Με χρέωση της πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας απευθείας μέσω του συστήματος Taxisnet θα μπορούν να πληρώνουν οι φορολογούμενοι τις οφειλές τους στο Δημόσιο.

Σύμφωνα με τον σχεδιασμό του υπουργείου Οικονομικών, η εφαρμογή για την πληρωμή φόρων με χρέωση καρτών μέσω του Taxisnet θα τεθεί σε λειτουργία μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2016.

Έτσι οι φορολογούμενοι θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν απευθείας από την οθόνη του υπολογιστή τους την οφειλή και το ποσό που θέλουν να πληρώσουν με την πιστωτική ή τη χρεωστική τους κάρτα, χωρίς να ταλαιπωρούνται μπροστά στα γκισέ των τραπεζών.

Με τον τρόπο αυτόν, αναμένεται να διευκολυνθούν οι πολίτες αλλά και να εκλείψει το φαινόμενο των υπερεισπράξεων που παρατηρείται σήμερα, εξαιτίας του γεγονότος ότι πολλοί φορολογούμενοι κάνουν λάθος στην ταυτότητα οφειλής, με αποτέλεσμα να πληρώνουν μεγαλύτερα ποσά φόρων από αυτά που οφείλουν.

Όπως προκύπτει από την απάντηση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Τρύφωνα Αλεξιάδη σε ερώτηση του βουλευτή Βασίλη Κεγκέρογλου, η ΓΓΔΕ και ειδικότερα η Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης έχει προχωρήσει ήδη σε συμψηφισμό 268.980 υπερεισπράξεων που αφορούν σε 210.297 ΑΦΜ, με το ποσό που συμψηφίστηκε να φτάνει τα 10,37 εκατ. ευρώ. Το μεγαλύτερο ποσοστό των υπερεισπράξεων αυτών, σύμφωνα με τον κ. Αλεξιάδη, οφείλεται στο γεγονός ότι οι φορολογούμενοι πληρώνουν με λανθασμένη «Ταυτότητα Οφειλής».

Η Δ.ΗΛΕ.Δ συμψήφισε εκκρεμή ποσά οφειλετών τα οποία είχαν προκύψει από διπλές πληρωμές, πληρωμές με λανθασμένες ταυτότητες οφειλών, πληρωμές με ταυτότητες οφειλών οι οποίες δεν αντιστοιχούσαν σε οφειλόμενο φόρο, και ποσά που ξεπερνούσαν το ανοιχτό υπόλοιπο που εμφανιζόταν στην προσωποποιημένη τους πληροφόρηση, με χρέη που αφορούσαν μια και μοναδική οφειλή τους (π.χ. ΕΝΦΙΑ). Το πρόβλημα αυτό αναμένεται να αντιμετωπιστεί με την απευθείας χρέωση της κάρτας του φορολογούμενου μέσα από το σύστημα Taxisnet, χωρίς να χρειάζεται να πληκτρολογήσει τον πολυψήφιο κωδικό της «Ταυτότητας Οφειλής», οπότε η πιθανότητα χρέωσης του ποσού με λάθος κωδικό θα έχει εκμηδενιστεί.

Επίσης ο κ. Αλεξιάδης απαντώντας χθες σε ερωτήσεις βουλευτών ανέφερε ότι το υπουργείο Οικονομικών δεν εξετάζει νέα τροποποίηση του ακατάσχετου ορίου μισθών και συντάξεων.

Σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, επί κατασχέσεων απαιτήσεων στα χέρια τρίτων, δεν χωρεί κατάσχεση μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων που καταβάλλονται περιοδικά, εφόσον το ποσό αυτών μηνιαίως είναι μικρότερο των 1.000 ευρώ, στις περιπτώσεις δε που υπερβαίνει το ποσό αυτό, επιτρέπεται η κατάσχεση επί του 1/2 του υπερβάλλοντος ποσού των 1.000 ευρώ και μέχρι του ποσού των 1.500 ευρώ ενώ για ποσά άνω των 1.500 ευρώ επιτρέπεται η κατάσχεση επί του συνόλου του υπερβάλλοντος ποσού των 1.500 ευρώ. Το ακατάσχετο των καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα σε έναν και μοναδικό ατομικό ή κοινό λογαριασμό έχει οριστεί στα 1.250 ευρώ μηνιαίως για κάθε φυσικό πρόσωπο και σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα.

