Δεχθείτε τις όλοθερμες ευχές μας για υγεία, μακροημέρευση και συνέχιση του έργου που επιτελείτε στην πλέον σημαντική περίοδο δοκιμασιας που διανυει η χώρα μας κ ιδιαίτερα η Επαρχία του Οικουμενικού Θρόνου Κω Νισυρου που εσείς ποιμένετε κ εκπροσωπείτε επάξια !
Εκφράζουμε τον αποτροπιασμό μας κ την έντονη δυσφορία μας για τις αλλόφρονες αναφορές στο πρόσωπο σας Η σεμνή άψογη παρουσία σας προσδίδει τον δέοντα μοναδικό σεβασμό που επιβάλει η Ιεροσύνη σας
Χρόνια πολλά για την εορτή σας
Με σεβασμό κ εκτίμηση
Οικογένεια Νικολαου Στ Μανουση
Με το άρθρο 4 παράγρ. 1 του ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72/Α/8.4.1999) καθιερώθηκε η 9η Μαΐου, ημέρα λήξης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ως ημέρα πανελλαδικού εορτασμού της Εθνικής Αντίστασης 1941-1944 κατά του ναζισμού και του φασισμού, για την έμπρακτη απόδοση της οφειλόμενης τιμής προς τους πολεμιστές, τους αγωνιστές, τους νεκρούς και τα θύματα του αγώνα του Ελληνικού Λαού εναντίον των εχθρικών στρατευμάτων κατοχής.
ΤΟ ΥΠΕΣΔΑ εξέδωσε εγκύκλιο απευθυνόμενη προς του Περιφερειάρχες, αναφέροντας τα εξής:
«Κατά το φετινό εορτασμό, τη Δευτέρα 9 Μαΐου 2016, το σχετικό πρόγραμμα πρέπει να περιλαμβάνει:
α) Γενικό σημαιοστολισμό σε ολόκληρη τη Χώρα από την όγδοη πρωινή ώρα μέχρι τη δύση του ηλίου, την ημέρα της εορτής.
β) Τέλεση δοξολογίας στις έδρες των Περιφερειών & Περιφερειακών Ενοτήτων και εκφώνηση ομιλίας, στο χώρο κατάθεσης στεφάνων.
γ) Κατάθεση στεφάνων στις έδρες των Περιφερειών & Περιφερειακών Ενοτήτων.
Εκ μέρους της Εθνικής Αντίστασης, στεφάνι θα καταθέσουν εκπρόσωποι όλων των οργανώσεων οι οποίες έλαβαν ενεργά μέρος, στον αγώνα και την αντίσταση κατά των δυνάμεων κατοχής.
δ) Φωταγώγηση όλων των καταστημάτων του δημοσίου, των Ο.Τ.Α., καθώς και των καταστημάτων των Ν.Π.Δ.Δ. και των Τραπεζών, από τη δύση του ηλίου της 9ης Μαΐου μέχρι τις πρωινές ώρες της επομένης.
ε) Στις τελετές των παραγράφων (β) και (γ), εφόσον αυτό είναι δυνατόν, θα παραστούν και οι φιλαρμονικές των οικείων Δήμων.
Ύστερα από τα παραπάνω, παρακαλούμε να επιμεληθείτε για την έγκαιρη έκδοση του σχετικού προγράμματος εορτασμού της ημέρας λήξης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, προκειμένου ο εορτασμός της ημέρας αυτής να ανταποκρίνεται στην ιδιαίτερη σημασία της και
στις γενικότερες συνθήκες της Χώρας».
Η 25η Μαρτίου έχει διπλή σημασία για τους Έλληνες. Είναι θρησκευτική και εθνική γιορτή.
Είναι θρησκευτική, γιατί γιορτάζουμε τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και εθνική, γιατί η ημέρα αυτή σηματοδοτεί την έναρξη της ελληνικής επανάστασης ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία το 1821.
Ο εορτασμός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 γίνεται στην Ελλάδα, την Κύπρο και σε κέντρα των Ελλήνων της διασποράς στις 25 Μαρτίου κάθε χρόνο, την ημέρα εορτασμού και του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Συνήθως οι εκδηλώσεις εορτασμού περιλαμβάνουν παρελάσεις και άλλες εορταστικές εκδηλώσεις την ίδια ημέρα ή την προηγούμενη.
