Κορυφαία φυσιογνωμία του Χριστιανισμού.
Ασπάστηκε τον Χριστιανισμό μετά το θάνατο και την ανάσταση του Ιησού και αναδείχθηκε σε έναν από τους ηγέτες του, με καθοριστικό ρόλο στην εξάπλωσή του πέραν των ορίων του ιουδαϊσμού, ώστε να καταστεί οικουμενική θρησκεία. Η μνήμη του εορτάζεται απ’ όλες τις ομολογίες του Χριστιανισμού στις 29 Ιουνίου, μαζί με τονΑπόστολο Πέτρο.
Ο ιουδαϊκού θρησκεύματος Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας το 5 και προτού γίνει χριστιανός ονομαζόταν Σαούλ ή Σαύλος στα ελληνικά. Επειδή, όμως, απέκτησε την ιδιότητα του ρωμαίου πολίτη είχε και δεύτερο όνομα, το ρωμαϊκό Πάουλους (Παύλος στα ελληνικά). Στην πατρίδα του έμαθε την ελληνική γλώσσα και στα Ιεροσόλυμα σπούδασε εβραϊκή θεολογία κοντά στον σοφό Γαμαλιήλ. Επίσης, σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής έμαθε και μία τέχνη, αυτή του σκηνοποιού. Έλαβε μέρος στον λιθοβολισμό του Στέφανου και ήταν γεμάτος έχθρα κατά των χριστιανών. Όταν έμαθε ότι στη Δαμασκό υπήρχαν πολλοί χριστιανοί, πήγε στους αρχιερείς και πήρε την άδεια και συνοδούς να πάει να τους συλλάβει και να τους φέρει δεμένους στα Ιεροσόλυμα. Ένα όραμα που είδε καθ’ οδόν προς τη Δαμασκό τον έκανε να μεταστραφεί στον χριστιανισμό. Ένα μεσημέρι, καθώς έτρεχε με το άλογό του προς τη Δαμασκό, μία τρομερή λάμψη τον χτύπησε στο πρόσωπο και τον έριξε στο έδαφος. Μια φωνή ακούστηκε να του λέει:
– «Σαούλ, Σαούλ γιατί με καταδιώκεις;»
Κατατρομαγμένος ο Σαούλ απάντησε: «Ποιος είσαι, Κύριε;»
– «Εγώ είμαι ο Ιησούς, που συ καταδιώκεις. Είναι σκληρό για σένα να λακτίζεις πάνω στα καρφιά», απάντησε η φωνή.
Τότε ο Σαούλ είδε ολοζώντανο τον Ιησού να του λέει:
– «Σήκω επάνω Σαούλ και πήγαινε στη Δαμασκό. Εκεί θα μάθεις τι πρέπει να κάμεις».
Ο Σαούλ σηκώθηκε, μα δεν έβλεπε. Ήταν τυφλός.
Οι συνοδοί του καταφοβισμένοι τον πήραν από το χέρι και τον έφεραν στην πόλη, στο σπίτι του Ιούδα. Εκεί έμεινε τρεις ημέρες νηστικός, τυφλός, χωρίς να μπορεί να διακρίνει τίποτα μπροστά του. Την τρίτη ημέρα κατά διαταγή του Χριστού πήγε και τον βρήκε ο Ανανίας και του είπε:
– «Σαούλ αδελφέ μου, παρουσιάσθηκε σε μένα ο Χριστός και με διέταξε να έλθω να σε γιατρέψω. Πράγματι, ο Ανανίας έβαλε στο κεφάλι του Σαούλ και αμέσως μετά άνοιξαν τα μάτια του, φωτίστηκε με Άγιο Πνεύμα, πίστεψε στον Χριστό και από τρομερός διώκτης του χριστιανισμού έγινε ο θερμότερος κήρυκας του Ευαγγελίου.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες και ο Σαούλ ξεχύθηκε στους δρόμους και τις συναγωγές της Δαμασκού, κηρύττοντας το Χριστό. Επειδή, όμως, οι Ιουδαίοι σκέπτονταν να τον πιάσουν και να τον σκοτώσουν, οι χριστιανοί τον έκρυψαν σ’ ένα σπίτι στην άκρη της πόλης και τη νύχτα τον κατέβασαν μ’ ένα καλάθι από τα τείχη έξω από την πόλη. Από τη Δαμασκό ο Παύλος πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου γνωρίστηκε με πολλούς χριστιανούς, που τον υποδέχθηκαν έμπλεοι χαράς. Αμέσως άρχισε να κηρύττει τον Λόγο του Θεού, αλλά και πάλι προκάλεσε το μίσος και την οργή των Ιουδαίων, οι οποίοι έψαχναν τρόπο να τον σκοτώσουν. Τότε, ο Σαούλ αναγκάστηκε να φύγει για την Καισάρεια της Παλαιστίνης κι αργότερα για την πατρίδα του, την Ταρσό. Από εκεί με τον Βαρνάβα πήγε στην Αντιόχεια της Συρίας για να κηρύξει.
