«Οι Γερμανοί λεηλάτησαν συστηματικά και κατέστρεψαν υλικά την Ελλάδα κατά την διάρκεια της κατοχής από τον Απρίλιο του 1941 έως τον Οκτώβριο του 1944.
Κατάσχεσαν τις συγκομιδές καπνού και έθεσαν τη βιομηχανία, στο βαθμό που ήταν σημαντική για τη γερμανική αμυντική βιομηχανία, υπό τον έλεγχό τους. Τα τρία τέταρτα του ελληνικού εμπορικού στόλου κατασχέθηκαν ή καταστράφηκαν από τους Γερμανούς κατά την αποχώρησή τους. Η λεγόμενη πολιτική της καμένης γης οδήγησε τελικά στην σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή των υποδομών της ελληνικής οικονομίας», τονίζει ο Καρλ Χάιντς Ροτ, Γερμανός ιστορικός και συνιδρυτής του Ιδρύματος Κοινωνικής Ιστορίας, σε συνέντευξή του στην «Weser Kurier».
Αναφερόμενος στην «τεράστια δημογραφική καταστροφή», όπως την χαρακτηρίζει η εφημερίδα της Βρέμης, λέει ότι «οι Γερμανοί σκότωσαν τουλάχιστον 330.000 αμάχους κατά τη διάρκεια της κατοχής, 140.000 άνθρωποι πέθαναν από την πείνα, περισσότεροι από 90.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν είτε όντας όμηροι, είτε ως αντίποινα εναντίον του άμαχου πληθυσμού στις αγροτικές περιοχές. 59.000 μέλη των εβραϊκών κοινοτήτων εκτοπίστηκαν».
Στο ερώτημα εάν η αξίωση του ελληνικού κοινοβουλίου να απαιτηθούν από την Γερμανία πολεμικές αποζημιώσεις ύψους 280 δισ. ευρώ είναι δικαιολογημένη, ο κ. Ροτ απαντά: «Ναι, τόσο πολιτικά όσο και από απόψεως διεθνούς δικαίου και μάλιστα χωρίς κανένα περιορισμό» και προσθέτει ότι για την Ελλάδα «είναι θέμα αρχής, δεν πρόκειται μόνο για τα χρήματα. Η (δε) Γερμανία οφείλει τις αποζημιώσεις και πρέπει να τεθεί προ των ευθυνών της οφειλής της».
Στο ερώτημα εάν έχουν παραγραφεί οι ελληνικές αξιώσεις μετά από 70 χρόνια απαντά αρνητικά, διότι «στο διεθνές δίκαιο, δεν υπάρχει παραγραφή» και τονίζει ότι «η γερμανική κυβέρνηση βλέπει μεν το θέμα διαφορετικά και θεωρεί το θέμα λήξαν νομικά και πολιτικά, όμως δεν έχει λήξει. Κατά τη δεκαετία του 1950 υπήρξαν ορισμένες διεθνείς συνθήκες, στις οποίες αναφέρεται ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας καταβάλλει μερικώς αποζημίωση, αλλά το ζήτημα πρέπει να αποσαφηνιστεί σε μια γενική διάσκεψη ή στα πλαίσια μιας συνθήκης ειρήνης. Όταν το 1990 συνήφθη η de facto συνθήκη ειρήνης, δηλαδή η λεγόμενη «Συνθήκη 2+4», σε συνάρτηση με τη διαδικασία ενοποίησης της Γερμανίας, το θέμα των αποζημιώσεων εξαιρέθηκε. Παρ’ όλα αυτά, η γερμανική κυβέρνηση λέει ότι με αυτή τη σύμβαση το θέμα αποζημιώσεων τελικά διευθετήθηκε. Μέχρι το 1990, λοιπόν, «παρηγοριά» και μετά το 1990 «όλα τελείωσαν». Αυτό δεν είναι όμως βάσιμο από απόψεως διεθνούς δικαίου. Η Ελλάδα δεν υπέγραψε αυτή τη σύμβαση και δεν καθόταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ως εκ τούτου, η Συνθήκη δεν ισχύει για την Ελλάδα».