Οι μεγαλύτερες εκδηλώσεις είναι στρατιωτική παρέλαση στην Αθήνα την 25η Μαρτίου, ενώ την προηγούμενη, στις 24 Μαρτίου, γίνεται μαθητική παρέλαση. Σε άλλους Δήμους γίνονται παρελάσεις στρατιωτικών τμημάτων, μαθητών, συλλόγων κλπ. καθώς και δοξολογίες σε ναούς.
Ο εορτασμός σε αυτή την ημέρα καθιερώθηκε το 1838 με το Βασιλικό Διάταγμα 980 / 15(27)-3-1838 από την Κυβέρνηση του Όθωνα.
Είναι η πιο σημαντική ημερομηνία στην ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, ως αφετηρία της εθνικής παλιγγενεσίας.
Η 25η Μαρτίου, ημέρα του Ευαγγελισμού, είχε οριστεί ως ημέρα έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης από τον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρο Υψηλάντη "ως ευαγγελιζομένη την πολιτικήν λύτρωσιν του ελληνικού έθνους".
Η ημερομηνία αυτή θεωρήθηκε ως σημείο αναφοράς από τις πρώτες ήδη ημέρες της Επανάστασης, και μάλιστα ως έναρξη ειδικής χρονολόγησης, ακόμα και σε περιοχές που είχαν επαναστατήσει ενωρίτερα. Τουλάχιστον από το 1823 εθεωρείτο στην Πελοπόννησο ως ημέρα έναρξης της επανάστασης.
Το 1822, η προσωρινή κυβέρνηση που είχε έδρα την Κόρινθο, αποφάσισε να εορταστεί η επέτειος της Επανάστασης μαζί με το Πάσχα (2 Απριλίου, παλ. ημ.). Ο εορτασμός έγινε στην Κόρινθο με στρατιωτική πομπή, πανηγυρική δοξολογία και κανονιοβολισμούς, όπως περιγράφει ο Γερμανός εθελοντής Striebeck που την παρακολούθησε.
Κατά τον συγγραφέα Δ. Φωτιάδη και άλλους, ως εθνική γιορτή πριν το 1838 θεωρούνταν η 1η Ιανουαρίου, ημερομηνία κατά την οποία ψηφίστηκε από την 1η Εθνοσυνέλευση της Πιάδας (Παλιάς Επιδαύρου) το 1ο Ελληνικό "Σύνταγμα", ήτοι "Προσωρινό Πολίτευμα". Πιστεύεται λοιπόν πως η αλλαγή της ημερομηνίας «η εθνική γιορτή έχανε τον πολιτικό και επαναστατικό χαρακτήρα και έπαιρνε θρησκευτική απόχρωση» με ό,τι συνεπαγόταν κάτι τέτοιο για τις διεκδικήσεις περί δημοκρατικότητας και συντάγματος. Η ιστορικός Χρ. Κουλούρη που ερεύνησε τους εορτασμούς τύπου εθνικής εορτής από το 1834 και μετά, δεν περιλαμβάνει σ' αυτές την 1η Ιανουαρίου αλλά έξι ημερομηνίες σχετιζόμενες με τη βασιλική οικογένεια. Κυριότερη εορτή πριν την καθιέρωση της 25 Μαρτίου ήταν η 25 Ιανουαρίου, επέτειος την αποβίβαση του Όθωνα στη Ναύπλιο (1833).
Ως ημερομηνία έναρξης της Eπανάστασης θεωρείται και η 24 Φεβρουαρίου, οπότε άρχισε η επανάσταση Ελλήνων στη Βλαχία με την προκήρυξη του Aλέξανδρου Υψηλάντη Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος. Έκτοτε και με άλλες επαναστατικές πράξεις που έλαβαν χώρα πολύ πριν την 25η Μαρτίου απλώνεται η επανάσταση στον ελλαδικό χώρο, έως ότου καταλήγει στην επικράτεια της Πελοποννήσου. Το ότι οι εχθροπραξίες είχαν ξεκινήσει πριν την 25 Μαρτίου μαρτυρείται και από τις ειδήσεις που διασώθηκαν στην «Αλληλογραφία του εν Πάτραις Ολλανδικού Προξενείου: 1821», δεδομένου ότι η ολλανδική κυβέρνηση δια του πρέσβη της στην Πάτρα ενημερώθηκε κατά την 23η Μαρτίου, ότι «από τινος χρόνου σοβούσα επικίνδυνος κατάστασις εξέσπασε και ότι οι Έλληνες ανέλαβον τα όπλα κατά του δυνάστου».
