Η μείωση του πληθυσμού στην Ελλάδα που ξεκίνησε από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας συνεχίζεται απρόσκοπτα. Στη μείωση αυτή συμβάλει σημαντικά το ισοζύγιο γεννήσεων και θανάτων που είναι όλο και περισσότερο αρνητικό.

Τίθεται έτσι ένα ερώτημα: οι θάνατοι που είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια θα συνεχίσουν να υπερτερούν και στο μέλλον, με αποτέλεσμα το φυσικό ισοζύγιο να παραμένει αρνητικό;

Απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα δίνει πρόσφατη μελέτη του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και διευθυντή του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων Βύρωνα Κοτζαμάνη, ο οποίος μίλησε στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Οι θάνατοι καθ' όλη τη μεταπολεμική περίοδο αυξάνονται σχεδόν σταθερά παρόλο που την τελευταία 65ετία ο μέσος όρος ζωής έχει αυξηθεί κατά, σχεδόν, 15 χρόνια. Αντίφαση; αναρωτιέται ο καθηγητής, για να απαντήσει «προφανώς όχι», εξηγώντας στη συνέχεια:

«Η αύξηση των θανάτων οφείλεται στην προοδευτική γήρανση του πληθυσμού μας, στην αύξηση δηλαδή του «βάρους» των 65 ετών και άνω (ακόμη δε περισσότερο στην αύξηση του «βάρους» των 85 και άνω). Οι μεν 65 και άνω σε απόλυτες τιμές πενταπλασιάστηκαν σχεδόν ανάμεσα στο 1951 και το 2018 (και το ποσοστό τους στον συνολικό πληθυσμό από 6,8% αυξήθηκε στο 22%), ενώ την ίδια περίοδο, ο αριθμός των 85 και άνω υπερ-δεκαπλασιάστηκε και το ειδικό τους βάρος στο εσωτερικό της ομάδας των 65 ετών και άνω από 5,8% το 1951 εγγίζει το 15% το 2018».

Το 30% του πληθυσμού άνω των 65 ετών
«Ταυτόχρονα», προσθέτει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής «όλοι ξέρουμε ότι η θνησιμότητα αυξάνεται σημαντικά μετά τα 65 έτη, ταχύτατα δε μετά τα 85 έτη. Έτσι, παρόλο που οι πιθανότητες ζωής μας αυξήθηκαν την τελευταία 65ετία, η αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων οδήγησε στην αύξηση του αριθμού των θανάτων που υπερδιπλασιάσθηκαν ανάμεσα στην πρώτη μεταπολεμική πενταετία και στην τελευταία αντίστοιχη (2013-2017). Ο αριθμός των θανάτων αναμένεται όμως να αυξηθεί και τις δυο επόμενες δεκαετίες καθώς τα κέρδη στη μέση προσδοκώμενη ζωή θα επιβραδυνθούν και ταυτόχρονα τόσο το πλήθος όσο και το ποσοστό των άνω των 65 ετών θα συνεχίσει να αυξάνεται μέχρι και το 2035 (αύξηση από 300 έως 500 χιλ και από το 21% στο 27-28% του συνολικού πληθυσμού αντίστοιχα)».

Η πορεία των γεννήσεων την ίδια περίοδο ήταν διαφορετική. Ειδικότερα, συνεχίζει ο καθηγητής, ενώ μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο αριθμός τους υπερέβαινε σταθερά τις 140.000, την επόμενη δεκαετία καταγράφεται μια σημαντική πτώση (102.000 το 1990). Η πτώση αυτή θα ανακοπεί στη συνέχεια (οι γεννήσεις θα σταθεροποιηθούν γύρω από τις 100.000 την δεκαετία του 1990), θα καταγραφεί δε ακόμη και μια μικρή αύξησή τους ανάμεσα στο 2001 και το 2008. Στη συνέχεια όμως οι πρότερες τάσεις αναστρέφονται και το 2017 οι γεννήσεις δεν υπερβαίνουν πλέον τις 85.500 με αποτέλεσμα το φυσικό ισοζύγιο να είναι αρνητικό κατά 36.000.