Στην περίπτωση που ο μισθός ή η σύνταξη κατατίθεται σε τραπεζικό λογαριασμό, απαιτείται η γνωστοποίησή του με την υποβολή ηλεκτρονικής δήλωσης.

Ακατάσχετο όριο

Ο κ. Αλεξιάδης απαντώντας χθες σε ερωτήσεις βουλευτών ανέφερε ότι το υπουργείο Οικονομικών δεν εξετάζει νέα τροποποίηση του ακατάσχετου ορίου μισθών και συντάξεων.

Σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, επί κατασχέσεων απαιτήσεων στα χέρια τρίτων, δεν χωρεί κατάσχεση μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών βοηθημάτων που καταβάλλονται περιοδικά, εφόσον το ποσό αυτών μηνιαίως είναι μικρότερο των 1.000 ευρώ.

Το ακατάσχετο των καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα σε έναν και μοναδικό ατομικό ή κοινό λογαριασμό έχει οριστεί στα 1.250 ευρώ μηνιαίως για κάθε φυσικό πρόσωπο και σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα.

imerisia.gr

Καθώς πληθαίνουν οι ενδείξεις πως η αύξηση των φορολογικών συντελεστών στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια οδηγεί σε μείωση των εσόδων του Δημοσίου,

ενώ παράλληλα βαθαίνει την ύφεση, πληθαίνουν και οι φωνές που θυμίζουν τα ευεργετικά για την οικονομία αποτελέσματα από τη μείωση των φόρων. Μαζί τους πληθαίνουν και τα παραδείγματα χωρών που μείωσαν τους συντελεστές φορολογίας προσωπικού εισοδήματος ή των επιχειρήσεων και πέτυχαν αύξηση των εσόδων τους και επιτάχυνση της ανάπτυξης.

Όπως αναφέρει ρεπορτάζ της «Καθημερινής της Κυριακής», η ιδιαίτερα έντονη αυτή συζήτηση για τα οφέλη της μείωσης των φορολογικών συντελεστών βρίσκεται επί δεκαετίες στην καρδιά επιστημονικών αλλά και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Ομως οι περιπτώσεις χωρών που ευνοήθηκαν ευρέως από δραστικές μειώσεις των φορολογικών συντελεστών είναι σημαντικές για να αγνοηθούν. Η Ιρλανδία και η Κύπρος κατάφεραν να βγουν γρήγορα από την κρίση εξαιτίας των ιδιαίτερα ανταγωνιστικών φορολογικών συντελεστών τους, σημειώνουν οικονομολόγοι. Αλλες οικονομίες, όπως η βουλγαρική, απέφυγαν εξ ολοκλήρου την ύφεση βασιζόμενες σε δραστικές μειώσεις φορολογικών συντελεστών. Ακόμα όμως και η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, η αμερικανική, έχει να παρουσιάσει σημαντικές επιδόσεις μετά τις μειώσεις φόρων, με χαρακτηριστικότερη ίσως όλων την περίοδο Ρέιγκαν.

Το ελληνικό παράδοξο

Αντιθέτως, στην Ελλάδα παρά τις αλλεπάλληλες αυξήσεις της φορολογίας τα έσοδα υποχωρούν ενώ η ύφεση βαθαίνει. Ενα τέτοιο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η αποτυχία της αύξησης των φόρων στα καπνικά προϊόντα. Το ίδιο συνέβη και με την αύξηση της φορολογίας στο πετρέλαιο θέρμανσης πριν από δύο χρόνια. Τότε, κατ’ ομολογίαν του υπουργείου Οικονομικών, «τη σεζόν 2012-2013, που για πρώτη φορά εφαρμόστηκε ο αυξημένος φόρος στο πετρέλαιο, καταγράφηκε απώλεια εσόδων 300 εκατ. ευρώ και μείωση της κατανάλωσης πετρελαίου θέρμανσης 71% σε σύγκριση με τη σεζόν 2011-12».

