Θωρακισμένα και πιο ισχυρά είναι εδώ και λίγες ημέρες στις διεθνείς αγορές δυο προϊόντα που... τα ονόματά τους και μόνο θυμίζουν Ελλάδα. Ο λόγος για το ούζο και το τσίπουρο τα οποία έλαβαν το "πράσινο φως" από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να καταχωρηθούν στο διεθνές μητρώο της Πράξης της Γενεύης του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας, (WIPO), ως Προϊόντα Γεωγραφικών Ενδείξεων (ΠΓΕ).
Μεγάλοι "πρωταγωνιστές" αυτής της προσπάθειας ήταν ο Σύνδεσμος Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων & Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ), η Ένωση Αποσταγματοποιών Αμπελοοινικών Προϊόντων Ελλάδος (ΕΝΑΠΑΠΕ) αλλά και οι υπηρεσίες του Γενικού Χημείου το Κράτους.
Μιλώντας στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων & Αλκοολούχων Ποτών, Νίκος Καλογιάννης επισημαίνει πως με τη συγκεκριμένη απόφαση τα δυο ελληνικά προϊόντα "θα μπορούν να απολαμβάνουν προστασίας στα συμβαλλόμενα στην Διεθνή Συμφωνία της Λισαβόνας Κράτη ακριβώς όπως ακριβώς προστατεύονται στην ΕΕ" ενώ "αποκτούν σημαντικό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα σε συνομιλίες της ΕΕ με τρίτα κράτη για διμερείς αναγνωρίσεις Γεωγραφικών Ενδείξεων. Πλέον δεν θα μπορεί εύκολα να εξαιρεθούν από συνομιλίες και συμφωνίες".
Από τη μεριά του ο προέδρος της ΕΝΑΠΑΠΕ, Δημήτρης Αποστολάκης μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ έκανε λόγο για "μεγάλη επιτυχία του κλάδου" καθώς "είναι η πρώτη φορά που δόθηκε η δυνατότητα στις Ενώσεις μας να συμμετάσχουν στην διαδικασία ενεργά, με τη συνδρομή του εξειδικευμένου σε θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας δικηγορικού γραφείου του συμβούλου μας καθηγητή, Θεόδωρου Γεωργόπουλου, καθιστώντας τις Ενώσεις μας συνδικαιούχους των άνω γεωγραφικών ενδείξεων".
Με τη συγκεκριμένη απόφαση της ΕΕ το Ούζο και το Τσίπουρο αναγνωρίζονται "σε 9 εμπορικά σημαντικές για την Ελλάδα χώρες" όπως είπε ο κ. Αποστολάκης, καθώς ναι μεν "τα προϊόντα αυτά προστατεύονται στα όρια της ΕΕ καθώς και στις χώρες τις οποίες η ΕΕ συνάπτει διμερείς σχέσεις" ωστόσο "η σύναψη διμερών εμπορικών σχέσεων με τις τρίτες χώρες είναι χρονοβόρες και τελικά πολλές φορές δεν συμπεριλαμβάνουν όλα τα προϊόντα".
Με το 70% περίπου των δυο προϊόντων να εξάγονται στις διεθνείς αγορές, γίνεται εύκολα αντιληπτή η βαρύτητα της εν λόγω απόφασης. "Η ισχυροποίηση των προϊόντων στις διεθνείς αγορές είναι ιδιαίτερα σημαντική" υπογράμμισε ο κ. Καλογιάννης συμπληρώνοντας ότι "η Γεωγραφική Ένδειξη ισχυροποιεί τα προϊόντα μας έναντι των όποιων ανταγωνιστικών από άλλες χώρες".
"Η εισαγωγή των γεωγραφικών ενδείξεων "Ούζο" και "Τσίπουρο/Τσικουδιά" στο διεθνές μητρώο της Πράξης της Γενεύης αποδεικνύει την βούληση της ελληνικής πολιτείας και της Ε.Ε. να στηρίξει τα σημαντικά για την χώρα μας αυτά προϊόντα" είπε ο κ. Αποστολάκης καθώς όπως τόνισε "όσο πιο "ασφαλές" γίνεται το περιβάλλον στο οποίο θα κινηθούμε για την επίτευξη των πολυπόθητων εξαγωγών τόσο πιο εύκολη θα είναι η επίτευξη του στόχου διότι πολλές εξαγωγικές προσπάθειες δεν ευόδωσαν ή δεν είχαν συνέχεια διότι οι δυσκολίες που προέκυψαν, μέσω της γραφειοκρατίας, για την εισαγωγή σε τρίτες χώρες χωρίς διμερείς σχέσεις ήταν ανυπέρβλητες".