Ο κ. Ροτ χαρακτηρίζει επίσης «ελεημοσύνη» τα καταβληθέντα στα επιζώντα θύματα 115 εκ.μάρκα, «ποσόν το οποίο αντιστοιχεί σε μόλις 300 μάρκα κατά κεφαλήν με σημερινούς υπολογισμούς», όπως λέει.
Το συνολικό ποσό των 280 δισεκατομμυρίων ευρώ που εκτιμά το ελληνικό Ελεγκτικό Συνέδριο ότι οφείλει η Γερμανία στην Ελλάδα θεωρεί ότι βασίζεται σε διασωθέντα αρχεία, τα οποία έλεγξαν οι ίδιοι (ενν. το Ίδρυμα Κοινωνικής Ιστορίας) λεπτομερώς και «μπορούμε να επιβεβαιώσουμε τα στοιχεία που συγκέντρωσε».
Το γεγονός ότι ο ίδιος και οι συνάδελφοί του υπολογίζουν το ύψος της γερμανικής οφειλής σε 190 δισ. ευρώ αντί των 280 που το υπολογίζουν οι Έλληνες το εξηγεί ως εξής: «Το πρόβλημα βρίσκεται στο γεγονός ότι οι Έλληνες ειδικοί υπολογίζουν τις πολεμικές αποζημιώσεις ως μη αποπληρωμένο δάνειο το οποίο τοκίζεται. Το ορθό για να βρούμε την σημερινή αξία της είναι να ξεκινήσουμε από τον πληθωρισμό. Γι’ αυτό και ο δικός μας υπολογισμός είναι χαμηλότερος, αλλά ανέρχεται πάντως στα 190 δισ. ευρώ.»
Στο ερώτημα εάν είναι ρεαλιστικό να δοθεί ένα τέτοιο ποσόν στην Ελλάδα, ο κ. Ροτ απαντά αρνητικά, διότι και μια σειρά από άλλες ευρωπαϊκές χώρες «θα διεκδικούσαν ανάλογα τεράστια ποσά και το σύνολο θα ήταν γιγαντιαίο. Συνεπώς, το ποσό πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης έτσι ώστε να είναι εφικτό». Προτείνει, λοιπόν, την εξόφληση των αποζημιώσεων εντός 15-20 ετών με παράλληλη μείωση της οφειλής στο 1/3 , δηλαδή να καταβληθούν τελικά 60-70 δισ. ευρώ, ώστε να είναι εφικτή η αποπληρωμή τους.
Τέλος, για να έχει η Ελλάδα μια ρεαλιστική δυνατότητα να εισπράξει τις αποζημιώσεις θεωρεί ότι πρέπει «να συμπήξει κοινό μέτωπο με τις άλλες χώρες που έχουν ανάλογες αξιώσεις και να ασκήσουν από κοινού πολιτική πίεση, επειδή η γερμανική κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη μέχρι στιγμής να συζητήσει. Εάν οι πληγείσες χώρες ενεργήσουν με επιδεξιότητα, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα πρέπει τελικά να υποχωρήσει από το κατηγορηματικό «όχι» της».
Εντυπωσιακό, αν αναλογιστούμε πως η αντίστοιχη δαπάνη το 2014 δεν ξεπερνούσε τα 15,5 εκατομμύρια ευρώ, άρα μιλάμε για αύξηση 24%.
Είναι πολλές οι κάλπες (και τα λεφτά) Άρη… Οι αυξημένες ανάγκες για τη διεξαγωγή των πολλαπλών εκλογών για την Ευρωβουλή και τις αυτοδιοικητικές της 26ης Μαΐου και τις επαναληπτικές της 2ας Ιουνίου «φούσκωσαν» τη δαπάνη για τις αποζημιώσεις στο ποσό των 19.243.950 ευρώ.
Εντυπωσιακό, αν αναλογιστούμε πως η αντίστοιχη δαπάνη το 2014 δεν ξεπερνούσε τα 15,5 εκατομμύρια ευρώ, άρα μιλάμε για αύξηση 24%. Σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στην απόφαση των Αλέξη Χαρίτση και Γιώργου Χουλιαράκη που δημοσιεύθηκε σε ΦΕΚ, η ειδική εκλογική αποζημίωση των εκλογικών συνεργείων αυξάνεται σε 3.200 ευρώ από 2.850 ευρώ.
