Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις καθώς και αυτές που ανήκουν σε νησιωτικές περιοχές παρουσιάζουν καλύτερη εικόνα σε σχέση με τις υπόλοιπες επιχειρήσεις ως προς τη ζήτηση
Προβλήματα ρευστότητας αντιμετωπίζουν οι μικρές επιχειρήσεις, ειδικά στην εστίαση, όπου το ποσοστό εκείνων που δεν έχουν ταμειακά διαθέσιμα ή τα ταμειακά διαθέσιμα επαρκούν το πολύ για ένα μήνα ανέρχεται στο 58,8%, σύμφωνα με τα ευρήματα της εξαμηνιαίας έρευνας της ΓΣΕΒΕΕ που δημοσιεύει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Οι επιχειρήσεις εστίασης φαίνεται πως με διαφορά αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα υπερχρέωσης καθώς το 38,2% αυτών έχει δυο ή και περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές, ενώ σύμφωνα με τα ευρήματα, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις αύξησαν περισσότερο τις τιμές τους.
Ωστόσο, από την έρευνα προκύπτει ότι πιο αισιόδοξες εμφανίζονται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις το πρώτο εξάμηνο του 2023 σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο.
Από τις απαντήσεις που επεξεργάστηκε η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ) στο πλαίσιο της εξαμηνιαίας έρευνας που πραγματοποιεί από το 2009, προκύπτει ότι το πλήρες άνοιγμα της οικονομίας, η καλή τουριστική περίοδος και τα μέτρα στήριξης που εφαρμόστηκαν ήταν οι παράγοντες για την περαιτέρω άνοδο του θετικός κλίματος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων ενισχύθηκε περαιτέρω το δεύτερο εξάμηνο του 2022 και διαμορφώθηκε στις 69,5 μονάδες αποτελώντας την υψηλότερη επίδοση που έχει καταγραφεί σε έρευνα κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι προσδοκίες των ελληνικών ΜμΕ, μετά από 2 εξάμηνα υποχώρησης αυξάνονται. Ειδικότερα και όσον αφορά το πρώτο εξάμηνο του 2023, ο δείκτης προσδοκιών των ΜμΕ ο οποίος αποτελείται από το άθροισμα των θετικών και σταθερών προσδοκιών αυξαίνεται στις 66,5 μονάδες, χωρίς ωστόσο να προσεγγίζει τα προ πανδημίας επίπεδα κάτι που ερμηνεύεται ως προϊόν της ευρύτερης αβεβαιότητας που κυριαρχεί.
Πάντως, σε ό,τι αφορά στους δείκτες αβεβαιότητας και βιωσιμότητας, σημαντική υποχώρηση κατά 10 περίπου μονάδες παρουσιάζει ο δείκτης αβεβαιότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων προσεγγίζοντας το προ πανδημίας επίπεδο. Συγκεκριμένα, το 28,7% εκφράζει φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητάς του στο μέλλον ενώ αποκλιμάκωση παρουσιάζει και ο δείκτης βιωσιμότητας καθώς υποχωρεί στο 3,6% (από 6,5% το προηγούμενο εξάμηνο) των επιχειρήσεων που κινδυνεύουν άμεσα με λουκέτο.
Σημειώνεται ότι η έρευνα είναι η πρώτη για το 2023 που διεξάγει το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ σε εξαμηνιαία βάση. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την εταιρία MARC σε πανελλαδικό δείγμα 804 μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό), το διάστημα 27 Ιανουαρίου έως 15 Φεβρουαρίου 2023.
Κύκλος εργασιών
Ο κύκλος εργασιών, σύμφωνα με τις πληροφορίες του ΑΠΕ-ΜΠΕ για τα ευρήματα της έρευνας, το Β’ εξάμηνο του 2022 μπορεί να χαρακτηριστεί ως ισορροπημένος καθώς το ποσοστό των επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι είχαν αύξηση είναι ακριβώς ίδιο με αυτών που δήλωσαν μείωση (33,3%), ενώ 32,1% δήλωσε πως δεν μεταβλήθηκε.
Για τις επιχειρήσεις που δήλωσαν αύξηση κύκλου εργασιών (33,3%) ο μέσος όρος αύξησης ήταν 18,8%, ενώ για τις επιχειρήσεις που δήλωσαν μείωση κύκλου εργασιών (33,3%) ο μέσος όρος μείωσης ήταν 27,4%.
Η εικόνα εμφανίζεται καλύτερη για τη μεταποίηση και τις υπηρεσίες και σαφώς χειρότερη στο εμπόριο ενώ οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις που δήλωσαν αύξηση κύκλου εργασιών είναι αναλογικά περισσότερες σε σχέση με τις μικρότερες ενώ το αντίστροφο ισχύει για όσες δήλωσαν μείωση.
Ζήτηση – Παραγγελίες προς προμηθευτές
Το 36,4% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε ότι η ζήτηση αυξήθηκε το δεύτερο εξάμηνο του 2022, το 32,3% δήλωσε πως παρέμεινε η ίδια, ενώ το 31,2% δήλωσε ότι μειώθηκε.
Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις καθώς και αυτές που ανήκουν σε νησιωτικές περιοχές παρουσιάζουν καλύτερη εικόνα σε σχέση με τις υπόλοιπες επιχειρήσεις ως προς την ζήτηση.
Επιπλέον, το 30,5% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε αύξηση των παραγγελιών προς προμηθευτές το δεύτερο εξάμηνο του 2022, το 33,2% δήλωσε πως δεν μεταβλήθηκαν, ενώ το 35,7% μείωσε τις παραγγελίες του.