Η επίσημη διακήρυξη των επαναστατών προς τις ξένες κυβερνήσεις έγινε με προκήρυξη της "Μεσσηνιακής Γερουσίας" την 25 Μαρτίου 1821.
Η 25/3 λογίζεται ως αρχή της Επανάστασης σε δικαστικό έγγραφο της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδος του 1823, όπου το "Επαρχικόν Κριτήριον Τριπολιτζάς" (είδος δικαστικού οργάνου) αναφέρει ότι "η αποστασία ηκολούθησε εις τας 25 Μαρτίου”.
Πρώτος ο Παναγιώτης Σούτσος πρότεινε το 1834 την καθιέρωση εορτασμού της Ελληνικής Επανάστασης την 25η Μαρτίου, αναφέροντας ότι ήταν η μέρα γενίκευσης της επανάστασης στην Πελοπόννησο και αναγέννησης της Ελλάδας, σε υπόμνημα το οποίο ο Ιωάννης Κωλέττης υπέβαλε στον Όθωνα ως πρόταση σχεδίου νόμου.
Το έγγραφο του Κωλέττη, τότε Υπ. Εσωτερικών, έχει ημερομηνία 22 Ιαν./2 Φεβρ. 1835 και προτείνει στον Βασιλέα τη θέσπιση εορτασμών με πανελλήνιους αγώνες παρόμοιους με αυτούς της αρχαίας Ελλάδας. Η εισήγησή του είναι σε γαλλική γλώσσα με γερμανική περίληψη. Αναφέρει ότι ο "περίφημος Γερμανός" (celebre Germanos) κήρυξε την Επανάσταση στις 17 Μαρτίου 1821 στην Αγία Λαύρα, και ότι η επανάσταση γενικεύτηκε στην Πελοπόννησο την 25 Μαρτίου την οποία και θεωρεί ως εναρκτήρια ημερομηνία μιας νέας εποχής για την Ελλάδα. Λέει μάλιστα ότι υπήρχε προφητεία των μοναχών του Μεγάλου Σπηλαίου ότι σ' αυτή την ημερομηνία θα συνέβαινε αναγέννηση της Ελλάδος, και ότι οι Οθωμανοί της Πελοποννήσου το γνώριζαν και κάθε χρόνο αυτή την ημερομηνία έπαιρναν έκτακτα μέτρα ασφαλείας (Διαμαντής, σ. 314). Οι εορτασμοί που πρότεινε ο Κωλέττης περιλάμβαναν διαγωνισμούς στις τέχνες και τα γράμματα και σε διάφορα αγωνίσματα. Θα γίνονταν στην Τρίπολη, την Αθήνα, την Ύδρα και το Μεσολόγγι, εκ περιτροπής μέσα σε μία τετραετία, όπως στην αρχαιότητα οι Ολυμπιακοί, οι Πυθικοί κτλ.
Το 1836 τιμήθηκε η 25η Μαρτίου σε συνδυασμό με τα Καλάβρυτα και τον Π. Πατρών Γερμανό με χάλκινο μετάλλιο που κόπηκε με την ευκαιρία του γάμου του βασιλιά Όθωνα και της Αμαλίας. Σε αυτό εικονίζεται η θρυλική σκηνή, με τον Γερμανό να κρατά υψωμένη σημαία και σταυρό και δύο ένοπλους αγωνιστές σε κίνηση ορκωμοσίας ή χαιρετισμού. Φέρει την επιγραφή "ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΥΨΩΣΩ ΑΥΤΟΝ - ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ 25 ΜΑΡΤ. 1821" (το απόφθεγμα είναι από την Έξοδο, ιε', 3). Η άλλη όψη του μεταλλίου εικονίζει τον Γερμανό.
Ο εορτασμός "εἰς τὸ διηνεκὲς" της Επανάστασης την 25η Μαρτίου καθιερώθηκε το 1838 με το Βασιλικό Διάταγμα 980 / 15(27)-3-1838 της Κυβέρνησης Όθωνος και συγκεκριμένα του Γεώργιου Γλαράκη, γραμματέα της Επικρατείας (υπουργού) επί των Εκκλησιαστικών, Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και Εσωτερικών.