Η απόφαση ορίζει, επίσης, ότι η αποζημίωση των υπαλλήλων των αποκεντρωμένων διοικήσεων αυξάνεται σε 620 ευρώ (από 500), των υπαλλήλων της Νομαρχίας ορίζεται σε 500 ευρώ, των υπαλλήλων του υπ. Εργασίας σε 450 ευρώ, και των υπαλλήλων του Εσωτερικών σε 500 ευρώ.
Επίσης, η ειδική αποζημίωση των υπαλλήλων των περιφερειών και περιφερειακών ενοτήτων αυξάνεται σε 2.750 (από 2.500 ευρώ), των υπαλλήλων των δήμων σε 275 από 223 ευρώ και των υπαλλήλων του υπουργείου Εσωτερικών σε 4.350 από 3.350 ευρώ.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
Στο ΦΕΚ δημοσιεύθηκε απόψε η ΚΥΑ των υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών «περί του καθορισμού της εκλογικής αποζημίωσης των ειδικών εκλογικών συνεργείων που θα απασχοληθούν για την αντιμετώπιση των εκτάκτων αναγκών κατά την προπαρασκευή και διεξαγωγή των εκλογών για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26ης Μαΐου 2019, των αυτοδιοικητικών εκλογών της 26ης Μαΐου 2019 και των επαναληπτικών τους της 2ας Ιουνίου 2019»,
Σύμφωνα με την ΚΥΑ η οποία προβλέπει δαπάνη 19.243.950,00€
Α. Η ειδική εκλογική αποζημίωση των κατηγοριών των υπαλλήλων που αναφέρονται στη 36931/14-05-2019 κοινή απόφαση μας καθορίζεται στο ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων ευρώ (3.200,00€), με την επιφύλαξη των επομένων εδαφίων:
α) Η ειδική εκλογική αποζημίωση των υπαλλήλων των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων καθορίζεται στο ποσό των εξακοσίων είκοσι ευρώ (620,00 €).
β) Η ειδική εκλογική αποζημίωση των υπαλλήλων της Δημοσιονομικής Υπηρεσίας Εποπτείας και Ελέγχου (Δ.Υ.Ε.Ε.) στη Νομαρχία Αθηνών (τέως ΥΔΕ Νομαρχίας Αθηνών) καθορίζεται στο ποσό των πεντακοσίων ευρώ (500,00€).
γ) Η ειδική εκλογική αποζημίωση των υπαλλήλων του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, του Ε.Φ.Κ.Α. και του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., καθορίζεται στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα ευρώ (450,00€).
δ) Η ειδική εκλογική αποζημίωση των υπαλλήλων των Περιφερειακών Διευθύνσεων Ιθαγένειας του Υπουργείου Εσωτερικών καθορίζεται στο ποσό των πεντακοσίων ευρώ (500,00€).
ε) Η ειδική εκλογική αποζημίωση των υπαλλήλων των Περιφερειών και Περιφερειακών Ενοτήτων καθορίζεται στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων πενήντα ευρώ (2.750,00€).
στ) Η ειδική εκλογική αποζημίωση των υπαλλήλων των Δήμων καθορίζεται στο ποσό των διακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ (275,00€).