Ρευστότητα – Ταμειακά διαθέσιμα
Το 41,5% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε μείωση της ρευστότητας του σε αντίθεση με το 25,6% που δήλωσε αύξηση και οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις είναι αυτές που παρουσιάζουν πολύ καλύτερα στοιχεία σε σχέση με τις μικρότερες επιχειρήσεις ενώ καλύτερη εικόνα παρουσιάζουν και οι επιχειρήσεις σε νησιωτικές περιοχές.
Στο μεταξύ, ιδιαίτερα δύσκολη παραμένει η κατάσταση για ένα πολύ μεγάλο μέρος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων όσον αφορά τα ταμειακά διαθέσιμα.
Το 28% των επιχειρήσεων έχουν μηδενικά ρευστά διαθέσιμα και για το 22,4% των επιχειρήσεων τα ταμειακά διαθέσιμα επαρκούν το πολύ για ένα μήνα.
Σημειώνεται ότι τα μεγαλύτερα προβλήματα ρευστότητας αντιμετωπίζουν οι μικρότερες – με βάση τον αριθμό εργαζομένων και τον κύκλο εργασιών – επιχειρήσεις, ενώ πολύ σοβαρό πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις εστίασης όπου το ποσοστό εκείνων που δεν έχουν ταμειακά διαθέσιμα ή τα ταμειακά διαθέσιμα επαρκούν το πολύ για ένα μήνα ανέρχεται στο 58,8%.
Απασχόληση
Το ισοζύγιο προσλήψεων-απολύσεων είναι θετικό για όλους τους κλάδους με το 9,3% των επιχειρήσεων να δηλώνουν αύξηση προσωπικού το δεύτερο εξάμηνο του 2022 έναντι 7,6% που δήλωσαν μείωση.
Θετικές εμφανίστηκαν οι εκτιμήσεις για το πρώτο εξάμηνο του 2023 καθώς το 16,1% των επιχειρήσεων δήλωσαν ότι θα προσλάβουν προσωπικό έναντι 4% που δήλωσε ότι θα μειώσει.
Επενδύσεις
Περισσότερες από 1 στις 3 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (36,8%) πραγματοποίησαν κάποια μορφής επένδυση κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2022. Γενικά οι επενδύσεις είναι αυξημένες σε σύγκριση με την έρευνα του προηγούμενου εξαμήνου (29,8%).
Το 21,6% πραγματοποίησε επενδύσεις σε τεχνολογικό εξοπλισμό και ψηφιακές τεχνολογίες, το 20,5% επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και λοιπά μηχανήματα, το 10,8% σε κτιριακές εγκαταστάσεις και λοιπό εξοπλισμό και το 9,2% για κατάρτιση και εκπαίδευση προσωπικού.
Εκτιμάται ότι υπάρχει μία σαφής θετική σχέση μεταξύ των επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι έχουν πραγματοποιήσει επενδύσεις και του μεγέθους τους σε όρους αριθμού εργαζομένων και κύκλου εργασιών.
Σημειώνεται ότι, παρά τα αυξημένα ποσοστά επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι έχουν κάνει επενδύσεις αυτές ήταν μικρής κλίμακας. Για 1 στις 2 επιχειρήσεις (51,7%) που πραγματοποίησαν επενδύσεις το ύψος της επένδυσης ήταν έως 5.000 ευρώ.
Το πρόβλημα της πρόσβασης σε χρηματοδότηση για επενδύσεις παραμένει έντονο με τις 8 στις 10 επιχειρήσεις (80,5%) που πραγματοποίησαν επενδύσεις να τις έχουν χρηματοδοτήσει με ίδιους πόρους. Το 11,4% τις χρηματοδότησε μέσω προγραμμάτων χρηματοδότησης ενώ μόλις το 3,9% μέσω τραπεζικού δανεισμού.
Τιμές
Το 49,1% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε ότι αύξησε τις τιμές του το δεύτερο εξάμηνο του 2022. Υπογραμμίζεται ότι, το ποσοστό αυτό αν και είναι μειωμένο σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του έτους (59,2%) κρίνεται ως εξαιρετικά υψηλό.
Τα μεγαλύτερα ποσοστά επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι αύξησαν τις τιμές τους εντοπίζονται στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα το 64% των επιχειρήσεων με τζίρο πάνω από 300.000 ευρώ και το 58,6% των επιχειρήσεων με πάνω από 5 άτομα προσωπικό δήλωσαν ότι έκαναν αύξηση τιμών, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τις επιχειρήσεις με έως 50.000 ευρώ τζίρο και χωρίς προσωπικό είναι 33,9% και 38,7% αντίστοιχα. Σε κλαδικό επίπεδο είχαμε σαφώς μικρότερα ποσοστά επιχειρήσεων που αύξησαν τις τιμές τους στους κλάδους των υπηρεσιών (36,7%) σε σχέση με τις επιχειρήσεις στην μεταποίηση (57,9%) και το εμπόριο (56,1%).
Επιπτώσεις ανατιμήσεων
Οι αρνητικές επιπτώσεις των ανατιμήσεων για το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων που είχαν καταγραφεί στις 2 προηγούμενες έρευνες του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ συνεχίζονται αλλά με σημαντικά μειωμένη ένταση.
Το δεύτερο εξάμηνο του 2022 αυξήθηκαν μεσοσταθμικά: το κόστος ενέργειας κατά 53,6%, το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 26,4%, το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 28,8% και το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 11,8%.
Υποχρεώσεις-οφειλές
Μειώνονται και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές. Το 36,9% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έχει τουλάχιστον μία ληξιπρόθεσμη οφειλή, ποσοστό χαμηλότερο σε σχέση όχι μόνο με τις προηγούμενες έρευνες που έγιναν κατά τη διάρκεια της υγειονομικής και ενεργειακής κρίσης, αλλά και σε σύγκριση με τα προ πανδημίας στοιχεία (38,7% τον Φεβρουάριο του 2020).
