπράιαν. Το αυτοκίνητο ξαφνικά συγκρούστηκε σε ένα δέντρο και το δέντρο έπεσε πάνω σε εμάς στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Ο Μπράιαν άρχισε να φωνάζει δεν μπορούσα να τον κρατήσω. Έπεσε από το αυτοκίνητο. Μέσα στη φωτιά…» είπε συγκλονισμένη που ξαναβίωνε τις στιγμές αυτές.

«Γιατί;» ήταν τα τελευταία λόγια του συζύγου της κι εκείνη ήξερε από εκείνο το λεπτό πως τον έχει χάσει. «Καθόμουν στο πορτ μπαγκάζ κι αισθάνθηκα ότι ήταν το φέρετρο μου. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω αυτόν τον πόνο. Το πρόσωπο μου άρχισε να λιώνει και καθόμουν και περίμενα τον θάνατο».

 

 

Δίκη για μάτι: «Ένιωθα σαν να με μαγειρεύουν»

 

Η σωτηρία της ήρθε αργότερα όταν την εντόπισε ένας πυροσβέστης και την έβγαλε από το αυτοκίνητο. «Το πρόσωπο μου άρχισε να λιώνει. Ο πυροσβέστης με έβαλε σε ένα όχημα. Μου μιλούσε για να με ηρεμήσει. Κοίταξα το χέρι μου. Τα δάχτυλα μου είχαν μπει προς τα μέσα και έβγαινε το δέρμα. Φαινόταν σαν σκελετός… Δεν έβλεπα από το ένα μάτι. Φαντάστηκα πώς θα φαινόταν το καμένο πρόσωπό μου. Κατάλαβα ότι το φόρεμά μου καιγόταν ακόμα και τα παπούτσια μου καιγόντουσαν. Αισθανομουν λες και με μαγείρευαν…τους ζήτησα να μου βγάλουν τα ρούχα. Δυστυχώς η γυναίκα που ήταν κοντά μου δεν καταλάβαινε. Μου έδωσε νερό. Έκανα το σήμα του ψαλιδιού, κατάλαβε και μου έκοψε τα ρούχα. Όταν τα έβγαζε, έβγαινε και το δέρμα. Φορούσα σανδάλια και υπήρχε ένα σήμα. Αυτό είναι ακόμη στο πόδι μου. Κατάλαβα ότι είχα καεί παντού και ήμουν σχεδόν γυμνή» είπε.

Η μάρτυρας υποστήριξε πως όσο εκείνη φώναζε και ζητούσε βοήθεια μέσα στο ασθενοφόρο έκλαιγε και κάποιοι γελούσαν.

«Έκλαιγα και γελούσαν… Κάποιος μου είπε να σκάσω και σταμάτησα. Όταν έφτασα στο νοσοκομείο καταλαβα ότι πολύς κόσμος έχει καεί. Όλοι φώναζαν. Κι έκλαιγαν. Μύριζε καμένη σάρκα παντού. Με πήγαν σε άλλο νοσοκομείο λόγω της ιδιωτικής ασφάλισης που είχα. Έβλεπα το πρόσωπό μου που ήταν καμένο. Δεν μπορουσα να δω από το ένα μάτι. Τώρα μπορω να δω. Παρέμεινα για μεγάλο χρονικό διάστημα εκεί. Δεν μου έδιναν ιδιαίτερη σημασία. Περίμενα να πεθάνω.

Αισθανόμουν ότι όλο το σώμα μου τρωγόταν και δεν μπορούσα να κινηθώ. Ήρθε μια γυναίκα από ιρλανδική πρεσβεία. Η Μαριάννα. Της είπα ότι είδα τον σύζυγό μου να πεθαίνει αλλά δεν το πίστευα. Μου υποσχέθηκε ότι θα ρωτούσε. Με είχαν ξεχάσει οι γιατροί γιατί ήμουν πίσω από την κουρτίνα. Δεν είχα καθόλου περίθαλψη στον Ευαγγελισμό. Είχαν βράσει τα χέρια και να τα πόδια μου νόμιζα ότι θα μου έκοβαν το χέρι και υπήρχε δέρμα που κρεμόταν» ανέφερε η μάρτυρας που την επόμενη ημέρα ξύπνησε στην εντατική, άνω τρεις ημέρες αργότερα έμαθε από τον αδελφό της ότι βρέθηκε το πτώμα του συζύγου της.

«Παρέμεινα στο νοσοκομείο ένα μήνα. Κάθε δυο τρεις μέρες έκαναν χειρουργεία για να σώσω το πρόσωπό μου, το στήθος, τα χέρια μου και τα πόδια μου. Πίστευα ότι δεν θα ξαναπερπατούσα» είπε η μάρτυρας που μέχρι σήμερα δεν μπορεί να εργαστεί στην προηγούμενη εργασία της ενώ αντιμετωπίζει αρκετά προβλήματα υγείας και σωματικά και ψυχικά.

https://eleftherostypos.gr/ellada/diki-gia-mati-echase-ton-syzygo-tis-4-imeres-meta-ton-gamo-tous-to-prosopo-mou-archise-na-lionei-enoiotha-na-me-mageirevoun

Συγκλονιστικές ιστορίες ανθρώπων που σώθηκαν από την πύρινη λαίλαπα στο Μάτι έχοντας χάσει με σκληρό τρόπο οικείους τους, άκουσε και σήμερα το Τριμελές Πλημμελειοδικείο που δικάζει την τραγωδία με τους 103 νεκρούς.
Μαρτυρίες σαν της Ελένης Παπαστόλου που βρέθηκε τέσσερις ώρες στην θάλασσα με τη μητέρα και τον ιερέα πατέρα της, τη σορό του οποίου -καθώς αυτός δεν τα κατάφερε μέσα στην θαλασοταραχή- κουβάλησε μαζί της δεμένη από το ράσο «για να μην χαθεί ο πατέρας μου». Ή σαν αυτή της Μαρίας Τσέκου που έχασε το σύζυγο και πατέρα των δύο παιδιών της όταν εκείνος «έμεινε πίσω» προσπαθώντας να βοηθήσει γείτονά τους με κινητικά προβλήματα. Άνθρωποι που έχασαν γονείς, χωρίς να μπορούν να κατανοήσουν ακόμη πως έγινε όλο αυτό.

Η κ. Παπαστόλου περιέγραψε ότι με τους γονείς της βρέθηκαν επί τέσσερις ώρες στην θάλασσα, όπου κατέφυγαν όταν εγκλωβίστηκαν από το ασύλληπτο μποτιλιάρισμα των αυτοκινήτων το Μάτι. Η μάρτυρας δεν παρέλειψε στην αρχή της κατάθεσής της να «δώσει τη δική της απάντηση» σε εκείνους που εν μέσω της φρικτής τραγωδίας έλεγαν πως οι άνθρωποι που χτυπήθηκαν από τη φωτιά «ήταν καταπατητές». Όπως είπε: «Ακούστηκε ότι είμαστε καταπατητές. Για μένα έχει σημασία, είναι σαν να μας προσβάλλουν. Κλείνουμε έναν αιώνα στο Μάτι. Ο προ- παππούς μου είχε αγοράσει ένα αγροτεμάχιο εκεί με συμβόλαια. Όλα νόμιμα».