Ιδιαίτερα ευοίωνο φαντάζει το μέλλον του κλάδου της ελληνικής αποσταγματοποιίας καθώς οι άμεσα εμπλεκόμενοι φέρονται να έχουν θέσει νέους στόχους. Όμως για την επίτευξη αυτών, σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΕΑΟΠ χρειάζονται να γίνουν τέσσερα βήματα.
Αρχικά όπως λέει, θα πρέπει να δημιουργηθούν προγράμματα "υποστήριξης των εξαγωγών, με προβολή των ελληνικών αποσταγμάτων, που εξάγονται και αποτελούν πρεσβευτές της χώρας μας στο εξωτερικό". Η όλη προσπάθεια να υποστηριχθεί "από το Υπουργείο Εξωτερικών και τις πρεσβείες της χώρας μας ανά τον κόσμο", σημειώνει
Επίσης, ο κ. Καλογιάννης αναφέρει στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ότι ζητά την επίλυση των θεμάτων "που ουσιαστικά αφορούν ταμειακές δυσλειτουργίες και πρακτικά δυσχεραίνουν τη συμμετοχή των μικρών οικογενειακών μονάδων του κλάδου στα προγράμματα αυτά" υπογραμμίζοντας ότι "με τη συμμετοχή της Enterprise Greece ως φορέα υλοποίησης των προγραμμάτων, από κοινού με τον ΣΕΑΟΠ, τέτοια θέματα μπορούν να παρακαμφθούν".
Τέλος, σύμφωνα με τον ίδιο, θα πρέπει να ενταχθούν τα αποστάγματα "στις δράσεις προβολής του Γαστρονομικού Τουρισμού του Υπουργείου Τουρισμού".
Την ίδρυση μια Εθνικής Επιτροπής Αποσταγμάτων ζητά από τη μεριά του ο πρόεδρος της ΕΝΑΠΑΠΕ "παίρνοντας παραδείγματα από την επιτυχημένη πορεία αντίστοιχων κλάδων άλλων χωρών".
Και συνεχίζει: "Το βασικό ζητούμενο αυτής της διαδικασίας είναι η παραγωγή ποιοτικών προϊόντων προκειμένου να διατηρηθεί το ελληνικό απόσταγμα υψηλά στην ελληνική αγορά αλλά και κυρίως προκειμένου να βρει βηματισμό στις διεθνείς αγορές" υπογραμμίζοντας ότι "μπορεί να συμβεί εάν όλοι οι κρίκοι που απαρτίζουν την αλυσίδα της παραγωγής των αποσταγμάτων εργαστούν συντεταγμένα προς αυτή την κατεύθυνση".
Η επιτροπή όπως επισημαίνει θα πρέπει να αποτελείται από εκπροσώπους "όλων των εμπλεκόμενων, από τους αμπελουργούς, τους οινοποιούς, τους αποσταγματοποιούς, στελέχη των αρμόδιων Υπουργείων και Υπηρεσιών προκειμένου να εξετάζονται όλα τα ζητήματα που αφορούν στα προϊόντα και να λαμβάνονται άμεσα οι αντίστοιχες αποφάσεις" ενώ "θα εισηγείται στην πολιτική ηγεσία, η οποία θα προβαίνει σε κατάλληλες νομοθετικές πράξεις, εφόσον κρίνεται αναγκαίο".
Τέλος, όπως υποστηρίζει ο κ. Καλογιάννης "η προσπάθειά μας δεν τελειώνει εδώ" καθώς "υπάρχουν άλλες 13 Γεωγραφικές Ενδείξεις που είναι καταχωρημένες υπέρ της Ελλάδας". Πρόκειται για το Τσίπουρο Τυρνάβου, το Τσίπουρο Θεσσαλίας, το Ούζο Μυτιλήνης, το Κουμκουάτ Κέρκυρας, η Τσικουδιά Κρήτης, το Ούζο Πλωμαρίου, το Ούζο Καλαμάτας, το Ούζο Θράκης, το Ούζο Μακεδονίας, η Τεντούρα, η Μαστίχα Χίου, το Κίτρο Νάξου και το Τσίπουρο Μακεδονίας.