Μείωση καταγράφεται και στα ποσοστά των επιχειρήσεων με πολλαπλές ληξιπρόθεσμες οφειλές. Συγκεκριμένα οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις με 2 ή και περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές υποχωρούν στο 23% έναντι 25,9% που ήταν το προηγούμενο εξάμηνο. Ωστόσο, ο βαθμός υπερχρέωσης των μικρών και πολύ μικρών διαφοροποιείται ανάλογα με τον κλάδο και το μέγεθος των επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις εστίασης φαίνεται πως με διαφορά αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα υπερχρέωσης καθώς το 38,2% αυτών έχει δυο ή και περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές. Ακολουθούν οι επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό (26,8%) και οι επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών έως 50.000 ευρώ (28,8%).
Για κάθε κατηγορία υποχρεώσεων, τα ευρήματα της έρευνας είναι τα εξής:
το 15,3% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τον πρώην ΟΑΕΕ,
το 13,9% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε λογαριασμούς ενέργειας,
το 18% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς προμηθευτές,
το 15,2% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία,
το 11,4% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές ενοικίου. Σημειώνεται ότι από τις επιχειρήσεις που έχουν ενοίκιο (το 66,2% του συνόλου των επιχειρήσεων), το ποσοστό των επιχειρήσεων που δήλωσαν ότι έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές ενοικίου αντιστοιχεί στο 16,9%.
Το 8,7% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές σε λοιπούς λογαριασμούς (νερό, τηλεφωνία κ.λπ.),
το 10,8% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες τραπεζικές οφειλές. Σημειώνεται ότι από τις επιχειρήσεις που έχουν τραπεζικά δάνεια (το 45,6% του συνόλου των επιχειρήσεων), το ποσοστό των επιχειρήσεων που δήλωσε ότι έχει ληξιπρόθεσμες τραπεζικές οφειλές αντιστοιχεί στο 23,7%.
Το 7% δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το πρώην ΙΚΑ.
Πηγή imerisia.gr
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι περισσότερα από 3 στα 10 (31,2%) νοικοκυριά καθυστέρησαν να αναζητήσουν την κατάλληλη θεραπεία για κάποιο ιατρικό πρόβλημα.
Περισσότερα από 5 στα 10 νοικοκυριά (50,9%) περιόρισαν πέρυσι τις δαπάνες τους για εξόδους (εστιατόρια, καφέ, σινεμά κ.λπ.). Επιπλέον, το 45,1% των νοικοκυριών ξόδεψαν λιγότερα για ταξίδια, ενώ το 43,3% περιόρισε τις δαπάνες για ένδυση-υπόδηση.
Αυτά προκύπτουν από την 10η ετήσια έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών το 2021.
Από την άλλη πλευρά, καταγράφεται εκτίναξη του ποσοστού των νοικοκυριών που αύξησαν τις δαπάνες τους για την κάλυψη βασικών αναγκών, εξαιτίας της ακρίβειας των τελευταίων μηνών.
Ειδικότερα, το 65,1% των νοικοκυριών αύξησε τις δαπάνες του για λογαριασμούς σπιτιού, το 52,8% για είδη διατροφής, το 51,9% για θέρμανση και το 34,7% για υγεία και φάρμακα. Γενικά, οι συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών αυξήθηκαν το 2021 σε σχέση με το 2020 κατά 12%.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι περισσότερα από 3 στα 10 (31,2%) νοικοκυριά καθυστέρησαν να αναζητήσουν την κατάλληλη θεραπεία για κάποιο ιατρικό πρόβλημα, 2 στα 10 καθυστερούν να πληρώσουν το ηλεκτρικό ρεύμα και περισσότερο από 1 στα 10 (12,5%) καθυστερεί την πληρωμή λογαριασμών θέρμανσης.
Οι αυξήσεις των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν για σχεδόν 1 στα 2 νοικοκυριά (49,8%) την κατηγορία που έχει τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στο εισόδημά τους και ακολουθούν οι αυξήσεις στα τρόφιμα (21,4%), στη βενζίνη (12,4%) και στο πετρέλαιο θέρμανσης (9,3%).
Ως καταλληλότερο μέτρο για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της αύξησης των τιμών, το 42,7% των νοικοκυριών θεωρεί πως είναι η μείωση φόρων και τελών στα καύσιμα και την ενέργεια και το 40,9% η αύξηση των μισθών και συντάξεων.
Αναφορικά με τα μέτρα της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, το 60,9% των νοικοκυριών τα αξιολόγησε ως ανεπαρκή, το 14,9% ως μάλλον ανεπαρκή, ενώ μόλις το 9,5% και το 6,3% αξιολόγησαν τα μέτρα που είχαν ληφθεί κατά το χρόνο διεξαγωγής της έρευνας (9-17 Δεκεμβρίου 2021) ως μάλλον επαρκή και επαρκή, αντίστοιχα.
Τα νοικοκυριά που δηλώνουν πως δεν θα καταφέρουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους προς το Δημόσιο το 2022 είναι αυξημένα κατά 10 μονάδες σε σχέση με την έρευνα του 2020. Συγκεκριμένα περισσότερο από 1 στα 4 νοικοκυριά (27,8%) δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις φορολογικές ή/και ασφαλιστικές του υποχρεώσεις, ενώ το 16,8% των νοικοκυριών δήλωσε πως κάποιο μέλος του έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο (εφορία, ασφαλιστικά ταμεία).
