Σε χώρα γερόντων μετατρέπεται σταδιακά η Ελλάδα, όπως προειδοποιούν εδώ και χρόνια οι ειδικοί επιστήμονες, αλλά μαρτυρούν και τα στοιχεία των απογραφών για τη χώρα μας. Μειωμένες γεννήσεις και αύξηση του προσδόκιμου ζωής μεταβάλλουν διαρκώς την ηλικιακή κατανομή του ελληνικού πληθυσμού προς το ωριμότερο.
Παρόλο που η τάση μείωσης των γεννήσεων γιγαντώθηκε τα μνημονιακά χρόνια της οικονομικής κρίσης, είχε αρχίσει να διαφαίνεται δεκαετίες νωρίτερα. Ωστόσο, η Ελλάδα παρόλο που γερνάει εξακολουθεί να μην υιοθετεί μια εθνική στρατηγική και ένα σχέδιο δράσης για την προστασία και τη βελτίωση της ζωής και της υγείας αυτού του ευάλωτου τμήματος του πληθυσμού με την Πολιτεία να αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες που της αναλογούν κρυπτόμενη πίσω από την παραδοσιακή ελληνική οικογένεια και το δόγμα ότι τα παιδιά είναι αυτά που θα αναλάβουν τη φροντίδα των γονέων τους όταν αυτοί μεγαλώσουν.
Τα αντανακλαστικά κράτους και κοινωνίας ξυπνούν αλλά μόνο για λίγο όταν βλέπουν το φως της δημοσιότητας ανθρώπινες τραγωδίες, όπως η πρόσφατη του ηλικιωμένου ζευγαριού στην Κυψέλη, που και οι δύο σύζυγοι πέθαναν μόνοι και αβοήθητοι σε ένα διαμέρισμα μέσα στο κέντρο της πρωτεύουσας. Η ηλικιωμένη μάλιστα ούσα πιθανότατα μη αυτοεξυηρετούμενη άφησε αφυδατωμένη την τελευταία της πνοή, κάποια 24ωρα μετά το σύζυγό της.
Σήμερα αν και υπολογίζεται ότι ποσοστό περίπου 30% του πληθυσμού είναι άνω των 65 ετών δεν υπάρχει στη χώρα Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την καλύτερη ζωη και υγεία στην τρίτη ηλικία. Την ίδια στιγμή η Ελλάδα αποτελεί τη μοναδική χώρα της Ευρωπαικής Ενωσης και πιθανότατα ολόκληρου του δυτικού κόσμου που δεν έχει αναγνωρίσει τη γηριατρική ως ιατρική ειδικότητα ή έστω ως εξειδίκευση.
Από την άλλη το πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι», το οποίο είχε φέρει επανάσταση το 1997 όταν είχε ξεκινήσει πιλοτικά στους δήμους Νεάπολης - Συκεών και Περιστερίου χάνει διαρκώς κόσμο καθώς όσοι συνταξιοδοτούνται ή αποχωρούν δεν αντικαθίστανται με αποτέλεσμα σήμερα να εξυπηρετεί τα μισά άτομα από όσα εξυπηρετούσε πριν από μία δεκαετία. Πολλές παροχές έχουν ατονήσει και σε αρκετούς δήμους αυτό το πολλά υποσχόμενο πρόγραμμα έχει καταντήσει να προσφέρει απλά υπηρεσίες διανομής φαρμάκων και ειδών πρώτης ανάγκης. Οι εργαζόμενοι σε αυτό ύστερα από 20 χρόνια προυπηρεσίας βρίσκονται τώρα σε μία διαδικασία μονιμοποίησης, ενώ παρά τις αυξημένες ανάγκες του προγράμματος περίπου 164 εξ αυτών έμειναν εκτός των οριστικών πινάκων διορισμού.
Στις χώρες του εξωτερικού όλο και περισσότερο εγκαταλείπεται η τάση της ιδρυματοποίησης μέσα στα γηροκομεία και επιλέγεται το μοντέλο «γερνάω στο σπίτι», αλλά έχοντας μια σταθερή βοήθεια και στήριξη μέσω των κατάλληλων υπηρεσιών από την Πολιτεία.
Το κράτος είναι άλλωστε αυτό που θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του καθώς οι υπόλοιπες δράσεις όπως αυτή της συμβίωσης ηλικιωμένων σε ένα κοινό σπίτι μέσω προγραμμάτων στη φιλοσοφία «γερνάω με φιλους» (cohousing) που έχει εφαρμοστεί σε σκανδιναβικές χώρες ή πρωτοβουλιών, όπως αυτή της υιοθεσίας ενός παππού (adopt a grandparent» που εφαρμοζονται σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, μόνο συμπληρωματικά μπορούν να λειτουργήσουν.
Μία τελευταία ευκαιρία φαίνεται πως έχει και η χώρα μας να αναγνωρίσει την ανάγκη βελτίωσης των συνθηκών για τους ηλικιωμένους καθώς πρόκειται για μία μακρόχρονη διαδικασία που πρέπει να γίνει σταδιακά.
Η κλεψύδρα έχει ήδη αναποδογυρίσει για πολλούς λόγους καθώς όσο περνούν τα χρόνια τα παιδιά λιγοστεύουν, πολλά ζευγάρια κάνουν μόνο ένα παιδί ή αποφασίζουν να μην αποκτήσουν κανένα είτε επειδή δε θέλουν ή επειδή η οικονομική τους κατάσταση δεν το επιτρέπει και το καθυστερούν όλο και περισσότερο. Το κοινωνικό μοντέλο αλλάζει διαρκώς και πολλά νοικοκυριά παραμένουν μονομελή, γεγονός που σημαίνει πως στο μέλλον θα χρειαστούν κάποια βήθεια.
Οπως όλα δείχνουν, οι σημερινοί 40άρηδες και 50άρηδες θα γεράσουν διαφορετικά είτε έχουν αποκτήσει οικογένεια, είτε όχι. Θα είναι σε μία πολύ διαφορετική θέση απ΄αυτή που βρίσκονται σήμερα οι 65άρηδες ή οι 70άρηδες. Μπορεί να έχουν καλύτερη υγεία, αλλά τα πράγματα να είναι χειρότερα από άποψη μοναξιάς.
«Γι΄αυτό χρειάζεται η κοινωνία να γίνει πιο προνοητική μιας και γνωρίζουμε τι θα συναντήσουμε στο μέλλον», εξηγεί στο «ethnos.gr», η Αλεξάνδρα Τραγάκη, καθηγήτρια οικονομικής δημογραφίας στο τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου.
Ο ολοένα αυξανόμενος αριθμός των μοναχικών ηλικιωμένων αποτελεί μία ακόμα παράπλευρή απώλεια του brain drain. Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια «αιμορραγεί» πληθυσμιακά συνεχώς καθώς όλο και περισσότεροι νέοι άνθρωποι αποφασίζουν να μεταναστεύσουν αναζητώντας εργασία, καλύτερη τύχη και καλύτερες αμοιβές στο εξωτερικό.