"Θα συνεργαστούμε και πάλι όλοι οι φορείς μαζί προκειμένου να επιτευχθεί η προστασία και για τις υπόλοιπες κατηγορίες που διεκδικούμε" σημείωσε ο πρόεδρος του ΣΕΑΟΠ.
Σε θέση μάχης είναι οι μικροί, διήμεροι παραγωγοί τσίπουρου (όπως αποκαλούνται), αλλά και τσικουδιάς, για τα πρόστιμα ύψους χιλίων ευρώ, λόγω της απαγόρευσης διακίνησης του χύμα τσίπουρου από τους συγκεκριμένους παραγωγούς στα καταστήματα εστίασης.
Η απόφαση είναι του 2017 και άρχισε η εφαρμογή της, μετά και τη σχετική εγκύκλιο του προηγούμενου Φεβρουαρίου, με αποτέλεσμα να επικρατεί αναβρασμός όχι μόνο στους παραγωγούς, αλλά και στις ταβέρνες, όπου καταναλώνεται το χύμα τσίπουρο.
Το τσίπουρο δεν μπορεί να ονομάζεται πλέον έτσι, αλλά «προϊόν απόσταξης μικρών αποσταγματοποιών (διημέρων)», κάτι που δημιουργεί σημαντικά προβλήματα, σε ένα προϊόν, που παραδοσιακά διακινείται στο μεγαλύτερο ποσοστό του ως χύμα τσίπουρο.
Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, ο βουλευτής Λάρισας της ΝΔ, Μάξιμος Χαρακόπουλος, έχει αναλάβει εδώ και αρκετό καιρό μια εκστρατεία, προκειμένου να πείσει την κυβέρνηση να δώσει λύση στο ζήτημα που έχει ανακύψει και αφορά σε χιλιάδες παραγωγούς, αλλά ως επίπτωση και στα καφενεία και τα καταστήματα εστίασης σε όλη την Ελλάδα.
Ο κ. Χαρακόπουλος έχει ήδη ενημερώσει τον υπουργό Εσωτερικών, Τάκη Θεοδωρικάκο και τον αρμόδιο υφυπουργό Ανάπτυξης, Νίκο Παπαθανασίου, ενώ όπως επισημαίνει θα συνεχίσει να ενημερώνει όλους τους εμπλεκόμενους, προκειμένου να βρεθεί λύση.
Ο κ. Χαρακόπουλος, προκειμένου να πείσει τους συνομιλητές του, παρουσιάζει ακόμη και άδειες για βράσιμο τσίπουρου από το 1914, από τα οικογενειακά αρχεία παραγωγών του Τυρνάβου...
Μάλιστα, μετά τις αντιδράσεις, η κυβέρνηση φέρεται να μελετά τη σύγκληση σύσκεψης όλων των εμπλεκομένων, προκειμένου να βρεθεί μια φόρμουλα για να σταματήσουν τα πρόστιμα και να προστατευθεί η παραγωγή.
Ο κ. Χαρακόπουλος, αλλά και οι παραγωγοί επισημαίνουν ότι με τις νέες ρυθμίσεις ουσιαστικά καθίσταται αδύνατη η διακίνηση του τσίπουρου που παράγουν οι διήμεροι αποσταγματοποιοί, διότι μπαίνουν ανυπέρβλητα εμπόδια στη διακίνηση του προϊόντος, ενώ τίθενται και ζητήματα ορθής ενημέρωσης του καταναλωτή για την προέλευση του τσίπουρου που καταναλώνει, ακόμη και ζητήματα δημόσιας υγείας.
Το πρόβλημα, σε συνδυασμό με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που οδηγεί σε αύξηση της φορολογίας στο τσίπουρο και τις συνέπειες από τη συμμόρφωση της χώρας, έχει δημιουργήσει πολύ έντονες αντιδράσεις στους παραγωγούς.