Σημειώνεται ότι το 5,3% των νοικοκυριών έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τις τράπεζες για καταναλωτικά, επιχειρηματικά δάνεια ή/και κάρτες, ενώ το 5,2% των νοικοκυριών δήλωσε πως δεν θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις τραπεζικές υποχρεώσεις του το 2022.
Πάντως και τα δύο ποσοστά είναι καλύτερα σε σχέση με την αντίστοιχη έρευνα του 2020. Σημειώνεται ότι το 21% των νοικοκυριών έχουν ενεργό στεγαστικό δάνειο και από αυτά τα νοικοκυριά το 16,5% καταβάλλει τις δόσεις του δανείου – συχνά με κάποια καθυστέρηση – ενώ το 6% έχει καθυστερημένες οφειλές περισσότερο από τρεις μήνες. Τα ποσοστά αυτά είναι τα χαμηλότερα που έχουν καταγραφεί σε έρευνα εισοδήματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, από τότε που παρακολουθεί αυτό τον δείκτη, δηλαδή από το 2014.
Πηγή in.gr
Οι ερευνητές συνιστούν την προβολή της τοπικής ταυτότητας (place-branding) κατά προτεραιότητα. Η διαπίστωση αυτή συνάδει και με την επιδίωξη σχετικά με την προμήθεια των πρώτων υλών σε τοπικό επίπεδο, αναφέρει μελέτη. Πέντε επιλογές.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στην Ελλάδα ένα έντονο επιχειρηματικό ενδιαφέρον σχετικά με την αναβάθμιση των υπηρεσιών εστίασης, μέσα από τη σύνδεσή με τα τοπικά προϊόντα διατροφής. Η ανάπτυξη της γαστρονομίας σε τοπική κλίμακα συνδυάζεται με σημαντικά οφέλη για όλους τους εμπλεκόμενους, εξασφαλίζοντας μια νέα αγορά και μια συμπληρωματική πηγή εισοδήματος για τους μικρούς παραγωγούς, καθώς και τη δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης της εστίασης με τους πελάτες, οι οποίοι αποκτούν τη δυνατότητα να απολαμβάνουν νέες εξατομικευμένες υπηρεσίες «ταξιδεύοντας» μέσα από γευστικές εμπειρίες.
Μια προσεκτική όμως ματιά στις πρωτοβουλίες γαστρονομικού τουρισμού, σε διαφορετικές αγροτικές περιοχές, δείχνει ότι η σχέση ανάμεσα στον αγροδιατροφικό τομέα και την εστίαση είναι σύνθετη και γεωγραφικά διαφοροποιημένη. Σε πολλές περιπτώσεις, τα τοπικά προϊόντα διατίθενται σε περιορισμένες ποσότητες, έχουν υψηλή τιμή και είναι διαθέσιμα ορισμένες μόνο εποχές του χρόνου, ενώ οι μικροί παραγωγοί από την άλλη, δυσκολεύονται να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των πελατών τους για αξιοπιστία στη διανομή και τα κριτήρια ποιότητας των προϊόντων.
Στο νέο ενημερωτικό σημείωμα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, η καθηγήτρια του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, Αντωνία Ματάλα, επιχειρεί την αποτύπωση των σύγχρονων τάσεων στον τομέα της αγροδιατροφής, καθώς και τη διερεύνηση των προοπτικών ευρύτερης διασύνδεσης με τον κλάδο της εστίασης. Στο κείμενο αποτυπώνονται οι σύγχρονες καταναλωτικές τάσεις στον ευρωπαϊκό χώρο, ενώ αναδεικνύεται η σημασία της ευρύτερης διασύνδεσης της αγροδιατροφής με τους κλάδους της εστίασης και του τουρισμού, τόσο για τη βελτίωση της ποιότητας όσο και για την αύξηση της προστιθέμενης αξίας στην ελληνική οικονομία.
Συμπεράσματα και προτάσεις για τη σύνδεση της αγροτικής παραγωγής με την εστίαση στην Ελλάδα
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του ενημερωτικού σημειώματος:
Το επιχειρηματικό ενδιαφέρον στην Ελλάδα έχει ήδη προσανατολιστεί προς την επέκταση σε μια νέα μερίδα της αγοράς, αναβαθμίζοντας τις υπηρεσίες εστίασης μέσα από τη σύνδεση με τα τοπικά προϊόντα διατροφής.
Πράγματι, η διεύρυνση της αλληλεπίδρασης του χώρου της εστίασης με συγγενείς τομείς, όπως ο αγροτικός τομέας, ο τουρισμός και η εκπαίδευση, δημιουργεί προϋποθέσεις για περισσότερη εξωστρέφεια και για ανάπτυξη νέων προϊόντων, καθώς και για τη συμμόρφωση με το ζητούμενο περί βιωσιμότητας στην αλυσίδα διατροφής.