Σήμερα, όπως επισημαίνει η κυρία Τραγάκη, υπολογίζεται ότι περίπου ένας στους τρεις πολίτες της χώρας είναι άνω των 65 ετών: «Το ποσοστό είναι πολύ μεγαλύτερο από το ποσοστό των παιδιών ή των κατοίκων κάτω των 20 ετών με την τάση να αυξάνεται συνεχώς. Δεν ειναι βεβαίως όλοι σε κατάσταση ανάγκης, αλλά μπορεί κανείς να πιθανολογήσει ότι το αμέσως επόμενο διάστημα πολλοί θα βρεθούν».
Προσθέτει ότι θα πρέπει απαραιτήτως να προνοήσουμε για το μέλλον: «Στην εποχή μας έχουμε μικρότερες οικογένειες και μεγαλύτερα ποσοστά ατεκνίας κι αυτό αλλάζει τον τρόπο που θα γερνάμε, τον τρόπο που φαντάζεται κανείς τα γηρατειά του. Το πλαίσιο αλλά και οι ανάγκες είναι πλέον εντελώς διαφορετικές. Σε όλο αυτό το πλέγμα έπαιξε ρόλο και η οικονομική κρίση και το γεγονός ότι παλαιότερα στηριζόσουν στην οικογένεια, αλλά η οικογένεια βρισκόταν κοντά, γύρω. Τώρα δεν είναι. Μπορεί να υπάρχουν παιδιά και αυτά να ζουν σε άλλη πόλη ή σε άλλη χώρα οπότε η στήριξη που μπορεί κανείς να φανταζόταν ότι θα έχει, δεν υπάρχει».
Σύμφωνα με την ίδια, η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο, ακόμα και η κοινότητα σε μικρότερο επίπεδο γιατί είναι άλλες οι ανάγκες αυτού που γερνά στο κέντρο της Αθήνας, σε ένα προάστιο ή σε ένα χωριό οπου το πιθανότερο είναι τα παιδιά - εφόσον υπάρχουν – να είναι μακριά.
Σε μία χώρα, στην οποία ο πληθυσμός της γερνάει με αυτό το ρυθμό, κάνει ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός της μη αναγνώρισης μιας ιατρικής ειδικότητας ή εξειδίκευσης, η οποία κερδίζει διαρκώς έδαφος στο εξωτερικό, καθώς το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού είναι διεθνές.
Η αναγνώριση της γηριατρικής μαζί με την κατάρτιση ενός εθνικού σχεδίου Γήρανσης με Υγεία είναι ο στόχος ενός κειμένου συλλογής υπογραφών, το οποίο ετοίμαστε η Ελληνική Εταιρία Μελέτης και Ερευνας Γήρανσης προσπαθώντας να πείσει μέσω της συλλογικότητας του αιτήματος την Πολιτεία να κοιτάξει κατάματα τους μεγαλύτερους σε ηλικία πολίτες της και τις ανάγκες τους.
Μέσω του ψηφίσματος, το οποίο μπορεί κανείς να υπογράψει εδώ (https://secure.avaaz.org/community_petitions/el/upourgeio_ugeias_anagnorise_geriatrikes_os_iatrike_eidikoteta_katartise_ethnikou_skhediou_geranses_me_ugeia/?cEKXhtb&utm_campaign=petition-1612774-anagnorise_geriatrikes_os_iatrike_eidikoteta_katartise_ethnikou_skhediou_geranses_me_ugeia&utm_medium=copy&utm_source=sharetools&utm_term=cEKXhtb%2Bel ), 19 επιστήμονες εξηγούν ότι η Γηριατρική είναι η ιατρική εξειδίκευση που προσεγγίζει την υγεία του ηλικιωμένου ατόμου με ευρύ και ολιστικό τρόπο: Αξιολογεί τις πολλαπλές διαστάσεις της υγείας και των δυσκολιών που μπορεί να αντιμετωπίζει ένα άτομο μεγαλύτερης ηλικίας, προσαρμόζει την ιατρική του φροντίδα στη γενικότερη κατάσταση, στις ανάγκες και στις αξίες του ατόμου καιΕ εκπονεί εξατομικευμένες παρεμβάσεις, ώστε να επιτευχθεί για τον περισσότερο δυνατό χρόνο η γήρανση με λειτουργική αυτονομία και ποιότητα ζωής. Η Γηριατρική είναι πρωτίστως μια πολυδιάστατη και συνεργατική προσέγγιση της ιατρικής που έρχεται να συνεπικουρήσει τον ρόλο των λοιπών ειδικοτήτων και να συνενεργήσει με τους επαγγελματίες υγείας για την πρόληψη των παθολογιών της γήρανσης και την αντιμετώπιση των περίπλοκων προβλημάτων των ηλικιωμένων ασθενών.
Οι επιστήμονες κάνουν λόγο για «εκκωφαντική απουσία της Γηριατρικής στην Ελλάδα», η οποία απορρέει από τη μέχρι τώρα μη ανταπόκριση της Πολιτείας σε επανηλειμμένα διαβήματα της επιστημονικής κοινότητας, παρά τις υποχρεώσεις της χώρας μας ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και την παγκόσμια αναγνώριση ως επείγουσας προτεραιότητας των πολύπλοκων ζητημάτων που προκύπτουν από τη γήρανση του πληθυσμού.
Η επιλογή αυτή δεν είναι χωρίς συνέπειες για τα μεγαλύτερης ηλικίας άτομα, καθώς όπως εξηγούν: «αυτή η αδράνεια έχει ως συνέπεια τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας να λαμβάνουν κατακερματισμένη φροντίδα, οι οικογένειές τους να νιώθουν συχνά αβοήθητες, οι ιατροί και επαγγελματίες υγείας να συναντούν δυσκολίες στην αντιμετώπιση πολυνοσούντων ευπαθών ηλικιωμένων. Παραλλήλως, η κοινωνία και η οικονομία υφίστανται μεγεθυμένο το κόστος της απώλειας αυτονομίας και της υποβέλτιστης διαχείρισης της πολυνοσηρότητας της αυξανόμενης μάζας των ηλικιωμένων ασθενών».
Οπως μας λέει ο πρόεδρος της ΕΕΜΕΓ και καθηγητής Γηριατρικης (Νοσοκομείο Nancy, Γαλλία), Αθανάσιος Μπενέτος, στους μεγαλους ανθρώπους δεν αρκεί να είμαστε απλά ευγενικοί, να τους χτυπήσουμε φιλικά στην πλάτη και να τους πούμε για παράδειγμα «μην ανησυχείς παππού, όλα θα πάνε καλά». Θα πρέπει να γνωρίζουμ ότι δεν μπορείς να θεραπεύσεις με την ίδια λογική την υπέρταση σε έναν 55άρη και σε έναν άνθρωπο 85 ετών.