Στην κατάθεσή της η μάρτυρας περιέγραψε σκηνές που κανέναν δεν άφησαν ασυγκίνητο μέσα στην αίθουσα: «Ήμασταν στο έλεος. Δεν χωριστήκαμε, καταφέραμε και μείναμε εκεί και οι τρεις μας. Οι γονείς μου προσεύχονταν. Καθίσαμε περίπου μια ώρα από τότε που μπήκαμε στο νερό, να παλεύουμε. Είδα τον πατέρα μου να κάνει εμετούς.

Σήκωσε τα χέρια και ζήτησε συγχώρεση από το θεό... κατάλαβε. Ένας ρόγχος και μετά εξέπνευσε. Έκανα την κίνηση να του κλείσω τα μάτια. Τον γυρίζω ανάποδα. Φορούσε το ράσο. Δένω το ράσο με τη μάνα μου και της λέω να κρατηθεί από εμένα, θα πηγαίναμε κόντρα στα κύματα. Πώς βρήκε τη δύναμη; Μου είπε “συνέχισε”. Δεν θα τον αφήναμε… Δεν υπήρχε καμία βοήθεια. Κολυμπούσαμε. Η μητέρα μου από τη μια μεριά εγώ από την άλλη και ο πατέρας στη μέση. “Μαμά ένας νεκρός” είπε ένα παιδάκι δίπλα μας για τον πατέρα μου. Η μάνα μου έλεγε “παιδί μου άφησε μας, άφησε με να πάω με τον πατέρα σου”. Κρύωνε.

Της είπα “αν σε αφήσω θα πνιγώ”. Κάποια στιγμή είδαμε τα φώτα της Ραφήνας... Φτάσαμε κοντά σε μια βάρκα. Να είναι καλά οι άνθρωποι αυτοί! Έτσι μπόρεσαν κάποιοι να σωθούν. Η “Αγία 'Αννα”, το καΐκι μας έσωσε. Εποχιακοί ψαράδες, αυτά τα παιδιά μάζεψαν κόσμο από τη θάλασσα. Σηκώσανε τον πατέρα μου του έκαναν τις πρώτες βοήθειες. Η μητέρα μου σπαρτάραγε, είχε σπασμούς. Μας έφεραν κουβέρτες και νερά. Φτάσαμε στο λιμάνι της Ραφήνας, μας πήραν το ονόματά μας, ο πατέρας μου ήταν τυλιγμένος σε μια κουβέρτα. Ένας Αιγύπτιος έκανε την προσευχή του, σεβάστηκε το νεκρό.

Δεν υπήρχε όμως κανείς να τον παραλάβει. Δεν μπορούσε να γίνει η παραλαβή, ο καπετάνιος ήθελε να φύγει κινδύνευαν και άλλοι. Κάποια στιγμή ήρθε ένα αγροτικό… Το κράτος πού ήταν, δεν ξέρω… Δε μπόρεσα να αποχαιρετήσω τον πατέρα μου, να του πω αυτά που ήθελα, να τον χαϊδέψω. Τον κράτησαν πέντε - έξι ώρες, κάνανε πλειστηριασμό τα γραφεία τελετών. Ούτε σε ψυγείο, ούτε σε σάκο. Όλη την εβδομάδα περιμέναμε να μας πουν. Μια τον πήγαιναν στο Σχιστό μια στο Γουδί. Πηγαινοφέρνανε και τις σορούς εκτός ψυγείου; “Δώστε τον μας, να τον θάψουμε” τους λέγανε. Μας απαντούσαν ότι χρειάζεται ταυτοποίηση. Μα εμείς τον παραδώσαμε. Ο αδελφός μου έδωσε DNA».

Η μάρτυρας τόνισε: «Εκείνη την ημέρα δεν δούλεψε τίποτα. Όλοι όσοι είχαν το συντονισμό δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους. Έχω εναποθέσει όλες μου τις ελπίδες στη κρίση σας».

Η σύζυγος του Βίκτωρα Τσέκου, Μαρία Τσέκου, περιέγραψε το χαμό του συζύγου της ο οποίος μετά από είκοσι ημέρες νοσηλείας εξέπνευσε στον «Ευαγγελισμό» με εγκαύματα 85% εξωτερικά και 25% εσωτερικά.

«Αποφασίσαμε να φύγουμε, λόγω της κάπνας με το σύζυγό μου. Να συναντηθούμε στη Ραφήνα. Εγώ με την κόρη μας και πίσω μας έρχονταν ο σύζυγος. Στη διαδρομή τον παίρναμε τηλέφωνο αλλά δεν απαντούσε. Μάθαμε ότι τον πήγαν στον “Ευαγγελισμό”. Είχε 85% εξωτερικά εγκαύματα και 25% εσωτερικά. Πήγαμε. Τι να σας πω τώρα; Ήταν καμένος. Μάθαμε από μια γειτόνισσα ότι είχε βοηθήσει έναν ανάπηρο γείτονά μας και τη γυναίκα του. Είκοσι ημέρες νοσηλεύτηκε. Δεν μπορώ αυτή την ημέρα να την ξεχάσω όσο ζω» ανέφερε η μάρτυρας.

Τα παιδιά του θύματος Χρυσάνθη και Γιώργος τόνισαν στις καταθέσεις τους πως ακόμη δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί αφέθηκε ο κόσμος να καεί. «Ο προβληματισμός μου είναι ότι την ίδια μέρα, τον ίδιο χρόνο με ίδιες συνθήκες με την Κινέττα και εκεί λειτούργησαν τόσο καλά. Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη όντως με τον αέρα. Αλλά σε μια περιοχή δίπλα στην Αθήνα δεν πέρασε κάποιος να ενημερώσει;» είπε ο Γ. Τσέκος.

Για την απώλεια της μητέρα του κατέθεσε ο Εμμανουήλ Πατελάρος, λέγοντας ότι αυτό συνέβη δύο δρόμους μακριά από το σπίτι της το οποίο άφησε προσπαθώντας να σωθεί. «Κατά τις 5.00 και πήρα τη μητέρα μου και μου λέει γεμάτη αγωνία ότι “έχει πολύ καπνό και δεν ξέρω τι να κάνω”. Της είπα να κατέβει υπόγειο. Στις 6.00 ξαναπήρα δεν απαντούσε. Θυμάμαι την είχα ρωτήσει αν ακούει κάτι, σειρήνες, περιπολικά. Όχι, μου απάντησε. Ψάχναμε να τη βρούμε. Δώσαμε DNA και ταυτοποιήθηκε. Η σορός της είχε βρεθεί απανθρακωμένη δυο δρόμους πιο πέρα».