Η ανάπτυξη της γαστρονομίας σε τοπική κλίμακα συνδυάζεται με σημαντικά οφέλη για όλους τους εμπλεκόμενους. Κατά γενική παραδοχή, εξασφαλίζει μια νέα αγορά και μια συμπληρωματική πηγή εισοδήματος για τους μικρούς παραγωγούς, ενώ οι επιχειρήσεις εστίασης καλλιεργούν σχέσεις εμπιστοσύνης με τους πελάτες τους οι οποίοι αποκτούν τη δυνατότητα να απολαμβάνουν νέες εξατομικευμένες υπηρεσίες «ταξιδεύοντας» στον χώρο και το χρόνο μέσα από τις γευστικές εμπειρίες. Ωστόσο, τα οφέλη αυτά δεν είναι εύκολο να προκύψουν. Μια προσεκτική ματιά στις πρωτοβουλίες γαστρονομικού τουρισμού σε διαφορετικές αγροτικές περιοχές δείχνει ότι η σχέση ανάμεσα στον αγροδιατροφικό τομέα και την εστίαση είναι σύνθετη και γεωγραφικά διαφοροποιημένη. Η διεθνής βιβλιογραφία αναδεικνύει εγγενείς δυσκολίες οι οποίες ποικίλουν, από την έλλειψη κατάλληλων υποστηρικτικών υποδομών έως τη γεωγραφική απομόνωση. Σε πολλές περιπτώσεις, τα τοπικά προϊόντα διατίθενται σε περιορισμένες ποσότητες, έχουν υψηλή τιμή και είναι διαθέσιμα ορισμένες μόνο εποχές του χρόνου. Οι μικροί παραγωγοί από την άλλη, δυσκολεύονται να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των πελατών τους για αξιοπιστία στη διανομή και τα κριτήρια ποιότητας των προϊόντων.
Προκειμένου για τον σχεδιασμό των στρατηγικών της επόμενης δεκαετίας, τα στοιχεία σχετικά με το πώς οι ίδιοι οι επιχειρηματίες αποτιμούν τις πρωτοβουλίες αυτές είναι χρήσιμα και θα πρέπει να ληφθούν υπόψη. Έτσι, μελέτες σχετικά με την εφαρμογή των σημάτων «Ελληνικό Πρωινό» και «Ελληνική Κουζίνα» από τις επιχειρήσεις εστίασης της χώρας, εντοπίζουν δυσλειτουργίες που έχουν διαπιστωθεί και στην πράξη. Πιο συγκεκριμένα, οι μελέτες από τη Σαντορίνη και τη Νάξο (Raftopoulos, 2017, Skordili and Tsakopoulou, 2019) μας πληροφορούν σχετικά με τους περιορισμούς τους οποίους αντιμετωπίζουν οι επιχειρηματίες της εστίασης κατά την εισαγωγή καινοτόμων προϊόντων τα οποία βασίζονται στα τοπικά ή/και ελληνικά προϊόντα. Στη Νάξο, ένα νησί με αξιόλογη αγροτική παραγωγή, οι εστιάτορες βλέπουν με σκεπτικισμό την αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος «Αιγαιοπελαγίτικη Κουζίνα», αποθαρρυμένοι και από τις ανελαστικές ρυθμίσεις που προβλέπει. Οι επιχειρηματίες της Σαντορίνης από την άλλη, πολλοί από τους οποίους διακρίνονται για τις καινοτόμες προσεγγίσεις τους, εμφανίζουν ιδιαίτερα χαμηλή απόκριση στο πρόγραμμα «Ελληνικού Πρωινού».
Όπως προαναφέρθηκε, μόλις μια στις δώδεκα ξενοδοχειακές επιχειρήσεις είχαν υιοθετήσει το σήμα αυτό το 2017. Το πρόγραμμα αποτιμάται από πολλούς επιχειρηματίες ως προβληματικό στην εφαρμογή του και ο σκεπτικισμός απέναντι στο ρυθμιστικό πλαίσιο του σήματος είναι έκδηλος. Αυτό, σε συνδυασμό με τις μικρές δυνατότητες της αγροτικής παραγωγής του νησιού στο να εφοδιάζει με πρώτες ύλες τα ξενοδοχεία, επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση ότι οι λύσεις επιλογής θα πρέπει δίνουν τη δυνατότητα προσαρμογής στις τοπικές ιδιαιτερότητες.
Από την ανασκόπηση που προηγήθηκε φαίνεται ότι η τρέχουσα κατάσταση στην Ελλάδα αφορά πιο πολύ ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και εστιατόρια τα οποία παρέχουν πλήρη εξυπηρέτηση. Προκύπτει το ερώτημα κατά πόσο οι μικροί ανεξάρτητοι παραγωγοί και επιχειρήσεις κινδυνεύουν να αποκλειστούν από τις ευκαιρίες για αναβάθμιση των υπηρεσιών τους στον τομέα του γαστρονομικού τουρισμού. Αν και μεμονωμένα παραδείγματα υφίστανται στην ελληνική επικράτεια, η παρουσία τέτοιων περιπτώσεων εκτός των αστικών κέντρων είναι μικρή.
Η προοπτική της συστηματικής προώθησης τοπικών προϊόντων και μέσα από επιχειρήσεις γρήγορου φαγητού, επίσης, είναι ελκυστική. Σε αυτή την κατεύθυνση γίνονται προσπάθειες από ορισμένες εταιρείες fast food να προσαρμόζουν τα προϊόντα τους στις ανάγκες της κατά τόπο ζήτησης (localization).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της αλυσίδας Jollibee στις Φιλιππίνες, η οποία αντέγραψε το επιχειρηματικό μοντέλο της MacDonald’s δημιουργώντας οικονομίες κλίμακας, αλλά προσαρμόζοντας τα προϊόντα της στις τοπικές γεύσεις. Στη συνέχεια κατάφερε να ανταγωνιστεί με επιτυχία τα MacDonald’s εκτός της χώρας, προωθώντας τα νέα αυτά προϊόντα σε περιοχές ανά τον κόσμο όπου κατοικούν Φιλιππινέζοι μετανάστες.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η αλυσίδα γρήγορου φαγητού Burgerville που δραστηριοποιείται στις πολιτείες Όρεγκον και Ουάσινγκτον, έχει επιλέξει να προμηθεύεται πολλές από τις πρώτες ύλες από τοπικούς παραγωγούς (αγροκτήματα, τυροκομικές και αλιευτικές μονάδες) στην περιοχή αυτή, στο βορειοδυτική ακτή του Ειρηνικού ωκεανού. Οι προμηθευτές αυτοί βρίσκονται καταχωρημένοι στην ιστοσελίδα της αλυσίδας, ενώ στο μενού έχει αναπτυχθεί μια ειδική ενότητα για να προβάλλονται τα αντίστοιχα τρέχοντα εδέσματα, ανάλογα και με τα διαθέσιμα αγροτικά προϊόντα τις διαφορετικές εποχές του χρόνου.
