Δημόσιος φορέας που θα διαχειριστεί τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των νοικοκυριών, τα οποία βρίσκονται στο όριο ή κάτω από το όριο της φτώχειας, θα συσταθεί με νόμο τους προσεχείς μήνες,
δηλώνει ο υπουργός Οικονομίας, Γιώργος Σταθάκης, στην εφημερίδα «Έθνος της Κυριακής»
Μέσω του ίδιου φορέα θα αναδιαρθρωθούν στο σύνολό τους τα δάνεια. Έως ότου δημιουργηθεί ο νέος φορέας, θα κατατεθεί νόμος, που θα απαγορεύει τους πλειστηριασμούς.
Επιπλέον, για τα «κόκκινα» δάνεια των νοικοκυριών θα προβλέπεται και διαγραφή για όσους αντικειμενικά αποδεικνύεται ότι αδυνατούν να αποπληρώσουν τις οφειλές τους.
Ο κ. Σταθάκης δηλώνει πως θα υπάρχει και επιμήκυνση και απομείωση επιτοκιών ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του κάθε οφειλέτη.
Σε ό,τι, δε, αφορά την προστασία της πρώτης κατοικίας από τους πλειστηριασμούς αναφέρει: «Θα θέσουμε κριτήρια με βάση τη συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας, το μηνιαίο εισόδημα και τις τραπεζικές καταθέσεις, έτσι ώστε επί της ουσίας να κλείσουμε το οποιοδήποτε θεσμικό περιθώριο για πλειστηριασμούς».
Για τα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια των μικρομεσαίων προαναγγέλλει τροποποιήσεις του νόμου με ενίσχυση του εξωδικαστικού συμβιβασμού και δημιουργία νέων κανόνων διευθέτησης. Σημειώνει πως με τις ρυθμίσεις για τα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια «θα γίνεται συμψηφισμός των οφειλών προς το κράτος και τα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ θα μπει ένα αθροιστικό όριο για τη μηνιαία δόση, το οποίο δεν θα υπερβαίνει το 40% επί των κερδών των επιχειρήσεων»
newsit.gr
Διατήρηση ή και οριακή αύξηση κατά 0,03% είδαν στο διαθέσιμο εισόδημά τους τα ελληνικά νοικοκυριά το 2014, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ.
Με βάση τα στοιχεία της Στατιστικής Αρχής, μέσα σε ένα χρόνο (από το τρίτο τρίμηνο του 2013 μέχρι το τρίτο τρίμηνο του 2014) αυξήθηκε από 31,16 δισ. σε 31,17 δισ. ευρώ το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν τα νοικοκυριά της χώρας,
Ακόμα μεγαλύτερη ήταν η αύξηση της τελικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών και των μ
η κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν τα νοικοκυριά, καθώς αυξήθηκε κατά 2,3% και από 32,6 δισ. ευρώ το 2013, έφτασε σε 33,3 δισ. ευρώ.
Στο ίδιο διάστημα όμως μειώθηκαν κατά 15,6% οι ιδιωτικές επενδύσεις (ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου του τομέα των μη χρηματοοικονομικών εταιριών), πέφτοντας από τα 1,8 δισ. κατά το γ΄τρίμηνο τρίμηνο του 2013, σε 1,5 δισ. ευρώ στο γ΄τρίμηνο του 2014. Παράλληλα το ποσοστό των επενδύσεων προς την Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία μειώθηκε σε 10,2% από 12,1% το γ΄ τρίμηνο του 2013.
Δραματική ήταν όμως η μείωση, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τους τριμηνιαίους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων, το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών. Καταγράφηκε μείωση 7% κατά το γ΄ τρίμηνο πέρυσι έναντι 4,6% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2013.
Στο εξωτερικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών καταγράφηκε πλεόνασμα 4 δισ. ευρώ έναντι πλεονάσματος 3,1 δισ. ευρώ το 2013. Αυτό είναι αποτέλεσμα της αύξησης των εξαγωγών κατά 1,1%, που υπερκάλυψε την κατά 0,2% αύξηση των εισαγωγών.
Τέλος, οι καθαρές δανειακές ανάγκες της Γενικής Κυβέρνησης ανέρχονταν σε 394 εκατ. ευρώ το γ΄ τρίμηνο 2014 από 1,6 δισ. ευρώ το γ΄ τρίμηνο 2013.