Και η Κασσιανή Πολίτου, έχασε την μητέρα της στις φλόγες: «Οι γονείς μου δεν ήξεραν ότι εκείνη την ημέρα ήταν μόνοι τους. Και αυτό δυσχέρανε τη θέση τους. Γύρω στις 4:50 κάλεσαν την αδελφή μου ζητώντας βοήθεια. Τους είπε να φύγουν. Η μητέρα μου δεν πρόλαβε. Ο πατέρας μου 87 ετών μπήκε στο αμάξι και αυτό καίγονταν. Περπάτησε ένα χιλιόμετρο μόνος μέσα στις φωτιές. Δεν είδε κάποιο πυροσβέστη. Έμεινε στη θάλασσα αρκετή ώρα. Ώρες μετά βρέθηκε στο Σισμανόγλειο. Στις 11.00 το βράδυ το έμαθα. Στις 7.00 το απόγευμα έμαθα ότι η μητέρα μου ήταν αγνοούμενη. Δεν καταλαβαίνω πως έγινε όλο αυτό» . Ένας εκ των κατηγορουμένων είπε στη μάρτυρα: «Εγώ περισυνέλεξα τον πατέρα σας, να σας πω τι έγινε». Η γυναίκα του απάντησε πως δεν επιθυμεί να το συζητήσει.

Την απώλεια της μητέρας της περιέγραψε και η Ιλόνα Σαρίεβα: «Είχε πάει στο Κόκκινο Λιμανάκι για μπάνιο. Δεν έμενε εκεί. Μια φίλη της είχε εξοχικό εκεί. Πήρε το αμάξι για να φύγει αλλά δεν μπόρεσε. Το άφησε. Πήγε προς τη θάλασσα. Μια γειτόνισσα μου είπε ότι “μας άφησαν να καούμε σαν τα ποντίκια”» είπε.

Ο Μιχαήλ Σκαραμαγκάς έχασε και τους δυο γονείς του στη φωτιά και στην κατάθεσή του, ιδιαίτερα φορτισμένος αναφέρθηκε και αυτός στο θέμα των «καταπατητών» λέγοντας πως το σπίτι του δεν ήταν σε κανένα ρέμα και σε κανένα στενάκι:

«Βρέθηκα σε έναν πόλεμο. Έχασα τους γονείς μου, το σκυλί μου, το σπίτι μου και καταστράφηκε όλη η περιοχή. Και έχω μια αίσθηση μήπως φταίω κιόλας. Το δικό μας σπίτι δεν ήταν σε κανένα ρέμα, σε στενάκι. Οι γονείς μου ήταν δημότες εκεί. Εκεί μεγάλωσα. Δεν φταίγανε. Μέχρι και το τελευταίο κεραμιδάκι είχε φωνάξει μηχανικό ο πατέρας μου και το είχε δηλώσει για να είναι σωστός πολίτης» ανέφερε.

Ο μάρτυρας είπε πως είδε μία άκρη από ύφασμα που δεν κάηκε στη σορό μίας γυναίκας: «Κάτι τέτοια φόραγε και η μάνα μου σκέφτηκα. Μας κρύψανε πολλά. Έμαθα ότι τους σβήνανε με πυροσβεστήρα και όταν τους ανασύρανε... Μένανε κόκαλα. Ο πατέρας μου ήταν 2 μέτρα και η σακούλα που τον βάλανε ήταν πολύ μικρή, η άλλη ήταν άδεια… Τι κηδεία να κάνω; Εγώ με τον αδελφό μου ήμασταν. Ακόμη δεν είμαι καλά».

https://www.dikaiologitika.gr/eidhseis/koinonia/415940/nees-martyries-frikis-sti-diki-gia-to-mati-kolympoysa-me-ti-soro-tou-patera-mou

Ακόμη μία τραγική στιγμή της ασύλληπτης τραγωδίας στο Μάτι περιέγραψε μία γυναίκα, η οποία μαζί με τη μητέρα της, μεσοπέλαγα που βρέθηκαν για να σωθούν από τη φωτιά, αναγκάστηκαν να αφήσουν από κοντά τους τα άψυχα σώματα του αδελφού της και της φίλης τους για να σωθούν.

Η κ. Βασιλική Μίχα εξιστόρησε πώς χάθηκε ο 23χρονος αδελφός της, Βίκτωρας, ο οποίος δεν άντεξε μέσα στη θάλασσα όπου βρέθηκαν για να γλυτώσουν από τις φλόγες που τους είχαν ζώσει. Κλαίγοντας με λυγμούς, η μάρτυρας περιέγραψε ότι εκείνο το απόγευμα αιφνιδιάστηκαν από τη φωτιά και έφυγαν από το σπίτι η ίδια, ο αδελφός της, η μητέρα τους και η φίλη της Αιμιλία Ανδρουλιδάκη με το αυτοκίνητο.

«Υπήρχε κατάσταση πανικού από το πουθενά και ξαφνικά» είπε η γυναίκα, αναφέροντας πως βρέθηκαν μποτιλιαρισμένοι στο όχημα. Για να φύγουν άφησαν το αυτοκίνητο και πήγαν προς τη θάλασσα που ήταν δίπλα τους, με τη φωτιά να τους ακολουθεί. «Αν είχαμε καθυστερήσει να φύγουμε δύο-τρία λεπτά, η φωτιά θα μας είχε προλάβει και θα είχαμε καεί μέσα στο αυτοκίνητο. Δεν υπήρχε κάποιος να μας ειδοποιήσει... Να χτυπήσει μια καμπάνα... Ένας να είχε ειδοποιήσει κάποιον θα είχαμε φύγει και τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά... Δεν υπήρχε οξυγόνο. Τα κουκουνάρια που καίγονταν έπεφταν πάνω μας. Και για να μην καούμε τρέχοντας μπήκαμε στο νερό...», σημείωσε.

Όπως κατέθεσε η κ. Μίχα, μετά από αρκετή ώρα μέσα στο νερό, η φίλη τους δεν τα κατάφερε και πέθανε. «Η μητέρα μου θεώρησε σωστό να την κρατήσει δίπλα της γιατί πιστεύαμε ότι κάποιος θα έρθει να μας μαζέψει. Ήθελε να την πάει στα παιδιά της», είπε και πρόσθεσε πως μετά από αυτό ο αδερφός της άρχισε να παραπονιέται για κράμπες στα πόδια και να λέει πως δεν θα τα καταφέρει «Μόλις αντιλήφθηκε ότι η Αιμιλία δεν ήταν στη ζωή πανικοβλήθηκε. Μετά από δύο κύματα, ο Βίκτωρας... έφυγε. Ήταν γυρισμένος ανάποδα.