Τα χρόνια της κρίσης και συγκεκριμένα την περίοδο 2009-2014, τα φορολογικά βάρη διογκώθηκαν στην Ελλάδα περισσότερο από όλες τις χώρας του ΟΟΣΑ. Συγκεκριμένα, η φορολογία στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 5,1 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε σχέση με το 2009. Μάλιστα, σε σύγκριση με το 2013 η φορολογία αυξήθηκε 1,5 ποσοστιαία μονάδα, φθάνοντας το 35,9% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τα στοιχεία έκθεσης του ΟΟΣΑ.

Ατακτη υποχώρηση

Σε απόλυτα μεγέθη τα έσοδα μειώνονται αφού το ελληνικό ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί περισσότερο από 25% στην εξαετία της κρίσης. Είναι χαρακτηριστικό ίσως πως τα φορολογικά έσοδα του ελληνικού Δημοσίου έχουν υποχωρήσει από τα 81,4 δισ. ευρώ το 2008 στα 67,5 δισ. το 2013, ενώ το 2015 ο επίσημος στόχος ήταν λίγο πάνω από τα 48 δισ. ευρώ. Αν και η φορολογία από μόνη της δεν μπορεί ασφαλώς να ενοχοποιηθεί για την ύφεση, σίγουρα τη μεγεθύνει. Σε αυτό συμφωνούν σχεδόν όλοι οι οικονομολόγοι, ανεξαρτήτως σχολής και πολιτικής ταυτότητας. Οι θερμότεροι υποστηρικτές των μειώσεων φόρων υποστηρίζουν όμως, και με αποδείξεις, πως οι μειώσεις φόρων οδηγούν μακροπρόθεσμα σε αύξηση των εσόδων καθώς ενθαρρύνουν τις επενδύσεις και την καταναλωτική δαπάνη και αποθαρρύνουν τη φοροδιαφυγή μειώνοντας την ελκυστικότητα της «ανταμοιβής» της σε σχέση με το ρίσκο της.

Είναι όμως έτσι; Τα πρώτα παραδείγματα που έρχονται στη σκέψη είναι χώρες όπως η Κύπρος και η Ιρλανδία, που με χαμηλούς συντελεστές άντεξαν καλύτερα στα δύσκολα, αλλά και περιπτώσεις όπως το Χονγκ Κονγκ και η Σιγκαπούρη που αποτελούν διαχρονικά μαγνήτη για τις επιχειρήσεις. Ομως μαγνήτης για τις ελληνικές επιχειρήσεις έχει γίνει και η Βουλγαρία, η οποία το 2008 προχώρησε σε μεγάλη μείωση των φορολογικών συντελεστών της.

Και κάπως έτσι από το 2010 και μετά αποτελεί «προνομιακό» προορισμό για χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις, κυρίως μικρομεσαίες, από την ευρύτερη περιοχή της Βόρειας Ελλάδας, που αναζήτησαν εκεί φορολογικό καταφύγιο.

«Μαθήματα» φορολόγησης εισοδημάτων και επιχειρήσεων

Στις αρχές του 2008, η Βουλγαρία εισήγαγε καθεστώς ενιαίας χαμηλής φορολόγησης ή flat tax 10% επί των εταιρικών κερδών και του προσωπικού εισοδήματος. Αυτό αντικατέστησε συντελεστή εταιρικών κερδών 15% εταιρικό φόρο το 2007 (και 40% το 1997) και τον υψηλότερο συντελεστή προσωπικού εισοδήματος του 25% (από 50% το 1996). Ο συντελεστής του ΦΠΑ παρέμεινε αμετάβλητος στο 20%. Ωστόσο, ο συντελεστής φόρου μισθωτών υπηρεσιών μειώθηκε από 43,6% το 2007 σε 31,7% το 2008.

Παρά τα μειώσεις αυτές το 2008, τα συνολικά φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 14,7% σε σύγκριση με το 2007. Τα φορολογικά έσοδα από τις επιχειρήσεις αυξήθηκαν 22%. Ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων 9% και ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών κατά 10%. Οι επιδόσεις αυτές ήρθαν σε συνέχεια ανάλογων επιτευγμάτων στη χώρα από το 1998 και μετά. Παρά τις μειώσεις των φορολογικών συντελεστών, τα έσοδα δεν μειώθηκαν. Και παρά τις περί του αντιθέτου αντιλήψεις, η ανάπτυξη στη χώρα παρέμεινε συγκριτικά στιβαρή ενώ το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα συνέχισε να αυξάνεται, αν και από πολύ χαμηλή βάση είναι η αλήθεια.

Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η οποία εξαίρει συχνά πυκνά τις επιδόσεις της Βουλγαρίας, ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας μεταξύ 2000 και 2008 διαμορφώθηκε στο 6,6%. Κατά τα έξι χρόνια μετά το 2008, οπότε και ξέσπασε η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση, η Βουλγαρία επιβράδυνε μεν, αλλά συνέχισε να αναπτύσσεται με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 1,3%, όταν η Ελλάδα βυθιζόταν στην κρίση. Η Βουλγαρία από την προηγούμενη δεκαετία είχε γυρίσει σε πλεονασματικούς προϋπολογισμούς ενώ η σχέση χρέους προς το ΑΕΠ της μειώθηκε από 70% το 2000 σε 27,6% του ΑΕΠ το 2014. Αν και το κατά κεφαλήν εισόδημα παραμένει μόλις στο 40% του μέσου ευρωπαϊκού, η τάση του είναι αυξητική, σημειώνει η Παγκόσμια Τράπεζα.

s4_1001epixeirhseis-syntelest-thumb-large

Πηγή γραφήματος : «Καθημερινή της Κυριακής»

Οι ΗΠΑ

Μαθήματα στο ζήτημα της φορολογίας εισοδημάτων και επιχειρήσεων έχει να δώσει και η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, η αμερικανική. Επί προεδρίας Ρόναλντ Ρέιγκαν εφαρμόστηκαν μειώσεις των υψηλότερων φορολογικών συντελεστών που οι υποστηρικτές τους ισχυρίζονται πως διπλασίασαν τα έσοδα του Δημοσίου μέσα σε μία δεκαετία. Από 500 εκατ. δολάρια το 1980 σε ένα τρισ. δολάρια το 1990. Αν και κατά την ίδια περίοδο έλλειμμα και χρέος στις ΗΠΑ υπερδιπλασιάστηκαν επίσης, αυτό αποδίδεται στην παράλληλη αύξηση των κρατικών δαπανών, ειδικά για την άμυνα. Διακεκριμένοι οικονομολόγοι όμως συνδέουν τις φορολογικές περικοπές της περιόδου Ρέιγκαν με την επιστροφή σε πλεονασματικούς προϋπολογισμούς στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Είναι αυτή η χρονική υστέρηση που έχουν τα οφέλη από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών η οποία αποτελεί ίσως και τον σημαντικότερο λόγο που οι κυβερνήσεις διστάζουν να εφαρμόζουν τέτοιες πολιτικές, εκτιμούν οικονομολόγοι. Παρά ταύτα, από το 1979 έως το 2002 περισσότερες από 40 χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Βρετανίας, του Βελγίου, της Δανίας, της Φινλανδίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Νορβηγίας και της Σουηδίας, μείωσαν τους συντελεστές των υψηλότερων κλιμακίων φορολογίας προσωπικού εισοδήματος. Ο οικονομολόγος Alan Reynolds, ένας από τους θερμότερους υποστηρικτές της πολιτικής αυτής, εξηγεί αυτές τις αποφάσεις από τη θετική εμπειρία στις χώρες που εφαρμόστηκαν μειώσεις.

Καλύτερα ίσως από όλους έχει διατυπώσει τη θέση υπέρ της μείωσης των φόρων ο John Maynard Keynes, το 1933: «Ούτε το επιχείρημα ότι η φορολογία μπορεί να είναι τόσο υψηλή ώστε να νικήσει το αντικείμενό της πρέπει να φανεί παράξενο, όπως και ότι, εάν δοθεί επαρκής χρόνος για τη συλλογή των καρπών, η μείωση της φορολογίας θα έχει περισσότερες πιθανότητες να εξισορροπήσει τον προϋπολογισμό από ό,τι η αύξησή της. Το να πάρει κανείς την αντίθετη άποψη σήμερα είναι σαν κάποιος, όταν επιτέλους ο ισολογισμός του είναι ισορροπημένος, με μηδέν και στις δύο πλευρές, να εξακολουθεί να διατρανώνει ότι θα ήταν πράξη τζογαδόρου η μείωση των τιμών όταν ήδη είχε ζημίες».