Ο Γλαράκης ήταν ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ρωσικού κόμματος, των Ναπαίων, που εκείνη την περίοδο απολάμβανε την εύνοια του Όθωνα. Ο Όθωνας προσπαθούσε να ενισχύσει τη δημοτικότητά του προσεταιριζόμενος την απήχηση των εκφραστών της Ορθοδοξίας, και ενδεχομένως σε αυτό να οφείλεται η θρησκευτική χροιά του διατάγματος και η καθιέρωση της εορτής.
Ωστόσο, κατά τον πρώτο εορτασμό της επετείου, το 1838, από τους ξένους πρέσβεις και προσωπικό πρεσβειών απουσίασαν από την εορτή μόνο αυτοί της Ρωσίας και της Αυστρίας με τους υπαλλήλους τους.
Ο πρώτος εορτασμός στην Αθήνα όπου συμμετείχαν ο Βασιλιάς Όθων και η Βασίλισσα Αμαλία, πολιτικές και στρατιωτικές αρχές και πλήθος λαού, έγινε στον Ναό της Αγίας Ειρήνης. Ο Μητροπολιτικός Ναός των Αθηνών θεμελιώθηκε την 25 Δεκ. 1842 και αφιερώθηκε στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου για να τιμηθεί η 25 Μαρτίου 1821.
Το 1839, ο Αμβρόσιος Φραντζής αναφέρει ότι η 25η Μαρτίου ήταν ημέρα «ρητή και εμφυτευμένη εις τας καρδίας των Πελοποννησίων κτλ. ως ημέρα ενάρξεως της Ελληνικής επαναστάσεως», ενώ ο ίδιος παρουσιάζει τα γεγονότα στα οποία η 25η Μαρτίου είναι μια από τις ημέρες των πρώτων ενεργειών που άρχισαν μετά τα μέσα Μαρτίου και όχι «ημέρα ενάρξεως».
Μετά την επίσημη καθιέρωση του εορτασμού, και ιδίως το 1841, έγινε προσπάθεια οικειοποίησης της επετείου από την αντιπολιτευόμενη αντι-οθωνική μερίδα, με ιδιωτικούς εορτασμούς στους οποίους προβαλλόταν ιδιαίτερα η μορφή του Κοραή. Η εορτή συνέχισε να είναι αντικείμενο κομματικών και τοπικιστικών αντιπαραθέσεων: ιδιαίτερες αντιδράσεις προκάλεσε το 1846 και 1847 η απόφαση του πρωθυπουργού Κωλέττη για την πραγματοποίηση επίσημης τελετής στον τάφο του ρουμελιώτη οπλαρχηγού Γεώργιου Καραϊσκάκη στο Φάληρο, καθώς θεωρήθηκε ότι οδηγούσε σε ταύτιση της Επανάστασης με ένα πρόσωπο.
Έως το 1875 ο στρατός βρισκόταν παρατεταγμένος κατά μήκος της διαδρομής της βασιλικής πομπής από τα ανάκτορα προς την εκκλησία και αντίστροφα.
Το 1875 πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά παρέλαση του στρατού μπροστά από τα ανάκτορα, πρακτική τρέχουσα από τα μέσα του αιώνα σε δημόσιες γιορτές στη Γαλλία και τα γερμανικά κράτη.
Την επόμενη χρονιά, αν και δεν πραγματοποιήθηκε στρατιωτική παρέλαση εξαιτίας βροχής, δίπλα στο στρατό παρατάχθηκε και μία πανεπιστημιακή φάλαγγα. Η πρωιμότερη αναφορά για μαθητική παρέλαση εντοπίζεται το 1899. Τα σχολεία είχαν παραταχθεί και κατά τον εοαρτασμό της 25ης Μαρτίου του 1924, όταν ανακηρύχθηκε η Δημοκρατία.
Τα επόμενα χρόνια την παρέλαση του στρατού πλαισίωναν και πρόσκοποι και μαθητές στρατιωτικών σχολών.
Το 1932 τα σχολεία της Αθήνας παρήλασαν μπροστά από επισήμους στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη μαζί με τους προσκόπους, τη «φρουρά της πόλης» και τις «εθνικιστικές οργανώσεις».
Από το 1936 η μαθητική παρέλαση, που έγινε μπροστά από το βασιλιά Γεώργιο και τον πρωθυπουργό Μεταξά, έλαβε επίσημο χαρακτήρα. Την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά οι παρελάσεις μαθητών και φαλαγγιτών (μελών της ΕΟΝ) προσέλαβαν μεγάλη σημασία και συνδέθηκαν με τη στρατιωτική παρέλαση. Η πρακτική των μαθητικών παρελάσεων εξακολούθησε κατά την εμφυλιοπολεμική περίοδο και έπειτα έως και μετά τη μεταπολίτευση.