Αξίζει να αναφερθεί και το παράδειγμα των Goodys στην Ελλάδα, τα οποία επέλεξαν να προωθήσουν τη χρήση ελαιολάδου, καθώς και μία σειρά από προϊόντα προσαρμοσμένα στις ελληνικές συνήθειες. Η επιλογή αυτή έδωσε συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων αλυσίδων οι οποίες δεν προχώρησαν σε ανάλογες προσαρμογές. Κατ’ αντιστοιχία με τα Jollibee στις Φιλιππίνες, τα Goody’s κατάφεραν να εκτοπίσουν μεγάλες διεθνείς αλυσίδες από την ελληνική αγορά.
Για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας η οποία εξειδικεύεται στις ιδιαιτερότητες και στο ανθρώπινο δυναμικό σε τοπικό επίπεδο, απαιτούνται μηχανισμοί στήριξης και δημιουργίας συνεργιών μεταξύ των μικρών επιχειρήσεων, τοπικών φορέων (επαγγελματικοί, πολιτισμικοί, αναπτυξιακοί) και παραγωγών γνώσης, όπως ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια.
Εν κατακλείδι, για την εξέλιξη της εστίασης μέσω αξιοποίησης τοπικών προϊόντων διατροφής, πρωτοβουλίες, όπως οι ακόλουθες θα αποτελούσαν επιλογές άξιες προσοχής:
Οικοδόμηση δίαυλων συνεργασίας των επιχειρήσεων εστίασης με επιχειρήσεις παραγωγής/διάθεσης τροφίμων, αλλά και με μονάδες που δραστηριοποιούνται στον χώρο της ψυχαγωγίας, του τουρισμού, του αθλητισμού κοκ, σε τοπικό επίπεδο.
Ανάπτυξη εργαλείων για τη διερεύνηση τρόπων ανάδειξης της τοπικής ταυτότητας από τους ίδιους τους εστιάτορες. Στο πλαίσιο αυτό, η συγκρότηση ενός συστηματοποιημένου θησαυρού των ελληνικών γεύσεων με περιγραφή των εδεσμάτων, όχι μόνο στην ελληνική γλώσσα, αλλά και σε δύο ή τρεις ξένες γλώσσες, θα ήταν ένα χρήσιμο εργαλείο.
Δημιουργία δομών στήριξης και παραγωγής γνώσης για την εισαγωγή καινοτομίας στις μικρές επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο αυτό θα συνέβαλε και η κατάρτιση ενός εύχρηστου οδηγού με αντικείμενο τη σύνδεση της τοπικής κουζίνας με το φυσικό και ιστορικό τοπίο των προορισμών.
Δράσεις κατάρτισης των εργαζομένων στις επιχειρήσεις πάνω στην ανάπτυξη πρωτόκολλων και διαδικασιών παραγωγής, χρήσης υλικών και τεχνικών παραγωγής φιλικών προς το περιβάλλον αλλά και σύμφωνων με τις αρχές της προληπτικής διατροφής.
Ενέργειες προβολής των επιχειρήσεων για καλύτερη διείσδυση σε νέα τμήματα του κοινού και ειδικότερα αυτού που αποζητά μέσα από τις εμπειρίες της γεύσης να έρθει σε επαφή με τους προορισμούς.
Εν κατακλείδι, η διαπίστωση ότι κατά τον σχεδιασμό πρωτοβουλιών θα πρέπει να ενσωματώνονται οι ιδιαιτερότητες του κάθε τόπου, είναι γενικευμένη στη βιβλιογραφία. Χαρακτηριστικά, έχοντας αναλύσεις αγροτοτουριστικών προγραμμάτων, στην Ιταλία κυρίως, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι Cavicchi και Stancova (2016) κατέληξαν στη διαπίστωση πως ο χώρος αυτός δεν θα πρέπει να προσεγγίζεται πάντα με τα ίδια εργαλεία («Νο οne size fits all») και επισημαίνουν ότι κατά τον σχεδιασμό προγραμμάτων σήματος, η εντοπιότητα έχει μεγάλη σημασία.
Οι ερευνητές μάλιστα συνιστούν την προβολή της τοπικής ταυτότητας (place-branding) κατά προτεραιότητα.
Η διαπίστωση αυτή συνάδει και με την επιδίωξη σχετικά με την προμήθεια των πρώτων υλών σε τοπικό επίπεδο. Εξ άλλου, οι μελέτες αναδεικνύουν και ένα σύνηθες κενό στις προσπάθειες, δηλαδή την απουσία μιας προπαρασκευαστικής εκπαιδευτικής καμπάνιας, επισημαίνοντας ότι οι τοπικοί παίκτες, και κυρίως όσοι εμπλέκονται στην εφοδιαστική αλυσίδα, θα πρέπει να βοηθηθούν ώστε όχι μόνο να ευαισθητοποιηθούν και να κατανοήσουν τις νέες ανάγκες, αλλά και να εξοπλιστούν με γνώσεις και δεξιότητες που είναι απαραίτητες για την επάρκεια ενός οικοσυστήματος καινοτομίας σε τοπικό επίπεδο.