Εκεί, οι οπαδοί του Χριστού πήραν για πρώτη φορά το όνομα Χριστιανοί. Στην Αντιόχεια, ο Σαούλ κατάστρωσε τα σχέδιά του για τη διάδοση και εξάπλωση του χριστιανισμού. Για τον σκοπό αυτό διάλεξε τις μεγάλες πόλεις της εποχής και έκανε τέσσερις περιοδείες.
Πρώτη Περιοδεία
Το 45 ο Παύλος μαζί με τον Βαρνάβα και τον ευαγγελιστή Μάρκο ξεκίνησαν από την Αντιόχεια για τη Σελεύκεια, όπου κήρυξαν. Κατόπιν με πλοίο πήγαν στην Κύπρο, όπου ίδρυσαν χριστιανικές εκκλησίες. Στην Πάφο ο πρώτος που πίστεψε ήταν ο Ρωμαίος διοικητής Σέργιος Παύλος. Από την Κύπρο με πλοίο επισκέφθηκαν την Πέργη της Μικράς Ασίας, το Ικόνιο, τα Λύστρα και τη Δέρβη, όπου πίστεψε ο Τιμόθεος. Το 48 ο Παύλος πήγε στα Ιεροσόλυμα και πήρε μέρος στην Αποστολική Σύνοδο.
Δεύτερη Περιοδεία
Το 52, ξεκινώντας από την Αντιόχεια, επισκέφθηκε πόλεις της Μικράς Ασίας κι έφθασε ως την Τροία.
Στην αποστολή συμμετείχαν ο Τιμόθεος, ο Σίλας και ο ευαγγελιστής Λουκάς. Από την Τροία με πλοίο πήγε στην Καβάλα κι από εκεί στους Φιλίππους, όπου ίδρυσε εκκλησία. Η πρώτη που πίστεψε ήταν η Λυδία με την οικογένειά της. Ακολουθώντας την Εγνατία οδό έφθασε στη Θεσσαλονίκη και στη Βέροια. Κατόπιν πήγε στην Αθήνα, όπου κήρυξε στον Άρειο Πάγο τον αληθινό θεό. Στην Αθήνα πίστεψε ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και η γυναίκα του Δάμαρις. Κατόπιν, πήγε στην Κόρινθο και κατέληξε στην Έφεσο.
Τρίτη Περιοδεία
Το 56 επισκέφθηκε μέρη της Μικράς Ασίας, της Ελλάδας (Κόρινθο και Μακεδονία) και κατόπιν τα Ιεροσόλυμα. Εκεί τον έπιασαν οι Ιουδαίοι, αλλά ο Ρωμαίος διοικητής τον έστειλε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, όπου έμεινε φυλακισμένος για δύο έτη. Τότε, επικαλέστηκε την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη και τον έστειλαν συνοδεία στη Ρώμη για να δικασθεί. Στη Ρώμη, αφού έμεινε δύο χρόνια στη φυλακή, τελικά δικάσθηκε και αθωώθηκε.