Πηγή: «Καθημερινή της Κυριακής»

Βόμβα χρεών που ξεπερνά τα δύο δισ. ευρώ είναι έτοιμη να εκραγεί στα δημόσια νοσοκομεία, με τις οφειλές για φάρμακα και αναλώσιμα να έχουν εκτοξευτεί.

Σύμφωνα με τις εταιρείες φαρμάκου, το “φέσι” συνολικά τα τελευταία χρόνια αγγίζει τα 1,32 δισ., ευρώ, από τα οποία το 75% αφορά μόνο το 2015.

Την ίδια ώρα, όπως σημειώνουν οι προμηθευτές ιατρικών και βιοτεχνολογικών προϊόντων, το σύνολο των συσσωρευμένων οφειλών, από όλα τα δημόσια και τα στρατιωτικά νοσοκομεία, ξεπερνά τα 800 εκατ. ευρώ, συμπληρώνοντας παράλληλα πως ο μέσος χρόνος αποπληρωμής των εταιρειών από τα δημόσια νοσοκομεία αγγίζει σχεδόν τα δύο έτη.

Ακόμη και μεγάλα νοσοκομεία της Αθήνας έχουν φθάσει πλέον σε οριακό σημείο εξαιτίας και της ελλιπούς κρατικής χρηματοδότησης, των σοβαρών ελλείψεων σε προσωπικό και τις ανεπάρκειες που καταγράφονται σε φάρμακα. Τελευταίες στη λίστα με τη δραματική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει να νοσοκομειακά ιδρύματα προστέθηκαν οι καταγγελίες της Ένωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας-Πειραιά για τεράστια αναμονή ασθενών για ένα κρεβάτι εντατικής θεραπείας (η λίστα αναμονής έφτασε ακόμη και τα 52 άτομα στις 3 Ιανουαρίου), την ώρα που περίπου 200 κρεβάτια παραμένουν κλειστά εξαιτίας της απουσίας προσωπικού.

Το παραπάνω οδήγησε το υπουργείο Υγείας σε έκτακτη απόφαση για την προκήρυξη 400 θέσεων νοσηλευτών και 100 γιατρών οι οποίοι θα στελεχώσουν τις μονάδες εντατικής θεραπείας και τις μονάδες αυξημένης φροντίδας στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας. Η έκδοση της σχετικής Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου αναμένεται σήμερα.
Παρά όμως τις σποραδικές επιχορηγήσεις από το υπουργείο Υγείας όταν τίθεται επειγόντως άμεσο θέμα λειτουργίας των νοσοκομείων, τα προβλήματα αναμένεται να ενταθούν ακόμη περισσότερο τη νέα χρονιά. Επιφυλάξεις υπάρχουν επίσης για το εάν τελικά το υπουργείο Υγείας θα προχωρήσει στις προαναγγελθείσες προσλήψεις 570 ατόμων επικουρικού προσωπικού- για τις οποίες θα βγει προκήρυξη μέσα στον Ιανουάριο-, και επιπλέον 1.800 ατόμων για τα οποία η προκήρυξη αναμένεται, σύμφωνα πάντα με τα όσα διατείνεται η πολιτική ηγεσία του υπουργείου, να βγει το Φεβρουάριο.

Μπροστά στα τεράστια χρέη των νοσοκομείων, το υπουργείο Υγείας αναμένεται να προχωρήσει σε ενιαία κωδικοποίηση των προµηθειών υγείας, μέσω της οποίας θα επιχειρήσει να ελέγχει το συντονισµό των προµηθειών σε πανελλαδικό επίπεδο και να καταγράφει το µερίδιο της αγοράς εκάστου προµηθευτή, τόσο γενικά όσο και ανά φορέα υγείας, τις αναλώσεις των νοσοκομείων, µειώνοντας µε τον τρόπο αυτό τις δαπάνες.