Ο νόμος προβλέπει ότι πλέον τσίπουρο και τσικουδιά πρέπει να διατίθενται αποκλειστικά εμφιαλωμένα. Ήταν άλλωστε και ένα από τα πιο σημαντικά επιχειρήματα στην κατοχύρωση των προϊόντων διεθνώς. «Το προϊόν που προσφέρεται αποκλειστικά και μόνο χύμα είναι το προϊόν απόσταξης μικρών αποσταγματοποιών (διήμερων) και οποιαδήποτε άλλη αναγραφή ονομασίας για χύμα προϊόντα αυτού του τύπου, όπως 'τσίπουρο' ή 'τσικουδιά' στους τιμοκαταλόγους και στα λοιπά έγγραφα διακίνησης και εμπορίας απαγορεύεται», αναφέρει ο νόμος, ο οποίος φέρνει σε «σύγκρουση» τους παραγωγούς χύμα τσίπουρου (και τσικουδιάς), με τους παραγωγούς εμφιαλωμένου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, οι κάτοχοι αδειών διήμερης απόσταξης μικρών παραγωγών είναι περίπου 51.000 και η συντριπτική πλειοψηφία τους (περίπου οι 48.000) δηλώνει ότι η παραγωγή είναι μικρότερη από 150 κιλά. Συνεπώς θεωρείται ότι αφορά σε ίδια κατανάλωση κι εκεί υπάρχει ένα μεγάλο ζήτημα, αφού στην πράξη δεν είναι έτσι τα πράγματα.
Οι ίδιοι οι παραγωγοί χύμα τσίπουρου υποστηρίζουν πως η διακίνηση χύμα τσίπουρου έχει εκτοξευτεί τα τελευταία χρόνια διότι η διαφορά της φορολόγησης με το εμφιαλωμένο είναι πολύ μεγάλη. Το εμφιαλωμένο επιβαρύνεται με ειδικό φόρο 12,75 ευρώ ανά λίτρο άνυδρης αλκοόλης, ενώ το χύμα επιβαρύνεται με εφάπαξ κατ' αποκοπή φόρο 1,4 ευρώ ανά λίτρο αιθυλικής αλκοόλης.
Πηγή: Voria
Φωτογραφία: Αρχείο Eurokinissi
Οι υποχρεώσεις σχετικά με την πώληση τσίπουρου ή τσικουδιάς σε καταστήματα εστίασης, περιγράφονται σε εγκύκλιο του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων.
Συγκεκριμένα στην εγκύκλιο σημειώνεται:
Σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν στην πώληση χύμα προϊόντος απόσταξης μικρών αποσταγματοποιών (διημέρων) της Υπουργικής Απόφασης 91354/2017 (ΦΕΚ Β’ 2983) «Κωδικοποίηση Κανόνων Διακίνησης και Εμπορίας Προϊόντων και Παροχής Υπηρεσιών», με
κύριο γνώμονα την ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ και του ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΣΗΜΑΤΟΣ, καθώς και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, η Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή, προβαίνει στις κάτωθι διευκρινίσεις:
1. Σύμφωνα με το άρθρο 75, παρ. 3, εδ. γ της προαναφερθείσας απόφασης, το προϊόν που προσφέρεται αποκλειστικά και μόνο χύμα σε μονάδες ομαδικής εστίασης είναι το ΠΡΟΪΟΝ ΑΠΟΣΤΑΞΗΣ ΜΙΚΡΩΝ ΑΠΟΣΤΑΓΜΑΤΟΠΟΙΩΝ (ΔΙΗΜΕΡΩΝ), το οποίο είναι διαφορετικό προϊόν από το Τσίπουρο και την Τσικουδιά, όπως ορίζονται από την κείμενη νομοθεσία.2. Τα προϊόντα «Τσίπουρο ή Τσικουδιά» διατίθενται στους χώρους ομαδικής εστίασης αποκλειστικά προσυσκευασμένα.
3. Στους τιμοκαταλόγους των ανωτέρω καταστημάτων θα πρέπει να αναγράφεται υποχρεωτικά ότι το ΠΡΟΪΟΝ ΑΠΟΣΤΑΞΗΣ ΜΙΚΡΩΝ ΑΠΟΣΤΑΓΜΑΤΟΠΟΙΩΝ (ΔΙΗΜΕΡΩΝ), διατίθεται χύμα.