ζ) Η ειδική εκλογική αποζημίωση των υπαλλήλων του Υπουργείου Εσωτερικών που υπηρετούν ή απασχολούνται στις Διευθύνσεις Διοικητικής Υποστήριξης, έως εξήντα έξι (66) άτομα, Προϋπολογισμού και Οικονομικής Διαχείρισης, έως είκοσι δύο (22) άτομα, Προμηθειών και Υποδομών, έως είκοσι οκτώ (28) άτομα, Εκλογών, έως τριάντα (30) άτομα, Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, έως σαράντα δύο (42) άτομα, Οργάνωσης και Λειτουργίας ΤΑ, έως τριάντα (30) άτομα, Προσωπικού Τοπικής Αυτοδιοίκησης έως είκοσι οκτώ (28) άτομα, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων Γενικών Διευθυντών, στις λοιπές Διευθύνσεις και μονάδες του Υπουργείου, έως επτά (7) άτομα, στην Υπηρεσία του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου έως έξι (6) άτομα καθώς και στην Διεύθυνση Εκτύπωσης και Βιβλιοδεσίας του Εθνικού Τυπογραφείου έως τριάντα τρία (33) άτομα, καθορίζεται στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων πενήντα ευρώ (4.350,00€), λόγω της ιδιαιτέρως βεβαρημένης εργασίας που επιτελούν κατά την προπαρασκευαστική περίοδο των εκλογών για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 26 Μαΐου 2019, των αυτοδιοικητικών εκλογών της 26 Μαΐου 2019 και των επαναληπτικών τους της 2 Ιουνίου 2019 καθώς και για τη συγκέντρωση, μετάδοση και έκδοση των αποτελεσμάτων.
Γ. Η εν λόγω αποζημίωση υπόκειται στις νόμιμες κρατήσεις, καθώς και σε φορολογία εισοδήματος.
Δ. Η δαπάνη που θα απαιτηθεί για την αποζημίωση του παραπάνω προσωπικού θα βαρύνει τις πιστώσεις του προϋπολογισμού εξόδων του Υπουργείου Εσωτερικών, ΑΛΕ 2120210001, του Ειδικού Φορέα 1007 – 201, οικονομικού έτους 2019 και θα ανέλθει στο ποσό των δέκα εννέα εκατομμυρίων διακοσίων σαράντα τριών χιλιάδων εννιακοσίων πενήντα ευρώ (19.243.950,00€).
Tις ειδικές αποζημιώσεις των δικαστικών αντιπροσώπων στις ευρωεκλογές και στις αυτοδιοικητικές εκλογές της 26ης Μαΐου και της 2ας Ιουνίου 2019, που θα είναι αυξημένες κατά 30% σε σχέση με τις αντίστοιχες εκλογές του 2014, καθορίζει κοινή υπουργική απόφαση, το σχέδιο της οποίας ενέκρινε ο υπουργός Εσωτερικών Αλέξης Χαρίτσης.
Να σημειωθεί ότι λαμβανομένων υπόψη των αυξημένων αναγκών λόγω της κατάτμησης των εκλογικών τμημάτων και του φόρτου εργασίας, θα συμπεριληφθούν στην κλήρωση και όσοι υποψήφιοι δικαστικοί αντιπρόσωποι δεν έχουν υποβάλει αίτηση προτίμησης.
Οι ειδικές αποζημιώσεις των δικαστικών αντιπροσώπων διαμορφώνονται ως εξής:
α. ΕΦΟΡΟΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ
Στους εφόρους αντιπροσώπων της δικαστικής αρχής, καθορίζεται αμοιβή 1.540 ευρώ (7ημέρες για την 1η Κυριακή και 4ημέρες για τη 2η Κυριακή), ενώ η αμοιβή των αναπληρωτών εφόρων καθορίζεται στα 1.260 ευρώ (6ημέρες για την 1η Κυριακή και 3 ημέρες για τη 2η Κυριακή).
β. ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ
i. Εκτέλεση καθηκόντων δικαιούχων σε εκλογικά τµήµατα της Επικράτειας όπου η εκλογική διαδικασία θα διεξαχθεί χωρίς διάκριση Α (ευρωεκλογές και περιφερειακές εκλογές) & Β (δημοτικές και κοινοτικές εκλογές)
Στους αντιπροσώπους της δικαστικής αρχής που ασκούν τα καθήκοντά τους σε εκλογικά τµήµατα της Επικράτειας όπου η εκλογική διαδικασία θα διεξαχθεί χωρίς διάκριση Α και Β, δηλαδή η ψηφοφορία θα διενεργηθεί ταυτόχρονα με τρεις κάλπες, καθορίζεται αμοιβή 1.470 ευρώ (10ημέρες για την 1η Κυριακή & 4ημέρες για τη 2η Κυριακή).