Τέταρτη Περιοδεία
Αφού απελευθερώθηκε, επισκέφθηκε πόλεις της Μικράς Ασίας, της Κρήτης και της Ηπείρου. Το 67 πήγε στη Ρώμη και σύμφωνα με ορισμένες πηγές συναντήθηκε με τον Απόστολο Πέτρο. Τότε, όμως, τον συνέλαβε ο Νέρων και τον θανάτωσε στις 29 Ιουνίου, οπότε γιορτάζεται η μνήμη του. Εκτός από το κήρυγμα 30 περίπου ετών, ο Παύλος συνέγραψε και 14 επιστολές, στις οποίες διδάσκει ποια πρέπει να είναι η συμπεριφορά των χριστιανών, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο.
Απόστολος Πέτρος
Ένας από τους 12 μαθητές του Χριστού, που δέχθηκε από τους πρώτους, μαζί με τον αδελφό του Ανδρέα, το κάλεσμα του Κυρίου: «Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων» (Ματθ. δ’, 19).
Η Καθολική Εκκλησία τον θεωρεί ιδρυτή της Εκκλησίας της Ρώμης, πρώτο Πάπα της Ρώμης και πρώτο μεταξύ των Αποστόλων. Η μνήμη του σ’ όλες τις χριστιανικές ομολογίες τιμάται στις 29 Ιουνίου, μαζί με του Αποστόλου Παύλου. Ο Πέτρος καταγόταν από τη Βησθαϊδά της Γαλιλαίας και ήταν γιος του Ιωνά. Ήταν ψαράς, όπως και οι πιο πολλοί από τους αποστόλους. Το όνομά του, προτού γνωρίσει τον Χριστό ήταν Σίμων και στα συριακά Κηφάς. Ονομάσθηκε από τον Ιησού Πέτρος, γιατί είχε πίστη αδιάσειστη σαν πέτρα. Όταν γνώρισε τον Χριστό, παράτησε το επάγγελμά του και το σπίτι του και αφοσιώθηκε στον Μεσσία, που έφερνε το ουράνιο μήνυμα. Συχνά τον φιλοξενούσε στην Καπερναούμ στο σπίτι της πεθεράς του, που μια μέρα, άρρωστη βαριά, τη θεράπευσε ο Χριστός. Ο Πέτρος ήταν φύση θερμή, με καρδιά που ξεχείλιζε από αγάπη και αυθόρμητο ενθουσιασμό. Οι τρόποι του ήταν απλοί, απροσποίητοι και συχνά πρωτόγονοι. Είχε, όμως, ευμετάβολο χαρακτήρα και πολλές φορές ο Χριστός τον ελέγχει γι’ αυτό. Για παράδειγμα, διακηρύσσει πάντα πρώτος τη θεότητα του Κυρίου, μα τον αρνείται τρεις φορές, λίγο πριν από τη σταύρωσή του. Κι αυτός που δεν τρόμαξε στους Ρωμαίους στρατιώτες που πήγαν να τον συλλάβουν, κι έκοψε το αυτί του Μάλχου, φοβάται αργότερα μια παιδούλα, που τον ρωτάει στην αυλή του αρχιερέα, αν είναι κι αυτός μαθητής. Μετά την ανάστασή Του, ο Χριστός με τη φράση «Βόσκε τα αρνία μου» (Ιωαν. κα’, 15) αποκαθιστά το μετανοημένο αρνητή στο αποστολικό αξίωμα. Από τότε, όμως, ο Πέτρος γίνεται αληθινή πέτρα πίστεως, ακλόνητος βράχος αγάπης και προεξάρχει στο αποστολικό έργο. Κηρύσσει στα Ιεροσόλυμα την ημέρα της Πεντηκοστής και ιδρύει την πρώτη χριστιανική εκκλησία. Πραγματοποιεί περιοδείες στην Παλαιστίνη, στη Μικρά Ασία και την Ελλάδα, πηγαίνει στην Αίγυπτο και τη Ρώμη, όπου πεθαίνει μαρτυρικά το 64 ή το 67. Η παράδοση λέει πως τον σταύρωσαν με το κεφάλι προς τα κάτω. Η δράση του Αποστόλου Πέτρου συνετέλεσε πολύ στη διάδοση και την εδραίωση του Χριστιανισμού. Έγραψε δύο επιστολές στα τελευταία έτη της ζωής του.