Ο έλεγχος των δαπανών στα νοσοκομεία δεν σταματά εδώ, ειδικά μετά την απόφαση για εφαρμογή μηχανισμού αυτόματων επιστροφών (claw back) . Οι φαρμακευτικές ειδικότερα υποστηρίζουν πως η δαπάνη που προβλέπεται για το 2016 είναι κατά 130 εκατ. ευρώ λιγότερη από αυτή που πραγματοποιήθηκε πέρσι, στα 750 εκατ. ευρώ (507 εκατ. οι δαπάνες των νοσοκομειακών φαρμακείων και άλλα 250 εκατ. για αυτά που δίνονται από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ).

capital.gr

Με τη συμπλήρωση του 62ου έτους ηλικίας, απολύονται αυτοδίκαια οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο, που έχουν συμπληρώσει 40 έτη προϋπηρεσίας.

Στην περίπτωση που δεν έχει συμπληρωθεί η παραπάνω προϋπόθεση, τότε οι εργαζόμενοι αυτής της κατηγορίας παρατείνουν την παραμονή τους στην υπηρεσία τους, έως τη συμπλήρωση των 40 ετών ασφάλισης και σε κάθε περίπτωση όχι πέραν του 67ου έτους ηλικίας. Τα στοιχεία αυτά περιγράφονται στην Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) που εκδόθηκε στις 31 Δεκεμβρίου. Σύμφωνα με έγγραφο του υπουργείου Εσωτερικών, διευκρινίζεται ότι στην ΠΝΠ τροποποιούνται οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 155 του Υπαλληλικού Κώδικα (ΥΚ), με την προσθήκη εδαφίων ως εξής:

- Μόνιμοι υπάλληλοι, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος, αλλά δεν υπάγονται στο ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου ή δεν συνταξιοδοτούνται με βάση τις δημοσιοϋπαλληλικές διατάξεις, απολύονται αυτοδικαίως από την υπηρεσία, μόλις συμπληρώσουν το 62ο έτος της ηλικίας τους. Αν το προσωπικό αυτό κατά τη συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας του δεν έχει συμπληρώσει σαράντα (40) έτη συνολική υπηρεσία στο Δημόσιο, παρατείνεται η παραμονή του στην Υπηρεσία, έως τη συμπλήρωση της υπηρεσίας αυτής και όχι πέραν του 67ου έτους της ηλικίας.

- Το προηγούμενο εδάφιο έχει εφαρμογή και για τους μόνιμους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους, οι οποίοι πέραν του ασφαλιστικού - συνταξιοδοτικού καθεστώτος του δημοσίου, υπάγονται και σε καθεστώς κύριας ασφάλισης άλλου ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού φορέα για τη λήψη δεύτερης κύριας σύνταξης, εφόσον κατά την αυτοδίκαιη απόλυσή τους δεν θεμελιώνουν αποδεδειγμένα βάσει βεβαίωσης του οικείου ασφαλιστικού -συνταξιοδοτικού φορέα, δικαίωμα λήψης πλήρους της δεύτερης κύριας σύνταξης από τον φορέα αυτό.

Τα ανωτέρω ισχύουν και για όσους υπαλλήλους υπάγονται στις διατάξεις του Κώδικα Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ν.3584/2007).»

www.dikaiologitika.gr

«Μαξιλάρι» σε μια ενδεχόμενη ταμειακή στενότητα του δημοσίου το πρώτο τρίμηνο του χρόνου, αναμένεται να είναι και φέτος τα ταμειακά διαθέσιμα των δημόσιων οργανισμών ύψους 15 δισ. ευρώ, ειδικά για το πρώτο τρίμηνο του χρόνου, όταν θα πρέπει να αποπληρωθούν υποχρεώσεις ύψους περίπου 4 δισ. ευρώ.

Το πρόβλημα εμφανίζεται όμως και για το 2016 στο πρώτο τρίμηνο του χρόνου και δεν αφορά τόσο τις πηγές, όσο τον χρόνο χρηματοδότησης της οικονομίας.