Ο ίδιος επισημαίνει ότι η Ελλάδα διαθέτει πολύ καλούς γιατρούς και πολύ καλά νοσοκομεία. Λείπει όμως η οργάνωση και η κουλτούρα: «Το βλέπουμε και στους ίδιους τους ασθενείς, προσπαθούν να πάνε στον καλό γιατρό, συσσωρεύουν εξετάσεις και φάρμακα χωρίς να τους παρέχεται μια ολιστική προσέγγιση της κατάστασής τους. Ο γηρίατρος δεν έρχεται για να αντικαταστήσει όλες τις άλλες ειδικότητες, ούτε όλοι οι ηλικιωμένοι θα πρέπει να οδηγηθούν σ΄αυτόν. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις ανθρώπων με πολλά ανοιχτά παθολογικά θέματα και έκπτωση σωματικών και νοητικών λειτουργιών, για τους οποίους είναι κρίσιμη η παρέμβαση ενός γηρίατρου».
Ο κ. Μπενέτος σημειώνει ότι και η Γαλλία απέκτησε ένα εθνικό σχέδιο δράσης όταν το 2004 είδε περίπου 15.000 ηλικιωμένους να πεθαίνουν μόνοι κυρίως στο Παρίσι και τις άλλες μεγάλες πόλεις. Σήμερα σε κάθε μεγάλο νοσοκομείο υπάρχει κλινική γηριατρικής, ενώ έχει δημιουργηθεί έδρα και στις 30 Ιατρικές Σχολές της χώρας.
«Είναι δείγμα πολιτισμού το πως μια κοινωνία φροντίζει τους ηλικιωμένους της», λέει ο κ. Μπενέτος προσθέτοντας ότι το ιδανικό μοντέλο συνδυάζει την παραμονή στο σπίτι εφόσον δεν χρειάζεται νοσηλεία με τη συνδρομή της οικογένειας εάν είναι δυνατό και τη φροντίδα ειδικών: «Με τον τρόπο αυτό άλλωστε δημιουργούνται χιλιάδες θέσεις εργασίας σε νέες ειδικότητες. Το είδαμε να συμβαίνει στη Γαλλία. Είχε αντίκτυπο και στην αντιμετώπιση της ανεργίας σε ένα βαθμό».
Οπως εξηγεί η γηρίατρος, Ευρυδίκη Κραββαρίτη, στους ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας είναι συχνότερες οι περιπτώσεις επιπλοκών: «Ισως περάσει κάποιος από το σύστημα υγείας π.χ. για κάποια επέμβαση και μετά μείνουν κάποιες παρενέργειες, κάποια ιατρογενή προβλήματα που θα μπορούσε να είχε αποφύγει».
Η ίδια σημειώνει ότι η δυτική ιατρική είναι ιδιαιτέρως ολιστική, αρκεί να μη γίνονται εκπτώσεις σε χρόνο ή σε πόρους: «Η γηριατρική φροντίδα ξεπερνά το τέταρτο που ορίζει το ραντεβού του ΕΟΠΥΥ. Δεν μπορεί να δοθεί σε αυτό το χρόνο. Απαιτεί σοβαρό σχεδιασμό, ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους. Χρειάζεται μία διεπιστημονική ομάδα διαφόρων ειδικοτήτων γιατρούς, ψυχολόγους, διατροφολόγους, φυσικοθεραπευτές. Δεν μπορείς να βιάζεσαι και να τα αποδίδεις όλα στα γεράματα. Ο άνθρωπος που δεν τον κρατάνε τα πόδια του, θέλει να σου μιλήσει γι΄αυτό κι εσύ να τον ακούσεις».
Ωστόσο στη χώρα μας η φροντίδα των ηλικιωμένων επαφίεται συχνά στην οικογένεια και κυρίως στις γυναίκες μιας οικογένειας, οι οποίες όπως λέει και η κυρία Κραββαρίτη, προσφέρουν άπειρες ώρες αφανούς εργασίας αλλά αδυνατούν να δώσουν τη φροντίδα που χρειάζονται οι άνθρωποι αυτοί καθώς δεν έχουν τις απαραίτητες γνώσεις.
Την ίδια στιγμή στην Ελλάδα αποτελεί μεγάλο στίγμα η φιλοξενία ενός ηλικιωμένου ατόμου σε κάποιον οίκο ευγηρίας ειδικά εάν στην οικογένεια υπάρχουν παιδιά με αποτέλεσμα πολλές φορές και άνθρωποι που έχουν ανάγκη να πάνε σε κάποιο κέντρο με εξειδικευμένη φροντίδα να παραμένουν στις οικογένειές τους, συχνά και επειδή δεν υπάρχει το διαθέσιμο εισόδημα για την πληρωμή αυτών των δομών.
Στο μισό έχουν μειωθεί περίπου και οι εξυπηρετούμενοι του προγράμματος «Βοήθεια στο Σπίτι», καθώς εδώ και χρόνια το προσωπικό που είτε αποχωρεί είτε συνταξιοδοτείται, δεν αντικαθίσταται.
Αποτέλεσμα, όπως επισημαίνει στο «ethnos.gr» ο δήμαρχος Νεάπολης – Συκεών και υπεύθυνος κοινωνικής πολιτικής της ΚΕΔΕ, Σίμος Δανιηλίδης σήμερα να εξυπηρετεί περίπου 55.000 άτομα πανελλαδικά, αντί για 100.000 στο παρελθόν.
Ο ίδιος είναι ο άνθρωπος που οραματίστηκε το πρόγραμμα που ξεκίνησε το 1996 στο δικό του δήμο και στο Περιστέρι της Αττικής.
«Μας βοήθησαν οι συναρμόδιοι υπουργοί Μανώλης Σκουλάκης και Γιώργος Δασκαλάκης. Κατέθεσα την ιδέα που βασιζόταν στο σουηδικό μοντέλο για τη φροντίδα των ευαλωτων ομάδων κατ΄οικον με στόχο την αποασυλοποίηση και την αποιδρυματοποιησή τους», θυμάται.
Στην πλήρη του αναπτυξη το πρόγραμμα είχε περίπου 3.500 εργαζομένους. Σήμερα μετρά 2.800. Ο αριθμός των απασχολουμένων μειώνεται παρόλο που αυξάνονται οι άνθρωποι σε ανάγκη. Οι εργαζόμενοι αναμένεται προσεχώς να μονιμοποιηθούν ύστερα από δύο δεκαετίες απασχόλησης οι περισσότεροι. Ωστόσο 164 απ΄αυτούς έμειναν εκτός των οριστικών λιστών παρά το γεγονός ότι το πρόγραμμα παρουσιάζει έλλειμα κατά τουλάχιστον 700 εργαζομένους.
«Εχουμε κάνει πρόταση για να παραμείνουν αυτοί οι εργαζόμενοι, οι οποίοι είναι απαραίτητοι. Αλλωστε περισσότεροι από τους μισούς αναμένεται να συνταξιοδοτηθούν σταδιακά μέσα στην επόμενη τετραετία και τα κόστη τους είναι ελάχιστα», τονίζει ο κ. Δανιηλίδης.
Ο ίδιος αναγνωρίζει ότι εξαιτίας των ελλείψεων, αλλά και ορισμένες φορές με ευθύνη των δημοτικών αρχών σημαντικές πτυχές του προγράμματος έχουν ατονήσει σε πολλούς δήμους: «Εφόσον ξεπεράσουμε τον ύφαλο της μονιμοποίησης, θα πρέπει να υπάρξει αναδιοργάνωση του προγράμματος και κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ για τη διεύρυνσή του σε μονάδα ολοκληρωμένης κοινωνικής φροντίδας κατ΄οίκον, να αγοραστεί κινητός ιατρικός εξοπλισμός, να ενσωματωθούν γιατροί και φυσικοθεραπευτές όπως έχουμε κάνει στο δικό μας δήμο με δικές μας δαπάνες. Το <βοήθεια> δεν είναι ντελίβερι φαρμάκων και τροφίμων», λέει χαρακτηριστικά.
Αν και αντίστοιχα προγράμματα λειτουργούν οι περισσότεροι δήμοι, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι υπάρχουν περίπου 50, οι οποίοι δεν ανέπτυξαν ποτέ. Μεταξύ αυτών των δήμων, μάλιστα, συγκαταλέγονται και περίπου 30 μεσαίου και μεγάλου μεγέθους δήμοι στο λεκανοπέδιο Αττικής!
Από την πλευρά τους οι εργαζόμενοι στο πρόγραμμα επισημαίνουν ότι και οι 2.900 θέσεις που προβλέπονται, δεν επαρκούν: «Ζητήσαμε περισσότερες θέσεις ώστε να παραμείνουν και οι 164 συνάδελφοί μας, αλλά δεν έγινε αποδεκτό. Πρόκειται για ανθρώπους που είναι απαραίτητοι στο πρόγραμμα με 20ετή προυπηρεσία και προσφορά», σημειώνει η πρόεδρος του Συλλογου Βοηθών στο Σπίτι στην Αττική, Σοφία Κολιζέρα προσθέτοντας πως πολλοί είναι άνθρωποι κοντά στη σύνταξη και πολύ δυσκολο να ξαναβρούν δουλειά.
Πλέον όλες τους οι ελπίδες στρέφονται στη συνάντηση με τον υπουργό Εσωτερικών, Μάκη Βορίδη, τον οποίο αναμένεται να επισκεφτούν μαζί με την ΚΕΔΕ.
Η κυρία Κολιζέρα επισημαίνει ότι ο θεσμός έχει περάσει πολλές προβηματικές περιόδους, αλλά παρέμεινε η μοναδική δομή που λειτουργούσε στους δήμους ακόμα και την περίοδο της πανδημίας και των σκληρών μέτρων.
«Τόσο στην Αττική όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα οι ανάγκες είναι τεράστιες. Παρά την ανταπόκριση και την ωφελιμότητα του προγράμματος δεν του έχουν δώσει τη θέση που του αξίζει. Ετσι πλέον αναγκαζόμαστε να περιορίζουμε ακόμα και τις επισκέψεις στους ανθρώπους προκειμενου να μπορέσουμε να τους εξυπηρετήσουμε όλους», καταλήγει.
Μειωμένος κατά 0,15% εκτιμάται ότι ήταν την 1η Ιανουαρίου φέτος, σε σύγκριση με την αντίστοιχη ημερομηνία του 2018, ο μόνιμος πληθυσμός της χώρας, λόγω κυρίως των λιγότερων γεννήσεων από τους θανάτους που εν μέρει αντισταθμίστηκαν από τις μεταναστευτικές ροές.
Σύμφωνα με τη σχετική έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, ο μόνιμος πληθυσμός της χώρας την 1η Ιανουαρίου 2019 εκτιμάται σε 10.724.599 άτομα (5.208.293 άνδρες και 5.516.306 γυναίκες), έναντι των 10.741.165 ατόμων της 1ης Ιανουαρίου 2018.
Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της φυσικής μείωσης του πληθυσμού που ανήλθε σε 33.006 άτομα (86.440 γεννήσεις έναντι 119.446 θανάτων ατόμων με τόπο συνήθους διαμονής εντός της ελληνικής επικράτειας) και της καθαρής μετανάστευσης που εκτιμάται σε 16.440 άτομα (θετικό ισοζύγιο).
Ο πληθυσμός ηλικίας 0- 14 ετών ανήλθε σε 14,3% του συνολικού πληθυσμού, έναντι 63,6% του πληθυσμού 15- 64 ετών και 22,1% του πληθυσμού 65 ετών και άνω. Ο δείκτης γήρανσης (πληθυσμός ηλικίας 65 ετών και άνω προς τον πληθυσμό ηλικίας 0-14 ετών) ανήλθε σε 153,8.
Ανά περιφέρεια, οι περισσότεροι (3.742.235 άτομα) βρίσκονται στην Αττική και στις δύο επόμενες θέσεις είναι η Κεντρική Μακεδονία (1.873.777 άτομα) και η Θεσσαλία (718.640 άτομα). Ακολουθούν, η Δυτική Ελλάδα (655.189 άτομα), η Κρήτη (634.930 άτομα), η Ανατολική Μακεδονία- Θράκη (599.723 άτομα), η Στερεά Ελλάδα (555.960 άτομα), η Πελοπόννησος (574.447 άτομα), το Νότιο Αιγαίο (344.027 άτομα), η Ήπειρος (333.696 άτομα), η Δυτική Μακεδονία (267.008 άτομα), το Βόρειο Αιγαίο (221.098 άτομα) και τα Ιόνια Νησιά (203.869 άτομα).
Η καθαρή μετανάστευση εκτιμάται σε 16.440 άτομα που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ 119.489 εισερχομένων και 103.049 εξερχομένων μεταναστών. Το 2017 η καθαρή μετανάστευση είχε εκτιμηθεί σε 8.920 άτομα (112.247 εισερχόμενοι και 103.327 εξερχόμενοι μετανάστες. Σημειώνεται ότι στα στοιχεία εισερχόμενης μετανάστευσης περιλαμβάνονται και άτομα που βρίσκονταν στη χώρα μας την 1/1/2019 λόγω της προσφυγικής κρίσης. Η εκτίμηση των μεταναστευτικών ροών (πλην των ατόμων που σχετίζονται με την προσφυγική κρίση) έγινε με τη χρήση κατάλληλων μοντέλων παλινδρόμησης.
Δραματικά στοιχεία για την υπογεννητικότητα στην Ελλάδα - «Εξαφανίζονται» χιλιάδες μαθητές, κλείνουν συνεχώς σχολεία - Απαιτούνται μέτρα εδώ και τώρα...
Η Ελλάδα εκπέμπει... SOS! Το Newsbomb.gr εδώ και χρόνια κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και ζητά εναγωνίως από τις εκάστοτε κυβερνήσεις να λάβουν άμεσα μέτρα για το ζήτημα της υπογεννητικότητας. Δυστυχώς, τα δραματικά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και του ΙΟΒΕ μας επιβεβαιώνουν…
Οι αριθμοί προκαλούν θλίψη και απογοήτευση και μπροστά σε αυτούς απαγορεύεται να κλείνουν τα μάτια, αυτοί που σήμερα έχουν τις τύχες της χώρας στα χέρια τους.
Τα τελευταία επεξεργασμένα στατιστικά στοιχεία αλλά και οι προβλέψεις για το μέλλον του Ελληνισμού είναι σοκαριστικά, καθώς και το έτος 2020 αναμένεται να συνεχιστούν η μείωση των γεννήσεων και η γήρανση του πληθυσμού σε σχέση με το τρέχον έτος. Ολο και λιγότερα παιδιά θα συναντά κανείς στις παιδικές χαρές και στις σχολικές μονάδες, ενώ αντιθέτως θα αυξάνονται οι χώροι συνάθροισης των ηλικιωμένων.
Εάν συνεχίσουμε με τους ίδιους ρυθμούς, σύμφωνα με το «Έθνος της Κυριακής», χωρίς να λάβουμε δραστικά μέτρα για την επίλυση του δημογραφικού προβλήματος που ταλανίζει τη χώρα μας, το έτος 2050 μόλις και μετά βίας θα φθάνουμε τα 8 εκατομμύρια, εκ των οποίων τα 2.880.000 θα είναι γέροντες. Και αυτό είναι συντηρητικό σενάριο, γιατί θεωρείται πιθανό τα νέα ζευγάρια να συνεχίσουν να μην κάνουν πολλά παιδιά λόγω της οικονομικής δυσπραγίας και μιας σειράς άλλων ενδογενών και εξωγενών παραγόντων.
Κομβικό έτος γι’ αυτήν την κατηφόρα, σύμφωνα με την ψυχρή γλώσσα των αριθμών, ήταν το 2011. Εκείνη τη χρονιά που μπαίναμε για τα καλά στην κρίση, καταγράφηκε για πρώτη φορά αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων, τουτέστιν τα μωρά που γεννήθηκαν στα μαιευτήρια της χώρας μας ήταν λιγότερα από τα άτομα που απεβίωσαν.
Στις μέρες μας έχουμε φθάσει πλέον στο σημείο οι θάνατοι να είναι ετησίως 36.000 περισσότεροι σε σχέση με τις γεννήσεις. Το 2017 για παράδειγμα, που έχουμε τα τελευταία επικαιροποιημένα στοιχεία ολόκληρου του έτους, καταγράφηκαν 124.501 θάνατοι έναντι 88.553 γεννήσεων, ήτοι διαφορά 35.948 λιγότερων νέων ανθρώπων που έρχονταν στη ζωή σε σχέση με αυτούς που έφευγαν από αυτή.
Η τάση αυτή δεν πρόκειται να αναστραφεί τα επόμενα τριάντα χρόνια. Απλώς είναι δυνατόν, εάν οι γεννήσεις σταθεροποιηθούν ή στην ευνοϊκότερη των περιπτώσεων αυξηθούν, το αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων θανάτων στη χώρα μας να περιοριστεί.
Μεταναστευτικό ισοζύγιο
Τέλος, ένας παράγοντας που δεν θα πρέπει να αγνοείται είναι η ανάδυση μετά το 2010 ενός νέου κύματος μετανάστευσης. Από τη χώρα μας έφυγαν πρώτιστα εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες αναζητώντας στο εξωτερικό μια καλύτερη τύχη και κυρίως περισσότερες ευκαιρίες στον επαγγελματικό τομέα.
Η φυγή αυτή επικεντρώνεται σε νέους αναπαραγωγικής ηλικίας (από 25 μέχρι 45 ετών) και δεν αναμένεται να ανακοπεί σύντομα – εν αντιθέσει με αυτήν των αλλοδαπών που ζούσαν στον τόπο μας και έφυγαν την περίοδο της μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης, η ένταση της οποίας βαίνει μειούμενη.
Ετσι, το μεταναστευτικό ισοζύγιο της τρέχουσας δεκαετίας που μόλις ολοκληρώνεται είναι αρνητικό, παρ’ όλη την εγκατάσταση στη χώρα μας τα τελευταία έξι χρόνια τμήματος των παρατύπως εισερχόμενων αλλοδαπών.
Τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν
Οι όποιες παρεμβάσεις για την επίλυση του δημογραφικού προβλήματος που ταλανίζει τη χώρα μας, ή έστω του περιορισμού του, «θα πρέπει», όπως τονίζεται στην έκθεση της σχετικής διακομματικής επιτροπής της Βουλής, «να επικεντρωθούν βασικά στη μετανάστευση και τη γονιμότητα». Ειδικότερα θα πρέπει κατ’ αρχάς να τεθεί ως κεντρικός στόχος η ανακοπή της μετανάστευσης των νέων στο εξωτερικό.
Πρακτικά θα πρέπει να υπάρξουν ταχύτατη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, μείωση της ανεργίας των νέων και αύξηση των αμοιβών. Επίσης κρίνεται απαραίτητο να ληφθούν μέτρα που θα διευκολύνουν τον επαναπατρισμό τμήματος των νέων Ελλήνων που μετανάστευσαν την τρέχουσα δεκαετία και να υπάρξει μια ενεργή και συνεκτική μεταναστευτική πολιτική.
Στο πλαίσιο της αύξησης των γεννήσεων εντάσσεται επίσης η καταβολή του επιδόματος των 2.000 ευρώ που έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση ότι θα δίνεται από την 1η Ιανουαρίου 2020 για κάθε νέο παιδί που θα γεννιέται. Συν τοις άλλοις, αυξάνεται το αφορολόγητο στα 1.000 ευρώ για κάθε παιδί, ενώ παράλληλα μειώνεται ο ΦΠΑ για τα βρεφικά είδη και τα παιδικά καθίσματα αυτοκινήτου, από το 24% που είναι σήμερα, στο 13%.
Ξεχωριστή περίπτωση
Η Ελλάδα διαφοροποιείται σημαντικά από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ως προς τον αριθμό γεννήσεων λόγω μιας σειράς ιδιοτυπιών που είχε. Για παράδειγμα, δεν γνώρισε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου την «έκρηξη» των γεννήσεων (γνωστή και ως «baby boom»), που σημάδεψε την πλειονότητα των ανεπτυγμένων χωρών του πλανήτη, ενώ ταυτόχρονα η συσχέτιση ανάμεσα στον γάμο και την τεκνογονία είναι ισχυρή.
Ακόμη και σήμερα υπάρχει εν μέρει μια «αρνητική» εικόνα για τα εκτός γάμου παιδιά και την άγαμη μητέρα. Παράλληλα, η ένταση της διάλυσης των έγγαμων συμβιώσεων αν και με ανοδικές τάσεις είναι ακόμη χαμηλή, ενώ η ηλικία αποχώρησης των νέων από την οικογενειακή εστία ήταν και παραμένει από τις υψηλότερες στην Ευρώπη.
Δεν θα πρέπει να αγνοούμε επίσης ότι η μέση ηλικία απόκτησης παιδιών (έφθασε την ηλικία των 31,5 ετών το 2017) είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, ενώ η χώρα μας εντάσσεται με βάση τον συγχρονικό δείκτη γονιμότητας στην ομάδα εκείνη των ευρωπαϊκών χωρών (7 στις 28) με τη χαμηλότερη γονιμότητα (1,3-1,4 παιδιά ανά γυναίκα). Το δε ποσοστό των άτεκνων γυναικών αυξάνεται ταχύτατα στις νεότερες γενιές και είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη (μεγαλύτερο του 20%).
Τέλος, ανάμεσα στις «ιδιαιτερότητες» της Ελλάδας θα πρέπει να αναφέρουμε και τη μακρόχρονη και ιδιαίτερα έντονη οικονομική κρίση, χωρίς όμως όπως όλα δείχνουν να είναι αυτός ο βασικός λόγος. Η χαμηλή γονιμότητα έχει ιστορικό βάθος, απλώς με την οικονομική κρίση ενισχύθηκε.
Πρώτη φορά στη δημογραφική ιστορία, τα άτομα ηλικίας 0-14 ετών από τα τέλη της δεκαετίας του 90 υπολείπεται αυτού των 65 ετών και άνω
Η Ελλάδα είναι πλέον γερασμένη καθώς το 22% σχεδόν των κατοίκων της είναι πλέον άνω των 65 ετών και το ποσοστό των 85+ αγγίζει το 3,5% (μόλις 0,04% το 1951).
Ταυτόχρονα για πρώτη φορά στη δημογραφική ιστορία μας, ο πληθυσμός των ατόμων ηλικίας 0-14 ετών από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 υπολείπεται αυτού των 65 ετών και άνω (το 2018 οι 65 ετών και άνω είναι κατά 800.000 περισσότεροι από τα άτομα 0-14 ετών).
Πρόκειται για στοιχεία έρευνας του Βύρωνα Κοτζαμάνη, καθηγητή Δημογραφίας και Δ/ντή του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας που δημοσιευθήκαν στο 35ο τεύχος των «Δημογραφικών Νέων» με τίτλο «Ελλάδα, δημογραφικές εξελίξεις και δημογραφικές προκλήσεις» που εκδίδεται από το ΕΔΚΑ.
Έχουμε ταυτόχρονα, αναφέρεται στην δημοσίευση αυτή, μια υπερ-συγκέντρωση του πληθυσμού σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της συνολικής επιφάνειας της χώρας μας καθώς σχεδόν 3 στους 4 κατοίκους ζουν πλέον στις μητροπολιτικές περιοχές Αθηνών και Θεσσαλονίκης και σε μια δεκάδα μεγάλων αστικών κέντρων (και την άμεση περιφέρειά τους), οι δε τάσεις εξόδου από τα αστικά κέντρα την περίοδο της κρίσης, ακόμη και αν ενισχυθούν με κάποια μέτρα (ενίσχυση π.χ. νέων για εγκατάσταση και δραστηριοποίησή τους στον ύπαιθρο χώρο), δεν πρόκειται να αλλάξουν ριζικά τον πληθυσμιακό χάρτη της Ελλάδας τις άμεσα επόμενες δεκαετίες.
Ειδική αναφορά ο κ. Κοτζαμάνης κάνει στις αλλαγές της δομής των νοικοκυριών και των οικογενειών μας, που, όπως αναφέρει έχουν αλλάξει ριζικά καθώς:
«Η μείωση της γαμηλιότητας και της γεννητικότητας/γονιμότητας, η αύξηση των εκτός γάμου γεννήσεων και των διαζυγίων και η ανάδειξη νέων μορφών συμβίωσης (βλ. σύμφωνα συμβίωσης) συρρίκνωσαν όχι μόνον τον αριθμό των πολυμελών και των διευρυμένων νοικοκυριών αλλά και αυτόν των πολυτέκνων οικογενειών καθώς οι τρίτες και τέταρτες γεννήσεις από το 15% και 25% του συνόλου των γεννήσεων στις αρχές της δεκαετίας του ’50, αποτελούν σήμερα αντίστοιχα το 10% και 8%. Η μικρή σε μέγεθος πυρηνική οικογένεια που προκύπτει από γάμο είναι μεν κυρίαρχη ακόμη, το ποσοστό όμως των ζευγαριών που συμβιώνουν χωρίς γάμο αυξάνεται σταθερά, όπως αυξάνεται τόσο το ποσοστό των παιδιών που ζει με γονείς που δεν έχουν ποτέ παντρευτεί όσο και οι συμβιώσεις με σύμφωνο οι οποίες ξεπερνούν πλέον τις 4.000 (μια συμβίωση σχεδόν ανά 10 πρώτους γάμους)».
Αυξάνεται επίσης, αναφέρει ο ίδιος, τόσο το πλήθος των μονογονεϊκών οικογενειών που αποτελούνται συνήθως από γυναίκες (απόρροια της αύξησης των διαζυγίων και των εκτός γάμου γεννήσεων που από 2% το 1990 εγγίζουν πλέον το 10%) όσο και ο αριθμός των άτεκνων ατόμων (πάνω από το 20% σχεδόν των γυναικών που γεννήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 δεν θα αποκτήσουν ένα παιδί). Τέλος τις τελευταίες δεκαετίες, αναφέρει ο ίδιος, αυξάνεται και η μέση ηλικία όσων γυναικών αποκτούν ένα πρώτο παιδί (άνω των 31 ετών το 2018 έναντι 26 ετών στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και 29 ετών την δεκαετία του 1950) ενώ ταυτόχρονα άλλαξε ριζικά και η κατανομή των γεννήσεων ανά ηλικία της μητέρας καθώς, ενώ τέσσερις δεκαετίες πριν 1 στις 2 γεννήσεις προέρχονταν από μητέρες μεγαλύτερες των 30 ετών, σήμερα, το αυτό ισχύει για 2 στις 3 γεννήσεις. Επομένως, διαπιστώνει ο κ. Κοτζαμάνης, οι οικογενειακές δομές μας σήμερα διαφοροποιούνται σημαντικά αυτών του πρόσφατου παρελθόντος, και κατ’ επέκταση, τα νέα οικογενειακά πρότυπα που αναδύονται δεν είναι δυνατόν να μην λαμβάνονται υπόψη στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των προτεραιοτήτων στη διαμόρφωση της όποιας δημογραφικής πολιτικής.
Όσον αφορά το μέλλον, ο καθ. της Δημογραφία και Δ/ντής του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ) του Παν. Θεσσαλίας αναφέρει ότι:
Το 2035 το ποσοστό των > 65 ετών και των >85 ετών στον συνολικό πληθυσμό αναμένεται να κυμανθεί γύρω από το 27,5% για τους πρώτους και το 4,3% για τους δεύτερους, ενώ τα ποσοστά των νέων (0- 14 και 0-18 ετών) αντίστοιχα θα κυμανθούν από 11,0% έως 12,4% και από 15,8% έως 14,2%.