Η μαμά μου, δεν ξέρω πώς άντεξε και το αντιμετώπισε. Τον γύρισε, είδε το πρόσωπό του και ήταν μαύρος. Δεν το πίστευα ότι είχε φύγει. Μου έλεγε "ο Βίκτωρας δεν είναι, πλέον, στη ζωή". Περίμενα κάποιον να έρθει. Τον κρατούσα. Μου είπε "αν συνεχίσεις να τον κρατάς θα φύγεις και εσύ, θα φύγω και εγώ". Για να μη χωριστούμε δέσαμε ένα ρούχο στους καρπούς μας. Είχαμε μόνο η μία τη άλλη και κοιτούσαμε τον ουρανό περιμένοντας κάποιος να μας πετάξει ένα σωσίβιο», ανέφερε στο δικαστήριο, όπου δεν ακούγονταν ο παραμικρός ήχος όσο κατέθετε κλαίγοντας η μάρτυρας. Η κ. Μίχα, συντετριμμένη, συνέχισε λέγοντας πως κάποια στιγμή τα κύματα τους έφεραν πλάι τους τα πτώματα δύο γυναικών. «Τρέμαμε από το κρύο και την κούραση. Γυρνάω και λέω στη μαμά μου: "Θα πεθάνουμε και εμείς;".

Δεν μου απαντούσε... Το πρόσωπο της ήταν μαύρο... Ήξερα πως αν έφευγε η μάνα μου θα έφευγα και εγώ... Δεν θα τα κατάφερνα...», κατέθεσε, συμπληρώνοντας ότι στις 11 τη νύχτα ήρθε η σωτηρία για αυτές όταν ένα καϊκι τούς πέταξε δύο σωσίβια. «Εκείνη την ώρα έκλαιγα. Δεν ήξερα τι έπρεπε να αισθανθώ. Είχα αφήσει πίσω μου τον αδερφό μου. Λες και με είχαν κόψει στα δύο...», σημείωσε κλαίγοντας με αναφιλητά. Επίσης, είπε πως η άφιξη στο λιμάνι της Ραφήνας ήταν οδυνηρή καθώς εκεί «βρεθήκαμε στο έλεος του Θεού».

Αναφερόμενη στην οδυνηρή αναμονή για την ανεύρεση του αδελφού της η μάρτυρας είπε: «Το σώμα του ήταν μέσα στη θάλασσα. Αυτό που ζήσαμε να περιμένουμε πάνω από ένα τηλέφωνο να μας πουν πού βρίσκεται, δεν ξέρω... Σε ποιον άνθρωπο αξίζει κάτι τέτοιο μαρτύριο; Προσευχόμαστε να βρεθεί το σώμα του. Την επόμενη Δευτέρα μάς είπαν ότι είχε βρεθεί και έγινε και ταυτοποίηση. Δεν μπορέσαμε να τον δούμε, να τον αποχαιρετήσουμε για τελευταία φορά. Τον αποχαιρετήσαμε μέσα σε ένα κλειστό φέρετρο.

Στα πρώτα γενέθλια του αδερφού μου, τη μητέρα μου την έπιασε κρίση πανικού γιατί δεν μπορούσε να το αντέξει». Η μάρτυρας, με λυγμούς από την οργή που ένιωθε, σημείωσε: «Μισή ώρα μακριά από τη Βουλή, είμαστε μια ευρωπαϊκή χώρα εμείς; Πού είναι το κράτος; Δεν ντρεπόμαστε λίγο; Ντροπή μας αυτά που γίνονται. Κάθε καλοκαίρι εγώ φοβάμαι, πλέον, για τη ζωή μου. Φοβάμαι να ζήσω τη ζωή μου σε αυτήν τη χώρα γιατί ξέρω ότι δεν θα υπάρξει κανείς να με προστατεύει… Πού ήταν οι αρμόδιοι; Που βρίσκονταν; Αν συνέβαινε ένας πόλεμος, σε όλους εσάς μιλάω, τι θα γινόταν; Το κράτος μας έχει πέσει σαν τραπουλόχαρτο έναν προς έναν. Αυτά που συνέβησαν είναι εγκληματικά. Έχετε ακούσει όλες τις μαρτυρίες των ανθρώπων που πνίγηκαν, κάηκαν ζωντανοί ουρλιάζοντας και όλα αυτά γιατί κανείς δεν έκανε τη δουλειά του. Ένας να είχε κάνει τη δουλειά του θα είχαν σωθεί οι περισσότεροι».

Η μητέρα της μάρτυρα και μητέρα του 23χρονου, Βίκτωρα, Αθηνά Μουτάφη, συγκλόνισε με όσα είπε στην κατάθεση της: «Είδα τον Βίκτωρα μπρούμυτα να επιπλέει. Τον γύρισα ανάσκελα και του μιλούσα και δεν απαντούσε. Ήταν μαύρος παντού. Ο χειρότερος εφιάλτης που φαντάζεστε εσείς οι γονείς, εγώ τον έβλεπα μπροστά μου... Ή θα πήγαινα μαζί του ή θα άφηνα τον Βίκτωρα να σώσω τη Βάσια... Δεν ξέρω πώς το έκανα, μη με ρωτάτε. Λειτούργησε το μητρικό ένστικτο. Αποφάσισα να πάρω τη Βάσια και να φύγουμε. Δεν έχω λόγια να σας περιγράψω εκείνες τις στιγμές. Δεν υπάρχουν λέξεις στο ελληνικό λεξικό. Τελικά συνεχίσαμε. Τον άφησα και έφυγα. Ήθελα να ουρλιάξω... Ήθελα να βουτήξω στη θάλασσα να πάω να τον φέρω πίσω. Δεν το πίστευα, αλλά της έλεγα "θα τα καταφέρουμε". Έβγαλα το εσώρουχό μου και δέσαμε τους καρπούς μας για να μη χαθούμε».

Καταρρακωμένη, με δάκρυα να κυλούν ασταμάτητα, η γυναίκα συνέχισε προκαλώντας συγκίνηση σε όσους την άκουγαν. «Ένας κύριος έσπρωξε από δίπλα μας το πτώμα μιας γυναίκας για να μη φοβηθούμε. Δεν ήξερε ότι εγώ είχα αφήσει δύο αγαπημένα μου πρόσωπα στη θάλασσα και είχα θάψει τη ψυχή μου εκεί. Μου ήταν εντελώς αδιάφορο ότι θα με έσωζαν. Όταν ήρθε το ψαροκάικο είχα το αίσθημα ασφάλειας για το παιδί μου αλλά εγώ δεν είχα κανένα συναίσθημα χαράς... Είπα στον πατέρα του Βίκτωρα "το παιδί μας είναι στη θάλασσα"... Το αισθανόμουν μόνο του μέσα στη θάλασσα... Έκανα κάθε μέρα μια κηδεία», ανέφερε, ζητώντας την τιμωρία όσων ευθύνονται για τη συγκλονιστική καταστροφή. Η γυναίκα ζήτησε από το δικαστήριο να «μη φανεί κατώτερο των περιστάσεων» όπως «οι αρμόδιοι την ημέρα της φωτιάς».