Οι υποχρεώσεις για το πρώτο τρίμηνο του χρόνου φτάνουν τα 4 δισ. ευρώ. Από αυτά τα 1,57 δισ. ευρώ αφορούν χρεολύσια και ξεκινούν τον τρέχοντα μήνα με 457 εκ. ευρώ που θα πρέπει να αποπληρωθούν στο ΔΝΤ. Άλλα 238 εκ. ευρώ (100 εκ. ευρώ για την αποπληρωμή ομολόγων και 138 εκ. ευρώ προς το ΔΝΤ) θα πρέπει να δοθούν τον Φεβρουάριο και 876 εκ. ευρώ τον Μάρτιο.

Τα υπόλοιπα 2,43 δισ. ευρώ αφορούν την αποπληρωμή τόκων και επιμερίζονται σε 110 εκ. ευρώ για τον Ιανουάριο, 1,57 δισ. ευρώ για το Φεβρουάριο και 750 εκ. ευρώ για τον Μάρτιο.

Όλα θα εξαρτηθούν από το χρόνο ολοκλήρωσης της πρώτης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος και την δόση των περίπου 6 δισ. ευρώ που θα την συνοδεύσει.

Αν η διαπραγμάτευση ολοκληρωθεί μέσα στον Φεβρουάριο τότε όλα θα πάνε καλά, αφού θα υπάρξουν τα χρήματα για να καλυφθούν οι υποχρεώσεις.

Αν πάλι η διαπραγμάτευση χρειαστεί περισσότερο χρόνο, όπως αφήνουν να εννοηθεί πολλοί κοινοτικοί αξιωματούχοι, λόγω των πολλών και σημαντικών θεμάτων που θα πρέπει να οριστικοποιηθούν, τότε ενδέχεται ο χρόνος να γυρίσει πίσω στο πρώτο εξάμηνο του 2015.

Τότε η Κυβέρνηση μην έχοντας άλλη δυνατότητα, στράφηκε στον εσωτερικό δανεισμό από τα αποθεματικά καταθέσεων των δημοσίων οργανισμών. Μάλιστα, φέτος θα είναι σαφώς πιο έτοιμη από πέρσι.

Αξίζει να θυμίσουμε ότι ήδη σε πρόσφατο νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών, όπου ρυθμίζονταν συνταξιοδοτικά θέματα του δημοσίου, υπήρχε διάταξη με την οποία παρατείνονταν μέχρι και το τέλος του 2016 η δυνατότητα χρήσης των ταμειακών διαθέσιμων του ταμείου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Επίσης, με νόμο που ψηφίστηκε το καλοκαίρι οριστικοποιήθηκε η υποχρέωση για τους οργανισμούς του δημοσίου να μεταφέρουν τις καταθέσεις τους από τις εμπορικές τράπεζες σε κοινό λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδας, ώστε να μπορεί το δημόσιο να δανειστεί με τη γνωστή πια μέθοδο των συμφωνιών επαναγοράς (repo).

Ο «ανοιχτός» αυτός λογαριασμός με τους οργανισμούς του δημοσίου μπορεί να χρησιμεύσει και τους επόμενους μήνες του χρόνου ανάλογα με την πορεία υλοποίησης του ελληνικού προγράμματος και μαζί την καταβολή των δόσεων του δανείου.

Ο πιο κρίσιμος μήνας του χρόνου θα είναι ο Ιούλιος, αφού τον δεύτερο μήνα του καλοκαιριού το ελληνικό δημόσιο θα πρέπει να πληρώσει υποχρεώσεις συνολικού ύψους 3,7 δισ. ευρώ. Από αυτά τα 2,3 δισ. ευρώ είναι ένα ομόλογο της ΕΚΤ, άλλα 457 εκ. ευρώ μια δόση προς το ΔΝΤ και περίπου 900 εκ. ευρώ για τόκους.

Πάντως, σε γενικές γραμμές οι δανειακές ανάγκες του δημοσίου για το σύνολο του 2016 είναι περίπου λίγο παραπάνω από τις μισές από αυτές του 2015. Συγκεκριμένα οι υποχρεώσεις για την αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων δεν ξεπερνούν φέτος τα 13,7 δισ. ευρώ, ενώ πέρσι έφτασαν τα 25,5 δισ. ευρώ.

enikonomia.gr

ferriesingreece2

kalimnos

sportpanic03

 

 

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot