Παρά την ολοκλήρωση των προγραμμάτων διάσωσης, η Ελλάδα παραμένει δέσμια των πιστωτών της οι οποίοι απέτυχαν να θέσουν σε βιώσιμη τροχιά την οικονομία της, αναφέρει σε άρθρο του το πρακτορείο Reuters.
Ειδικότερα, όπως αναφέρει η ανάλυση του πρακτορείου, «αυτή τη φορά η Ευρώπη έχει μια έξοδο για να γιορτάσει και όχι να φοβάται. Η Ελλάδα βγαίνει από το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης, ένα καλοδεχούμενο Grexit, αλλά προτού ανοίξουν οι σαμπάνιες είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η Αθήνα παραμένει δέσμια των πιστωτών, που απέτυχαν να θέσουν την ελληνική οικονομία σε βιώσιμη τροχιά».
Σύμφωνα με το άρθρο, «μόλις τρία χρόνια πριν, μια φιλική αποχώρηση της Ελλάδας από οποιοδήποτε πρόγραμμα φαινόταν αδιανόητη. Το πρώτο εξάμηνο του 2015, η ριψοκίνδυνη πολιτική του Αλέξη Τσίπρα, της νεοεκλεγείσας κυβέρνησης της ριζοσπαστικής Αριστεράς, παραλίγο να προκαλέσει ένα καταστροφικό Grexit. Μετά από ένα βιαστικά διοργανωμένο δημοψήφισμα, στο οποίο απορρίφθηκαν οι όροι των δανειστών για περαιτέρω βοήθεια, η Γερμανία πίεσε για προσωρινή έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Με τις ελληνικές τράπεζες ήδη κλειστές, ο Τσίπρας τελικά συμβιβάστηκε, συμφωνώντας να υλοποιήσει σαρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αλλά ακόμα και τότε το μέλλον της νέας συμφωνίας έμοιαζε αβέβαιο».
«Ελλάδα και ευρωζώνη απέφυγαν το χείριστο από τα ενδεχόμενα που φαίνονταν πιθανά κατά την διάρκεια της αναμέτρησης του 2015» συνεχίζει το άρθρο, τονίζοντας ωστόσο ότι «οι διαχωριστικές γραμμές παραμένουν». Όπως εξηγεί, «η ευρωζώνη ήθελε απελπισμένα να αποφύγει την διάσπασή της: η έξοδος μια χώρας θα έθετε σε αμφιβολία τη μη αναστρέψιμη πορεία του κοινού νομίσματος, ωθώντας τις χρηματαγορές να ποντάρουν εναντίον των προβληματικών οικονομιών. Από την άλλη πλευρά, έπρεπε να βρεθεί τρόπος για να πειθαρχήσει μια χώρα που επεδίωξε να εκμεταλλευτεί τις ατέλειες του κοινού νομίσματος. Οι ατέλειες αυτές αναδείχθηκαν επειδή η ευρωζώνη υποτίθεται πως ήταν μια νομισματική ένωση και μόνον, χωρίς δημοσιονομικές σχέσεις ή άλλη υποστήριξη. Οι ευσεβείς αυτοί πόθοι δεν άντεξαν στην πρώτη δοκιμασία της πραγματικότητας όταν η Ελλάδα έχασε την πρόσβαση στις αγορές. Οι χώρες της ευρωζώνης ξεφορτώθηκαν όπως όπως την ρήτρα "μη διάσωσης". Επανερμηνεύοντας βολικά την Συνθήκη του Μάαστριχτ, τα προγράμματα διάσωσης έγιναν τελικά εφικτά, αρκεί να είχαν τη μορφή δανείων αντί για μείωση της ονομαστικής αξίας των χρεών».
Σύμφωνα με το Reuters, «εκεί έγκειται η πηγή των βασάνων της Ελλάδας. Αν και η χώρα εξέρχεται του προγράμματος, παραμένει δέσμια των πιστωτών της ευρωζώνης και των δανείων που της χορηγήθηκαν. Τα δάνεια αυτά είναι η μερίδα του λέοντος του δημόσιου χρέους. Το υψηλό χρέος καθιστά τις χώρες ευάλωτες στις αναταράξεις των αγορών. Οφείλουν να συμπεριφέρονται άψογα για να διασφαλίζουν την πρόσβασή τους στην ιδιωτική χρηματοδότηση, αλλά ακόμη και έτσι μπορεί να πέσουν θύματα της αστάθειας όταν οι επενδυτές χάσουν το ενδιαφέρον τους για επισφαλείς επενδύσεις. Χωρίς τη θωράκιση του προγράμματος, η Ελλάδα θα πρέπει να αντλεί κεφάλαια από τις αγορές για την εξυπηρέτηση του χρέους της. Αυτός είναι ο λόγος που σε έναν ιδανικό κόσμο η Ελλάδα θα έπρεπε να εξέλθει του προγράμματος με πολύ μικρότερο χρέος, μέσω απομείωσης της ονομαστικής αξίας των δανείων της ευρωζώνης».
