Βελτιωμένη, τουλάχιστον σε σύγκριση με την περσινή ιδιαίτερα δύσκολη χρόνια, εκτιμάται η συνολική παραγωγή της φετινής ελαιοκομικής περιόδου στην ΕΕ, την ίδια στιγμή πάντως, που η κλιματική κρίση παραμένει ένας αστάθμητος παράγοντας ο οποίος διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο.
Άλλωστε, η εκτεταμένη ξηρασία η οποία έπληξε την προηγούμενη διετία τις μεγαλύτερες ελαιοπαραγωγούς χώρες, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, με αποτέλεσμα τη μειωμένη παραγωγή σε ελαιόλαδο, ήταν και ο κυριότερος λόγος για την εκτόξευση των τιμών του προϊόντος. Από τον Ιανουάριο του 2021 μέχρι σήμερα, οι τιμές παραγωγού στην ΕΕ υπερδιπλασιάστηκαν ενώ κορυφώθηκαν τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, όταν οι μέσες τιμές για το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο στη νούμερο ένα παραγωγό-χώρα, την Ισπανία, έφτασαν τα 903 ευρώ/100 kg, σύμφωνα με την Κομισιόν.
«Η παραγωγή ελαιόλαδου στην ΕΕ αναμένεται να συνεχίσει να ανακάμπτει το 2024-25, εκτός αν εμφανιστούν ακραίες καιρικές συνθήκες τους επόμενους μήνες. Με κινητήρια δύναμη την ανάκαμψη της παραγωγής στην Ισπανία αλλά και στην Ελλάδα και την Πορτογαλία» επισημαίνει στις φθινοπωρινές της προβλέψεις η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αντίθετα, σημειώνει, η Ιταλία, μετά την ξηρασία και τους καύσωνες στον Νότο ενδέχεται να έχει χαμηλότερη παραγωγή ακόμη και σε σχέση με πέρσι
Συνολικά η παραγωγή ελαιόλαδου στην ΕΕ, όπως εκτιμά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται αυξημένη κατά 32% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή, φτάνοντας τα 2 εκατ. τόνους.
Στην Ισπανία, συγκεκριμένα, η παραγωγή εκτιμάται πως θα ανέλθει περίπου στα 1,3 εκατ. τόνους. Όσον αφορά στις επιπτώσεις από τις πρόσφατες φονικές πλημμύρες που έπληξαν τη χώρα, όπως σημειώνουν στελέχη της αγοράς στο CNN Greece, προκύπτει ζήτημα κυρίως ως προς την δυσκολία πρόσβασης στους ελαιώνες, το οποίο και δημιουργεί καθυστερήσεις στη συγκομιδή της ελιάς.
Οι εκτιμήσεις στην Ελλάδα και το πρόβλημα της ανομβρίας
Στη χώρα μας, με τη συγκομιδή να έχει ξεκινήσει, η φετινή παραγωγή εκτιμάται πως θα φτάσει τους 230.000 τόνους έναντι 150.000 τόνων την περσινή περίοδο, σύμφωνα με όσα επισήμανε στο CNN Greece ο Γενικός Διευθυντής του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιήσεως Ελαιολάδου, Γιώργος Οικονόμου.
Μεγάλο πρόβλημα ωστόσο για τους παραγωγούς αποτελούν τα φαινόμενα ξηρασίας και παρατεταμένης ανομβρίας που παρατηρούνται σε σημαντικές ελαιοπαραγωγικές περιοχές της χώρας, όπως η Πελοπόννησος και η Κρήτη. Αυτά, όπως εκτιμά ο κ. Οικόνομου αναμένεται να επηρεάσουν κατά κύριο λόγο την απόδοση και την ποιότητα του καρπού.
Από την πλευρά της, η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας κάνει λόγο για σοβαρές ζημιές τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές, στην ηρτημένη παραγωγή ελαιόκαρπου και ελαιόλαδου, λόγω των ελάχιστων χειμερινών βροχοπτώσεων, σε συνδυασμό με τους παρατεταμένους θερινούς καύσωνες και τη συνεχιζόμενη ανομβρία.
Συγκεκριμένα, αναφέρει πως για το 2024 αναμένεται απώλεια πάνω από 23.000 τόνων ελαιόλαδου, που μεταφράζεται στο 35% της πλήρους δυνητικής παραγωγής συνολικά στις περιφέρειες Αχαΐας, Αιτωλοακαρνανίας και Ηλείας. Σε ό,τι αφορά την ποιότητα, επισημαίνει πως «η συγκομιδή αφυδατωμένων καρπών θα προσδώσει αρνητικά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά στο ελαιόλαδο, επηρεάζοντας την ποιότητά του και τον χαρακτηρισμό του ως παρθένου ή έξτρα παρθένου».
Το μείζον ζήτημα ωστόσο για τους καταναλωτές, που βλέπουν έως τώρα το ελαιόλαδο να οδηγεί σταθερά την κούρσα των ανατιμήσεων, είναι πότε θα έρθει η πολυπόθητη αποκλιμάκωση των τιμών στο ράφι.
Με δεδομένο ότι οι τιμές παραγωγού διαμορφώνονται βάσει προσφοράς και ζήτησης, σύμφωνα με τον κ. Οικονόμου, η βελτιωμένη εικόνα στην φετινή παραγωγή αναμένεται να αποτυπωθεί και στην πορεία των τιμών. Αυτό, ωστόσο, αναμένεται αρχίσει να φαίνεται σταδιακά από τις αρχές του νέου έτους, ανάλογα και με τα διαθέσιμα αποθέματα που υπάρχουν από την προηγούμενη παραγωγή.
Από την πλευρά της η Κομισιόν εκτιμά πως η αυξημένη φετινή παραγωγή αναμένεται να οδηγήσει και σε μείωση των τιμών και ενώ ήδη μετά την κορύφωση του Ιανουαρίου 2024 οι τιμές παραγωγού βρίσκονται σε ελαφρά πτωτική πορεία, παρότι σχεδόν διπλάσιες του μέσου όρου της πενταετίας.
Μία αποκλιμάκωση των τιμών εκτιμάται παράλληλα πως μπορεί να συμβάλλει σταδιακά και στην ανάκαμψη της κατανάλωσης, της τάξεως του 7%, έπειτα από την πτώση κατά 22% της τελευταίας διετίας. «Η κύρια αβεβαιότητα είναι το πόσο γρήγορα θα προσαρμοστούν οι τιμές στην αυξημένη διαθεσιμότητα και πώς θα αντιδράσουν οι καταναλωτές, καθώς έχουν αλλάξει τις καταναλωτικές τους συνήθειες εξαιτίας των υψηλών τιμών» υπογραμμίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.