4. Στους παραβάτες των ανωτέρων παραγράφων, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 75 της Υπουργικής Απόφασης 91354/2017 επιβάλλεται πρόστιμο χιλίων ευρώ (1000€) ανά παράβαση.Παρακαλούμε όπως συμπεριλάβετε τις προβλέψεις των εν λόγω διατάξεων στον προγραμματισμό ελέγχων της υπηρεσίας σας και κοινοποιήσετε έως 30/06/2020 τα αποτελέσματα αυτών στο email: gen-sec@gge.gr
Η εποχή που ο καθένας πρόσφερε ό,τι ήθελε, χωρίς ελέγχους, χωρίς εγγύηση, χωρίς νόμιμους τρόπους ανήκει στο παρελθόν
Τα φημισμένα τσιπουράδικα του Βόλου και της ευρύτερης περιοχής αποτελούν σημείο αναφοράς, αλλά και πόλο έλξης για όσους επισκέπτονται την πρωτεύουσα της Μαγνησίας. Οι σπουδαίοι θαλασσινοί μεζέδες, η καλή διάθεση και το εύγευστον του αλκοόλ έγιναν το «must» του τόπου. Επώνυμοι και μη συνωστίζονται στα τραπεζάκια των συνοικιακών τσιπουράδικων του Βόλου, από την περίοδο του Μεσοπολέμου και μετά, με αποκορύφωμα τις τελευταίες δεκαετίες που η φήμη έφτασε στα πέρατα της οικουμένης.
Οι «τσιπουροκατανύξεις» ήταν αυτό που έφεραν και σταδιακά επέβαλαν οι πρόσφυγες από την Σμύρνη και την Μικρασία, αμέσως μετά τη δουλειά στα καπνομάγαζα και το λιμάνι του Βόλου. Το μεζεδάκι απαραίτητο, αλλά εκείνο που κυριαρχούσε ήταν το ποτό. Τσίπουρο και μόνο τσίπουρο. Τότε, τα χρόνια τα παλιά, το τσίπουρο σερβίρονταν με τη μόστρα. Ερχόταν ο ταβερνιάρης με το μπουκάλι ανά χείρας και γέμιζε το ποτηράκι -σημερινό σφηνάκι- του πελάτη.
Στο πέρασμα του καιρού, κοντά στη μόστρα, καθιερώθηκε και το εικοσιπεντάρι. Ήταν μικρά μπουκαλάκια μινιατούρες που χωρούσαν μόλις 25 ml, με τσίπουρο που είχαν αγοράσει οι μαγαζάτορες το φθινόπωρο κάθε χρονιάς, μετά τον τρύγο. Με το κάθε εικοσιπεντάρι σερβίρονταν, εξακολουθεί μέχρι και σήμερα, και διαφορετικός μεζές. Όλα αυτά ήταν και είναι τα τσιπουράδικα του Βόλου. Φημισμένα, μοναδικά και αξεπέραστα.
Σήμερα όμως κάτι αλλάζει. Το χύμα τσίπουρο από αποσταγματοποιούς άγνωστους παίρνει τέλος. Η εποχή που ο καθένας πρόσφερε ό,τι ήθελε, χωρίς ελέγχους, χωρίς εγγύηση, χωρίς νόμιμους τρόπους θα ανήκει στο παρελθόν.
Το τσιπουράκι, το ταπεινό ποτό των κάποτε φτωχών Βολιωτών και όχι μόνο, θα συνεχίσει να προσφέρεται, αλλά σύμφωνα με τις σύγχρονες μεθόδους που επιβάλλουν οι καιροί. Θα σερβίρεται τυποποιημένο, σφραγισμένο και με υπευθυνότητα από εταιρείες που θα φέρουν και την ευθύνη για το προϊόν, ενώ οι νόμιμοι φόροι θα αποδίδονται στο Κράτος.
Υπάρχει και η άλλη πλευρά, των πολλών, μαγαζατόρων και επισκεπτών, που προτιμούν την ποιότητα και την εγγύηση του προϊόντος, που θα προσφερθεί μαζί με τον μεζέ.
Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι σε συνδυασμό με την απαγόρευση του καπνίσματος τα τσιπουράδικα οδηγούνται σε δύσκολη θέση. Η υποχρεωτική στροφή στο τυποποιημένο τσίπουρο το οποίο, λόγω και της υψηλής φορολόγησης του, είναι αρκετά πιο ακριβό από το χύμα, λένε ότι θα μειώσει τόσο την πελατεία, όσο και το περιθώριο κέρδους.
Στον Βόλο το εικοσιπενταράκι χύμα τσίπουρο, μαζί με το μεζέ, κυμαίνεται μεταξύ 3 και 4 ευρώ, ενώ το τυποποιημένο από 4 μέχρι και 6 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν φόροι περίπου στο 40% και τα υπόλοιπα διαμοιράζονται σε εμφιαλωτή, χονδρέμπορο, κάβα και χώρο εστίασης.