Ο κ. Αναστάσιος Αθανασόπουλος κατέθεσε στο δικαστήριο για την απώλεια της μητέρας του, η οποία κάηκε μέσα στο σπίτι όπου έμενε, σε πολυκατοικία στο Μάτι.

Ο μάρτυρας περιέγραψε την προσπάθειά του να εντοπίσει μέσα στην καταστροφή τη μητέρα του, αναζητώντας την, σε ξενοδοχεία, σε διάφορα σημεία και σε νοσοκομεία: «Στον έκτο και όγδοο όροφο του Ευαγγελισμού βρήκα σχεδόν όλη την πολυκατοικία που ζούσε η μάνα μου.

Βρήκα μια φίλη της, η οποία μου είπε ότι "προσπαθούσε να φύγει και κάπου την χάσαμε". Θεώρησα ότι ήταν χρέος μου να γυρίσω σπίτι να ψάξω να τη βρω. Εκείνο το βράδυ αναζητώντας την έχασα επτά κιλά υγρά, κάηκαν τα παπούτσια μου και ήμουν με τις κάλτσες... Έφτασα ξανά στο σπίτι. Οι αστυνομικοί μου είπαν ότι είναι πολλοί οι καμένοι... Ψάχνοντας τους σάκους είδα ένα δαχτυλίδι στο χέρι. Εκείνη τη στιγμή πήρα φωτογραφία του νεκρού που κείτονταν μπροστά μου». Ο μάρτυρας δείχνοντας στους δικαστές την φωτογραφία σημείωσε: «Πήρα τηλέφωνο τη γυναίκα μου και της έστειλα τη φωτογραφία, που ήταν σκληρή, και μόλις είδε το δαχτυλίδι είπε ότι ήταν οι βέρες του παππού μου και του πατέρα μου που τα είχε ενώσει η ίδια σε ένα δαχτυλίδι και το είχε κάνει δώρο στη μάνα μου. Την είχαν βρει στο δρομάκι που ακολουθούσε στη θάλασσα».

Ο κ. Αθανασόπουλος ανέφερε ότι «πέρα από τη δίκη, που οφείλει μια πολιτεία να κάνει για να δει ποιος φταίει, ο καθένας από εμάς κάνει μια δίκη μέσα του. Μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια κάνω μια δίκη. Τολμώ να σας πω ότι σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, ευχαριστώ τον Θεό που η μάνα μου έφυγε έτσι γιατί οι φίλες της που σώθηκαν βασανίζονται και θα βασανίζονται μέχρι να πεθάνουν χωρίς να μπορούν να έρθουν να σας πουν όσα βίωσαν… Υπήρξε κρατική αμέλεια, το κράτος δεν έκανε καλά τη δουλειά του και γι' αυτό το κατηγορώ… Η ευθύνη δεν τελειώνει στην αμέλεια… Η μάνα μου, αν μπορούσε να φύγει, θα είχε σωθεί. Ποιος είπε σε ποιους να οδηγήσουν όλα τα αυτοκίνητα στο Μάτι; Οφείλω να τα καταθέσω όλα αυτά για τη μνήμη της μητέρας μου».

Η δίκη θα συνεχιστεί την Πέμπτη 19 Ιανουαρίου.

https://www.dikaiologitika.gr/eidhseis/koinonia/415291/sygklonistiki-martyria-gia-to-mati-afisa-ton-gio-mou-gia-na-soso-tin-kori-mou-ton-gyrisa-kai-itan-mayros-epeplee

«Μας αφήσαν να καούμε» κατέθεσε μάρτυρας στη δίκη για την τραγωδία στο Μάτι, όπου προσέρχονται στο βήμα, για να πουν τη δική τους ιστορία ,οι άνθρωποι που έχασαν μέσα σε λίγα λεπτά με τον πιο φρικτό τρόπο αγαπημένους τους.
«Ήταν μέρα που η πολιτεία κοίταξε το δέντρο στη Κινέτα και χάθηκε το δάσος των ψυχών στο Μάτι» είπε γυναίκα που ο πατέρας της βρέθηκε απανθρακωμένος στο πιο φρικτό σημείο της κόλασης που βίωσε η Ανατολική Αττική: στο κτήμα Φράγκου. Στο δικαστήριο κατέθεσαν οι συγγενείς του Δημήτρη Τουρναβίτη ο οποίος βρήκε τραγικό θάνατο μαζί με τη σύζυγο του, ηθοποιό, Χρύσα Σπηλιώτη.

Ο κ. Κωνσταντίνος Τουρναβίτης κατέθεσε πως πίστευε ότι ο αδελφός του θα μπορούσε να έχει σωθεί γιατί «ήταν δεινός κολυμβητής», όμως : «Τα ξημερώματα, έφτασα στο κτήμα Φράγκου. Είδα το σπίτι του αδελφού μου, ολοσχερώς καμένο. Διέκρινα το όχημα του αδελφού μου στο κτήμα. Δεν μας επετράπη να μπούμε εκείνη την ώρα. Υπήρχαν διασώστες και αστυνομία.

Την επόμενη ημέρα μίλησα με τον κ. Φράγκου και την μητέρα του. Μου είπε επί λέξη η μητέρα του: «η φωτιά ερχόταν από δύο πλευρές και έπεφτε από τον ουρανό». Εκεί βρήκα και τον σκύλο του αδελφού μου. Ήταν άκαυτη η γούνα του και είχε μουμιοποιηθεί. Αυτό μου είπε και μάρτυρας που έβαλε τον αδελφό μου στο σάκο».

Η κόρη του θύματος είπε στους δικαστές πως η 23η Ιουλίου 2018 «ήταν μέρα που η πολιτεία κοίταξε το δέντρο στην Κινέτα και χάθηκε το δάσος των ψυχών στο Μάτι. Δεν μπορούσα να φτάσω στο Μάτι λόγω της φωτιάς στην Κινέτα. Αρχικά ακούσαμε για το Νταού και αρχίσαμε να ανησυχούμε για τους συγγενείς μας.

Στις 7 το απόγευμα πια, τα τηλέφωνα τους δε λειτουργούσαν. Ήταν πολύ κοντά στο να φτάσουν στη θάλασσα. Δηλώσαμε ότι είναι αγνοούμενοι. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, ο πατέρας μου ήταν αθλητής. Άρχισα να ψάχνω τα νοσοκομεία. Μέχρι που δώσαμε dna και επιβεβαιώθηκε. Εκ των υστέρων έμαθα ότι βρέθηκαν στο κτήμα. Δεν υπήρχε συντονισμός, δεν τους είπε κανείς τίποτα. Είναι αδιανόητο αυτό που συνέβη».

