Η Αγία Σοφία είναι το πρώτο κτίσμα που χτυπάει στα μάτια του επισκέπτη, καθώς εισέρχεται από την Προποντίδα.
Το ξεχωριστό αυτό σημείο είχαν επιλέξει για να χτίσουν τους ναούς τους, αιώνες πριν από τους Βυζαντινούς, οι ειδωλολάτρες.
Ο πρώτος ναός της Αγίας Σοφίας θεμελιώθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το 330 μ.Χ. όταν ονόμασε τη μετέπειτα Κωνσταντινούπολη πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η ανέγερση του ναού ολοκληρώθηκε από τον γιο του Κωνστάντιο και τα εγκαίνια έγιναν στις 15 Φεβρουαρίου του 360.
Κατά την εποχή του Αρκαδίου, το 404, η πρώτη Αγιά Σοφιά πυρπολείται και θα κτισθεί εκ νέου από τον Θεοδόσιο Β'.
Τα εγκαίνια θα γίνουν στις 10 Οκτωβρίου του 415, όμως ο ναός θα πυρποληθεί και πάλι το 532, κατά τη Στάση του Νίκα. Έτσι, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α' αποφασίζει να κατασκευάσει την εκκλησία από την αρχή, στον ίδιο χώρο, αλλά πολύ πιο επιβλητική, για να δεσπόζει στη Βασιλεύουσα.
Τα θεμέλια αυτού του μεγαλοπρεπή ναού θα μπουν στις 23 Φεβρουαρίου του 532, με σχέδια που εκπόνησαν οι αρχιτέκτονες Ανθέμιος Τραλλιανός και Ισίδωρος ο Μιλήσιος.
Για την ολοκλήρωση του κολοσσιαίου έργου δούλεψαν αδιάκοπα επί έξι χρόνια 10.000 τεχνίτες, ενώ ξοδεύτηκαν 320.000 λίρες (περίπου 120.000.000 ευρώ).
Από κάθε σημείο όπου υπήρχε Ελληνισμός, έγινε προσφορά: Τα πράσινα μάρμαρα από τη Μάνη και την Κάρυστο, τα τριανταφυλλιά από τη Φρυγία και τα κόκκινα από την Αίγυπτο. Από τον υπόλοιπο κόσμο προσφέρθηκαν τα πολύτιμα πετράδια, ο χρυσός, το ασήμι και το ελεφαντόδοντο, για τη διακόσμηση του εσωτερικού.
Τα εγκαίνια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537 από τον Ιουστινιανό, ο οποίος βλέποντας την υπεροχή της Αγίας Σοφίας έναντι του ξακουστού ναού του Σολομώντα, αναφωνεί: «Δόξα των Θεώ το καταξιωσάντι με τελέσαι τοιούτον έργον. Νενίκηκά σε Σολομών».
Για χίλια και πλέον χρόνια (537-1453), η Αγία Σοφία θα αποτελέσει το κέντρο της ορθοδοξίας και του ελληνισμού. Εκεί, ο λαός θα γιορτάσει τους θριάμβους, θα θρηνήσει τις συμφορές και θα αποθεώσει τους νέους αυτοκράτορες.
Η τελευταία λειτουργία τελέστηκε στις 29 Μαΐου του 1453. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ΙΑ' Δραγάτης, αφού προσευχήθηκε μαζί με το λαό και ζήτησε συγνώμη για λάθη που πιθανόν έκανε, έφυγε για τα τείχη, όπου έπεσε μαχόμενος. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, η Αγία Σοφία έγινε τζαμί και με την επανάσταση του Κεμάλ Ατατούρκ μετατράπηκε σε μουσείο.
ΠΗΓΗ: sansimera.gr
Μια σωστική λέμβος στην οποία επέβαινε μια ομάδα προσφύγων που προσπαθούσε να φθάσει στο νησί της Λέσβου εκτίθεται σε ένα ναό στο Λονδίνο, ως φόρος τιμής στους εκατοντάδες χιλιάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά που πραγματοποιούν καθημερινά αυτόν τον επικίνδυνο διάπλου.
Η εικαστική εγκατάσταση που παρουσιάστηκε σήμερα έχει τίτλο «Μάχη» και είναι δημιούργημα της Βρετανίδας καλλιτέχνιδας Αραμπέλα Ντόρμαν που την κρέμασε πάνω από το κλίτος της εκκλησίας Σεντ Τζέιμς στο Πικαντίλι, μία από τις πλέον τουριστικές συνοικίες του Λονδίνου.
Τρία πορτοκαλί σωσίβια διάσωσης –δύο για ενήλικες κι ένα σε παιδικό μέγεθος– κρέμονται από τη λέμβο, η οποία είναι αναποδογυρισμένη καθώς έχει ανατραπεί.
«Συνδέουν αυτό το έργο με την ιστορία της Αγίας Οικογένειας των Χριστουγέννων και την διαφυγή από την Αίγυπτο» εξήγησε στο Γαλλικό Πρακτορείο η Αραμπέλα Ντόρμαν.
«Πρόκειται για την ιστορία μιας ολιγομελούς οικογένειας που έφυγε για να γλιτώσει από τον πόλεμο και τους διωγμούς» προσέθεσε η ίδια.
«Είδα την ιστορία των Χριστουγέννων να διαδραματίζεται στις παραλίες» τόνισε.
Η Αραμπέλα Ντόρμαν μετέφερε με το ταχυδρομείο τη βάρκα και τα σωσίβια έπειτα από μια επίσκεψη στο νησί της Λέσβου τον Σεπτέμβριο.
Η γκρι βάρκα ήταν σχεδιασμένη για να μεταφέρει έως και 15 ανθρώπους, αλλά κατά τον διάπλου της μεταξύ των τουρκικών και ελληνικών ακτών μετέφερε 62 ανθρώπους, στην πλειονότητά τους Σύρους πρόσφυγες.
Το πλεούμενο άρχισε να βάζει νερά, αναγκάζοντας τους πρόσφυγες να το εγκαταλείψουν.
Η απουσία ανθρώπων σε αυτήν την εικαστική εγκατάσταση «αντικατοπτρίζει την εφήμερο χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής και αποτίει φόρο τιμής στους χιλιάδες ανθρώπους που έχασαν την ζωή τους στην θάλασσα κατά τη διάρκεια του διάπλου», αναφέρεται στην παρουσίαση του έργου.
«Οι κληρικοί και οι πιστοί θα προσευχηθούν στις λειτουργίες των Χριστουγέννων παρούσης αυτής της βάρκας και θα ψάλουν χριστουγεννιάτικους ύμνους γνωρίζοντας ότι η ιστορία των Χριστουγέννων είναι τόσο μια ιστορία βίας, όσο και αγάπης» υπογράμμισε στο ραδιοφωνικό δίκτυο BBC Radio 4 η Λούσι Ουίνκετ, η εφημέριος του ναού του Σεντ Τζέιμς.
Η Αραμπέλα Ντόρμαν, που έχει εργαστεί κατά το παρελθόν στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, συγκέντρωσε δωρεές για να μπορέσει να φιλοτεχνήσει το έργο, που θα εκτίθεται έως την 8η Φεβρουαρίου.
Σήμερα η Εκκλησία εορτάζει και τιμά την ιερή μνήμη του αγίου μάρτυρα Θεμιστοκλή.
Ο άγιος Θεμιστοκλής πατρίδα είχε τα Μύρα της Λυκίας, κι έζησε και μαρτύρησε στο διωγμό του Δεκίου, δηλαδή στα 250 μετά Χριστόν. Ο ηγεμόνας του τόπου ζητούσε τότε να βρει έναν Διοσκορίδη το όνομα, που τον είχαν καταγγείλει για χριστιανό. Ο Διοσκορίδης αυτός είναι ο ύστερα μάρτυρας Διοσκορίδης, του οποίου η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη στις 11 Μαΐου. Οι στρατιώτες λοιπόν του ηγεμόνα έψαξαν παντού στην πόλη κι ύστερα βγήκαν και στο βουνό για να βρουν τον Διοσκορίδη.Όπως γράφει ο Απόστολος, φεύγοντας οι Άγιοι τους διώκτες των κρύβονταν «εν ερημίαις και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης», στις ερημιές και στα βουνά και στις σπηλιές και στις τρύπες της γης.
Το μαρτύριο του διωγμού δεν είναι μόνο η ταπείνωση, οι ξυλοδαρμοί, η φωτιά και τελευταία το μαχαίρι του δημίου. Είναι πριν απ’ αυτά και όλη η άλλη αγωνία και η ανασφάλεια, η περιπλάνηση στα βουνά και η ταλαιπωρία, για να προστατέψουν οι άνθρωποι τη ζωή τους, οι γονείς τα νήπια παιδιά τους και τα παιδιά τους γέροντες γονείς των. Γιατί δεν είναι θέλημα Θεού στο διωγμό οι πιστοί να μη φυλάγουν τον εαυτό τους ούτε αυτόκλητοι να παρουσιάζονται και να πηγαίνουν μόνοι τους ζητώντας το μαρτύριο. Στο μαρτύριο οι Άγιοι δεν πηγαίνουν, αλλά το περιμένουν και το δέχονται, γιατί το μαρτύριο είναι χάρη και δωρεά του Θεού και τη χάρη δεν τήν αρπάζει ο πιστός αλλά ετοιμάζει τον εαυτό του για να την δεχθεί.
Οι άνθρωποι λοιπόν του ηγεμόνα βγήκαν στο βουνό και ζητούσαν τον Διοσκορίδη. Τότε βρήκαν το Θεμιστοκλή να βόσκει τα πρόβατα του· γιατί βοσκός ήταν ο άνθρωπος του Θεού. Τον ρώτησαν λοιπόν και τον ανέκριναν, αν είδε πουθενά ή αν ήξερε που κρύβεται ο Διοσκορίδης. Να μια πολύ δύσκολη θέση, στην οποία μπορεί να βρεθεί κανείς εκεί που δεν το περιμένει, ακόμα κι ένας βοσκός επάνω στο βουνό. Ο Θεμιστοκλής και τον Διοσκορίδη και τον τόπο που κρυβόταν ήξερε. Μα πώς να το φανέρωσει; Αυτό θα ήτανε να παραδώσει τον αθώο σε θάνατο και να γίνει ο ίδιος διώκτης της πίστεως. Η καθαρή ψυχή κι η αγαθή συνείδηση του Θεμιστοκλή έκρινε πως δεν μπορούσε να κάμει τέτοιο πράγμα.
Σε τέτοιες δύσκολες ώρες δεν χρειάζονται πολλές σκέψεις και διαλογισμοί. Ούτε και ήξερε ο Θεμιστοκλής, επάνω στο βουνό με τα πρόβατά του, να χάνεται σε τέτοια. Είπε λοιπόν στους στρατιώτες πως ούτε τον Διοσκορίδη είδε ούτε και που κρύβεται ξέρει. Αλλ’ αμέσως, σαν για να αντισταθμίσει το ψέμα που είπε, ομολόγησε πως κι αυτός ήταν χριστιανός. Αυτό που έκαμε ο άγιος Θεμιστοκλής μας θυμίζει την πράξη του αγίου Διονυσίου στα νεώτερα χρόνια· όταν οι στρατιώτες έφτασαν στο κελί του και ζητούσαν τον φονιά του αδελφού του, ο άγιος Διονύσιος είπε πως δεν τον είδε, κι ας ήταν αυτός που τον βοήθησε να φύγει για να μη τον συλλάβουν. Αλλά ο άγιος Θεμιστοκλής έκαμε και κάτι παραπάνω, αντί για τον Διοσκορίδη πρόδωσε τον εαυτό του,
Το δεύτερο αυτό, που έκαμε ο άγιος Θεμιστοκλής, είναι μίμηση του Ιησού Χριστού και συμμόρφωση προς τα λόγια, που είπε εκείνος· «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού»· πιο μεγάλη αγάπη απ’ αύτη δεν υπάρχει παρά να βάλει κανείς τη ζωή του για τους φίλους του. Ο άγιος Θεμιστοκλής έβαλε τη ζωή του για τον Διοσκορίδη, γιατί βέβαια, όταν ομολόγησε πως ήταν χριστιανός, ήξερε τι τον περίμενε. Οι στρατιώτες, αντί να ψάχνουν στο βουνό να βρουν το Διοσκορίδη, έπιασαν το Θεμιστοκλή και τον έφεραν στον ηγεμόνα. Εκεί ο ταπεινός βοσκός συμπλήρωσε και ολοκλήρωσε την ομολογία του. Υπεράσπισε με θάρρος και δεν αρνήθηκε την πίστη του, κι όταν τον έδειραν του πεθαμού κι όταν τον κρέμασαν κι όταν τον έσυραν γυμνό επάνω σε σιδερένια τριβόλια, ώσπου παρέδωσε το πνεύμα του στο Θεό.
Κι άλλη φορά το είπαμε, ότι των Αγίων τα κατορθώματα είναι όλα αξιοθαύμαστα, αλλά δεν είναι όλα αξιομίμητα. Δεν μπορούμε όλοι μας να κατορθώσουμε κάποια ξεχωριστά, που έκαμαν κάποιοι από τους Αγίους. Το μαρτύριο και η άσκηση δεν είναι ανθρώπινα κατορθώματα, αλλά της θείας χάρης, που δίνεται στον καθένα κατά την προαίρεσή του. Και μια από τις μεγαλύτερες δωρεές της θείας χάρης στους Αγίους είναι η διάκριση. «Μείζων των αρετών η διάκρισις», λένε οι πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας. Ο πραγματικά πνευματικός άνθρωπος είναι ο «ανήρ διακρίσεως», όπως διδάσκει ο αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου άγιος Γρηγόριος, ο επίσκοπος Νύσσης. Οι Άγιοι έχουν τη διάκριση, που πρώτ’ απ’ όλα είναι αγάπη, να ξέρουν πότε ακόμα και ψέμα μπορούνε να πουν. Αυτό που έκαμε ο ταπεινός βοσκός άγιος μάρτυρας Θεμιστοκλής. Αμήν.
Γιορτάζουμε σήμερα 18 Δεκεμβρίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Σεβαστιανού.
Ο Άγιος Σεβαστιανός γεννήθηκε στα Μεδιόλανα της Ιταλίας, το 250 με 256 μ.Χ. Οι γονείς του τον ανέθρεψαν με μεγάλη χριστιανική επιμέλεια. Καθώς προερχόταν από γένος διακεκριμένο, είλκυσε την εύνοια του αυτοκράτορα Καρίνου, που γρήγορα τον ανέδειξε σαν στρατιωτικό. Έπειτα, ο Διοκλητιανός τον έκανε αρχηγό του πρώτου συντάγματος των πραιτοριανών.
Η φιλάνθρωπη ψυχή του Σεβαστιανού, από τη θέση αυτή που κατείχε, πολλές φορές υπήρξε προστάτης των φτωχών και των άρρωστων χριστιανών. Πρόθυμα επίσης, βοηθούσε στις ανάγκες της Ρωμαϊκής Εκκλησίας.
Γι'αυτό και ο πάπας Γάϊος του απένειμε τον τίτλο του υπερασπιστή της Εκκλησίας.
Την περίοδο που άρχισε ο διωγμός κατά των χριστιανών, συνελήφθη μια ομάδα χριστιανών. Ο Σεβαστιανός, προκειμένου να τους εμψυχώσει την ώρα που αυτοί δικάζονταν, δήλωσε ότι είναι χριστιανός.
Ο Διοκλητιανός διέταξε το θάνατό του. Και ο Σεβαστιανός δεν άργησε να πέσει κάτω, τρυπημένος στο στήθος από βέλος. Το σώμα του πήρε κάποια ευσεβής χήρα, η Λουκίνα. Προς έκπληξή της διαπίστωσε όμως, ότι ανέπνεε ακόμα.
Αφού τον περιποιήθηκε, μετά από λίγες ήμερες ο Σεβαστιανός ανέκτησε τις δυνάμεις του. Αλλά και πάλι επεδίωξε και συνάντησε το Διοκλητιανό και τον ήλεγξε για τη σκληρότητά του. Τότε αυτός διέταξε και τον μαστίγωσαν μέχρι θανάτου. Έτσι, ο Σεβαστιανός, παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο.
Εύχομαι χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!
Ανάλυση ονόματος:
ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ: (από την λέξη σεβαστός) = ο αξιοσέβαστος.
Ο Άγιος Διονύσιος, τη μνήμη του οποίου γιορτάζει στις 17 Δεκεμβρίου η εκκλησίας μας, γεννήθηκε το 1547 μ.Χ. στο χωριό Αιγιαλός της Ζακύνθου. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Δραγανίγος ή Γραδενίγος Σιγούρος (ή Σηκούρο).
Η οικογενειά του ήταν εύπορη και κατείχε μεγάλη έκταση γης, ενώ οι γονείς του συμμετέχοντας στους πολέμους των Βενετών κατά των Τούρκων απέκτησαν και αριστοκρατικό ιδίωμα. Ο πατέρας του λεγόταν Μώκιος και η μητέρα του Παυλίνα, ενώ είχε άλλα δύο αδέλφια τον Κωνσταντίνο και τη Σιγούρα. Σύμφωνα με τοπικές παραδόσεις της ακύνθου, που δεν επιβεβαιώνονται ιστορικά, ο Άγιος είχε για ανάδοχο τον Άγιο Γεράσιμο.
Ο Άγιος Διονύσιος, ανατράφηκε με τα διδάγματα του Ευαγγελίου. Έτσι, γρήγορα διακρίθηκε στα γράμματα και την αρετή. Μόλις ενηλικιώθηκε, ασχολήθηκε με τη διδασκαλία του θείου λόγου, φροντίζοντας συγχρόνως να συντρέχει στην ανακούφιση των φτωχών. Κατόπιν έγινε μοναχός στη βασιλική Μονή των Στροφάδων, παίρνοντας το όνομα Δανιήλ, όπου ασκήθηκε στην αγρυπνία, την εγκράτεια και τη μελέτη των Γραφών.
Αργότερα ο Διονύσιος, χρίστηκε ιερέας παρά τις αρχικές του επιφυλάξεις, λόγω της βαριάς ευθύνης της ιεροσύνης, από τον επίσκοπο Κεφαληνίας και Ζακύνθου, Θεόφιλο. Έπειτα, το 1577 μ.Χ., πήγε στην Αθήνα, για να βρει καράβι, προκειμένου να ταξιδέψει στα Ιεροσόλυμα. Αλλά, ο τότε αρχιερέας των Αθηνών, Νικάνορας, άκουσε κάποια Κυριακή το λαμπρό του κήρυγμα και μετά από πολλές παρακλήσεις τον έκανε επίσκοπο Αιγίνης, με την επίσημη κατόπιν έγκριση της Εκκλησίας Κωνσταντινούπολης, δίνοντας του το όνομα Διονύσιος.
Τα ποιμαντικά του καθήκοντα, επιτέλεσε άγρυπνα και άοκνα. Αναδείχτηκε διδάσκαλος, πατέρας και παιδαγωγός του ποιμνίου του. Η φήμη του είχε διαδοθεί παντού, αλλά αυτός παρέμενε απλός και ταπεινός.
Ασθένησε όμως από τους πολλούς κόπους και παραιτήθηκε. Γύρισε στη Ζάκυνθο, όπου μέχρι το 1579 μ.Χ. ήταν προσωρινός επίσκοπος. Μετά αποσύρθηκε στη Μονή της Θεοτόκου της Αναφωνητρίας, όπου ασκήτευε και με αγάπη κήρυττε και βοηθούσε τους κατοίκους του νησιού.
Οι οικογένειες Σιγούρου και Μονδίνου από διασωθέντα έγγραφα που ανάγονται στα αρχεία της Βενετίας, φαίνεται να είχαν θανάσιμο μίσος. Συμπλοκές μεταξύ των δυο οικογενειών συνέβαιναν διαρκώς. Σε μια από αυτές ο αδελφός του Αγίου, Κωνσταντίνος, δολοφονήθηκε. Στην προσπάθεια όμως να διαφύγει ο δολοφονός του Κωνσταντίνου αναζήτησε καταφύγιο στο μοναστήρι που βρισκόταν ο Άγιος, χωρίς όμως να γνωρίζει τη συγγένεια. Όταν ο δολοφόνος έφτασε στη Μονή, ερωτήθη από τον Διονύσιο, που ήταν ο ηγούμενος της Μονής, γιατί ζητεί καταφύγιο, αφού κανονικά δεν επιτρέπονταν να εισέλθει. Ο ίδιος απάντησε πως τον κυνηγούσαν οι Σιγούροι, ενώ μετά από διαρκείς ερωτήσεις ομολόγησε πως δολοφόνησε τον Κωνσταντίνο Σιγούρο. Ο Διονύσιος παρά τη θλίψη του, όχι μόνο έκρυψε το δολοφόνο αλλά και τον φυγάδευσε. Έτσι με αυτόν τρόπο κατάφερε να αποτρέψει ένα ακόμα έγκλημα και ταυτόχρονα να δώσει τη δυνατότητα μετανοίας στον δολοφόνο, παρά την πικρία για το χαμό του αδελφού του, δίνοντας ένα παράδειγμα συγχωρητικότητας και υψηλής εφαρμογής των Χριστιανικών ιδεωδών. Για τον λόγο μάλιστα αυτό ονομάστηκε και «Άγιος της Συγνώμης».
Ο Διονύσιος πέθανε σε βαθιά γεράματα, 17 Δεκεμβρίου 1622 μ.Χ. Τάφηκε στη Μονή Στροφάδων και κατά την εκταφή το λείψανό του βγήκε ευωδιαστό και αδιάφθορο.
Η αγιότητά του αναγνωρίσθηκε από το οικουμενικό πατριαρχείο το 1703 μ.Χ., αλλά στο νησί ένεκα του βίου του, αλλά και του λειψάνου του ετιμάτο ως άγιος αρκετά νωρίτερα.
Στις 24 Αύγούστου του 1717 μ.Χ. μετεκομίσθη το Σεπτό Σκήνωμά του στη Ζάκυνθο για να προστατευθεί από τους πειρατές. Αρχικά φυλάχτηκε στον Ιερό Ναό του Μετοχίου της Ι. Μονής, στο προάστιο Καλλιτέρος. Το 1764 μ.Χ. εναποτέθηκε οριστικά στην ομώνυμη Ιερά Μονή του, που έχτισαν oί Μοναχοί των Στροφάδων. Από τότε το Σεπτό Σκήνωμά του αποτελεί μέχρι σήμερα πόλο έλξεως χιλιάδων προσκυνητών και πηγή συνεχών ιάσεων και θαυμάτων.
Η ανακήρυξη του Αγίου Διονυσίου σαν Προστάτη της Ζακύνθου, αντί της Παναγίας της Σκοπιώτισσας και του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, έγινε από την Κοινότητα Ζακύνθου ύστερ’ από το έτος 1758 μ.Χ. και πριν από το 1763 μ.Χ., όταν η Βενετσιάνικη Γερουσία ενέκρινε απόφαση του Προβλεπτή Ζακύνθου Φραγκίσκου Μανωλέσου, για την αναγνώριση σαν επίσημης ημέρας της 17ης Δεκεμβρίου κάθε χρόνου. Ως τότε, η επέτειος της Κοιμήσεως του Αγίου Διονυσίου (17 Δεκεμβρίου), θεσπισμένη από τη Συνοδική Έκθεση του 1703 μ.Χ., γιορταζόταν ανεπίσημα, με τη λιτανεία στην πόλη του ιερού Λειψάνου και πανηγύρι. Επίσης, ορίσθηκε να γιορτάζεται επίσημα και η 24η Αυγούστου, επέτειος της μετακομιδής του ιερού Λειψάνου από τα Στροφάδια στη Ζάκυνθο, με πανηγύρι και λιτανεία του Πολιούχου στην πόλη.
Το Λείψανο του Αγίου βρίσκεται αδιάφθορο στην ομώνυμη Μονή Ζακύνθου.Η δεξιά του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Σίμωνος Πέτρας Αγίου Όρους. Μέρος χειρός του Αγίου βρίσκεται στη Μονή Παναχράντου Άνδρου