Πάντως, οι επαγγελματίες αποσταγματοποιοί είναι ικανοποιημένοι από την εξέλιξη και υπενθυμίζουν ότι πριν μερικούς μήνες συνελήφθησαν κάποιοι που παρασκεύαζαν τσίπουρο, σε μεγάλες ποσότητες, με χημικά και ήταν επικίνδυνο για την κατανάλωση.
Χαρακτηριστικά, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού «Δήμητρα» και αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Ελλήνων Αποσταγματοποιών Γιάννης Κίτσιος ανέφερε πως «η κατάσταση στη Μαγνησία, λόγω και της μεγάλης κατανάλωσης είναι ανεξέλεγκτη, χωρίς να εξαιρούνται και πολλές ακόμα περιοχές της χώρας. Με το λαθρεμπόριο γίνεται χαμός και κινδυνεύει η υγεία του κόσμου. Παρασκευάζουν τσίπουρο με νερό και χάπια, αυτή είναι η κατάσταση που επικρατεί και δυστυχώς, δραστηριοποιούνται στην αγορά εκείνοι που συνελήφθησαν στο Στεφανοβίκειο δύο φορές μέσα στα τρία τελευταία χρόνια, για λαθρεμπόριο».
Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΟΒΕ, το 80% της συνολικής παραγωγής τσίπουρου είναι παράνομα παραγόμενη και διατίθεται χύμα ακόμη και στις λαϊκές αγορές με πολύ χαμηλές τιμές και με αμφίβολη προέλευση και ποιότητα.
Για το ίδιο θέμα ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Θεσσαλίας & Στερεάς Ελλάδος, πήρε θέση: «έχοντας μέλη επιχειρήσεις που εμπλέκονται στην παραγωγή και τη διακίνηση τσίπουρου, ο Σύνδεσμός ήθελε να εκφράσει την απόλυτη στήριξη του στην απόφαση αυτή προκειμένου να προστατευθεί επιτέλους η γεωγραφική ένδειξη "τσίπουρο/τσικουδιά" από την καταστρατήγηση που υφίσταται λόγω της παράνομης χρήσης της ένδειξης για προϊόντα που δεν διασφαλίζουν την τήρηση του οικείου τεχνικού φακέλου, καθώς και να διασφαλιστεί η υγεία των καταναλωτών από προϊόντα αμφιβόλου προελεύσεως».
Τις επόμενες ημέρες και κυρίως από την στιγμή που θα εφαρμοσθεί πλήρως η απαγόρευση της πώλησης και προσφοράς χύμα τσίπουρου θα διαφανεί πόσο θα διαφοροποιηθεί η κατάσταση και κατά πόσο θα επηρεασθεί η τσιπουροκατάνυξη στα περίφημα τσιπουράδικα του Βόλου.
Αντιβαίνει στο δίκαιο της ΕΕ η ελληνική νομοθεσία που προβλέπει την εφαρμογή μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγουν οι επιχειρήσεις απόσταξης και σημαντικά μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγουν οι μικροί αποσταγματοποιοί, σύμφωνα με απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
Ακολουθεί ολόκληρη η ανακοίνωση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
«Η ελληνική νομοθεσία που προβλέπει την εφαρμογή μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγουν οι επιχειρήσεις απόσταξης και σημαντικά μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγουν οι μικροί αποσταγματοποιοί αντιβαίνει προς το δίκαιο της Ένωσης.
Η ελληνική νομοθεσία προβλέπει την εφαρμογή συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένου κατά πενήντα τοις εκατό (50 %), σε σχέση με τον ισχύοντα κανονικό εθνικό συντελεστή, στην αιθυλική αλκοόλη η οποία προορίζεται για την παρασκευή ούζου ή περιέχεται στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παρασκευάζουν οι επιχειρήσεις απόσταξης. Τα ίδια αυτά αλκοολούχα ποτά, όταν παρασκευάζονται από μικρούς, διήμερους αποσταγματοποιούς, μεταξύ άλλων από απόσταγμα στεμφύλων σταφυλιών, υπόκεινται σε εφάπαξ ή κατ’ αποκοπή φορολόγηση πενήντα εννέα λεπτών του ευρώ (0,59 ευρώ) ανά χιλιόγραμμο έτοιμου προϊόντος.