Αρνητικό το ισοζύγιο έως το 2035
Μπορούμε μήπως να ελπίζουμε ότι τις επόμενες δεκαετίες οι γεννήσεις θα ανακάμψουν σημαντικά και το φυσικά μας ισοζύγια να γίνουν πάλι θετικά, όπως ήταν μέχρι και το 2009;

Ο κ. Κοτζαμάνης εκτιμά ότι αυτό είναι αδύνατον και εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τους λόγους. Καταρχάς, λέει, ότι ο πληθυσμός των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας τις δυο επόμενες δεκαετίες (των γυναικών δηλαδή αυτών που θα είναι σε ηλικία να τεκνοποιήσουν) αναμένεται να μειωθεί (κατά 300 χιλ. ανάμεσα στο 2018 και το 2035), ενώ ταυτόχρονα δεν υπάρχουν βάσιμες πιθανότητες ότι θα αυξηθεί ο μέσος αριθμός παιδιών που θα φέρουν στον κόσμο οι γυναίκες αυτές. Αλλά ακόμη και αυτό αν γίνει, εάν δηλαδή οι γυναίκες που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1980 και το 2000 αυξήσουν λίγο την γονιμότητά τους, φέρνοντας στον κόσμο κατά μέσο όρο από 1,5 παιδιά έως 1,7-1,8 παιδιά, ο μέσος ετήσιος αριθμός των γεννήσεων την περίοδο 2018-2035 δύσκολα θα ξεπεράσει τις 95.000.

Κάτω από 10 εκατομμύρια
Με δεδομένο, εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ότι οι θάνατοι την ίδια περίοδο θα ανέλθουν στην ευνοϊκότερη των περιπτώσεων στις 135.000 και στη δυσμενέστερη στις 140.000/έτος, ακόμη και αν υιοθετήσουμε το πλέον ευνοϊκό για τις γεννήσεις σενάριο τα φυσικά μας ισοζύγια μέχρι το 2035 δεν πρόκειται να αλλάξουν πρόσημο: θα παραμείνουν αρνητικά κατά 40.000-45.000 ανά έτος.

Με βάση τα δεδομένα αυτά, ακόμη και στην περίπτωση που το μεταναστευτικό ισοζύγιο (έξοδοι-είσοδοι) την ίδια περίοδο παραμείνει μηδενικό -όσοι έξοδοι τόσοι και είσοδοι- το 2035, στην πλέον ευνοϊκή περίπτωση θα είμαστε 700 έως 800 χιλ. λιγότεροι σε σχέση με το 2018, και ασφαλώς λιγότεροι από 10 εκατομμύρια. Φυσικά, αν το μεταναστευτικό ισοζύγιο των επόμενων ετών -μέχρι και το 2035- παραμείνει αρνητικό (όπως και για την περίοδο 2010-2017), ο πληθυσμός της Ελλάδας θα μειωθεί ακόμη περισσότερο.