Πηγή euro2day.gr
Πάνω από 1.000 «λουκέτα» μετρά ο κλάδος της εστίασης πανελλαδικά, σύμφωνα με τον πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ) κ. Γιώργο Καββαθά, ενώ την ίδια ώρα παραμένει ανενεργό ένα περίπου 20%-25% των επιχειρήσεων, επιχειρήσεις που είτε διαθέτουν μόνο εσωτερικούς χώρους είτε δραστηριοποιούνται στον κλάδο του catering.
Ειδικά οι τελευταίες παραμένουν στην ουσία 15 μήνες κλειστές και χάνουν και δεύτερη σεζόν. Η «λυπητερή» για τον κλάδο μάλιστα δεν αποκλείεται να είναι ακόμη χειρότερη -δηλαδή περισσότερα «λουκέτα»- μετά το τέλος της θερινής περιόδου, όταν πλέον θα μπορεί να γίνει ολοκληρωμένα απολογισμός των επιχειρήσεων για το τι κατάφεραν να περισώσουν το φετινό καλοκαίρι και εάν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Πολλά, φυσικά, θα εξαρτηθούν και από την πορεία της πανδημίας και των εμβολιασμών.
Οι πιέσεις σε αυτούς που άνοιξαν
Την ίδια ώρα, βεβαίως, ακόμη και οι επιχειρήσεις που έχουν ανοίξει βρίσκονται αντιμέτωπες με σειρά προβλημάτων, πολλά εκ των οποίων σχετίζονται με την τοπική αυτοδιοίκηση. Τα ζητήματα αυτά βρέθηκαν στο επίκεντρο της συνάντησης που είχαν χθες με τον υπουργό Εσωτερικών κ. Μάκη Βορίδη και τον αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών, αρμόδιο για θέματα Αυτοδιοίκησης κ. Στέλιο Πέτσα ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ) και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Επισιτιστικών και Συναφών Επαγγελμάτων (ΠΟΕΣΕ) κ. Γιώργος Καββαθάς μαζί με τον πρόεδρο του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΕΕΑ) κ. Ιωάννη Χατζηθεοδοσίου. Ειδικότερα, τα θέματα που τέθηκαν από την πλευρά της ΠΟΕΣΕ και του ΕΕΑ είναι τα εξής:
– Να υπάρξει υποχρεωτική απαλλαγή των επιχειρήσεων από τα τέλη καταλήψεων κοινοχρήστων χώρων των Δήμων και από τα ανταποδοτικά τέλη καθαριότητας και ηλεκτροφωτισμού κατά το διάστημα των lockdown (Μαρτίου – Μαΐου 2020 και Νοεμβρίου 2020 έως τον Ιούνιο 2021).
– Επαναφορά της ρύθμισης των χρεών προς ΟΤΑ του άρθρου 165 του Ν. 4764/23.12.2020 που βεβαιώθηκαν ή μη ή κατέστησαν ληξιπρόθεσμα μέχρι 30/6/2021.
– Να τροποποιηθεί το άρθρο 55 του Ν. 4483/31.7.2017, ώστε να καταργηθεί η αφαίρεση άδειας χρήσης κοινοχρήστων χώρων, σε περίπτωση δεύτερης παράβασης εντός του έτους.
-Να τροποποιηθεί το άρθρο 49 του Ν. 4795/17.4.2021 με το οποίο παρατάθηκαν οι επαγγελματικές μισθώσεις ακινήτων των Ο.Τ.Α, με κατάργηση των περιορισμών χρονικών ορίων και την εφαρμογή της παράτασης για 2 έτη ανεξαρτήτως χρόνου λήξης της μίσθωσης.
Κατά τη διάρκεια της συνάντησης ο αρμόδιος Αναπληρωτής Υπουργός Εσωτερικών κ. Σ. Πέτσας, συμφώνησε ώστε να υπάρξει άμεση νομοθετική πρωτοβουλία για την επίλυση των ζητημάτων που τέθηκαν από τους εκπροσώπους της ΠΟΕΣΕ και ΕΕΑ.
Παράλληλα αναφορά έγινε και σε άλλα θέματα που απασχολούν τον κλάδο της εστίασης (όπως αλλαγή του Π.Δ. 180/79 για την σφράγιση των Καταστημάτων Υγειονομικού Ενδιαφέροντος(ΚΥΕ), τα Δημοτικά τέλη, τα υπέρογκα πρόστιμα και προσαυξήσεις αυτών ).
Μάλιστα συμφωνήθηκε τις επόμενες ημέρες να υπάρξει και νέα συνάντηση με τον υπουργό Εσωτερικών κ. Μ. Βορίδη με στόχο την διεξοδική συζήτηση και επίλυση και των θεμάτων αυτών.
Δυσαρέσκεια εκφράζεται τέλος από τον κλάδο για το γεγονός ότι εξακολουθεί να υπάρχει απαγόρευση της αναπαραγωγής μουσικής, αλλά και το όριο των ατόμων στις δεξιώσεις αντί για την υποχρέωση τήρησης συγκεκριμένων αποστάσεων ανάμεσα στα τραπέζια.
Πηγή: moneyreview.gr
Ρευστότητα για έναν μήνα έχει 1 στις 2 μικρές επιχειρήσεις σύμφωνα με την αποκαλυπτική έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων (ΙΜΕ) της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ) ενώ 4 στις 10 επιχειρήσεις που ρωτήθηκαν εκφράζουν τον κίνδυνο να διακόψουν τη δραστηριότητά τους το επόμενο διάστημα.
Του Δημήτρη ΧριστούλιαΣτοιχεία που καταδεικνύουν ότι περισσότερες από 350.000 επιχειρήσεις μένουν από «καύσιμα ρευστότητας».