ii. Εκτέλεση καθηκόντων δικαιούχων στους νοµούς Αττικής και Θεσσαλονίκης
Στους αντιπρόσωπους της δικαστικής αρχής που ασκούν τα καθήκοντά τους στις εκλογικές περιφέρειες Α’ , Β1 Βορείου Τοµέα Β2 Δυτικού Τοµέα και Β3 Νοτίου Τοµέα Αθηνών, Α’ Ανατολικής Αττικής και Β’ Δυτικής Αττικής, Α’ και Β’ Πειραιά, Α’ και Β’ Θεσσαλονίκης, καθορίζεται αμοιβή 1.365 ευρώ (9ημέρες για την 1η Κυριακή & 4ημέρες για τη 2η Κυριακή).
iii. Εκτέλεση καθηκόντων δικαιούχων που µετακινούνται σε προορισµούς µε συγκοινωνιακές δυσχέρειες
Στους αντιπροσώπους της δικαστικής αρχής που ασκούν τα καθήκοντά τους, στα νησιωτικά συµπλέγµατα των νοµών Δωδεκανήσου (εκτός των νησιών Ρόδου και Κω) και Κυκλάδων (εκτός των νησιών Σύρου και Νάξου), καθώς και στα νησιά Ικαρία του νοµού Σάµου, Κύθηρα και Αντικύθηρα του νοµού Αττικής, Γαύδος του νοµού Χανίων, Σαµοθράκη του νοµού Έβρου, Θάσος του νοµού Καβάλας, Ψαρρά και Οινούσες του νοµού Χίου, Λήµνος και Αγίος Ευστράτιος του νοµού Λέσβου, στα νησιά των Βορείων Σποράδων (Αλλόνησος, Σκίαθος, Σκόπελος, Σκύρος) και των άγονων γραµµών του Ιονίου Πελάγους, καθορίζεται αµοιβή 1.365 ευρώ (9ημέρες για την 1η Κυριακή & 4ημέρες για τη 2η Κυριακή).
iv. Εκτέλεση καθηκόντων δικαιούχων εκτός του νοµού που υπηρετούν
Στους αντιπροσώπους της δικαστικής αρχής καθορίζεται αμοιβή 1.260 ευρώ (8ημέρες για την 1η Κυριακή και 4ημέρες για τη 2η Κυριακή).
Στους αναπληρωτές αντιπροσώπων της δικαστικής αρχής καθορίζεται αµοιβή 735 ευρώ (4ημέρες για την 1η Κυριακή & 3ημέρες για τη 2η Κυριακή).
v. Εκτέλεση καθηκόντων δικαιούχων εντός του νοµού που υπηρετούν.
Στους αντιπροσώπους της δικαστικής αρχής καθορίζεται αµοιβή 1.050 ευρώ (6ημέρες για την 1η Κυριακή και 4ημέρες για τη 2η Κυριακή).
Στους αναπληρωτές αντιπροσώπων της δικαστικής αρχής καθορίζεται αµοιβή 630 ευρώ (3 ημέρες για την 1η Κυριακή και 3 ημέρες για τη 2η Κυριακή).
vi. Εκτέλεση καθηκόντων δικαιούχων σε εκλογικά τµήµατα της Επικράτειας όπου διεξάγεται ψηφοφορία αποκλειστικά και µόνο για την ανάδειξη των µελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
Στους αντιπροσώπους της δικαστικής αρχής που ασκούν τα καθήκοντά τους σε εκλογικά τµήµατα της Επικράτειας όπου διεξάγεται ψηφοφορία αποκλειστικά και µόνο για την ανάδειξη των µελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου την 26η Μαΐου 2019 καθορίζεται αµοιβή 525 ευρώ.
vii. Εκτέλεση καθηκόντων γραµµατέων των εφορευτικών επιτροπών και διερµηνέων της τουρκικής γλώσσας
Στους δηµόσιους ή δηµοτικούς υπαλλήλους που χρησιµοποιούνται ως διερµηνείς της τουρκικής γλώσσας και στους γραµµατείς των εφορευτικών επιτροπών, καθορίζεται αµοιβή 100 ευρώ τόσο για την πρώτη Κυριακή όσο και για την δεύτερη.
Οδοιπορικά θα χορηγηθούν και για τους δύο γύρους εφόσον απαιτηθούν. Σημειώνεται, τέλος, ότι στην πλειονότητά τους, σε όλη τη χώρα, τα εκλογικά τμήματα θα διαθέτουν δύο κάλπες, ενώ για τη διευκόλυνση του έργου των δικαστικών αντιπροσώπων, θα τους παρασχεθούν για πρώτη φορά επίσημα, έτοιμες φόρμες με τα ονόματα των υποψηφίων των κομμάτων και των συνδυασμών, οι οποίες θα έχουν την ίδια γραμμογράφηση με τα βιβλία των εκλογών και θα μπορούν να επικολληθούν σε αυτά.
Πηγή tanea.gr
Ο Έλληνας πρωθυπουργός Τσίπρας θέλει να ζητήσει από τη Γερμανία αποζημιώσεις για την κατοχή στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και δεν είναι μόνος στο θέμα αυτό, αναφέρει σε άρθρο γνώμης της, η γερμανική εφημερίδα Tagesspiegel.
Έστω και αν η γερμανική κυβέρνηση θεωρεί το ζήτημα λήξαν, διεθνολόγοι και ιστορικοί θεωρούν την υπόθεση λιγότερο σαφή. Κομβικό σημείο είναι η Συνθήκη του Λονδίνου για το χρέος του 1953, στην οποία υπάρχει το άρθρο 5, παράγραφος 2. Αυτό όριζε ότι η εξέταση των αιτημάτων για αποζημιώσεις αναβάλλεται μέχρι την σύναψη συμφωνίας ειρήνης με την Γερμανία. Στη συνέχεια, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προσπάθησε να βρει διμερείς τελικές ρυθμίσεις. Έτσι, έγιναν συμφωνίες για αποζημιώσεις με δώδεκα δυτικά κράτη για «συγκεκριμένη ναζιστική αδικία». Η Ελλάδα έλαβε 115 εκατομμύρια δολάρια από την σύμβαση το 1960. Κατά την γερμανική κυβέρνηση «με αυτήν σύμβαση ρυθμίστηκε οριστικά και για την ελληνική πλευρά το ζήτημα των επανορθώσεων για τα αδικήματα των Ναζί», όπως τόνιζε ήδη το 2014 απαντώντας σε σχετικό ερώτημα της κοινοβουλευτικής ομάδας της Αριστεράς (Die Linke).
H Αθήνα βλέπει την αποζημίωση του 1960 μόνο ως μία πτυχή του θέματος, και επιμένει ότι με την Συνθήκη 2 + 4 του 1990 για την γερμανική ενοποίηση υφίσταται μια συμφωνία ειρήνης. Συνεπώς, το θέμα των επανορθώσεων, το οποίο αναβλήθηκε με την Συμφωνία του Λονδίνου του 1953, πρέπει να αποσαφηνιστεί οριστικά. Ωστόσο, η γερμανική κυβέρνηση θα πρέπει να φοβάται μια αλυσιδωτή αντίδραση και τεράστιες απαιτήσεις σε περίπτωση νέων διαπραγματεύσεων. Σε τελευταία ανάλυση η υπόθεση θα μπορούσε να φτάσει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Αυτό που πρέπει να φοβάται ιδιαίτερα η γερμανική κυβέρνηση είναι ότι εάν το ζήτημα των επανορθώσεων ανακινηθεί σε μία περίπτωση, αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει ένα φαινόμενο ντόμινο. Γι αυτό και τονίζει διαρκώς ότι με τη Συνθήκη 2 + 4, έγινε «οριστική διευθέτηση των νομικών θεμάτων τα οποία προέκυψαν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» και ότι κατά την άποψη των τότε συμβληθέντων μερών, το ζήτημα των αποζημιώσεων δεν θα πρέπει πλέον να ρυθμιστεί. Η Ελλάδα όμως, και χώρες όπως η Πολωνία, δεν συμμετείχαν στη Συνθήκη και επομένως η ελληνική πλευρά δεν έχει παραιτηθεί από τις απαιτήσεις για επανορθώσεις. Η υπόθεση θα μπορούσε να έχει μια αρκετά ενδιαφέρουσα συνέχεια.