https://www.newsbomb.gr/

Από δυσοίωνα έως και αρκετά ανησυχητικά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τα στατιστικά στοιχεία και οι προοπτικές μελέτες για την εξέλιξη του πληθυσμού της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης.
Τα συστηματικά χαμηλά ποσοστά γεννήσεων και το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής μετασχηματίζουν τη σύνθεση της ηλικιακής πυραμίδας. Η σημαντικότερη αλλαγή θα είναι ίσως η μεγάλη μετάβαση προς έναν κατά πολύ γηραιότερο πληθυσμό, κάτι που είναι ήδη εμφανές σε αρκετά κράτη-μέλη της ΕΕ.
Αυτά επισημαίνει η Ελληνική Γεροντολογική και Γηριατρική Εταιρεία εν όψει της 1ης Οκτωβρίου, Παγκόσμιας Ημέρας Ηλικιωμένων, και τονίζει πως η υπογεννητικότητα είναι χρόνιο πρόβλημα για την πατρίδα μας.
Σύμφωνα με τα στοιχειά που δίνει στη δημοσιότητα, ο μέσος όρος ολικής γονιμότητας, δηλαδή παιδιών ανά ζεύγος, είναι 1,26, σταθερός τα τελευταία χρόνια, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 1,49. Επισημαίνεται ότι για να διατηρηθεί σταθερός ο πληθυσμός πρέπει ο δείκτης γονιμότητας να είναι πάνω από 2,1. Η Ελλάδα και η Ιταλία καταγράφουν τον τρίτο χαμηλότερο δείκτη γεννήσεων (9‰) στην Ε.Ε., μετά τη Γερμανία (8,4‰) και την Πορτογαλία (8,5‰).
Στα 8,3 έως 10 εκατ. κατοίκους ο πληθυσμός στην Ελλάδα το 2050
Ως αποτέλεσμα της υπογεννητικότητας και της γήρανσης του πληθυσμού αλλά και του αρνητικού ισοζυγίου μετανάστευσης, υπολογίζεται ότι θα έχουμε μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας από τα 11 εκατομμύρια το 2013 στα 8,3 έως 10 εκατομμύρια το 2050. Η ελάττωση του πληθυσμού θα κυμανθεί από 800.000 μέχρι 2,5 εκατομμύρια άτομα.
Ο πληθυσμός της ΕΕ την 1η Ιανουαρίου 2016 εκτιμήθηκε σε 510,3 εκατ. Οι νέοι (0 έως 14 ετών) αντιστοιχούσαν στο 15,6% του πληθυσμού της ΕΕ, ενώ τα πρόσωπα που θεωρούνται ότι είναι σε ηλικία εργασίας (15 έως 64 ετών) αντιστοιχούσαν στο 65,3% του πληθυσμού. Οι ηλικιωμένοι (65 ετών και άνω) αποτελούσαν το 19,2% (αύξηση 0,3% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος και αύξηση 2,4% σε σύγκριση με 10 χρόνια πριν). Σύμφωνα με τις καταγραφές της EuroStat, η Ιταλία (22,0%), η Ελλάδα (21,3%) και η Γερμανία (21,1%) είχαν τα υψηλότερα ποσοστά ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών, ενώ η Ιρλανδία είχε το χαμηλότερο ποσοστό (13,2%).
Οι προβλέψεις του ΟΗΕ
Με βάση τις εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών για την προοπτική εξέλιξης του παγκόσμιου πληθυσμού από το 2010 μέχρι το 2050, προβλέπεται αύξηση 188% για τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών, 351% για τα άτομα ηλικίας άνω των 85 ετών και 1004% για τα άτομα που ξεπερνούν τα 100 χρόνια. Αυτές οι εντυπωσιακές αυξήσεις των ατόμων της τρίτης ηλικίας βρίσκονται σε αντιδιαστολή με μία αύξηση μόλις 22% του γενικού πληθυσμού ηλικίας από 0-64 ετών για το ίδιο χρονικό διάστημα.
Στις προβολές EUROPOP 2015, ο πληθυσμός της ΕΕ αναμένεται να κορυφωθεί στα 528,6 εκατ. περίπου το 2050 και στη συνέχεια να μειωθεί σταδιακά σε 518,8 εκατομμύρια έως το 2080.
Αυξάνουν οι πολύ ηλικιωμένοι
Μια άλλη πτυχή της δημογραφικής γήρανσης είναι η σταδιακή γήρανση του ίδιου του πληθυσμού των ηλικιωμένων, καθώς η σχετική σημασία των πολύ ηλικιωμένων αυξάνεται με ταχύτερο ρυθμό απ' ό,τι οποιαδήποτε άλλη ηλικιακή κατηγορία του πληθυσμού της ΕΕ. Το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 80 ετών και άνω στον πληθυσμό της ΕΕ-28 προβλέπεται να υπερδιπλασιαστεί μεταξύ του 2016 και του 2080, από 5,4% σε 12,7%.
Η Ελλάδα κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε γηράσκοντα πληθυσμό (ποσοστό αύξησης 21,4%) έναντι μέσου όρου της ΕΕ 17,2%. Τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών αντιπροσωπεύουν σήμερα στη χώρα μας ποσοστό πάνω από το 21,3% του πληθυσμού και σύμφωνα με τις προβλέψεις το 2030 θα είναι περίπου το 30% του πληθυσμού ενώ το 2050 θα πλησιάσουν το 1/3 του πληθυσμού.
Αυτή η δημογραφική γήρανση -κοινή σε όλες τις δυτικού τύπου χώρες- προκαλεί πολλά προβλήματα ιατρικά, κοινωνικά, οικογενειακά, οικονομικά, ασφαλιστικά, κ.ά. που θα προσλάβουν εκρηκτικές διαστάσεις στις προσεχείς δεκαετίες.
Μια από τις χειρότερες χώρες να ζουν ηλικιωμένοι
Εξάλλου, δεδομένα από την ετήσια έκθεση της διεθνούς οργάνωσης Help Age International του 2015 για την ποιότητα της ζωής των ηλικιωμένων χαρακτηρίζει την Ελλάδα ως μια από τις χειρότερες χώρες για να ζουν οι πολίτες άνω των 60 ετών και κατατάσσει τη χώρα μας στην 79η θέση μεταξύ 96 χωρών, όσον αφορά την κοινωνικο-οικονομική ευημερία, δηλ. κάτω από τη Βενεζουέλα και τη Νότια Αφρική.
Πηγή: Δραματική μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας μέχρι το 2050 -Τι δείχνουν τα στοιχεία | iefimerida.gr

Μείωση 0,14% κατέγραψε ο μόνιμος πληθυσμός της Ελλάδας το 2016 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η ΕΛΣΤΑΤ. 