Αναλυτικότερα οι επιχειρήσεις που δεν έχουν καθόλου ταμειακά διαθέσιμα έχουν αυξηθεί κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, μέσα σε μόλις 1 εξάμηνο. Συγκεκριμένα σχεδόν 1 στις 4 επιχειρήσεις δεν έχει καθόλου ταμειακά διαθέσιμα, ενώ για επίσης 1 στις 4 επιχειρήσεις τα ταμειακά διαθέσιμα δεν επαρκούν για περισσότερο από ένα μήνα. Με άλλα λόγια, η 1 στις 2 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις έχουν ταμειακά διαθέσιμα το πολύ για ένα μήνα. Συνολικά το 74,9% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι το δεύτερο εξάμηνο του 2020 μειώθηκε περαιτέρω η ρευστότητα του, έναντι μόλις του 7,5% που δήλωσε ότι αυξήθηκε και του 16,9% που δήλωσε ότι δεν μεταβλήθηκε. Δυσμενέστερη είναι η εικόνα όσον αφορά τα ταμειακά διαθέσιμα το επιχειρήσεων που ανέστειλαν την λειτουργία τους με κρατική εντολή και ιδίως των επιχειρήσεων εστίασης. Το 36,1% των επιχειρήσεων που ανέστειλαν την λειτουργία τους δεν έχουν καθόλου ρευστότητα, ενώ για το 22,5% τα ταμειακά διαθέσιμα επαρκούν το πολύ για ένα μήνα. Χειρότερη φαίνεται πως είναι η κατάσταση για τις επιχειρήσεις εστίασης καθώς το 44,1% δεν έχει καθόλου ταμειακά διαθέσιμα, ενώ για το 19,2% επαρκούν το πολύ για ένα μήνα.
Κατακόρυφη πτώση πωλήσεων
Σύμφωνα με την έρευνα του ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ 7 στις 10 επιχειρήσεις (70,7%) δήλωσαν πως μειώθηκε ο τζίρος τους. Ο κύκλος εργασιών μειώθηκε μεσοσταθμικά κατά 32,4% το Β΄ εξάμηνο του 2020. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που δηλώνουν ετήσιο τζίρο κάτω από 50.000 ευρώ αυξήθηκαν το 2020 σε σχέση με το 2019 κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες. Συγκεκριμένα, αντιστοιχούν στο 44,6% έναντι του 34,1% που ήταν το 2019. Επίσης, διπλασιάστηκαν οι επιχειρήσεις που το 2020 σε σύγκριση με το 2019 κατέγραψαν ζημιές (47,8% το 2020 από 27,6% το 2019), ενώ υποδιπλασιάστηκαν οι επιχειρήσεις που κατέγραψαν κέρδη (27,3% το 2020 από 55,2% το 2019).
Ληξιπρόθεσμες οφειλές
Υψηλά παραμένουν τα ποσοστά των επιχειρήσεων που δηλώνουν πως έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές,
Σχεδόν 1 στις 2 επιχειρήσεις (46,4%) φαίνεται πως έχει τουλάχιστον 1 ληξιπρόθεσμη οφειλή, 1 στις 4 επιχειρήσεις (21,6%) έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο (εφορία και ασφαλιστικά ταμεία), ενώ επίσης 1 στις 4 επιχειρήσεις (19,7%) έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές στις μισές τουλάχιστον από τις 8 κατηγορίες υποχρεώσεων της έρευνας. Αναλυτικότερα, 1 στις 4 επιχειρήσεις (23,8%) δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία (ΦΠΑ, ΦΜΥ κλπ.). Επίσης, 1 στις 4 επιχειρήσεις (26,3%) δηλώνει πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τον πρώην ΟΑΕΕ ενώ το 32,9% των επιχειρήσεων που έχουν τραπεζικά δάνεια δήλωσε πως έχει καθυστερημένες οφειλές. Το 23% των επιχειρήσεων που έχουν ενοίκιο δήλωσε πως έχει καθυστερημένες οφειλές ενώ το 22,6% έχει καθυστερημένες οφειλές προς προμηθευτές
Δυσοίωνες προβλέψεις
Σχεδόν 4 στις 10 (38,2%) μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις εκφράζουν τον φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητας τους κατά το επόμενο διάστημα ενώ 1 στις 2 (53,6%) των επιχειρήσεων περιμένει μείωση του κύκλου εργασιών. Επίσης, το 63,1% των επιχειρήσεων θεωρεί πως η οικονομική κρίση που έχει προκαλέσει η πανδημία θα διαρκέσει για τουλάχιστον 2 χρόνια με τους επιχειρηματίες της εστίασης να καταγράφουν το μεγαλύτερο ποσοστό απαισιοδοξίας (72%). Ως προς τις εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για το επόμενο διάστημα η κατάσταση προδιαγράφεται ιδιαίτερα δυσοίωνη. Τα ποσοστά των επιχειρήσεων που εκτιμούν πως δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις το επόμενο διάστημα παρουσιάζουν σημαντική αύξηση σε όλες τις κατηγορίες υποχρεώσεων σε σύγκριση με την αντίστοιχη εξαμηνιαία έρευνα του Ιουλίου του 2020. Περίπου 1 στις 3 επιχειρήσεις δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις ασφαλιστικές και φορολογικές της υποχρεώσεις καθώς επίσης και στην πληρωμή ενοικίου Περίπου 1 στις 4 επιχειρήσεις δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις προς προμηθευτές (26,6%), στην πληρωμή λογαριασμών ενέργειας (26,3%) και λοιπούς λογαριασμούς (25,1%). Σχεδόν 1 στις 2 (44,6%) από τις επιχειρήσεις που έχουν τραπεζικό δάνειο δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του το επόμενο διάστημα.
Πηγή: real.gr