Ωστόσο, «κουρέματα» αυτού του είδους αποτελούν ανάθεμα για τους ευρωπαίους πιστωτές, συνεχίζει η ανάλυση, «οι οποίοι έχουν ένοχες συνειδήσεις και οι οποίοι φοβούνται τις αντιδράσεις των φορολογουμένων τους για τις απώλειες από τα δάνεια προς την Ελλάδα. Αντίθετα, η ευρωζώνη εφαρμόζει προ πολλού την λαθραία πολιτική της ελάφρυνσης του χρέους με άλλα μέσα. Επιτόκια που στην αρχή ήταν τιμωρητικά, είναι πλέον τόσο χαμηλά όσο γίνεται και η αποπληρωμή των τόκων σημαντικού μέρους των δανείων έχει μετατεθεί. Οι ωριμάνσεις των δανείων έχουν επιμηκυνθεί κατά δεκαετίες. Αυτή η “extend and pretend” προσέγγιση θα εξασφαλίσει για μια δεκαετία περίπου και ως ένα βαθμό την Ελλάδα από τις διαθέσεις των αγορών, αλλά κρατά τη χώρα δεσμευμένη για πολύ περισσότερο. Για τους πιστωτές της ευρωζώνης που φοβούνται πως η Ελλάδα θα επιστρέψει στις κακές δημοσιονομικές της συνήθειες, λύση αυτή έχει πλεονεκτήματα, επειδή τους επιτρέπει να ασκούν επιρροή ακόμη και μετά τη λήξη του προγράμματος».
Όπως εκτιμά όμως, «είναι μια επιλογή που θα προκαλέσει υποβόσκουσα δυσαρέσκεια, καθώς η Ελλάδα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2060. Αυτό το πρωτοφανές εγχείρημα που θα ήταν δύσκολα εφικτό σε αίσιους καιρούς, πρέπει να εφαρμοστεί μετά από δύσκολους καιρούς. Εκτός από το βάρος του χρέους, υπάρχει μια κληρονομιά πικρίας και στις δύο πλευρές. Οι βόρειοι πιστωτές αποδίδουν τα βάσανα της χώρας στην δημοσιονομική ασωτία των Ελλήνων. Οι Έλληνες κατηγορούν τους σωτήρες τους για την λιτότητα και τις δυσάρεστες μεταρρυθμίσεις που αναγκάστηκαν να υποστούν. Όπως έχουν τα πράγματα, χρειάζεται ένα οικονομικό θαύμα - όπως μια διαρκής περίοδος ισχυρής ανάπτυξης – για να δραπετεύσει η Ελλάδα από τα δεσμά του χρέους. Μετά τη μεγάλη πτώση του ΑΕΠ, η ανάκαμψη φαίνεται πιθανή, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα».
«Όμως οι προβλέψεις για το μέλλον είναι απογοητευτικά χαμηλές και δείχνουν πως η χώρα δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει τα προβλήματά της. Το ΔΝΤ προβλέπει μακροπρόθεσμη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στο 1% ετησίως. Ακόμη και αυτή η μέτρια εκτίμηση ίσως αποδειχθεί αισιόδοξη. Τα δημογραφικά στοιχεία της Ελλάδας είναι ιδιαίτερα αρνητικά. Η απροθυμία της ευρωζώνης να αντιμετωπίσει την αλήθεια και να διαγράψει ορισμένα από τα δάνειά της αποτελεί σφάλμα κατανόησης. Οι πολιτικές της θα κλείσουν την Ελλάδα σε μια φυλακή χρέους επί δεκαετίες, με δεσμοφύλακες του πιστωτές. Δεν είναι τρόπος αυτός να οικοδομηθεί μια νέα σχέση μεταξύ της ευρωζώνης και του άσωτου παιδιού της», καταλήγει το Reuters.