Ο μόνιμος πληθυσμός της χώρας κατά την 1η Ιανουαρίου 2017 εκτιμήθηκε σε 10.768.193 άτομα (5.221.277 άνδρες και 5.546.916 γυναίκες), μειωμένος κατά 0,14% σε σχέση με τον αντίστοιχο πληθυσμό της 1ης Ιανουαρίου 2016, που ήταν 10.783.748 άτομα.  

Όπως αναφέρει η ΕΛΣΤΑΤ, η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της φυσικής μείωσης του πληθυσμού που ανήλθε σε 25.887 άτομα (92.898 γεννήσεις έναντι 118.785 θανάτων) και της καθαρής μετανάστευσης που εκτιμήθηκε σε 10.332 άτομα.      

Τα παιδιά (0-14 ετών) ήταν 14,4% του συνολικού πληθυσμού. Οι έφηβοι και οι ενήλικες εργασιακής ηλικίας (15-64 ετών) αντιπροσώπευαν το 64% του πληθυσμού.

Τα άτομα 65 ετών και άνω ήταν το 21,6% του συνολικού πληθυσμού. Από αυτούς το 15,9% ήταν άνω των 70 ετών (1.709.724 άτομα, εκ των οποίων 741.838 άνδρες και 967.886 γυναίκες)

Ο δείκτης γήρανσης (πληθυσμός ηλικίας 65 ετών και άνω προς τον πληθυσμό ηλικίας 0-14 ετών) διαμορφώθηκε σε 149,2 (149,2 υπερήλικες προς 100 παιδιά).

Η καθαρή μετανάστευση εκτιμήθηκε σε 10.332 άτομα που αντιστοιχούν σε 116.867 εισερχόμενους και 106.535 εξερχόμενους μετανάστες. Το 2015 η καθαρή μετανάστευση είχε εκτιμηθεί σε -44.905 άτομα (64.446 εισερχόμενοι και 109.351 εξερχόμενοι μετανάστες).   

Σημειώνεται ότι στα στοιχεία εισερχόμενης μετανάστευσης και πληθυσμού περιλαμβάνονται και άτομα που βρίσκονται στη χώρα μας την 1.1.2017 λόγω της προσφυγικής κρίσης.   
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ στο σύνολο του πληθυσμού οι γυναίκες υπερτερούν των ανδρών ενώ υπάρχουν και 7.100 άτομα άνω των 100.

Ο ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ
Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν χθες, ο πληθυσμός της Δωδεκανήσου ανέρχεται σε 211.425 άτομα εκ των οποίων οι 106.169 άνδρες και οι 105.256 γυναίκες. Αντίστοιχα, συνολικά στο Νότιο Αιγαίο ο πληθυσμός ανέρχεται σε 338.383 άτομα εκ των οποίων οι 167.778 άνδρες και οι 170.605 γυναίκες.

Μείωση από 0,45 έως και 1,4 εκατ. σε απόλυτες τιμές αναμένεται για τα επόμενα 20 χρόνια - Τα φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις - θάνατοι) αναμένεται να είναι αρνητικά για τα επόμενα 35 χρόνια
Δυσοίωνες είναι οι προβλέψεις για τη δημογραφική εξέλιξη του ελληνικού πληθυσμού σύμφωνα με όσα διατυπώνει σε σχετική του μελέτη ο καθηγητής Δημογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Βύρωνας Κοτζαμάνης, ο οποίος μίλησε στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Ο κ. Κοτζαμάνης, θεωρεί δεδομένη τη μείωση του πληθυσμού στις επόμενες δεκαετίες και προβλέπει ότι στην Ελλάδα μετά από 35 έτη θα κατοικούν από 10,4 εκατομμύρια έως 9,5 εκατομμύρια άνθρωποι, ενώ η δημογραφική γήρανση θα είναι διαρκώς αυξανόμενη, καθώς το φαινόμενο όχι μόνο δε ανακόπτεται αλλά θα βαίνει αυξανόμενο με την πάροδο των ετών.

«Η συρρίκνωση του συνολικού πληθυσμού που καταγράφεται σε όλα τα σενάρια και η συνεχιζόμενη γήρανσή του προφανώς αναμένεται να έχουν άμεση επίπτωση και στον πληθυσμό εργάσιμης ηλικίας ο οποίος φθίνει συνεχώς», θα πει χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων.