ΠΗΓΗ: www.sansimera.gr
Τήν Δευτέρα 29 Ἰουνίου ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κώου καί Νισύρου κ. Ναθαναήλ χοροστάτησε κατά τόν ὄρθρο καί τέλεσε τήν Θεία Λειτουργία στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Παύλου Λινοποτίου.
Κατά τό κήρυγμα ὁ Σεβασμιώτατος μετἐφερε στό ἐκκλησίασμα τίς εὐλογίες τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου καί ἀναφέρθηκε στόν ἀπ. Παῦλο καί στήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.
Στόν ἰερό ναό ἐκκλησιάστηκε ὅμιλος ἐπισκεπτῶν ἀπό τήν Κάρπαθο μέ ἐπικεφαλής τόν Πανοσ. Ἀρχιμ. Καλλίνικο Μαυρολέοντα, Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γεωργίου Βασσῶν Καρπάθου.
Μετά τή Θεία Λειτουργία ὁ Σεβασμιώτατος ὑποδέχθηκε τούς ἐπισκέπτες καί ἐν συνεχείᾳ ἡ ἐνορία τοῦ Ἁγίου Παύλου μέ τή φροντίδα τοῦ Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κώου καί Νισύρου, Πανοσ. Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Πίτση, παρέθεσε ἑόρτιο κέρασμα.
Τις ρίζες του οικουμενικού πνεύματος, το οποίο χαρακτήριζε τον απόστολο Παύλο και τη θεολογία του, πρέπει να τις αναζητήσουμε σε πολλές αιτίες.
Κατά την ελληνιστική εποχή υπήρχε εντυπωσιακή μίξη λαών και πολιτισμών.
Ο απόστολος γεννημένος στην Ταρσό, σε ένα άκρως κοσμοπολίτικο περιβάλλον, έλαβε την δέουσα ιουδαϊκή παιδεία, αλλά, καθώς την γενέτειρά του είχαν συναντηθεί τα κυριότερα πνευματικά ρεύματα της εποχής: στωϊκισμός, κυνισμός, σκεπτικισμός και οι πνευματικοί απόγονοι του Πλάτωνος και της Ακαδημίας, γνώριζε με ικανοποιητικό βαθμό και την θύραθεν γνώση.
Με το πέρας της βασικής εκπαιδεύσεως στη γενέτειρά του, πήγε στην Ιερουσαλήμ όπου, «παρά τους πόδας Γαμαλιήλ», τελειοποίησε τη γνώση των ιερών γραφών του ιουδαϊσμού. Η αυστηρή ιουδαϊκή θρησκευτική εκπαίδευση δεν κατόρθωσε να απενεργοποιήσει τα στοιχεία της ελευθερίας και την πολυσυλλεκτική εκπαίδευση που είχε λάβει στα παιδικά του χρόνια.
Αν και φανατικός Ιουδαίος που ανήκε στην ομάδα των Φαρισαίων δέχτηκε το μήνυμα του Χριστού. Ήταν έξυπνος με ανοιχτό μυαλό και πιστός στις παραδόσεις του λαού του.