Η Επιτροπή, επιληφθείσα καταγγελίας, άσκησε προσφυγή λόγω παραβάσεως κράτους μέλους ενώπιον του Δικαστηρίου. Κατά την Επιτροπή, η ελληνική νομοθεσία αντιβαίνει προς τις οδηγίες σχετικά με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης για τα αλκοολούχα ποτά3 και προς τις αρχές της Συνθήκης ΣΛΕΕ οι οποίες απαγορεύουν στα κράτη μέλη να επιβάλλουν άμεσα ή έμμεσα στα προϊόντα άλλων κρατών μελών φόρους υψηλότερους από εκείνους που επιβαρύνουν τα ομοειδή εθνικά προϊόντα.
Με τη σημερινή του απόφαση, το Δικαστήριο υπενθυμίζει, όσον αφορά την εφαρμογή συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένου κατά πενήντα τοις εκατό σε σχέση με τον ισχύοντα κανονικό εθνικό συντελεστή, ότι τα κράτη μέλη οφείλουν καταρχήν να καθορίζουν τον ίδιο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης για όλα τα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης για την αιθυλική αλκοόλη. Μολονότι η οδηγία για την εναρμόνιση περιέχει διάταξη εισάγουσα παρέκκλιση για την Ελλάδα, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η διάταξη αυτή αφορά σαφώς μόνο το «αλκοολούχο ποτό με άνισο» με την ονομασία «ούζο». Η εν λόγω σαφής και ακριβής κατά παρέκκλιση διάταξη πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να ερμηνεύεται στενά. Πράγματι, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να επιτρέψει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια, καθεστώτα παρέκκλισης.
Δεδομένου ότι το τσίπουρο και η τσικουδιά δεν αποτελούν, κατά το παρόν στάδιο της ενωσιακής νομοθεσίας, προϊόντα υπαγόμενα στο καθεστώς παρέκκλισης που προβλέπεται στην ίδια αυτή διάταξη, το Δικαστήριο εκτιμά ότι τα προϊόντα αυτά υπόκεινται στον ίδιο συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης με όλα τα προϊόντα αιθυλικής αλκοόλης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για την εναρμόνιση.
Στην περίπτωση του τσίπουρου και της τσικουδιάς που παράγονται από τους μικρούς, διήμερους αποσταγματοποιούς, οι εφαρμοστέες οδηγίες επιτρέπουν επίσης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μείωση (κατά 50 %) σε σχέση με τον κανονικό εθνικό συντελεστή. Η φορολόγηση ύψους πενήντα εννέα λεπτών του ευρώ ανά χιλιόγραμμο που προβλέπει η ελληνική νομοθεσία είναι σημαντικά χαμηλότερη από το επιτρεπόμενο όριο.
Το Δικαστήριο κρίνει ότι το ενδεχόμενο εφαρμογής μειωμένων συντελεστών δεν πρέπει να οδηγεί σε στρέβλωση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε την πρόθεση να επιτρέψει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια, καθεστώτα παρέκκλισης.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, όταν ένα ζήτημα ρυθμίζεται με εναρμονισμένο τρόπο σε επίπεδο Ένωσης, κάθε εθνικό μέτρο σχετικό με το ζήτημα αυτό πρέπει να αξιολογείται υπό το πρίσμα των διατάξεων του εν λόγω μέτρου εναρμόνισης.
Επομένως, μολονότι επιτρέπεται στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν μειωμένους συντελεστές ειδικού φόρου κατανάλωσης ή απαλλαγές για ορισμένα προϊόντα περιφερειακού ή παραδοσιακού χαρακτήρα, τούτο δεν σημαίνει εντούτοις ότι μια εθνική παράδοση μπορεί αφεαυτής να απαλλάξει τα εν λόγω κράτη μέλη από τις υποχρεώσεις που υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης.
Το Δικαστήριο καταλήγει ότι η Ελλάδα παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την οδηγία 92/83, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία προβλέπει την εφαρμογή συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης μειωμένου κατά 50 % σε σχέση με τον κανονικό εθνικό συντελεστή στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τις επιχειρήσεις απόσταξης. Επιπλέον, η Ελλάδα παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την ίδια οδηγία, σε συνδυασμό με την οδηγία 92/84, καθόσον θέσπισε και διατήρησε σε ισχύ νομοθεσία η οποία προβλέπει την εφαρμογή σημαντικά μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης στο τσίπουρο και την τσικουδιά που παράγονται από τους μικρούς αποσταγματοποιούς».