Ακολουθεί πλήρες κείμενο της συνέντευξης του καθηγητή Βύρωνα Κοτζαμάνη στο Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και στον δημοσιογράφο Αποστόλη Ζώη

Πώς θα εξελιχθεί ο πληθυσμός της χώρας τις επόμενες δεκαετίες; Θα υπάρχει μείωση και σε ποιο βαθμό;

Η μείωση του συνολικού μόνιμου πληθυσμού της Ελλάδας την επόμενη τριακονταπενταετία αναμένεται να είναι - ανεξαρτήτως σεναρίων- συνεχής, αν και με διαφοροποιημένους, ανά σενάριο και περίοδο, ρυθμούς. Ειδικότερα, στο τέλος της επόμενης εικοσαετίας (2035) ο πληθυσμός μας θα κυμανθεί, αναλόγως των υιοθετούμενων σεναρίων από 10,4 (μέγιστο, το ευνοϊκότατο σενάριο) έως 9,5 εκατ. (ελάχιστο) έναντι 10,9 εκατ. το 2015, ήτοι μείωση από 0,45 έως και 1,4 εκατ. σε απόλυτες τιμές (και σε ποσοστά κατά 4,1 -12,4% σε σχέση με το 2015). Το 2050 ο πληθυσμός μας θα κυμανθεί, αναλόγως πάντοτε των σεναρίων από 10,0 (μέγιστο) έως 8,3 εκατ. (ελάχιστο) έναντι 10,9 εκατομ. το 2015, ήτοι μείωση σε απόλυτες τιμές από 0,9 έως και 2,4 εκατ. (7,5 έως 23,5 % σε σχέση με το 2015). Τα φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις - θάνατοι) ανεξαρτήτως σεναρίων αναμένεται να είναι - αν και με διακυμάνσεις - αρνητικά την επόμενη τριακονταπενταετία, καθώς οι θάνατοι θα είναι σταθερά περισσότεροι από τις γεννήσεις, τα δε μεταναστευτικά ισοζύγια (είσοδοι-έξοδοι) από αρνητικά θα μετατραπούν πιθανότατα σε ελαφρώς θετικά μετά το 2025. Παρόλη όμως αυτή την αλλαγή του προσήμου τους στα τέλη της επόμενης δεκαετίας, το τελικό αποτέλεσμα της ζυγαριάς θα είναι αρνητικό, με αποτέλεσμα την μείωση του πληθυσμού μας.

Σημαντικές αλλαγές αναμένονται και στην κατανομή του πληθυσμού μας ανά ηλικία;

Εκτός από την μείωση του συνολικού πληθυσμού, σημαντικές αλλαγές αναμένονται και στην κατανομή του ανά ηλικία. Ειδικότερα, η μέση ηλικία από 43,45 έτη το 2015 αναμένεται να αυξηθεί το 2035 κατά 3,6 έως 4,5 έτη, και το 2050 από 3,7 έως 5,5 έτη. Μεγαλύτερη παράλληλα αύξηση θα έχει η διάμεσος ηλικία (η ηλικία δηλ. που χωρίζει τον πληθυσμό μας σε δυο ισοπληθή τμήματα) καθώς από 44 σχεδόν έτη το 2015 θα αυξηθεί κατά 5,5 έως 7,1 έτη το 2050. Έτσι, το 2035 το ποσοστό των > 65 ετών και των >85 ετών στον συνολικό πληθυσμό (21% και 2,8% το 2015) αναμένεται να κυμανθεί από 27,9% -27,2% για τους πρώτους και από 4,1%- 4,5% για τους δεύτερους, ενώ τα ποσοστά των νέων (0-14 ετών και 0-18 ετών) από 11,0% έως 12,4% για τους πρώτους και 15,8% - 14,2% για τους δεύτερους αντίστοιχα. Το δε 2050 το ποσοστό των > 65 ετών και των >85 ετών στον συνολικό πάντοτε πληθυσμό (21,0 και 2,8% το 2015) αναμένεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο (33,1% -30,3% για τους πρώτους και 6,5%-4,9% για τους δεύτερους), ενώ τα ποσοστά των νέων (0-14 ετών ή ακόμη των 0-18 ετών), πάντα αναλόγως των σεναρίων θα κυμανθούν από 14,8% έως 12,0% για τους πρώτους και 19% - 15,4% για τους δεύτερους αντίστοιχα.

Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί στο πλαίσιο αυτό και η ταχύτερη αύξηση των ατόμων ηλικίας 85+ (των «υπερηλίκων») σε σχέση με αυτήν των 65 ετών και άνω Το πλήθος των 85+ που δεκαπλασιάσθηκε σχεδόν ανάμεσα στο 1951 και το 2015, αναμένεται εκ νέου να παρουσιάσει μια σημαντική αύξηση την επόμενη τριακονταπενταετία (κατά +106 έως +45,6% αναλόγως των σεναρίων). Θα υπάρξει επομένως μια σημαντική γήρανση όχι μόνον του συνολικού πληθυσμού, αλλά και των 65+ ετών (δηλαδή “μια γήρανση μέσα στην γήρανση”).

Δηλαδή, η δημογραφική γήρανση δεν ανακόπτεται αλλά οι ρυθμοί της επιταχύνονται;

Η δημογραφική γήρανση όχι μόνον δεν ανακόπτεται, αλλά οι ρυθμοί της αναμένεται να επιταχυνθούν την επόμενη τριακονταπενταετία. Έτσι, ενώ το ποσοστό των 65+ ετών αυξήθηκε από 13% το 1980 στο 21% το 2015 (+8% σε μια τριακονταπενατετία), αναμένεται να αυξηθεί εκ νέου, ανάλογα με τα σενάρια κατά 6,5 - 7,0% ανάμεσα στο 2015 και το 2035 και κατά 9,5- 12,5% ανάμεσα στο 2015 και το 2050. Η αύξηση αυτή οφείλεται, κυρίως, σε όλα τα σενάρια, στην προοδευτική είσοδο τα επόμενα 35 έτη στην ηλικιακή ομάδα των 65 ετών και άνω, αφενός μεν των Ελλήνων που ανήκουν στις πολυπληθείς σχετικά γενεές της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου (1950-1980, 150 χιλ. γεννήσεις ετησίως κατά μέσο όρο), αφετέρου δε των αλλοδαπών εκείνων που εγκαταστάθηκαν στην χώρα μας μετά το 1990 και θα παραμείνουν σε αυτήν, καθώς και αυτοί, στην μεγάλη τους πλειοψηφία, έχουν γεννηθεί, την περίοδο 1965-1985.

Οφείλουμε τέλος να επισημάνουμε ότι οι αναμενόμενες μεταβολές των πληθυσμιακών δομών (ιδιαίτερα δε μέχρι το 2035) καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από το μέγεθος και την δομή του πληθυσμού μας σήμερα (2015). Οι γυναίκες π.χ. που θα διανύσουν τις επόμενες δύο δεκαετίες ευρισκόμενες στις πλέον αναπαραγωγικές τους ηλικίες (25-40 ετών) έχουν ήδη γεννηθεί, γνωρίζουμε με ακρίβεια το πλήθος τους και κατ' επέκταση μπορούμε να εκτιμήσουμε -κάνοντας κάποιες υποθέσεις για την γονιμότητά τους - τις γεννήσεις τους. Γνωρίζουμε επίσης με σχετική ακρίβεια και το πλήθος των ατόμων τα οποία την περίοδο 2016-2035 θα βρεθούν σε ηλικίες υψηλής θνησιμότητας (το πλήθος δηλαδή των ατόμων που θα είναι άνω των 50 ετών) και επομένως δυνάμεθα να εκτιμήσουμε και τον αναμενόμενο συνολικό αριθμό θανάτων καθώς πάνω από το 90% των θανάτων ετησίως οφείλονται στα άτομα των ηλικιών αυτών. Η συρρίκνωση του συνολικού πληθυσμού που καταγράφεται σε όλα τα σενάρια και η συνεχιζόμενη γήρανσή του προφανώς αναμένεται να έχουν άμεση επίπτωση και στον πληθυσμό εργάσιμης ηλικίας ο οποίος φθίνει συνεχώς.

Τι ακριβώς σημαίνει αυτό;

Ειδικότερα, από 7,0 εκατ. το 2015, οι 15-64 ετών αναμένεται το 2035 να κυμανθούν από 5,8 έως 6,3 εκατ., οι δε 20-69 ετών (7,1 εκατ. το 2015) στα αντίστοιχα σενάρια από 6,6 έως 6,1 εκατ. Στο τέλος δε της περιόδου των προβολών μας (2050) οι μεν 15-64 ετών θα κυμανθούν από 4,6 έως 5,5 εκατ., οι δε 20-69 ετών από 4,8 έως 5,7 εκατ. Κατ' επέκταση, ανεξαρτήτως σεναρίων, το πλήθος των ατόμων αυτών θα μειωθεί ενώ το ειδικό τους βάρος θα συρρικνωθεί. Ειδικότερα, το 2035 το ποσοστό των 15-64 στο συνολικό πληθυσμό (65% το 2015), θα κυμανθεί από 60,2 έως 61,4% και 15 χρόνια μετά (το 2050) από 54 έως 56,5%). Ταυτόχρονα, οφείλουμε να τονίσουμε ότι η μείωση του πλήθους των ατόμων εργάσιμης ηλικίας στη διάρκεια της επόμενης τριακονταπενταετίας επιταχύνεται σε όλα τα σενάρια μετά το 2030.

Σε ποιους λόγους οφείλεται αυτή η επιτάχυνση;

Η επιτάχυνση αυτή οφείλεται κυρίως σε δυο λόγους: στην προοδευτική είσοδο στην ομάδα του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας (του πληθυσμού δηλαδή 15-64 ετών ή ακόμη των 20-69 ετών) των ολιγοπληθών γενεών >2010 (των ατόμων δηλαδή που γεννήθηκαν και θα γεννηθούν μετά το 2010) και στην προοδευτική έξοδο από την ίδια μεγάλη ηλικιακή ομάδα των πολυπληθέστερων γενεών της περιόδου 1960-1975. Η απρόσκοπτη αυτή μείωση θα επηρεάσει προφανώς και τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό (4,7 εκατ. το 2015), ο οποίος πιθανότατα το 2035 θα υπολείπεται αυτού του 2015, αναλόγως των σεναρίων, κατά 0,5-1 εκατ., το δε 2050 κατά 1,1-1,7 εκατ. Οι προαναφερθείσες εξελίξεις είναι δυνατόν μερικώς και μόνον να αμβλυνθούν στην περίπτωση που τα ανά ηλικία ποσοστά συμμετοχής του πληθυσμού παραγωγικής - εργάσιμης ηλικίας στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό αυξηθούν. Οι αναμενόμενες μεταβολές τόσο του μεγέθους όσο και της κατανομής του συνολικού πληθυσμού μας ανά ηλικία και, προφανώς, η αναμενόμενη μείωση και του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας ενδιαφέρουν όλους μας ιδιαίτερα όμως όσους έχουν την ευθύνη διαμόρφωσης πολιτικών σε ευρύ φάσμα πεδίων, καθώς η μεταβλητή «πληθυσμός» δεν είναι πλέον δυνατόν να μην λαμβάνεται υπόψη στην χάραξη των πολιτικών αυτών.
protothema.gr
Δυσοίωνα και απολύτως απογοητευτικά είναι τα στατιστικά στοιχεία και οι προοπτικές μελέτες για την εξέλιξη του πληθυσμού της Ελλάδας, σύμφωνα με την Ελληνική Γεροντολογική και Γηριατρική Εταιρία, με αφορμή την 1η Οκτωβρίου, Παγκόσμια Ημέρα των Ηλικιωμένων.
Ο πληθυσμός της χώρας μειώνεται σε απόλυτους αριθμούς ετησίως συνεχώς από το 2011, οπότε και για πρώτη φορά ο αριθμός των γεννήσεων και των μεταναστευτικών ροών προς τη χώρα υπολείπεται του αριθμού των θανάτων και της μετανάστευσης Ελλήνων στο εξωτερικό.
Η υπογεννητικότητα είναι χρόνιο πρόβλημα για την πατρίδα μας. Ο μέσος όρος ολικής γονιμότητας, δηλαδή παιδιών ανά ζεύγος, είναι 1,30, σταθερός τα τελευταία χρόνια, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 1,49. Επισημαίνεται ότι για να διατηρηθεί σταθερός ο πληθυσμός πρέπει ο δείκτης γονιμότητας να είναι πάνω από 2,1.
Η Ελλάδα και η Ιταλία καταγράφουν τον τρίτο χαμηλότερο δείκτη γεννήσεων (9) στην ΕΕ, μετά τη Γερμανία (8,4) και την Πορτογαλία (8,5). Σαν αποτέλεσμα της υπογεννητικότητας και της γήρανσης του πληθυσμού, αλλά και του αρνητικού ισοζυγίου μετανάστευσης, υπολογίζεται ότι θα έχουμε μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας από τα 11 εκατομμύρια το 2013 στα 8,3 έως 10 εκατομμύρια το 2050. Η ελάττωση του πληθυσμού θα κυμανθεί από 800 χιλιάδες μέχρι 2,5 εκατομμύρια άτομα.
Ο πληθυσμός των παιδιών σχολικής ηλικίας (από 3 μέχρι 17 ετών) θα μειωθεί από 1,6 εκατομμύρια σήμερα σε 1,4 εκατομμύρια (αισιόδοξο σενάριο) έως 1 εκατομμύριο (απαισιόδοξο σενάριο) το 2050. Εξάλλου, υπολογίζεται ότι το 2020 ένα στα 7 παιδιά που γεννιούνται θα έχουν έναν τουλάχιστον αλλοδαπό γονιό.
Με βάση τις εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών για την προοπτική εξέλιξης του παγκόσμιου πληθυσμού από το 2010 μέχρι το 2050, προβλέπεται αύξηση 188% για τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών, 351% για τα άτομα ηλικίας άνω των 85 ετών και 1004% για τα άτομα που ξεπερνούν τα 100 χρόνια. Αυτές οι εντυπωσιακές αυξήσεις των ατόμων της τρίτης ηλικίας βρίσκονται σε αντιδιαστολή με μία αύξηση μόλις 22% του γενικού πληθυσμού ηλικίας από 0-64 ετών για το ίδιο χρονικό διάστημα.
Ο εν δυνάμει οικονομικά ενεργός πληθυσμός (δηλαδή όλοι οι πολίτες ηλικίας 20-69 ετών που δυνητικά θα μπορούσαν να δουλέψουν) θα μειωθεί από 7 εκατομμύρια το 2015 σε 4,8-5,5 εκατομμύρια το 2050. Ο πραγματικός οικονομικά ενεργός πληθυσμός θα μειωθεί από 4,7 εκατομμύρια το 2015 σε 3-3,7 εκατομμύρια.
Τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών αντιπροσωπεύουν σήμερα στη χώρα μας ποσοστό πάνω από το 20,7% του πληθυσμού και σύμφωνα με τις προβλέψεις, το 2030 θα είναι περίπου το 30% του πληθυσμού, ενώ το 2050 θα πλησιάσουν το 1/3 του πληθυσμού! Αντίθετα, το αντίστοιχο ποσοστό των ατόμων ηλικίας 0-14 ετών είναι σήμερα περίπου 14% και αναμένεται να υποχωρήσει το 2050 στο 10-12%. Αντίστοιχα, η μέση ηλικία, που ήταν 26 έτη το 1951 και που είναι 44 έτη σήμερα, αναμένεται να αυξηθεί και να αγγίξει τα 50 έτη. Αυτή η δημογραφική γήρανση -κοινή σε όλες τις δυτικού τύπου χώρες- προκαλεί πολλά προβλήματα ιατρικά, κοινωνικά, οικογενειακά, οικονομικά, ασφαλιστικά, κ.ά. που θα προσλάβουν εκρηκτικές διαστάσεις στις προσεχείς δεκαετίες.
Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Ευρωπαϊκό Έτος ενεργού γήρανσης 2012 (COM (210) 462/06.09.2010) και με βάση στοιχεία και προβλέψεις της Eurostat, υπολογίζεται ότι ενώ σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση αντιστοιχούν 4 άτομα σε παραγωγική ηλικία (15-64 ετών) ανά 1 συνταξιούχο άνω των 65 ετών, το 2060 θα υπάρχουν μόνο 2 άτομα για κάθε 1 συνταξιούχο, αναλογία που αποτελεί τη δυσάρεστη πραγματικότητα για την πατρίδα μας σήμερα! Το πρόβλημα αυτό είναι γενικό για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και θα προκαλέσει μεγάλα προβλήματα βιωσιμότητας στα ασφαλιστικά συστήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, η μέση ηλικία συνταξιοδότησης στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι θα αυξηθεί από τα 61 έτη το 2013 στα 64,9 έτη το 2020, τα 65,9 έτη το 2030 και τα 67,5 έτη το 2060 για τους άνδρες και αντίστοιχα για τις γυναίκες τα 61,2, 64,8, 65,5 και 67,1 έτη.
Η Ελλάδα κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε γηράσκοντα πληθυσμό (ποσοστό αύξησης 21,4%) έναντι μέσου όρου 17,2% της ΕΕ. Συγκεκριμένα, οι έξι πρώτες χώρες σε παγκόσμια κλίμακα που γηράσκουν ταχύτατα είναι κατά σειρά η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ελλάδα και η Ιταλία. Υπολογίζεται ότι στη χώρα μας το 2050 θα υπάρχουν 3 εκατομμύρια Έλληνες ηλικίας άνω των 60 ετών.

kalimnos

eshopkos-foot kalymnosinfo-foot kalymnosinfo-foot nisyrosinfo-footer lerosinfo-footer mykonos-footer santorini-footer kosinfo-foot expo-foot