Το 2050 το ποσοστό των > 65 ετών και των >85 ετών στον συνολικό πληθυσμό (22% και 3,5% το 2019) αναμένεται να κυμανθεί από 33,1% έως 30,3% για τους πρώτους και 6,5%-4,9% για τους δεύτερους, ενώ τα ποσοστά των νέων (0- 14 ετών και 0-18 ετών) από 14,8% έως 12,0% για τους πρώτους και από 19% έως 15,4% για την δεύτερη ομάδα αντίστοιχα.
Η συρρίκνωση του συνολικού πληθυσμού που καταγράφεται σε όλα τα σενάρια των δημογραφικών προβολών και η συνεχιζόμενη γήρανσή του, επισημαίνει ο κ. Κοτζαμάνης, αναμένεται να επηρεάσουν και τον πληθυσμό εργάσιμης ηλικίας ο οποίος θα φθίνει συνεχώς, για να αναφέρει ότι «το 2035 το ποσοστό των 15-64 στο συνολικό πληθυσμό (65% το 2015) θα μειωθεί στο 60% έως 61% το 2035 και θα κυμανθεί γύρω από το 55% 2050.
Η μείωση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας επιταχύνεται σε όλα τα σενάρια δημογραφικών προβολών μετά το 2030, η επιτάχυνση δε αυτή οφείλεται κυρίως σε δυο λόγους: στην προοδευτική είσοδο στην ομάδα του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας των ολιγοπληθών γενεών >2010 και στην προοδευτική έξοδο από την ομάδα αυτή των πολυπληθέστερων γενεών της εικοσαετίας 1955 -1975. Η προαναφερθείσα μείωση θα επηρεάσει προφανώς και τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό (4,6 εκατ. σήμερα), ο οποίος ενδέχεται το 2035 να υπολείπεται, (ευνοϊκότερο/ δυσμενέστερο σενάριο) κατά 0,5-1 εκατ., το δε 2050 κατά 1,1 -1,7 εκατ.».
Συμπερασματικά, τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Κοτζαμάνης «οι επιπτώσεις των αλλαγών που έχουν ήδη γίνει -αλλά και αυτών που αναμένονται-, είναι πολλαπλές, και έχουν αρχίσει ήδη να μας προβληματίζουν. Αρχίζουμε, έστω και καθυστερημένα, να καταλαβαίνουμε ότι η Δημογραφία αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για το μέλλον μας, παράγοντα που δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να υποτιμούμε. Το «δημογραφικό» είναι σήμερα μια από τις μεγάλες προκλήσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε και οι έχοντες την ευθύνη σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων σε πλήθος πεδίων σε εθνικό και περιφερειακό-τοπικό επίπεδο δεν είναι δυνατόν να παραμένουν θεατές των δημογραφικών μας εξελίξεων και να μην έχουν σαφή εικόνα για τις επερχόμενες αλλαγές και για τις επιπτώσεις τους. Εξ ου και η αναγκαιότητα της διαμόρφωσης μιας συνεκτικής δημογραφικής πολιτικής, που απαιτεί -εκτός των άλλων- και την ενίσχυση της δημογραφικής έρευνας καθώς, αν η γνώση αναδεικνύει προβλήματα, η αγνοία δεν μπορεί να τα λύσει».
Το δημογραφικό αναδεικνύεται σε μέγα εθνικό θέμα, εξαιτίας της μείωσης των γεννήσεων, της αύξησης των θανάτων και της αρνητικής μετανάστευσης.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΕΛΣΤΑΤ, μόνο το διάστημα 2011-2017 ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε κατά 355.000 ανθρώπους και αν το πρόβλημα δεν αντιμετωπισθεί με την υπευθυνότητα που απαιτείται για το «νούμερο 1» εθνικό πρόβλημα, ο πληθυσμός της Ελλάδας, το 2050, μόλις που θα αγγίζει τα 10 εκατομμύρια ανθρώπων. Κι ακόμη χειρότερα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Eurostat, το 2080, με 7,2 εκατ. ανθρώπους, η Ελλάδα θα αποτελεί το μικρότερο τμήμα της ΕΕ.
«Ο πληθυσμός της Ελλάδας υπό διωγμόν»
Η έρευνα με τίτλο «Ο πληθυσμός της Ελλάδας υπό διωγμόν», που υπογράφει η νομικός Ήρα Έμκε- Πουλοπούλου, διδάκτορας του πανεπιστημίου του Παρισιού, μέλος της Ακαδημίας Επιστημόνων της Νέας Υόρκης και αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Δημογραφικών Μελετών, υπό την αιγίδα της οποίας, άλλωστε, τελεί η έκδοση, είναι «κραυγή αγωνίας».
«Στόχος του βιβλίου είναι να αποδείξει ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης μεγάλα τμήματα του ελληνικού πληθυσμού βρίσκονται «υπό διωγμόν», υφίστανται, δηλαδή, συστηματική υποβολή σε ταλαιπωρίες, που έχουν οδηγήσει ή θα καταλήξουν στο μέλλον στην απομάκρυνσή τους από την Ελλάδα, από την οικογένειά τους, από τη δουλειά τους, από τους φίλους τους, ακόμη και από τη ζωή» σημειώνει χαρακτηριστικά η ίδια στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και συμπυκνώνει το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας ως εξής: «Οι δημογραφικοί δείκτες εξελίσσονται με βραδύ ρυθμό και βελτιώνονται με ακόμη βραδύτερο. Αν, όμως, η στρατηγική που έχει ως στόχο την αύξηση των γεννήσεων, την επιβράδυνση του ρυθμού γήρανσης, τον περιορισμό της αποδημίας, δεν εφαρμοστεί τώρα, τα προβλήματα του πληθυσμού θα εκδικηθούν εκείνους που τα αγνοούν!».
Στην έκδοση των 734 σελίδων, «προϊόν έρευνας τριών χρόνων», που φιλοξενεί αποκωδικοποιώντας δεκάδες στατιστικούς πίνακες της ΕΛΣΤΑΤ και της EUROSTAT και εικονογραφείται από το σκωπτικό πενάκι του Σπύρου Ορνεράκη, παρατίθεται λεπτομερειακή χαρτογράφηση του ελληνικού πληθυσμού, όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα από τις κατά καιρούς οικονομικο-πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες από το 1828 έως σήμερα, αλλά κυρίως την περίοδο της οικονομικής κρίσης.
Ο ελληνικός πληθυσμός γερνά πιο γρήγορα
Η κ. Έμκε – Πουλοπούλου εξηγεί ότι το δημογραφικό εμφανίστηκε στη δεκαετία του ΄80, επομένως προϋπήρχε της κρίσης, αλλά επιδεινώθηκε κατά τη διάρκειά της, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της Ελλάδας να μειώνεται, να αλλοιώνεται και να γερνάει με ταχύτερο από τον αναμενόμενο ρυθμό.