Ο Στέλιος και η Μαρίκα Μάσχα έχασαν τους γονείς τους. Η κ. Μαρίκα Μάσχα είπε μεταξύ άλλων: «Έπαιρνα τηλέφωνο πυροσβεστική, δεν το σήκωνε κανένας. Έφτασα στις 10 το βράδυ στη Ραφήνα. Καιγόταν όλο το Μάτι, έβλεπα μόνο μαυρίλα και καπνίλα. Επέστρεψα στη λεωφόρο Μαραθώνος και έμεινα μέχρι τις 12.

Στις 3 το πρωί μπήκε ο αδελφός μου στο Μάτι και είδε αυτά που είδε: δύο κουφάρια να καίγονται. Δεν υπήρχε καμία ειδοποίηση. Στην Κινέτα τους έβγαλαν έξω, πήγαιναν πόρτα- πόρτα. Στο Μάτι δεν χτύπησε ούτε καμπάνα. Τους αφήσαν και κάηκαν ζωντανοί».

Κλαίγοντας ο Στέλιος Μάσχας , περιέγραψε: «Είχαμε την ελπίδα ότι κάπως τα καταφέρανε. Φτάσαμε με φακούς, ήταν το απόλυτο σκοτάδι. Δεν υπήρχαν σπίτια, ήταν ισοπεδωμένα. Ήταν αποκαΐδια. Δεν είδα αυτοκίνητο, λέω φύγανε. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι έγινε. Τελικά με πήραν γύρω στις 5 και μου είπαν ότι τους βρήκαν. Πήγα και είδα αυτό που έβλεπα και νόμιζα ότι ήταν ξύλα που καιγόντουσαν. Ήταν οι γονείς μου. Πήρα την αστυνομία και τους είπα ότι τους βρήκα».

Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε υποβασταζόμενη η κ. Δέσποινα Ζαφειρίου η οποία εγκλωβίστηκε μαζί με τον σύζυγο της Στράτο, στο Μάτι καθώς η φωτιά τους βρήκε ενώ βρίσκονταν στο αυτοκίνητο τους στην προσπάθεια τους να φύγουν από την περιοχή. Η γυναίκα περιέγραψε ότι ακινητοποιήθηκαν και ότι όταν προσπάθησε να τραβήξει έξω τον σύζυγο της που βρισκόταν στο τιμόνι δεν μπορούσε:

«Ο άνδρας μου κολλάει πάνω στο τιμόνι. Τον έβγαλα στα χέρια, τον έπιασα από τη ζώνη. Γονάτισα και τον τράβηξα. Δεν μπορούσε να πατήσει, ούτε να στρίψει. Ήταν καμένος. Δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε τα χέρια, ούτε τα πόδια του. Ούτε ασθενοφόρο ήρθε, ούτε πέρασε αεροπλάνο, ούτε μας ειδοποίησαν ότι έπιασε φωτιά.

Μετά, κατά τις 11 παρά το βράδυ, ένας φίλος άκουσε τη φωνή μου και μου φωνάζει «μην κουνηθείς, έρχομαι». Που να κουνηθώ εγώ, έκαιγε η φωτιά. Μας αφήσαν να καούμε. Δεν υπήρχε τίποτα. Τα κλαδιά δεν τα είχαν καθαρίσει, επανειλημμένως φωνάζαμε στον Δήμο...».

Η σύζυγος, ο γιος και η κόρη του Δημήτριου Τζούλια κατέθεσαν στο δικαστήριο για τα γεγονότα που οδήγησαν στην απώλεια του οικείου τους.

Η Αγγελική Τζούλια- Δημητροπούλου περιέγραψε πως βρίσκονταν στο σπίτι τους μαζί με τον θανόντα και την κόρη τους. Εκείνη μαζί με την κόρη της, το εγγονάκι της και μία φιλική οικογένεια κατάφεραν και έφυγαν εγκαίρως επειδή τους προειδοποίησαν κάποιοι πολίτες.

«Ο άνδρας μου έμεινε πίσω. Βγήκε από το αυτοκίνητο του για να σωθεί από τη φωτιά. Μέχρι να φτάσει σε ένα σπίτι, κάηκε. Δυστυχώς πέθανε στο ΚΑΤ. Εγώ τον είδα την άλλη ημέρα που ήταν διασωληνωμένος και καμένος».

Εισαγγελέας: Μέχρι τη στιγμή που φύγατε, υπήρξε καμία αναγγελία για τη φωτιά από καμία αρχή;

Μάρτυρας: Όχι. Απολύτως καμία.

Εισαγγελέας: Εάν δεν υπήρχαν πολίτες να σας πουν για τη φωτιά, εσείς θα φεύγατε ή θα μένατε;

Μάρτυρας: Θα μέναμε, θα καιγόμασταν.

Ο γιος του θύματος, Γρηγόρης Τζούλιας, περιέγραψε όσα του είπε ο πατέρας του πριν υποκύψει. «Μου είπε ότι δεν τον ενημέρωσε κανένας. Είδε τη φωτιά και προσπάθησε να φύγει. Πήγε μέχρι λίγο πιο κάτω και τον έκαψε το θερμικό κύμα. Δεν είχε ενημέρωση, δεν είδε εναέρια μέσα... Πάντα περνούσε ένα περιπολικό μία σειρήνα κάτι και ενημέρωνε» τόνισε ο μάρτυρας.

Ο γιος και η κόρη του Λεωνίδα Πλυμάκη κατέθεσαν πως ο πατέρας τους ακολούθησε τις οδηγίες της Αστυνομίας που στάθηκαν μοιραίες. «Τους έστειλαν εκεί και τους έκαψαν». Όπως κατέθεσαν ο Ιωσήφ και η Ευαγγελία Πλυμάκη, ο πατέρας τους έχασε τη ζωή του επειδή είχε ξεχάσει τα κλειδιά του εξοχικού του στη Νέα Μάκρη και επέστρεψε στην περιοχή για να τα πάρει.

Τελικά βρέθηκε στο Κόκκινο Λιμανάκι «με το οποίο εμείς δεν είχαμε καμία σχέση. Αν είχαν γυρίσει τον κόσμο πίσω, δεν θα υπήρχαν τόσοι νεκροί. Ο πατέρας μου βρέθηκε εκεί διότι άκουσε την ελληνική αστυνομία» είπε η κυρία Πλυμάκη.