(Με πληροφορίες από τη Wikipedia)
Ο Άγιος Λουκάς, γεννήθηκε από τον Αθανάσιο και τη Δομνίτσα στην Αδριανούπολη της Θράκης. Σε ηλικία έξι χρονών έμεινε ορφανός από πατέρα και η μητέρα του τον παρέδωσε σ’ έναν Ζαγοραΐο πραγματευτή, με τον όποιο εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Όταν ήταν 13 χρονών ο Άγιος Λουκάς, φιλονίκησε μ’ ένα τουρκόπουλο έξω από το σπίτι του κυρίου του και το έδειρε. Αυτό το είδαν οι εκεί παρευρισκόμενοι Τούρκοι και όρμησαν με θυμό εναντίον του Χριστιανόπουλου. Ο Άγιος Λουκάς για ν’ αποφύγει την τιμωρία είπε στους Τούρκους: «Αφήστε με και ‘γώ θα τουρκέψω». Τότε καταλάγιασε ο θυμός των Τούρκων και τον πήγαν σ’ ένα ευγενή Τούρκο, που πέτυχε τον εξισλαμισμό του.
Ελεγχόμενος όμως από τη συνείδηση του, ο Άγιος Λουκάς ζήτησε τη βοήθεια του κυρίου του από τη Ζαγορά, ο όποιος και προσπάθησε να τον απελευθερώσει με την επέμβαση της Ρωσικής Πρεσβείας. Αλλά η Ρωσική Πρεσβεία, για ν’ αποφύγει τυχόν ανωμαλίες, είπε ότι θα δεχόταν τον Λουκά μόνο αν αυτός διέφευγε από το σπίτι του Τούρκου αφέντη του. Πράγματι μετά από λίγες ήμερες ο Άγιος Λουκάς κατόρθωσε και απόδρασε από το σπίτι του αφέντη του και αφού, επιβιβάστηκε σε πλοίο πήγε στη Σμύρνη, και από ‘κεί στη Θήρα. Εκεί με τη συμβουλή ενός πνευματικού ήλθε στο Άγιο Όρος, όπου παρέμεινε αρκετά. Εκεί αφού γύρισε διάφορες Σκήτες και Μονές, τελικά έκάρη μοναχός στη Μονή Σταυρονικήτα. Τον κατέλαβε όμως ό πόθος του μαρτυρίου και αναχώρησε για τη Μυτιλήνη κατά τον Μάρτιο του 1802 μ.Χ.
Λόγω κάποιου γεγονότος, η Μυτιλήνη εκείνη την εποχή βρισκόταν σε μεγάλη αναταραχή. Ο Άγιος Λουκάς, με τις ευχές των Πατέρων του Αγίου Όρους, παρουσιάστηκε στον κριτή της πόλης και ομολόγησε με θάρρος τον Χριστό. Παρά τις κολακείες και τους φοβερισμούς των Τούρκων, ο Θρακιώτης μάρτυρας παρέμεινε αμετακίνητος στην πίστη και την απόφαση του να μαρτυρήσει. Οδηγούμενος προς τον Ναζήρη, στο δρόμο συνάντησε τον Μητροπολίτη Μυτιλήνης, που τον πήγαιναν στο κριτήριο, έσκυψε του φίλησε το χέρι και ζήτησε τις προσευχές του. Για την ενέργεια του αυτή, οι συνοδοί Τούρκοι τον έδειραν ανελέητα.
Μπροστά στον Ναζήρη, ο Λουκάς με ευτολμία κήρυξε τον Χριστό και κατηγόρησε τη μουσουλμανική θρησκεία. Μετά από τριήμερη προθεσμία, που εξέπνευσε χωρίς αποτέλεσμα για τους Τούρκους, ο Ναζήρης εξέδωσε καταδικαστική απόφαση. Έτσι στις 23 Μαρτίου 1802 μ.Χ., ο Άγιος Λουκάς άπαγχονίστηκε στη Μυτιλήνη και έλαβε το ένδοξο στεφάνι του μαρτυρίου. Το Άγιο λείψανο του παρέμεινε για τρεις μέρες στην αγχόνη, κατόπιν το έριξαν στη θάλασσα.