Το κύριο στοιχείο που διαμόρφωσε την στάση του απ. Παύλου στο θέμα της οικουμενικότητας ή μη του κηρύγματός του ήταν αναμφίβολα το κήρυγμα του Χριστού, το οποίο ήταν από την αρχή μέχρι το τέλος οικουμενικό και ενωτικό. Πολλά παραδείγματα υπάρχουν στην Καινή Διαθήκη: η θεραπεία του δούλου του εκατοντάρχου, η θεραπεία του παιδιού της Συροφοινίκισσας, Ελληνίδας, «τῷ γένει», της θεραπείας των δέκα λεπρών, αλλά της μετ’ ευγνωμοσύνης επιστροφής του ενός, του μόνου που δεν ήταν Ιουδαίος.
Άλλα σημεία που ο Χριστός με το κήρυγμά του σπάει τις διαχωριστικές γραμμές είναι ο διάλογός του με τη Σαμαρείτιδα, την αγία Φωτεινή την ισαπόστολο, η οποία αν και γυναίκα και ακάθαρτη, λόγῳ καταγωγής, ήταν το πρόσωπο που ο Κύριος επέλεξε για να αποκαλύψει το γεγονός ότι ήταν ο Μεσσίας.
Επίσης, δεν πρέπει να λησμονούμε την παραβολή του καλού Σαμαρείτη, όπου ο εθνικά εχθρός είναι ο εκφραστής της αγάπης.
Ο οικουμενικός λόγος του απ. Παύλου δεν είναι αυθύπαρκτος, δεν είναι δική του πρωτοτυπία. Δεν κηρύσσει δικό του λόγο, αλλά το λόγο του Χριστού.
Ο απ. Παύλος μπροστά στην Δαμασκό, κατά τη στιγμή της μεταστροφής του, δεν παραμέρισε απλώς την διδασκαλία του ιου
αϊσμού, αλλά εγκολπώθηκε, ενστερνίστηκε πλήρως τη διδασκαλία του Χριστού.
Μία από τις πτυχές της οικουμενικότητας της θεολογίας του απ. Παύλου σχετίζεται με την προσπάθειά του να αποδεσμεύσει την νεόφυτη Εκκλησία από τα βάρη και τις δεσμεύσεις του νόμου.
Ο Νόμος -και η υποταγή σε αυτόν- εάν καθιερωνόταν στην Εκκλησία θα την κρατούσε δέσμια στο παρελθόν, ενώ αυτό πλέον είχε παρέλθει «τῆς χάριτος ἐλθούσης».
Ο αγώνας του ενάντια στις δεσμεύσεις του Νόμου ήταν διαρκής, σταθερός και του δημιούργησε πολλά προβλήματα από τους απεσταλμένους του Μεγάλου Συνεδρίου, οι οποίοι έβαζαν συνεχώς προσκόμματα στην πορεία του για να εμποδίσουν τις προσπάθειές του για διάδοση του ευαγγελίου.
Χαρακτηριστική των προβλημάτων που προκαλούσαν στην Εκκλησία οι «απόστολοι» του Μεγάλου Συνεδρίου είναι η απαίτησή τους να επιβάλουν τη διενέργεια της περιτομής ως μέσο για τη σωτηρία, όπως μαθαίνουμε στο 15ο κεφάλαιο των Πράξεων. Η απαίτηση αυτή οδήγησε στην Αποστολική Σύνοδο.
Η διδασκαλία του Χριστού δεν στράφηκε ενάντια στο Νόμο αλλά κατέστησε σαφές ότι για να προχωρήσει η πορεία τους προς τη σωτηρία έπρεπε οι πιστοί να παραμερίσουν όχι τόσο το Νόμο, όσο τις δεσμεύσεις που κρύβονταν πίσω από την ερμηνεία που του έδινε ο επίσημος ιουδαϊσμός.
Τα περιστατικά που οδήγησαν στην Αποστολική Σύνοδο δείχνουν την ευρύτητα του πνεύματός του και τον προσανατολισμό του πέρα από τις περιττές για τη σωτηρία δεσμεύσεις του Νόμου.
Πολύ σημαντικό για την κατανόηση της σκέψεως του αποστόλου είναι το περιστατικό στην Αντιόχεια που περιγράφεται στο Γαλ. 2:11-14. Σύμφωνα με αυτή την περιγραφή, ο απ. Πέτρος, χωρίς να φαίνεται ότι το έκανε απολύτως συνειδητά, παρασύρθηκε από την σκληρή στάση και τις παράλογες υπέρ του νόμου απαιτήσεις των Ιουδαίων και απομακρύνθηκε από την κοινωνία με τους εξ εθνών για να αποφύγει να παραβιάσει τις διατάξεις περί καθαρότητος.
Μόλις κατάλαβε το σφάλμα ο απ. Παύλος και συνειδητοποίησε τις συνέπειές του για την ίδια τη ζωή της Εκκλησίας τον αντιμετώπισε ευθέως, μπροστά σε όλους τους πιστούς τονίζοντας ότι δεν μπορεί ο νόμος να καθορίζει την πνευματική πορεία των χριστιανών και η σχέση τους με τον πιστό να διαμορφώνεται από τις επιλογές του ιουδαϊσμού.
Με την στάση του αυτή ο απ. Παύλος διεφύλαξε την «ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου» και ο απ. Πέτρος, με το να δεχθεί το έλεγχο και να αποκαταστήσει την τάξη, διεφύλαξε την ενότητα της Εκκλησίας, η οποία, σε περίπτωση που θα επικρατούσαν οι απόψεις των Ιουδαίων θα διχαζόταν ανεπανόρθωτα.
Οικουμενικότητα χωρίς ενότητα δεν υφίσταται.
Το πρόβλημα της ενότητας ετέθη έντονα στην πρώτη Εκκλησία, καθώς η δράση των Ιουδαίων απεσταλμένων του Μεγάλου Συνεδρίου ως κύριο στόχο της είχε τη διάσπαση της Εκκλησίας και την πρόσδεσή της στο άρμα του Ιουδαϊσμού. Ακολουθούσαν το πρόγραμμα του απ. Παύλου, άλλοτε προηγούμενοι και άλλοτε επόμενοι αυτού, ώστε να τον διαβάλλουν και να παρεμβαίνουν στις κοινότητες που είχε εργαστεί ιεραποστολικά.
Τα αποτελέσματα αυτής της δράσης τα διακρίνουμε στην Α΄ Κορινθίους όπου η ενότητα έχει τρωθεί. Οι έριδες έβλαπταν την ενότητα και η τοπική Εκκλησία κλυδωνιζόταν. Το διασπαστικό πνεύμα του ιουδαϊσμού είχε χωρίσει τα μέλη της τοπικής εκκλησίας σε οπαδούς του Παύλου, του Απολλώ, του Κηφά, δηλαδή του απ. Πέτρου, και του Χριστού.
Η θεολογική τοποθέτηση του απ. Παύλου είναι ότι ο χριστιανός δεν συνδέεται με πρόσωπα, αλλά τα πρόσωπα, ο Πέτρος, ο Παύλος, ο Απολλώ και ο κάθε απόστολος πρέπει να προτρέπει τους πιστούς να στραφούν προς το Χριστό, ο οποίος είναι αυτός που προσφέρει τη Σωτηρία.
Τη σωτηρία δεν τη δίνει ο απόστολος που ευαγγελίζεται, αλλά ο Θεός που αγαπά, μέσα στα πλαίσια την πρόνοιά του για τον πεπτωκότα άνθρωπο.
Ένα άλλο κεντρικό σημείο της διδασκαλίας του αποστόλου των εθνών αποτελεί το Γαλ. 3: 26-4:1.
Ας θυμηθούμε όμως λίγο αυτή τη σημαντική περικοπή: «πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. οὐκ ἔνι ᾿Ιουδαῖος οὐδὲ ῞Ελλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ. εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ ᾿Αβραὰμ σπέρμα ἐστὲ καὶ κατ’ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι».
Η περικοπή αυτή ξεκαθαρίζει ότι στη νέα, καινή κτίση που εγκαινιάστηκε με την Ανάσταση του Χριστού δεν χωρούν οι διακρίσεις του παλαιού κόσμου. Το μήνυμα είναι άκρως επαναστατικό όχι μόνο για την ελληνιστική εποχή που εκφωνήθηκε, αλλά και για τη σύγχρονη, η οποία, αν και καυχάται για οικουμενικότητα και για παγκοσμιοποίηση, στην πραγματικότητα την οικουμενικότητα την εκλαμβάνει όχι μέσα από την προοπτική της ισότητας και της ενότητας, όπως θα μπορούσε να προσφέρει η πίστη στο πρόσωπο του Χριστού, αλλά ως μία προσπάθεια ομογενοποίησης σε έναν κόσμο χωρίς ελπίδα.
Η προσπάθεια του απ. Παύλου να επεκτείνει το προνόμιο της από Αβραάμ καταγωγής των Εβραίων σε όλους τους Χριστιανούς, μετατρέποντάς τους έτσι σε περιούσιο λαό, ήταν επαναστατική και ακουγόταν παράλογη. Και οι Έλληνες και οι Ιουδαίοι την εύρισκαν υποτιμητική, μάλλον αποκρουστική, απεχθή.
Παρά ταύτα ο απ. Παύλος επέμεινε να διδάσκει το σωτηριώδες μήνυμά του πρώτα στους Ιουδαίους και έπειτα σε όλους τους λαούς, ανεξάρτητα από την καταγωγή τους.
Ο Ανανίας μετά την μεταστροφή του είπε στον απ. Παύλο ότι ο Θεός των πατέρων τους τον διάλεξε, για να γίνει «μάρτυς αὐτῷ πρὸς πάντας ἀνθρώπους» (Πράξ. 22. 15). Η υπέρβαση των διακρίσεων αποτελεί βασικό στοιχείο της παύλειας διδασκαλίας και την εφαρμόζει με πιστότητα σε κάθε στιγμή της μακράς του πορείας.
Η οικουμενική προοπτική διαπιστώνεται ξεκάθαρα στο σχεδιασμό των ιεραποστολικών του εξορμήσεων, καθώς κινείται εξ ολοκλήρου σε περιοχές που πλειοψηφούν οι εθνικοί. Έχοντας σαφέστατη συνείδηση αυτού του ανοίγματός του στα έθνη, και για να μη στερήσει τη δυνατότητα σωτηρίας από τους συμπατριώτες του, όπου μπορούσε, ξεκινούσε το κήρυγμά του από την τοπική ιουδαϊκή κοινότητα.
Στους πρώτους στίχους της προς Ρωμαίους επιστολής διαπιστώνουμε το βάρος της ευθύνης που νιώθει απέναντι στα έθνη, στους Έλληνες και βαρβάρους. Στον 15ο στίχο του 1ου κεφαλαίου γράφει επί λέξει ότι «ὀφειλέτης εἰμί». Αυτή η φράση, όπως και η επόμενη, «οὐ γάρ ἐπαισχύνομαι τό εὐαγγέλιον, δύναμις γάρ θεοῦ ἐστίν εἰς σωτηρίαν παντί τῷ πιστεύοντι, Ἰουδαίῳ τε πρῶτον καί Ἕλληνι», μας δείχνουν ότι το κέντρο βάρους για την επίτευξη της σωτηρίας δεν βρίσκεται πλέον στο γένος, στην εθνική καταγωγή, αλλά προσφέρεται «παντί τῷ πιστεύοντι».
Η μετακίνηση αυτή ήταν αναπόφευκτη μετά το κήρυγμα του Χριστού, ο οποίος άνοιξε το δρόμο με τη διδασκαλία του.
Στο Γαλ. 1. 15-16 ο απόστολος δηλώνει ότι η χάρις του Θεού τον διάλεξε εκ κοιλίας μητρός «ἵνα εὐαγγελίζηται αυτόν ἐν τοῖς ἔθνεσιν».
Για την συνέχεια του άρθρου πατήστε εδώ