Η δίκη θα συνεχιστεί την Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου.

https://www.dikaiologitika.gr/eidhseis/koinonia/411467/mati-synexizontai-oi-sygklonistikes-katatheseis-nomiza-oti-itan-ksyla-pou-kaigontousan-itan-oi-goneis-mou

Συγκλόνισε με την κατάθεσή της η Βαρβάρα Βουκάκη-Φύτρου στη δίκη για το Μάτι, η οποία έχασε στη φονική πυρκαγιά την οικογένειά της. Όταν μπήκε στην αίθουσα η Βαρβάρα Βουκάκη, που έχασε το σύζυγο της Γρηγόρη Φύτρο και τα δυο παιδιά τους Εβίτα και Ανδρέα σηκώθηκαν όλοι όρθιοι, ενώ οι περιγραφές της προκάλεσαν συγκίνηση σε έδρα και ακροατήριο.
«Σήμερα θα ήθελα να περιμένω τα παιδιά μου να γυρίσουν από το σχολείο, όχι να είμαι εδώ μαζί σας. Βοηθείστε οι δολοφονίες των ανθρώπων μας στο Μάτι να είναι η τελευταία τραγωδία σε αυτή τη χώρα» είπε η Βάρβαρα Βουκάκη, η οποία καταχειροκροτήθηκε από τους παρευρισκόμενους στη δικαστική αίθουσα.

«Για την Εβίτα, τον Αντρέα και τον Γρήγορη. Πέθαναν στη φονική πυρκαγιά στις 23ης Ιουλίου 2018 από τις εγκληματικές παραλείψεις και τα τραγικά λάθη όλων των κατηγορουμένων. Ο σύζυγος μου με τα παιδιά έμεναν στο Μάτι κι εγώ πηγαινοερχόμουν στο Γαλάτσι. Θα ήθελα να μην είμαι στη δουλειά μου εκείνο το απόγευμα. Θα ήθελα να ήμουν μαζί τους. Ενημερώθηκα από το Ίντερνετ ότι έχει φωτιά στο Νταού Πεντέλης. Τηλεφώνησα στο σύζυγο μου και μου είπε ότι άδικα ανησυχώ. Ότι άκουσε στην τηλεόραση πως κατευθύνεται στο Διόνυσο και θα έπρεπε να ανησυχούμε για το σπίτι μας στη Δροσιά» είπε η μάρτυρας που συγκίνησε έδρα και ακροατήριο, ενώ ακούγονταν λυγμοί στην αίθουσα κατά την κατάθεσή της.

Η ίδια περιγράφει λεπτό προς λεπτό όσα έγιναν εκείνο το απόγευμα. «Επέμενα, τηλεφωνούσα συνεχώς. Βγήκε στη λεωφόρο Μαραθώνος να δει τι συμβαίνει. Γύρω στις εξι παρά βγήκε να δει. Με πήρε τηλέφωνο και ήταν άλλος άνθρωπος. Ήταν τρομοκρατημένος γιατί η φωτιά πλησίαζε απειλητικά. Θα έφευγε από το σπίτι για να βρει ασφαλές σημείο με τα παιδιά. Μόλις το άκουσα, έφυγα από το γραφείο. Όταν κατάφερα να βρεθώ στη λεωφόρο Μαραθώνος στην έξοδο προς Ραφήνα, αυτό που αντίκρισα ήταν τρομακτικό. Ακινητοποιημένα αυτοκίνητα. Δεν καταλάβαιναν γιατί έχουν σταματήσει. Έπαιρνα το Γρήγορη, τα παιδιά στα κινητά τους, δεν το σήκωναν».

Κάποια στιγμή ο γιος της σήκωσε το τηλέφωνο του συζύγου της. «Το παιδί ήταν τρομοκρατημένο. Μου είπε ότι βρίσκεται στο λιμάνι του Ματιού, ότι γίνονταν εκρήξεις και ήταν μια χαοτική κατάσταση. «Φοβάμαι Μαμά μου!» μου είπε. Του είπα ότι προσπαθώ να έρθω να τους βρω. Μου λέει «εσυ να μην έρθεις, θα έρθουμε εμείς». Ήταν φοβισμένος κι εγώ δεν ήμουν εκεί. Να του κρατήσω το χέρι να του πω ότι όλα θα πάνε καλά».

Στην προσπάθεια της να φτάσει στο Μάτι, ένα μηχανάκι της φώναξε «Γύρνα πίσω, θα καείς, καίγονται τα πάντα», όμως εκείνη δε σταμάτησε. «Έπαιρνα το Γρηγόρη. Κάποια στιγμή γύρω στις 18.30, όταν μου απάντησε στο τηλέφωνο, ούρλιαζε. «Καιγόμαστε! Δεν το καταλαβαίνεις! Που να έρθεις να μας βρεις!». Ο Γρηγόρης μου έκανε ότι ήταν δυνατό για να σώσει τα παιδιά μας. Δεν μπορεί να ήταν οι δικοί μου. Όχι τα δικά μου τα παιδιά, όχι ο άντρας μου. Όχι έτσι.» ξέσπασε η Βάρβαρα Βουκάκη.

Όπως κατέθεσε, βρήκε το φίλο της Τάκη Μπαλάσκα και τη βοήθησε να ψάξει την οικογένεια της. «Του είπα να πάει στο σπίτι στο Μάτι να δει μήπως τους βρει. Με παίρνει και μου λέει «στο σπίτι δεν υπάρχει κανένας» και πως καιγόταν ένα σημείο του σπιτιού και προσπαθούσε να το σβήσει μόνος του. Να το ξαναπώ; Ανυπαρξία κρατικού μηχανισμού. Ξεκίνησα να πάω στο Ματι φορτωμένη με όσα πράγματα θεωρούσα ότι μπορεί να χρειάζονταν άνθρωποι που έχουν περάσει από φωτιά.

Πριν φτάσω στην Αγία Μαρινα είδα δυο περιπολικά σταματημένα κι έκλειναν το δρόμο. «Πού πάτε κυρία μου; Είστε τρελή; Κάτω κάηκαν τα πάντα» μου είπαν και απάντησα «θα περάσω τώρα, ψάχνω την κορη μου, τον άντρα και το γιο μου». Ποιο Μάτι; Ποια περιοχή; Δεν υπήρχε τίποτα. Μυρωδιά καμένου, σκοτάδι, νεκρική σιωπή! Δεν είχε μείνει τίποτα ζωντανό. Μόνο κάποιοι άνθρωποι σαν εμάς».