«Οι απογραφές αποκάλυψαν ότι έως και τις αρχές του 21ου αι. ο πληθυσμός της χώρας αυξανόταν διαρκώς, ακόμα και στις ανώμαλες περιόδους, που γνώρισε το ελληνικό έθνος» λέει και συνεχίζει: «Για παράδειγμα, το 1828, πριν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η Ελλάδα «μετρούσε» 753.000 ανθρώπους, οι οποίοι το 2011 έφτασαν τους 10,9 εκατομμμύρια. Το 2011 αντιστοιχούσαν 104 γυναίκες σε 100 άνδρες και στην περίοδο 1951-2011 μειώθηκε στο μισό ο πληθυσμός των νέων 0-14 χρόνων (από 28,8% σε 14,5%) και σχεδόν τριπλασιάστηκε η αναλογία των ηλικιωμένων στον πληθυσμό (από 6,7% σε 19,5%). Αλλά, στην περίοδο της κρίσης, ο ρυθμός γήρανσης επιταχύνεται. Η μέση ηλικία του πληθυσμού από 30 έτη το 1951 φτάνει τα 43,5 το 2014!».
Επιπλέον, την περίοδο 2001-2011 καταγράφεται μικρή μείωση στους άγαμους και στους έγγαμους, αυξάνεται σημαντικά ο αριθμός των διαζευγμένων και λιγότερων των χήρων/χηρών, ενώ παρατηρείται μεγάλη αύξηση των μονοπρόσωπων νοικοκυριών, μικρότερη αύξηση των νοικοκυριών 2-3 ατόμων και μείωση των νοικοκυριών 4 ατόμων. Είναι, δε, εντυπωσιακή η μείωση των πολύτεκνων οικογενειών.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, την περίοδο 2011-2016, οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις κατά 115.479 άτομα (γεννήσεις 692.592 / θάνατοι 808.071). Η μικρή αύξηση των γεννήσεων (κατά 1.051 παιδιά), που καταγράφηκε το 2016 οφείλεται κατά 77% σε γεννήσεις από γυναίκες πρόσφυγες, που δεν θα μείνουν στην Ελλάδα. Σε έξι χρόνια, δε, χάθηκαν πολύ περισσότερα άτομα από τις γεννήσεις ενός έτους (π.χ. το 2016, 93.698 γεννήσεις). Έως το 2010, οι άνθρωποι που έρχονταν στην Ελλάδα ήταν περισσότεροι από εκείνους που την εγκατέλειπαν. Η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα (2018) η χώρα, εκτός από την υπεροχή των θανάτων έναντι των γεννήσεων, οφείλεται στο φαινόμενο της «αρνητικής μετανάστευσης», γεγονός που έχει ως συνέπεια τη μείωση του ελληνικού πληθυσμού, κάθε χρόνο, σε απόλυτο αριθμό.
Τα στοιχεία που παρατίθενται στην ογκώδη έκδοση οδηγούν στο σχεδόν αδιαπραγμάτευτο συμπέρασμα πως ό,τι κατάφερε με κόπο η Ελλάδα να κερδίσει στα χρόνια της «ευμάρειας», όταν -έτσι κι αλλιώς- τα νέα ζευγάρια δύσκολα έπαιρναν την απόφαση για 2ο και 3ο παιδί, το έχασε μέσα στα οκτώ χρόνια της κρίσης! Το δημογραφικό από εθνικό θέμα εξελίχθηκε σε εφιάλτη.
Όπως αναφέρει η ερευνήτρια, για το θέμα των αιτίων και των επιπτώσεων των δημογραφικών εξελίξεων, οι παράγοντες για τη δυσμενή εικόνα του πληθυσμού είναι πολλοί, αλλά «πρωταρχική θέση κατά τη διάρκεια της κρίσης κατέχει η ανεργία, η επισφαλής απασχόληση και η μείωση του οικογενειακού εισοδήματος. Μετά το 2013 παρατηρείται μείωση της ανεργίας με ταυτόχρονη μείωση της πλήρους απασχόλησης και αύξηση της μερικής. Η εξέλιξη αυτή σημαίνει ότι καταργούνται οι «καλές» θέσεις εργασίας με ικανοποιητικό μισθό, εξασφάλιση και εργασιακά δικαιώματα, ενώ αυξάνονται οι «ευέλικτες μορφές απασχόλησης», ανασφάλιστες με πολύ χαμηλούς μισθούς και ενίοτε απαράδεκτες συνθήκες εργασίας». Ως εκ τούτου, η αύξηση της ανεργίας των νέων ανδρών και γυναικών και η απασχόληση σε δυσβάστακτο περιβάλλον αποτελούν αιτία μείωσης της γαμηλιότητας και της γεννητικότητας και αύξηση της αποδημίας, γιατί όσοι της υφίστανται, κυρίως όσοι έχασαν τη δουλειά τους, δεν αποφασίζουν να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά και όσοι έχουν προσόντα επιλέγουν τη μετανάστευση».
Θα επιδεινωθεί το πρόβλημα
Η κ. Έμκε – Πουλοπούλου κρούει τον κώδωνα κινδύνου. «Το δημογραφικό πρόβλημα θα επιδεινωθεί» τονίζει και εξηγεί: «Η εντυπωσιακή μείωση των γεννήσεων, η γήρανση του πληθυσμού και η εκτόξευση της αποδημίας θα καταλήξουν σε μεγάλη συρρίκνωση του πληθυσμού της χώρας μας και σε αύξηση της αναλογίας των ηλικιωμένων. Θα αυξάνεται ο πληθυσμός άνω των 65 ετών σε βάρος των ηλικιών 0-14».
Στο ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει αντιστροφή της δημογραφικής… κατρακύλας της χώρας, η ερευνήτρια απαντά: «Πρόκειται για μία εν μέρει μη αναστρέψιμη πραγματικότητα. Η επί 40 χρόνια χαμηλή γονιμότητα έχει δημιουργήσει μια μικρότερη αριθμητικά γενιά γυναικών. Ακόμα κι αν οι γυναίκες αυτές αποκτήσουν περισσότερα παιδιά, θα είναι δύσκολο ο αριθμός των γεννήσεων να ξεπεράσει τον αριθμό των θανάτων. Εξάλλου, θα πρέπει να περάσουν 25-30 χρόνια, ώστε η αύξηση των γεννήσεων να δημιουργήσει τη γενιά, που θα ενταχθεί στην αγορά εργασίας και με την απασχόληση και τις εισφορές της στο ασφαλιστικό σύστημα να συμβάλει στη στήριξή του. Μέχρι ν΄ αρχίσει να εργάζεται αυτή η γενιά, θα χρειαστούν επιπλέον δαπάνες ιδιωτικές και δημόσιες για την ανατροφή και την εκπαίδευσή της».
Σημειώνει πάντως ότι μπορεί να επιβραδυνθεί το ρυθμός γήρανσης, με την παροχή γενναίων κινήτρων για την ενίσχυση της γονιμότητας και τον περιορισμό της αποδημίας.
www.aftodioikisi.gr/k