«Το πρόβλημα με την ποσοτική χαλάρωση είναι ότι λειτουργεί στην πράξη, αλλά δεν λειτουργεί στη θεωρία» δήλωσε στις αρχές του 2014 ο Μπεν Μπερνάνκι, πρώην πρόεδρος της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας και ο άνθρωπος που πολέμησε τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση που πέρασαν οι ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1930, εφαρμόζοντας τρία προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης.
Η ποσοτική χαλάρωση λειτούργησε στις ΗΠΑ, στη Βρετανία και σε κάποιο βαθμό στην Ιαπωνία, ενισχύοντας την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό καθώς και την εμπιστοσύνη των αγορών και των επιχειρήσεων στην οικονομία. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι τα οφέλη από την ποσοτική χαλάρωση περιορίζονται όσο περνάει ο καιρός. Επιπλέον, η ποσοτική χαλάρωση σίγουρα ενισχύει τον χρηματοπιστωτικό τομέα, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι είναι εξίσου ευεργετική και για την πραγματική οικονομία. Η ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας, για παράδειγμα, ήταν πιο αργή από άλλες φορές, ενώ τα πραγματικά εισοδήματα των Αμερικανών δεν ενισχύθηκαν μέχρι σήμερα παρά ελάχιστα από την ποσοτική χαλάρωση.
Να πώς λειτουργεί θεωρητικά ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Η κεντρική τράπεζα αγοράζει περιουσιακά στοιχεία, συνήθως κρατικά ομόλογα (στην περίπτωση των ΗΠΑ και της Βρετανίας και στεγαστικά δάνεια), και με αυτόν τον τρόπο αυξάνει την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί στην οικονομία, δηλαδή τυπώνει νέο χρήμα. Στην περίπτωση της Βρετανίας αγορές ύψους 1% του ΑΕΠ ενίσχυσαν το ΑΕΠ κατά 0,18% και τον πληθωρισμό κατά 0,3%. Στην περίπτωση των ΗΠΑ η Fed του Σαν Φρανσίσκο διαπίστωσε ότι μέχρι το 2012 οι αγορές περιουσιακών στοιχείων μείωσαν την ανεργία κατά 1,5% και βοήθησαν την οικονομία να μην πέσει σε καθεστώς αποπληθωρισμού. Καθώς η κεντρική τράπεζα αγοράζει κρατικά ομόλογα, μειώνεται η απόδοσή τους και συνεπώς οι επενδυτές αναγκάζονται να στραφούν σε αγορές με υψηλότερη απόδοση, συνεπώς και με υψηλότερο ρίσκο. Η αύξηση της ζήτησης για τέτοιου είδους ομόλογα, στην περίπτωση της Ευρωζώνης κρατικά ομόλογα της περιφέρειας (και εταιρικά ομόλογα), αυξάνει την τιμή τους και συνεπώς μειώνεται η απόδοσή τους μαζί και το κόστος δανεισμού για κράτη και επιχειρήσεις με προφανή δημοσιονομικά οφέλη.
Το χαρτοφυλάκιο των τραπεζών που συνήθως κατέχουν μεγάλες ποσότητες κρατικών ομολόγων ενισχύεται από την άνοδο των τιμών, ενώ μπορούν να ξεφορτωθούν πιο ριψοκίνδυνους τίτλους και θεωρητικά να αυξήσουν τον δανεισμό τους προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Με τη σειρά της η αύξηση του δανεισμού μπορεί να ανεβάσει τις τιμές των ακινήτων, να μειώσει το κόστος χρηματοδότησης και να οδηγήσει σε αύξηση των επενδύσεων οι οποίες οδηγούν σε αύξηση της απασχόλησης. Η αύξηση της απασχόλησης οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης και της κατανάλωσης και τελικά (αν όλα πάνε καλά) σε αύξηση του ΑΕΠ και των φορολογικών εσόδων και σε μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Στην περίπτωση της Ευρωζώνης σημαντικά οφέλη αναμένονται από την εξασθένηση του ευρώ που ελπίζεται ότι θα οδηγήσει σε αύξηση των εξαγωγών, ενώ κλειδί θα είναι αν οι τράπεζες θα αυξήσουν τον δανεισμό προς την πραγματική οικονομία.
kathimerini.gr