Φτάνοντας στο σπίτι της οικογένειας αντίκρισε εικόνα εγκατάλειψης και κατάλαβε ότι η οικογένεια της έτρεχε για να σωθεί. «Κατάλαβα ότι ο Γρηγόρης έτρεχε για να σωθεί. Έκανα εικόνα τη στιγμή που μιλούσα με το Γρήγορη και φώναζε στα παιδιά να φύγουν και η Εβίτα έλεγε «μπαμπά να βάλω τα παπούτσια μου» και τις φώναζε «έλα με τις σαγιονάρες». Ήθελα να ψάξω δρόμο δρόμο. Κατεβαίναμε στον παραλιακό δρόμο του Ματιού. Εγκατάλειψη. Καμένα. Κόσμος που έψαχνε τους δικούς του. Δεν ξέρω αν μπορείτε εσείς να μπείτε στα δικά μας μάτια να ζήσετε ότι ζησαμε. Με τι λόγια; Ποιες πινελιές να ζωγραφίσουν εκείνη τη μαύρη εικόνα;».

Για αγωνιώδεις προσπάθειες να βρει την οικογένειά της έκανε λόγο η Βάρβαρα Βουκάκη. «Φτάσαμε στο σημείο που ήταν τα αυτοκίνητα το ένα πάνω στο άλλο. Χαμός. Είχε μέσα απανθρακωμένους ανθρώπους. Που ήταν οι δικοί μου άνθρωποι; Θα τους έβρισκα έτσι; Βλέπω το αμάξι του συζύγου μου παρατημένο. Λέω όχι εδώ ο άνδρας μου και τα παιδιά μου! Γιατί έχει παρατήσει το αμάξι ανοιχτό; Τι τον ανάγκασε; Δεν ήξερα. Φώναζα τα ονόματα τους. Ποιος να απαντήσει; Τι να απαντήσει;» ανέφερε.

Έφτασε στο λιμάνι της Ραφήνας και εκεί έφταναν βάρκες με άτομα που είχαν διασωθεί σε άθλια κατάσταση. «Έδωσα ονόματα και στοιχεία. Κατέβηκα κάτω. Οι βάρκες έφταναν, πρόσωπα μαυρισμενα, κουβέρτες, σε άθλια κατάσταση. Πανικοβλημένοι. Κάθε φορά που ερχόταν μια βάρκα τρέχαμε. Κι όταν έφευγε η βάρκα και δεν κατέβαινε κανείς από τους δικούς μας, απογοήτευση» είπε και συμπλήρωσε: «Σε μια από όλες τις φορές που βρίσκομαι στο Λιμεναρχείο με πλησίασε μια αξιωματικός και μου είπε ότι έχουν βρει ένα κοριτσάκι. Από τις φωτογραφίες που τους είχα δώσει….

Είχε μια φωτογραφία στο κινητό της. Με ρώτησε αν μπορεί να μου τη δείξει. Της είπα ναι. Πίστευα ότι δεν θα είναι το δικό μου παιδί. Και είδα τη φωτογραφία και δεν ήταν λάθος και ήταν η Εβίτα μου. Με ροζ μπλουζάκι της όπως μου είχε στείλει λίγες ώρες νωρίτερα ένα βίντεο. Τραγουδούσε και γελούσε. Τώρα δεν είχε ζωή. Έπρεπε να συνεχίσω. Η ζωή μου είχε τελειώσει, αλλά είχα άλλο ένα παιδί κι ένα σύζυγο. Έπρεπε να σταθώ στα πόδια μου. Να ξανακατέβω στις βάρκες να τους βρω. Ερχόντουσαν οι βάρκες και οι δικοί μου δεν κατέβαιναν».

Συντετριμμένη από την είδηση του θανάτου της κόρης της, η Βαρβάρα Βουκάκη συνέχισε την προσπάθεια να βρει τον σύζυγο και τον γιο της. «Κάποια στιγμή μάθαμε ότι υπήρχε ένα οικόπεδο, το οικόπεδο Φράγκου. Που είναι αυτό το οικόπεδο ρωτάω. Από την περιγραφή του σημείου κατέρρευσα. Ήταν πολύ κοντά εκεί που βρέθηκε το αυτοκίνητο. Είχα περάσει απ’ έξω! Φώναξα, ποιος να μου πει ότι όταν πέρασα απ’ έξω το βράδυ ότι μέσα σε εκείνο το οικόπεδο εγώ η μάνα είχα χάσει το παιδί μου και τον άντρα μου».

Φτάνοντας στο οικόπεδο, η Βαρβάρα Βουκάκη περιέγραψε ότι ήταν όλα καμμένα και μύριζε ανθρώπινη σάρκα. «Θέλω να μπω μέσα. Κάποιοι αστυνομικοί έκλεισαν την καγκελόπορτα. Τους λέω αν δε με αφήνετε, μπείτε εσείς, ο σύζυγος μου έχει ένα τατουάζ με τα ονόματα των παιδιών. Λίγο αργότερα ειδα να έρχονται οι άνθρωποι της ΕΜΑΚ. Τους παρακάλεσα να μπω μέσα. Μας είπαν να αναγνωρίσουμε τους ανθρώπους μας στο Σχιστό και στο Γουδί. Ο Τακης βρήκε κάποιους δικούς του και τους έδωσε πληροφορίες για τον άντρα μου και το παιδάκι μου».

«Μετά άρχισε το ταξίδι μου στις υπηρεσίες. Δε μπορώ να πιστέψω ότι από μια πυρκαγιά, την κρατική ανυπαρξία, χωρίς πυροσβεστικά, χωρίς εναέρια, να φτάνεις να χάνεις τους δικούς σου και να πηγαίνεις από τη μια υπηρεσία στην άλλη. Όχι εμάς, των ανθρώπων μας. Να σε σέρνουν και να σε τρέχουν και να μη ξέρει ένας να πει αν οι άνθρωποι σου είναι εδώ» σημείωσε στην κατάθεσή της.

Η είδηση του τραγικού θανάτου και των άλλων δυο μελών της οικογένειας της δεν άργησε να έρθει, αφού προηγουμένως η ίδια ταλαιπωρήθηκε με κυνηγητό σε υπηρεσίες. «Εγώ η ίδια πήγα στα ψυγεία να δω αφού δε μπορείτε να μου δώσετε μια απάντηση. Κάποια στιγμή με ειδοποίησαν από την ιατροδικαστική υπηρεσία να δώσω dna για να γίνει η επίσημη ταυτοποίηση για την Εβίτα. Ζήτησα να δω. Μου το επέτρεψαν. Τα χεράκια της, τα δαχτυλάκια της. Ήξερα για τον άντρα μου, αλλά ευχόμουν για τον Αντρέα μου. Μέχρι τελευταία στιγμή ηλπιζα ακόμα. Με ενημέρωσαν ότι ταυτοποιήθηκε και ο Αντρέας μου και ακολούθησε το δρόμο που άνοιξε ο Γρηγόρης και η Εβιτα μου».https://www.dikaiologitika.gr/eidhseis/koinonia/410185/fotia-sto-mati-sygklonistiki-katathesi-apo-ti-v-fytrou-exase-paidia-kai-syzygo-dakrya-sto-akroatirio

ferriesingreece2

kalimnos

sportpanic03

 

 

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot